- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
«Το αγόρι από τη θάλασσα»: Αποκλειστική προδημοσίευση
Το μυθιστόρημα του Γκάρετ Καρ, «Το αγόρι από τη θάλασσα» (μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη, Εκδόσεις Μεταίχμιο) κυκλοφορεί στις 7 Οκτωβρίου
Αστείο και συγκινητικό, ένα εκθαμβωτικό μυθιστόρημα από μια σημαντική νέα φωνή της ιρλανδικής λογοτεχνίας
Το μυθιστόρημα του Γκάρετ Καρ, «Το αγόρι από τη θάλασσα» (μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη, 472 σελίδες), κυκλοφορεί στις 7 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:
Ήμασταν σκληραγωγημένοι άνθρωποι, αναθρεμμένοι αντίκρυ στον Ατλαντικό. Μερικές χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά ζούσαμε γαντζωμένοι στην ακτή προσπαθώντας να μένουμε στεγνοί. Η πόλη μας δεν ήταν απλώς μια πόλη, ήταν τρόπος σκέψης και πεπρωμένο. Ξέραμε ότι υπήρχαν πιο ευχάριστα και πιο φιλόξενα μέρη, τα βλέπαμε στην τηλεόραση, σε σύγκριση με την πόλη μας όμως μας φαίνονταν πληκτικά. Το σούρουπο οι γλάροι διέγραφαν κύκλους πάνω από τις τράτες που επέστρεφαν και ο πορτοκαλής ήλιος βυθιζόταν στη θάλασσα δίνοντάς μας μια αίσθηση για τη θέση μας πάνω στη στρογγυλή Γη. Μας άρεσε αυτό το αίσθημα, το απολαμβάναμε, μα δεν μιλούσαμε και με τις ώρες γι’ αυτό. Οι άνεμοι του Ατλαντικού μαστίγωναν και παρέσυραν τα λόγια μας, ώσπου μάθαμε να τα βγάζουμε πέρα χωρίς αυτά. Μπορεί η πόλη μας να βρισκόταν σε εντυπωσιακή τοποθεσία, αλλά δεν ήταν και καμιά καρτ-ποστάλ και η προσοχή μας ήταν στραμμένη στις πρακτικές πλευρές της ζωής. Η παρουσία της θάλασσας ίσως να προσέδιδε πνευματικότητα σε κάποιους ανθρώπους, μα όχι σ’ εμάς. Εμείς δεν είχαμε κλίση προς την πνευματικότητα και, αν πιστεύαμε στις προλήψεις, το κρατούσαμε για τον εαυτό μας.
Ο Κόλπος του Ντόνεγκαλ ήταν θολός και δεν παραχωρούσε τίποτα με ευκολία, όμως είχαμε δυο ισχυρά αντίμετρα: ξέραμε τι θέλαμε και δεν φοβόμασταν τη δουλειά. Η φιλοδοξία μας ήταν να ξεπληρώσουμε τα στεγαστικά μας δάνεια, να έχουμε ένα αυτοκίνητο που να μην είναι μεταχειρισμένο, να καθαρίζουμε την αυλή μας από τις πέτρες και να φυτεύουμε ένα γρασίδι της προκοπής. Κάποιοι από εμάς μετά το βραδινό φαγητό μιλούσαμε χαμηλόφωνα για θερμοκήπια ή για μια άδεια επέκτασης του σπιτιού μας. Ήμασταν πρόθυμοι να μοχθήσουμε για τα πράγματα αυτά και ο μόχθος δεν έλειπε από την πόλη μας· μπορούσαμε να βρούμε δουλειά στις τράτες και να ψαρεύουμε, να εργαζόμαστε στις μονάδες επεξεργασίας ή να οδηγούμε τα φορτηγά που μετέφεραν τις ψαριές μας στην άλλη άκρη της χώρας και πέρα από αυτή.
