Βιβλιο

Μάργκαρετ Άτγουντ

Η βραβευμένη Καναδή συγγραφέας ήρθε στην Αθήνα και μίλησε στην A.V.

32823-103920.jpg
Κωνσταντίνος Τζήκας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
79905-161417.jpg

Στην Αθήνα βρέθηκε η βραβευμένη με BOOKER Καναδή συγγραφέας, καλεσμένη των εκδόσεων Ψυχογιός, της Πρεσβείας του Καναδά και του Megaron Plus, όπου παραβρέθηκε σε σειρά εκδηλώσεων και συναντήθηκε με αναγνώστες της. Με την ευκαιρία μίλησε στην A.V.


Η πρώτη μου σκέψη καθώς αρχίζω να μιλάω με τη Μάργκαρετ Άτγουντ: η εικόνα που παρουσιάζει, καθισμένη στο καφέ κεντρικού αθηναϊκού ξενοδοχείου, είναι ελαφρώς παράταιρη. Με την ανυποχώρητη ηρεμία και διαύγεια του γαλάζιου της βλέμματος τη φαντάζομαι πιο εύκολα στο στοιχείο της, στα δάση της πατρίδας της, του Καναδά, και όχι εδώ, στη μεσογειακή βαβούρα της Αθήνας που για πρώτη φορά επισκέπτεται.

Η δεύτερη σκέψη έρχεται αμείλικτη, ακόμα πιο ρομαντική και εξιδανικευμένη: το να μιλάω με τη Μάργκαρετ Άτγουντ, μία από τους σημαντικότερους εν ζωή συγγραφείς του πλανήτη, είναι λίγο σαν να γλιστράω στην άκρη του κόσμου, ένα αίσθημα ιλιγγιώδους πτώσης στο κενό – και είναι κατά κάποιο τρόπο μια επαφή με την άκρη του κόσμου. Όχι μόνο επειδή έρχεται από τον Καναδά, αλλά και επειδή το τελευταίο της βιβλίο είναι το ταιριαστά τιτλοφορούμενο (στην ελληνική εκδοχή του) «Το τέλος του κόσμου» (εκδ. Ψυχογιός, μτφ. Έφη Τσιρώνη), ύστατο βιβλίο στην μετα-αποκαλυπτική τριλογία της, μετά τα «Όρυξ και Κρέικ» και «Η χρονιά της πλημμύρας» (όλα εκδ. Ψυχογιός). Και μία πιο ψύχραιμη, προσγειωμένη παρατήρηση: γελάει αντανακλαστικά σχεδόν σε κάθε δεύτερη πρόταση, με έναν τρόπο που με κάνει να πιστεύω πως το πνεύμα της είναι τόσο ανυπότακτο, αταξινόμητο και παράξενα γοητευτικό όσο και η γραφή της. Όσο και το φτερωτό γουρούνι, ο οργανόχοιρος, υβριδική διασταύρωση περιστεριού και χοίρου, που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου της (και το οποίο, μαζί με τα υπόλοιπα του είδους του, σπέρνει τον τρόμο στο φανταστικό σύμπαν της Άτγουντ).

Η τριλογία της πραγματεύεται τον κόσμο μας μετά από μια μεγάλη καταστροφή, μια πανδημία που αποδεκάτισε τη συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Ο κόσμος αυτός περιλαμβάνει μια μικρή ομάδα επιζώντων, τεχνητά κατασκευασμένα ανθρωποειδή, αιμοδιψή διαγενετικά πλάσματα, χιούμορ, τρυφερότητα και τρόμο σε ισόποσες δόσεις. Το σύμπαν της είναι παράξενα σκοτεινοφωτεινό – μια αμφισημία που φαίνεται να βρίσκεται σε διάλογο με το πάντα άγνωστο, απρόβλεπτο μέλλον μας. «Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον μας. Υπάρχουν οι δύο επικρατέστερες απόψεις, ότι θα είναι μάλλον κακό και ότι θα είναι μάλλον καλό. Ή κάτι ενδιάμεσο. Εγώ θα έλεγα ότι ανήκω στους “μάλλον αισιόδοξους”, παρότι γράφω δυστοπίες. Έχω πάντα μια ελπίδα πως τα πράγματα πάνε προς το καλύτερο παρά προς το χειρότερο – υπό ορισμένες έννοιες (η κατάσταση του περιβάλλοντος δεν περιλαμβάνεται σε αυτές) είμαστε καλύτερα από πολλές άλλες εποχές».

n

Τη ρωτάω ευθύς εξαρχής αν είχε συλλάβει την τριλογία στο μυαλό της όταν ξεκίνησε να γράφει το «Όρυξ και Κρέικ». «Όχι, όχι. Με τίποτα. Ποτέ δεν σκέφτομαι τόσο αναλυτικά εκ των προτέρων, π.χ. τώρα θα κάτσω να σκαρώσω μια τριλογία! Αφήνω τη γραφή να με πάει. Νομίζω αφού τέλειωσα το “Όρυξ και Κρέικ”, αισθάνθηκα πως υπήρχαν κι άλλες ιστορίες από το εν λόγω σύμπαν που άξιζαν να ειπωθούν. Και επιπλέον, μετά από τόσο καιρό, μαθαίνεις να ζεις με χαρακτήρες που έπλασες, τους αγαπάς, δεν θέλεις να τους αποχωριστείς».

