Βιβλιο

Νάνος Βαλαωρίτης: «Η πλατεία Κολωνακίου, χωμάτινη και πανέμορφη»

15 χρόνια ATHENS VOICE: Ζητήσαμε από 15 εμβληματικούς κατοίκους της Αθήνας να περιγράψουν μια περιοχή της πόλης, την πιο σημαντική στη ζωή τους

prov2.jpg
Μάκης Προβατάς
ΤΕΥΧΟΣ 683
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Νάνος Βαλαωρίτης

Η Πατριάρχου Ιωακείμ, όσο και να έχει αλλάξει, περιέχει ακόμα κάτι εμβληματικό. Εκεί μένει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Ζει τα τελευταία ογδόντα χρόνια στο ίδιο σπίτι… Κάθε φορά που τον επισκέπτομαι, κάνουμε οπωσδήποτε μια κουβέντα για την πολιτική. Κάτι πολύ ενδιαφέρον με τον Νάνο Βαλαωρίτη είναι πως ακόμα και όταν εκφράζει τις πιο απαισιόδοξες σκέψεις και τις βαθιές ανησυχίες του, έχει αυτό το χαμόγελο της ελαφριάς ειρωνείας απέναντι στα πράγματα… Αυτό το χαμόγελο ήταν διαρκώς στο πρόσωπό του κι όσο μας μιλούσε για το δικό του κομμάτι της Αθήνας. Κάποιες στιγμές ήταν νοσταλγικό, κάποιες άλλες λίγο παιχνιδιάρικο και ειρωνικό. Όμως χαμογέλασε με πολλή αγάπη για τα πρόσωπα που θυμήθηκε.

«Γεννήθηκα στην Ελβετία και μέχρι τα πέντε μου χρόνια ζούσαμε στη Γερμανία. Μετά ήρθαμε στην Αθήνα και στην πραγματικότητα μεγάλωσα στην πλατεία Κολωνακίου. Από αυτή την περιοχή είναι οι πρώτες σπουδαίες μνήμες της ζωής μου και συναισθηματικά και πνευματικά. Γι’ αυτή θέλω να μιλήσω».

Μιλάτε για τη δεκαετία του ’20, την εποχή που η πλατεία ήταν ακόμα χωμάτινη...
Ναι, χωμάτινη και πανέμορφη.

Έχετε παίξει ποδόσφαιρο στην πλατεία Κολωνακίου;
Με τους φίλους μου παίζαμε εκεί μπάλα, με μια μπάλα φτιαγμένη από πανιά. Οι άλλοι έπαιζαν πιο πολύ, αλλά ακόμα και τότε θυμάμαι συχνά να τους παρακολουθώ. Έμενα στον τρίτο όροφο και υπήρχε ένα παράθυρο στην άκρη του διαδρόμου, από το οποίο έβλεπα την πλατεία. Όμως, ως παιδιά, είχαμε ένα πρόβλημα, θυμάμαι να την έχουν σκάψει και να την έχουν ξαναφτιάξει είκοσι φορές! Όλο την έσκαβαν για να «κάνουν κάτι» και μας στερούσαν το παιχνίδι. Εμείς μέναμε στην πολυκατοικία που τώρα από κάτω βρίσκεται η «Βιβλιοθήκη», δίπλα στο Βρετανικό Συμβούλιο, το οποίο τότε δεν υπήρχε ακόμα. Το σπίτι το είχε χτίσει ο παππούς μου και επειδή είχε βρει και κάποια μικρά αρχαία, είχε φτιάξει μία βιτρίνα στην είσοδο της πολυκατοικίας και τα είχε τοποθετήσει μέσα. Δεξιά μας, όπως κοιτούσαμε την πλατεία, υπήρχαν όμορφα κτίρια. Θυμάμαι επίσης μπροστά στο σπίτι μας τα πρώτα ταξί της Αθήνας. Μη φανταστείτε πολλά, πέντε ταξί ήταν όλα κι όλα. Εμείς, ως οικογένεια, συνήθως παίρναμε έναν συγκεκριμένο ταξιτζή που λεγόταν Ιβάν. Ήταν πολύ συμπαθής, εξόριστος από την κομμουνιστική Ρωσία και μισούσε τους κομμουνιστές. Θυμάμαι, κάθε φορά, σε όλη τη διαδρομή μιλούσε εναντίον των κομμουνιστών. Έχω την εντύπωση ότι οι γονείς μου τον επέλεγαν επί τούτου για τις ιστορίες που έλεγε! Αν και δεν ήταν δύσκολο να τον πετύχουν.

