Βιβλιο

Η φανέλα με το πενήντα

Μένης Κουμανταρέας

43714-98169.jpg
Σταυρούλα Παπασπύρου
ΤΕΥΧΟΣ 407
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
26956-59148.jpg

Μένης Κουμανταρέας: Συνέντευξη με αφορμή την είδηση του ξαφνικού θανάτου του συγγραφέα

Μόνο θλίψη έχει προκαλέσει σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες που τον γνώρισαν από τα βιβλία του η είδηση του ξαφνικού θανάτου του συγγραφέα, Μένη Κουμανταρέα. Ο πεζογράφος βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του, στην αγαπημένη του Κυψέλη. Στη μνήμη του σημαντικού εκπροσώπου των ελληνικών γραμμάτων η ATHENS VOICE αναδημοσιεύει μια προ διετίας συνέντευξη που έδωσε ο Μένης Κουμανταρέας στην Σταυρούλα Παπασπύρου.


Μισός αιώνας βιβλία. Πενήντα γόνιμα χρόνια, γεμάτα ιστορίες με ανώριμους, καταπιεσμένους εφήβους που πασχίζουν ν’ ανδρωθούν, με μικροαστούς που γυρίζουν την πλάτη στο προοδευτικό παρελθόν τους, με νέους σαν τα κρύα τα νερά που ξεκινούν με φόρα να κατακτήσουν τον κόσμο και στην πορεία μαραζώνουν, για άδοξους έρωτες λόγω ηλικιακών ή ταξικών διαφορών, ιστορίες με φόντο  την Αθήνα κατά κανόνα, που αγκαλιάζουν οικεία πάθη και νοοτροπίες, γραμμένες από ένα δεξιοτέχνη της γοητείας και του υπαινιγμού.

Αυτά τα πενήντα χρόνια κι αυτές τις ιστορίες που απλώνονται από τα «Μηχανάκια» ως το «Δυο φορές Έλληνας» κι από τη «Βιοτεχνία υαλικών» ή την «Κυρία Κούλα» ως τον «Ωραίο λοχαγό» και τη «Φανέλα με το εννιά» θα γιορτάσει ο Μένης Κουμανταρέας την Τρίτη 16/10, στις 7.00, στο Μέγαρο Μουσικής, με ανανεωμένες τις δυνάμεις από την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του, περιστοιχισμένος από φίλους –τον Τίτο Πατρίκιο, τον Σταύρο Ξαρχάκο και τη φιλόλογο Αντιγόνη Βλαβιανού– με μια συλλεκτική επανέκδοση της «Φανέλας...» υπό μάλης (Κέδρος) κι ενώ ολοκληρώνει ένα ακόμη μυθιστόρημα.

 

nΚοιτάζοντας προς τα πίσω, τι λέτε, είστε ικανοποιημένος;

Θα ήμουν αγνώμων να το αρνηθώ. Ένας δημιουργός δεν κυνηγά την τελειότητα – αυτά είναι σαχλαμάρες περασμένων αιώνων. Η τελειότητα είναι ανέφικτη. Ό,τι έκανα το έκανα με αγάπη και φειδώ, αποφεύγοντας όσο μπορούσα το ναρκισσισμό και τις περιαυτολογίες. Οι αξίες όμως έχουν θολώσει, για να μην πω έχουν χαθεί, και δεν απολαμβάνει κανείς τη θέση που τόσα χρόνια έχει παλέψει για να την κατακτήσει. Αυτό δεν έχει σχέση με εγωιστικά συναισθήματα. Απλά σκέφτομαι ότι έχει χαθεί η έννοια της ιεραρχίας.

Άνθρωποι που έχουν διακριθεί σ’ έναν τομέα, η μεν πολιτεία κάνει ότι δεν τους ξέρει, ο δε κόσμος, χαμένος μέσα στο χαρτοπολτό, αγωνίζεται να διακρίνει την τάδε συγγραφέα από τον τάδε λογοτέχνη – γιατί οι γυναίκες συγγραφείς είναι αυτές που πρωταγωνιστούν και αποσπούν την προσοχή του κοινού από εμάς τους άλλους. Δεν αναφέρομαι ούτε στη Ζυράννα (Ζατέλη) ούτε στη Μάρω (Δούκα) ούτε την Ιωάννα (Καρυστιάνη) – εννοείται.

Όταν στη «Φανέλα με το εννιά» σχολιάζατε εμμέσως το σοσιαλισμό α-λα-ελληνικά, το βόλεμα των ημετέρων, τη ροπή της κοινωνίας προς την αρπαχτή, είχατε συνείδηση ότι μιλούσατε για όσα θα μας οδηγούσαν στη χρεοκοπία;

Όχι βέβαια! Έγραφα για τα προτερήματα αλλά και τα φοβερά ελαττώματα του Μπιλ και για τη μοιραία πορεία του από την αφάνεια στη δόξα και από τη δόξα στην ανωνυμία... Όταν είπα στον Χατζιδάκι ότι ετοιμάζω ένα μυθιστόρημα που έχει σχέση με το ποδόσφαιρο, «δεν με νοιάζει το θέμα, ό,τι και να έχεις θα το δημοσιεύσω» μου απάντησε. Το «Τέταρτο», όπως όλα όσα έκανε ο ίδιος, ήταν σφραγισμένο από τη βαθιά του σκέψη, την αντισυμβατικότητα και την ευαισθησία του. Όσο καιρό έδινα το βιβλίο σε συνέχειες, δεν μου ασκήθηκε κανενός είδους λογοκρισία.