Αναρωτιέμαι αν αυτό το πεισματικά αταξινόμητο σύμπαν δυστοπικής φαντασίας που έπλασε στο παρελθόν και πλάθει και τώρα (η ίδια επιμένει να αποκαλεί αυτό που γράφει «speculative fiction», ήτοι «υποθετική φαντασία» αντί του πιο σημαδεμένου όρου «science fiction», δηλαδή επιστημονική φαντασία) καμιά φορά παρεξηγείται. «Ενίοτε οι εκδότες χάνουν την μπάλα. Το πρώτο σχέδιο για το εξώφυλλο της βρετανικής και αμερικανικής έκδοσης του “Τέλους του κόσμου” έδειχνε λουλούδια. Τίποτε άλλο. Σου έδινε την απάντηση ενός γλυκερού, ανάλαφρου αναγνώσματος – και είναι ένα βιβλίο που μιλάει για φόνους και κανιβαλισμό! Φυσικά, επενέβην. Γιατί το εξώφυλλο εκείνο αδικούσε το περιεχόμενο του βιβλίου, έχανε το νόημα του. Έχει μεγάλη σημασία το εξώφυλλο – παρεμπιπτόντως, έχετε δει το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του “Τυφλού Δολοφόνου” (Ψυχογιός); Αυτό είναι ένα αληθινά θαυμάσιο εξώφυλλο!».

Θίγω ένα άλλο λεπτό ζήτημα, γνωρίζοντας πόση σημασία έχει για την ίδια το φύλο, σε μια συγγραφική σταδιοδρομία εμποτισμένη άλλωστε με τις προβληματικές του φεμινισμού. Γιατί επέλεξε να διαμοιράσει, τρόπον τινά, τα φύλα, στην τριλογία της; Στο «Όρυξ και Κρέικ» η ματιά είναι περισσότερο αντρική, στη «Χρονιά της πλημμύρας» γυναικεία και στο «Τέλος του κόσμου» μάλλον περισσότερο πολυφωνική. Ήταν σκόπιμη αυτή η διάκριση; «Προέκυψε απλά από τον τρόπο που επέλεξα να αφηγηθώ τις ιστορίες. Ξέρεις, οι άνθρωποι πάντα βρίσκουν κάτι για να παραπονεθούν. Συχνά μου έχει ασκηθεί κριτική ότι επιλέγω μια μονομερώς γυναικεία ματιά στα έργα μου, αποκλείοντας την αντρική. Τώρα πάλι, κάποιοι μου άσκησαν κριτική που δεν συμπεριέλαβα τη γυναικεία πλευρά περισσότερο. Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ ικανοποιημένοι», προσθέτει με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο.

n

Δύσκολοι καιροί για συγγραφείς

Η ίδια παραδέχεται πως ήταν η δική της επιτυχία που έβαλε τον Καναδά, μία παραγνωρισμένη τότε χώρα, στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. «Ήταν δύσκολη η κατάσταση για τους συγγραφείς, ιδίως για τους πεζογράφους, στον Καναδά μέχρι και τη δεκαετία του ’60, του ’70 θα έλεγα. Τότε μπορούσες να βγάλεις μόνο βιβλία ποίησης. Κανείς εκδοτικός δεν αναλάμβανε το κόστος ενός μυθιστορήματος, γιατί πίστευαν πως δεν θα βγάλουν τα λεφτά τους, το αναγνωστικό κοινό ήταν μικρό. Έπρεπε να πας μέσω ΗΠΑ για να βγάλεις ένα πεζογράφημα. Παίζει βέβαια ρόλο και το ρεύμα που είχε στα τέλη του ’50 η Γενιά Μπιτ (Beat Generation): η ποίηση στα ‘60s ήταν τρομερά της μόδας. Και το δικό μου πρώτο βιβλίο ήταν μια αυτοέκδοση ποίησης, που κυκλοφόρησε το 1961».

Ωστόσο, θεωρεί πως εκείνες οι εποχές ήταν πιο εύκολες για συγγραφείς, καλλιτέχνες εν γένει. «Τώρα είναι αδύνατο να αφιερωθείς ολοκληρωτικά σε κάτι. Υπάρχει συνεχώς και επιτακτικά το ζήτημα του βιοπορισμού. Στα 60s και στα 70s μπορούσαμε να πιάσουμε μια δουλειά, να δουλέψουμε για λίγους μήνες και ύστερα να την παρατήσουμε, να αφοσιωθούμε στο γράψιμο για λίγο καιρό και ούτω καθεξής. Ήταν πιο εύκολο να μεταπηδήσεις από δουλειά σε δουλειά, να σταματήσεις και να ξαναρχίσεις. Υπήρχε μία ευελιξία. Και μπορούσες να τα βγάλεις πέρα πιο εύκολα ως συγγραφέας, φτωχός, μποέμ. Ήταν όλη αυτή η χίπικη φάση». Με μια διάθεση σχεδόν πειρακτική, αναρωτιέμαι αν νοσταλγεί καθόλου εκείνη την εποχή της μποέμικης, ανέμελης φτώχειας, της νεανικής ανασφάλειας και περιπλάνησης. Το γέλιο και η εμφατική άρνηση ακολουθούν σχεδόν αυτόματα. «Ω, όχι! Σε καμία περίπτωση. Με τίποτα, με τίποτα δεν θα ήθελα να επιστρέψω εκεί».