Το σχολείο που πηγαίνατε ήταν στην περιοχή;
Στο σχολείο άρχισα να πηγαίνω, όταν ήμουν δέκα ετών. Ήταν σχετικά μακριά, στην οδό Ιπποκράτους. Εμένα μου φαινόταν πολύ μακριά και το να πηγαίνω και να γυρνάω από το σχολείο ήταν σαν ένα μικρό υπέροχο ταξίδι. Υπήρχαν πιο κοντινά σχολεία, αλλά εγώ φοιτούσα στο σχολείο του Μακρή, στην οδό Ιπποκράτους 5, όπου δίδασκε και ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, ως καθηγητής φιλόλογος. Δέκα χρόνια πριν είχε αποφοιτήσει από αυτό το σχολείο και ο Ελύτης. Κατέβαινα, λοιπόν, από την πλατεία Κολωνακίου με τα πόδια. Στην οδό Ακαδημίας έχω δει διαδηλώσεις, τα τανκς στα πραξικοπήματα, τα πάντα. Νομίζω, όμως, ότι κάθε φορά το ίδιο τανκ έβγαινε. Σε αυτό το σπίτι μείναμε μέχρι το 1938 και μετά αλλάξαμε, ήρθαμε εδώ που βρίσκομαι σήμερα. Εκείνο πουλήθηκε το 1939 και χτίστηκε η σημερινή πολυκατοικία που βλέπουμε.

Νάνος Βαλαωρίτης
© Τάσος Βρεττός

Η πλατεία ήταν από τότε στέκι;
Αυτό έγινε περίπου τη δεκαετία του ’40. Τότε η πλατεία άρχισε να εξελίσσεται σε αυτό που ξέρουμε σήμερα. Υπήρχαν καφενεία, όπως το «Βυζάντιο», και ένα ζαχαροπλαστείο πολύ σημαντικό για την εποχή, του «Μπόκολα», εκεί που είναι σήμερα το «Da Capo». Εκεί πήγαινε και ο Εμπειρίκος. Έκανε πολύ ωραία γλυκά. Εκεί συναντιόμουν με τους φίλους μου. Αργότερα, πηγαίναμε κάθε νύχτα στο «Βυζάντιο», όλοι οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς. Ο Εμπειρίκος συμπαθούσε πολύ ένα γκαρσόνι, τον Μπάμπη, ο οποίος λόγω των θαμώνων μιλούσε με λόγιο τρόπο. Όταν ήταν να κλείσει το μαγαζί έλεγε με ύφος στον Εμπειρίκο: «Ήπιατε το ποτό σας, πληρώσατε τον λογαριασμό σας… Χαιρετώ σας».   

Αναρωτιέμαι αν υπήρχε κάποιος πολιτικός στην παρέα σας...
Όχι. Κανένας, ποτέ.