Κατά σατανική σύμπτωση, μάλιστα, η τελευταία συνέχεια συνέπεσε με την αποχώρηση του Μάνου από το περιοδικό. Μακάρι ν’ ανακαλύψουν τη «Φανέλα» τα νέα παιδιά, είτε αγαπούν την μπάλα είτε όχι. Πιστεύω ότι μπορεί να διαβαστεί από τον πιο απλό ως τον πιο δύσκολο αναγνώστη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις περισσότερες αντιρρήσεις, τότε, τις εξέφρασαν οι διανοούμενοι που ασχολούνταν με το άθλημα παρά οι ποδοσφαιρικοί παράγοντες! Το ’χω ξαναπεί: κάποτε μ’ απασχολούσε πολύ αν θα επιβιώσουν τα γραπτά μου. Τώρα πια αδιαφορώ εντελώς. Το τι αξίζει, όμως, να μείνει ή να θαφτεί δεν θα το αποφασίσουν οι κριτικοί ή οι πανεπιστημιακοί, αλλά όσοι εξακολουθούν να βρίσκουν στη λογοτεχνία ένα καταφύγιο για τις αγωνίες τους.  

Οικονομική κατάρρευση, απαξίωση των πολιτικών, άνοδος της Χρυσής Αυγής. Πώς τα βλέπει κάποιος που έχει ζήσει Κατοχή, εμφύλιο και χούντα;

Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω δει την Ελλάδα σε χειρότερες στιγμές. Στην Κατοχή είχαμε έναν εχθρό και ξέραμε τι ήταν και τι έκανε. Στον εμφύλιο ζήσαμε μια αδελφοκτόνα διαμάχη γνωστή από τους «Επτά επί Θήβας». Στη δικτατορία και πάλι ξέραμε με τι είχαμε να κάνουμε, με καραβανάδες. Τώρα όμως ο εχθρός είναι αόρατος. Δεν ξέρεις αν ο Ευρωπαίος εταίρος είναι φίλος ή εχθρός. Εχθρός είναι και τα νούμερα στην οικονομία. Κι όταν έχεις να παλέψεις με νούμερα, αν δεν είσαι λογιστής, αν έχεις την αδυναμία να πιστεύεις στον ανθρωπισμό, εκεί χάνεις τη μάχη. Όταν πεινούσε ο κόσμος στην Κατοχή, ξέραμε πως δεν υπάρχει ψωμί. Εδώ υπάρχουν τα πάντα και συ είσαι με το τίποτα. Η τιμωρία θα ’ρθει τη μέρα που θα καταπέσει ο καπιταλισμός. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο από εκείνους που υποφέρουν.

Πότε λέτε να συμβεί αυτό;

Τα παιδιά μας ίσως το δουν... Στην Ελλάδα, πάντως, δεν βλέπω να ξεσηκωνόμαστε άμεσα, στο βάθος παραμονεύει η πεποίθηση ότι είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Η υπόθεση της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας είναι τόσο δεδομένη που, καλώς ή κακώς, είμαστε παγιδευμένοι σ’ ένα μονόδρομο. Οπωσδήποτε δεν πιστεύω στην επιστροφή στη δραχμή, αλλά και για το ευρώ δεν τρέφω πολλές ελπίδες. Η Ευρώπη είναι καταδικασμένη να ξαναχωριστεί στα όρια των κρατών της. Δεν είναι μία αρραγής ενότητα, όπως η ομοσπονδιακή Αμερική. Είναι μια τεχνητή συγκόλληση των πλούσιων κρατών που βλέπουν τους νότιους με συγκατάβαση, αν όχι με ειρωνεία.

Τι γράφετε τώρα;

Ξανάπιασα ένα χειρόγραφο που μ’ είχε παιδέψει πολύ στο παρελθόν, αλλά αρνήθηκα να το εγκαταλείψω. Έχω καταλήξει στον τίτλο «Βαλπαραΐζο» και ελπίζω να κυκλοφορήσει μέσα στο ’13. Βαλπαραΐζο σημαίνει «πήγαινε στον παράδεισο» κι είναι η ομώνυμη πόλη της Χιλής στην οποία έχει καταφύγει ο ήρωάς μου μετά την πτώση του Τείχους. Πρόκειται ουσιαστικά για το ρέκβιεμ ενός άρρωστου κι εξόριστου κομμουνιστή ηγέτη και κατ’ επέκταση για την εξαφάνιση μιας ολόκληρης εποχής. Ναι, στον Χόνεκερ αναφέρομαι, φαίνεται καθαρά και στο βιβλίο. Πώς να το κάνουμε; Είχα ανέκαθεν αδυναμία στους χαμένους...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