Όπως πάντως γράφει και η ίδια σε απόσπασμα κειμένου που περιλαμβάνεται στο εσώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του «Τέλους του Κόσμου», «αν περιμένεις την τέλεια στιγμή για να γράψεις, δεν θα γράψεις ποτέ τίποτα, γιατί αυτή η στιγμή δεν θα έρθει ποτέ». Μια ανάμνησή της υπογραμμίζει τη σημασία αυτού του αποφασιστικού άλματος. «Όταν ήμασταν παιδιά, πηγαίναμε μερικές φορές να βουτήξουμε σε μια λίμνη. Έκανε πολύ κρύο, μπορείς να φανταστείς πώς είναι στον Καναδά. Ήταν εκείνη η στιγμή, όταν στεκόσουν στην εξέδρα προτού βουτήξεις, που το σκεφτόσουν, πάντα το σκεφτόσουν… Και τελικά, απλά το έκανες. Δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά παρά να βουτήξεις – ή να μη βουτήξεις. Κάπως έτσι είναι και το γράψιμο».

Της υπενθυμίζω την αγαπημένη της συνήθεια, το Twitter, που έχει συζητηθεί πολύ. «Λατρεύω το Twitter. Είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος να επικοινωνεί κανείς με πολλούς ανθρώπους, με θαυμαστές. Δεν μου έχει τύχει ποτέ κάτι περίεργο!» Αναρωτιέμαι τι σχέση έχει με τους Έλληνες θαυμαστές της – ξέρει πόσο δημοφιλής είναι στην Ελλάδα; «Όχι, νομίζω το κατάλαβα τώρα που ήρθα εδώ! Βέβαια, πάντα έχει κανείς την Ελλάδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του από όπου κι αν είναι, όλη αυτή η ιστορία της, ο πολιτισμός της…» (σ.σ. Στην Αθήνα μίλησε στο Μέγαρο Μουσικής με θέμα την ελληνική επιρροή στις δυστοπίες, καθώς και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για τις επιδράσεις που έχει δεχθεί από την ελληνική μυθολογία). «Είχα λάβει κάποτε μήνυμα από Έλληνα θαυμαστή του έργου μου. Ήταν στα ελληνικά, όποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω Google Translate για να το μεταφράσω και να του γράψω πίσω και να τον ευχαριστήσω!».

Προτού κλείσουμε, δεν μπορώ παρά να μη ρωτήσω για το περίφημο πρότζεκτ Future Library, βάσει του οποίου θα φυτευτούν 1.000 δέντρα σε ένα δάσος της Νορβηγίας, η ξυλεία των οποίων θα χρησιμοποιηθεί για να παραχθούν τα βιβλία σημαντικών συγγραφέων που θα παραμείνουν κλειδωμένα σε ασφαλή τόπο για τα επόμενα 100 χρόνια, οπότε και θα αποκαλυφθούν. Η Άτγουντ είναι η πρώτη που δέχτηκε να συμμετάσχει σε αυτό το εγχείρημα. «Μ’ αρέσει πολύ η ιδέα. Δεν ξέρω βέβαια καν αν σε 100 χρόνια θα διαβάζεται αυτή η γλώσσα στην οποίο το έγραψα, ή αν θα θυμάται κανείς ποια ήμουν. Αισιοδοξώ πάντως. Θα είναι σαν να γίνεται ανασκαφή ενός τύμβου – όπως γίνεται τώρα με τον πανέμορφο τάφο της Αμφίπολης!» Το βλέπει σαν ένα μπουκάλι με μήνυμα που πετάς στη θάλασσα, σαν κάτι που διαγράφει μια απροσχεδίαστη πορεία. «Ο πρωτότυπος τίτλος του “Τέλους του Κόσμου” , Maddaddam, είναι ένα παλίνδρομο. Μ’ αρέσουν τα παλίνδρομα γιατί εμπεριέχουν την αρχή και το τέλος. Σκέφτομαι αυτό που είχε κεντήσει σε ένα ρούχο της η Μαρία Στιούαρτ, “στο τέλος μου είναι η αρχή μου” και υπό μία έννοια είχε δίκιο: μετά τον θάνατό της, μετά την εκτέλεσή της, τελέστηκε η αρχή της, πέρασε στην αθανασία. Το τέλος ήταν η αρχή της».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