- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Κείμενο: Παναγιώτης Τσιακιρίδης
Λόγω των συχνών μετακινήσεων της οικογένειάς της εντός και εκτός χώρας –μέχρι τα έντεκά της χρόνια είχε ταξιδέψει ήδη δύο φορές στην Ινδία– η πανύψηλη και αδέξια κορασίδα Ούμα Καρούνα Θέρμαν άλλαζε συχνά σχολεία. Η ίδια έπαιρνε την πρωτοβουλία να αλλάζει και όνομα επιδιώκοντας να αφομοιωθεί και να την κοροϊδεύουν λιγότερο οι συμμαθητές της. Προτιμούσε το «Κέλι» ή το «Λίντα». Το Ούμα είναι ινδικό όνομα, το Καρούνα επίσης, εμπνευσμένα και τα δύο από βουδιστικές θεότητες, επιλογές του λέκτορα πατέρα της, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος αμερικανός πολίτης που χρίστηκε μοναχός στο Θιβέτ – ο ίδιος ο Δαλάι Λάμα είχε επισκεφθεί αρκετές φορές το σπίτι των Θέρμαν. Η επίσης κοσμογυρισμένη, ευρωπαϊκής καταγωγής μητέρα της εργάστηκε ως ψυχοθεραπεύτρια μετά από μια γεμάτη καριέρα ως μοντέλο, ενώ και η γιαγιά της είχε ποζάρει στα νιάτα της για το άγαλμα που ακόμα και σήμερα κοσμεί το σουηδικό λιμάνι του Τρέλεμποργκ. Η Ούμα Θέρμαν αποτέλεσε, ασχολούμενη με το χώρο, την τρίτη γενιά μοντέλων στην οικογένεια. Ακόμα, παππούς της ήταν ο γερμανός βαρόνος von Schlebrügge που κυνηγήθηκε από τους ναζί όταν αρνήθηκε να καταδώσει τους Εβραίους συνεταίρους του.
Στα 15 της, το καλοκαίρι του 1985, έκανε μία πρώτη αναγνωριστική επίσκεψη στη Νέα Υόρκη. Λίγο αργότερα, πίσω στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης, την εντόπισαν κάποιοι κυνηγοί ταλέντων σε μια σχολική θεατρική παράσταση και την προσκάλεσαν να ξαναπάει στη μητρόπολη. Εκεί αρχικά γράφτηκε σε ειδικό γυμνάσιο για παιδιά-επαγγελματίες και πήρε μια γεύση βιοπάλης κάνοντας διάφορες δουλειές, όπως να πλένει πιάτα. Οι γνωριμίες της μητέρας της επιτάχυναν τις διαδικασίες, υπέγραψε γρήγορα συμβόλαιο με πρακτορείο μοντέλων, έκανε φωτογραφήσεις για περιοδικά μόδας και ενδιάμεσα πήγαινε στις διάφορες οντισιόν. Όταν ήρθαν και οι πρώτες προτάσεις για ταινίες, παρότι επρόκειτο απλώς για τυπικούς ρόλους ευπρόσωπων βιντεοκασετών, παράτησε το σχολείο. Ακολούθησε η συμμετοχή της στις «Περιπέτειες του Βαρόνου Μυνχάουζεν» του Τέρι Γκίλιαμ, ενώ μπήκε για τα καλά στο χάρτη με τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Στίβεν Φρίαρς, στο πλευρό ηθοποιών όπως η Γκλεν Κλόουζ, η Μισέλ Πφάιφερ και ο Τζον Μάλκοβιτς, έστω κι αν χρειάστηκε μια σκηνή γυμνού για να ξεσηκωθεί ντόρος γύρω από το όνομά της. Δεν το περίμενε, έφυγε για ένα χρόνο στο Λονδίνο, για να το συνειδητοποιήσει και να ξεφύγει από τη βαβούρα. Εκείνη την περίοδο παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, Γκάρι Όλντμαν. Νωρίτερα πάντως, πριν αποδράσει, πρόλαβε να γίνει εξώφυλλο στο «Rolling Stone».