Αυτό είναι λίγο παράξενο, θα περίμενε κανείς το αντίθετο...
Ίσως από κάποια διαίσθηση να απέφευγαν τον δικό μας «κόσμο», που είχε να κάνει σχεδόν αποκλειστικά με το πάθος μας για τις τέχνες. Αργότερα, αρχές της δεκαετίας του ’60, σκέφτηκα να βγάλω ένα περιοδικό και έγιναν συζητήσεις ανάμεσα στον Ελύτη, τον Εμπειρίκο και εμένα, αλλά δεν προχωρήσαμε. Με τους φίλους μου συναντιόμασταν επίσης στο «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου. Τα μεσημέρια έβλεπα, μεταξύ άλλων, τον Σχοινά, τη Μαντώ Αραβαντινού, τον Δημήτρη Ρικάκη και διάφορους άλλους της ηλικίας μου. Προσπαθούσα να τους πείσω να βγάλουμε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, να κάνουμε εμείς την αρχή. Αυτοί δεν ήθελαν, πίστευαν ότι θα γελοιοποιηθούμε. Ένα μεσημέρι, αντί για το «Μπραζίλιαν» πήγα στην πλατεία Κολωνακίου και ο φίλος μου Γιώργος Μακρής με σύστησε σε τρεις-τέσσερις νεαρούς, μεταξύ των οποίων ο Πουλικάκος, ο Κουτρουμπούσης, μετά ήρθε η Εύα Μυλωνά και κάποιοι άλλοι. Μόλις κατάλαβα ότι είχαμε παρόμοιες σκέψεις για τις τέχνες, σκέφτηκα να μιλήσω σε αυτούς για το περιοδικό. Ενθουσιάστηκαν. Τους είπα ότι είχα σκεφτεί και τον τίτλο και τους πρότεινα την ονομασία «Πάλι». Συμφώνησαν αμέσως, αφού έγραφαν όλοι τους και τους ενδιέφερε πολύ ο Υπερρεαλισμός. Βρήκα κάποια χρήματα, έδωσε και ο Εμπειρίκος ένα ποσό, οι άλλοι μάζεψαν συνδρομές και βγάλαμε το πρώτο τεύχος. Αυτό το αποφασίσαμε στο καφενείο της Τσακάλωφ, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από του «Μπόκολα». Βρήκαμε έναν τυπογράφο και τελικά το πρώτο τεύχος μάς κόστισε έντεκα χιλιάδες δραχμές. Αυτά τα παιδιά με ενθουσιασμό μοίραζαν το περιοδικό σε κιόσκια, και όπου αλλού μπορούσε να πουληθεί. Εντωμεταξύ οι φίλοι μου από το «Μπραζίλιαν», όταν είδαν ότι έβγαινε το περιοδικό, μας έδωσαν και αυτοί κείμενα. Το πρώτο τεύχος του «Πάλι» είχε μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί είχε κείμενα που όμοιά τους δεν είχαν δημοσιευθεί μέχρι τότε πουθενά. Αυτό συνέβη το 1963. Τακτικά, πλέον, βρισκόμασταν εκεί, στο καφενείο στην πλατεία Κολωνακίου, και σχεδιάζαμε το επόμενο τεύχος.

Πόσα τεύχη βγήκαν συνολικά;
Έξι. Δηλαδή βγήκαν πέντε φύλλα αλλά το ένα, το δεύτερο, ήταν διπλό. Βγήκε διπλό γιατί είχε μία μεγάλη συνεργασία του Σχοινά, που έγινε διάσημη. Είχε εφεύρει μία γλώσσα δική του, που την χρησιμοποιούσε έναν υποτιθέμενος άνθρωπος, ο οποίος όμως ήταν ο ίδιος.

Ήταν εβδομαδιαίο ή μηνιαίο;
Ακατάστατο. Όταν υπήρχε το υλικό, έβγαινε.

Σήμερα πλέον φτάνει η βόλτα σας μέχρι την πλατεία Κολωνακίου;
Τον τελευταίο καιρό, όχι. Ίσως ασυναίσθητα να το αποφεύγω. Είναι πολύ συγκινητικό ότι εκεί διαδραματίστηκαν τόσα γεγονότα που μας σημάδεψαν. 

Μου κάνει πολλή εντύπωση ότι όλα αυτά τα περιγράψατε χωρίς κάποιο ίχνος «θρήνου» για ό,τι έχει χαθεί...
Η δική μου γενιά την έχει μάθει καλά αυτή τη τέχνη: να μη θρηνεί γι’ αυτό που χάθηκε. Ευεργετική τέχνη για να συνεχίσεις τη ζωή σου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