Μετά την ανάπαυση έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Επαινέθηκε από τους κριτικούς για την ερμηνεία της στο «Χένρυ και Τζουν» του Φίλιπ Κάουφμαν, ως σύζυγος του συγγραφέα Χένρι Μίλερ και αντικείμενο του πόθου για την ομότεχνή του Αναΐς Νιν. Ήταν η πρώτη ταινία προερχόμενη από τα μεγάλα στούντιο που σημάνθηκε ως ακατάλληλη για ανήλικους. Η συνέχεια, πριν την απογείωση, περιελάμβανε ένα διαζύγιο, μερικές αναταράξεις κι ένα κενό αέρος: η συμμετοχή της στο «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» του Γκας Βαν Σαντ της απέφερε την πρώτη της υποψηφιότητα, μόνο που αυτή αφορούσε Χρυσό Βατόμουρο κι όχι κάποιο βραβείο. Πήρε αμέσως το αίμα της πίσω –το μοτίβο της εκδίκησης θα την απασχολούσε στο μέλλον, σε αξιόλογους και μη ρόλους– με υποψηφιότητες για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα υπό τις οδηγίες του αναμορφωτή της, Κουέντιν Ταραντίνο. Το «Pulp Fiction» την είχε χρίσει σταρ πρώτης γραμμής.
Κι άλλα σκαμπανεβάσματα: κάποιες μικρότερου βεληνεκούς παραγωγές με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, όπως, για παράδειγμα, το «Όμορφα Κορίτσια», μερικά επίδοξα μπλοκμπάστερ που ατύχησαν στο box office, όπως τα «Μπάτμαν και Ρόμπιν», «Οι Εκδικητές» (η Θέρμαν αποκόμισε από μία υποψηφιότητα Χρυσού Βατόμουρου για το καθένα) ή το «Gattaca», στα γυρίσματα του οποίου γνώρισε τον δεύτερο σύζυγο και πατέρα των παιδιών της, Ίθαν Χοκ, και ποιοτικές δουλειές που επαινέθηκαν, μαζί και η ίδια, βλέπε «Οι Άθλιοι», κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Βίκτορος Ουγκό. Μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού επιβράδυνε τους ρυθμούς της, συμμετέχοντας σε ανεξάρτητες ή τηλεοπτικές παραγωγές. Μάλιστα, το 2002 κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στην τηλεταινία «Παθιασμένα θηλυκά», ενώ συμμετείχε και στην παραγωγή της.
Χώρισε με τον Χοκ το 2003, ενώ την ίδια χρονιά παύτηκε και η συνεργασία της με τη Lancôme. Ως μούσα του Ταραντίνο πάντως, δε θα μπορούσε να λείψει από το νέο του πόνημα, «Kill Bill», έπος εκδίκησης σε δύο μέρη. Τα γυρίσματα καθυστέρησαν λόγω της δεύτερης εγκυμοσύνης της Θέρμαν, ενώ χρειάστηκε να παρακολουθήσει εντατικά μαθήματα πολεμικών τεχνών, ώστε να σφαγιάζει με στιλ αναλώσιμους νίντζα και άλλους, πρώην συναδέλφους διεκπεραιωτές συμβολαίων θανάτου ως Νύφη/Μπέατριξ Κίντο. Δύο υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες και μία συμφωνία με τον οίκο Louis Vuitton το 2005 ήρθαν ως επιβράβευση. Από τότε έπαιξε σε λίγες ταινίες χωρίς να θαμπώσει με κάποιο ρεσιτάλ υποκριτικής δεινότητας, δοκιμάζοντας και κάποια καινούργια γι’ αυτήν πράγματα, όπως να τραγουδήσει στο ριμέικ του «Δύο τρελοί παραγωγοί», ενώ λοξοκοιτάζει όλο και περισσότερο προς την παραγωγή ταινιών, συμμετέχοντας ή αγοράζοντας δικαιώματα βιβλίων.
Οι προτάσεις συνεχίζουν να έρχονται για την Ούμα Θέρμαν, με το κασέ της να κυμαίνεται στα 15 εκατομμύρια δολάρια, για κάθε ενδιαφερόμενο που τη θέλει πρωταγωνίστρια. Εκείνη, μόνιμη κάτοικος Νέας Υόρκης, υποστηρίζει τους δημοκρατικούς κι επιθυμεί, πέρα από την ευόδωση των επαγγελματικών σχεδίων της, να αποκτήσει κάποια στιγμή κι άλλα παιδιά.
Χόρευε τουίστ!