Μας άρεσε να κάνουμε μεγάλες οικογένειες, αλλά πάντα υπήρχε η πιθανότητα ένα ή δύο από τα παιδιά μας να βγουν ευαίσθητα, παιδιά από εκείνα που θα σήκωναν μια μέρα το κεφάλι να μας κοιτάξουν απελπισμένα από τη ζοφερή προοπτική και την απομόνωση αναφωνώντας «Εδώ πρέπει να ζήσουμε;»
Δουλεύαμε επίσης για τα παιδιά μας. Όλοι θέλαμε μερικά εκτάρια κάπου κοντά για να βολέψουμε τα παιδιά μας εκεί όταν θα μεγάλωναν, όσο κι αν το οικόπεδο για ένα σπίτι ήταν το λιγότερο απ’ όσα τους κληροδοτούσαμε. Τα βλέπαμε να σκληραίνουν απολαμβάνοντας την αργή ανακάλυψη του βιομηχανοποιημένου κόλπου όπου τα είχαμε φέρει να ζήσουν. Μας άρεσε να κάνουμε μεγάλες οικογένειες, αλλά πάντα υπήρχε η πιθανότητα ένα ή δύο από τα παιδιά μας να βγουν ευαίσθητα, παιδιά από εκείνα που θα σήκωναν μια μέρα το κεφάλι να μας κοιτάξουν απελπισμένα από τη ζοφερή προοπτική και την απομόνωση αναφωνώντας «Εδώ πρέπει να ζήσουμε;» Εμείς εξηγούσαμε ότι ο τόπος αυτός ήταν μοναδικός, ξεχωριστός, και ελπίζαμε ότι θα άλλαζαν γνώμη. Στην πραγματικότητα όμως συμμεριζόμασταν ένα κομμάτι από την ανησυχία τους. Δεν ήμασταν όντως σίγουροι ότι ζούσαμε με τον καλύτερο τρόπο ή ότι αυτό εδώ ήταν το καλύτερο μέρος για να ζούμε. Ίσως η επίτευξη των στόχων μας να μην έφερνε πραγματική ικανοποίηση και όλος αυτός ο μόχθος να προκαλούσε το τέλος μας. Βαθιά μέσα μας ελπίζαμε ότι μπορεί τα παιδιά μας να έβρισκαν τον δρόμο τους προς μια καλύτερη ζωή.
Το πιο λογικό θα ήταν να το είχε πάει στην κλινική, αλλά ο Μόσι προσπέρασε την κλινική κι ύστερα προσπέρασε και το αστυνομικό τμήμα. Διάφορες γυναίκες βγήκαν από τα καταστήματα, τέντωσαν τα χέρια τους και του είπαν: «Φέρε εδώ το παιδί».
Τα συναισθήματα αυτά ίσως να εξηγούν την αναταραχή, την τρομερή αναταραχή, όταν έφτασε το μωρό. Κάθε νεογέννητο συμβολίζει πλήθος δυνατοτήτων, μα εδώ υπήρχε ένα βρέφος χωρίς γονείς, χωρίς ιστορία, ένα παιδί που ανήκε αποκλειστικά στο μέλλον. Βαθιές λαχτάρες αφυπνίστηκαν όταν το αγόρι βρέθηκε ανάμεσά μας. Ξάφνου, με κάποιον τρόπο, εμφανίστηκε το μωρό, στα χέρια ενός άντρα με κενή έκφραση, θαρρείς κι εκείνος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μονάχα ο ρόλος του: ο άνθρωπος που έφερε το παιδί. Ήταν ο Μόσι Σόβλιν, όλοι τον ξέραμε. Συνήθως καθόταν στο πεζούλι της κεντρικής πλατείας, στο πάρκινγκ δίπλα στην προβλήτα, και ήταν από τους ανθρώπους που δεν ενοχλούσαν κανέναν. Είχε ανηφορίσει το μονοπάτι από την ακτή, από εκεί που ζούσε με τους γονείς και τα αδέρφια του, όμως για κάποιον λόγο σήμερα κρατούσε στην αγκαλιά του ένα βρέφος. Αυτό έγινε μια Παρασκευή πρωί· ο ουρανός ήταν βαρύς και συννεφιασμένος, φορτωμένος βροχή. Στον αέρα πλανιόταν μια έντονη μυρωδιά από τα ψάρια και τα βρεγμένα δίχτυα, στην προβλήτα πηγαινοέρχονταν κροταλίζοντας τα κλαρκ και εκατοντάδες γλάροι σκλήριζαν από τις στέγες των σπιτιών και των μαγαζιών μας. Το μωρό δεν έκλαιγε ακριβώς, αλλά κλαψούριζε και τανυζόταν, τυλιγμένο με μια παλιά πετσέτα και ένα μάλλινο πουλόβερ. Το πιο λογικό θα ήταν να το είχε πάει στην κλινική, αλλά ο Μόσι προσπέρασε την κλινική κι ύστερα προσπέρασε και το αστυνομικό τμήμα. Διάφορες γυναίκες βγήκαν από τα καταστήματα, τέντωσαν τα χέρια τους και του είπαν: «Φέρε εδώ το παιδί». Ο Μόσι έσφιξε πάνω του το μωρό και συνέχισε αποφασιστικά τον δρόμο του αφήνοντάς τες να κοιτάζουν την πλάτη του, ώσπου σώπασαν κι άρχισαν να τον ακολουθούν. Σύντομα τα άτομα πίσω του πολλαπλασιάστηκαν: παιδιά καθ’ οδόν προς το σχολείο, οι άντρες που δεν δούλευαν και ο Τζον Κότερ, που είχε βγει ν’ αγοράσει εφημερίδα. Όλοι ήταν εντυπωσιασμένοι από τον Μόσι· από την καινούργια του αίσθηση ευπρέπειας, από την αξιοπρέπειά του. Όταν έφτασε στην απότομη πλαγιά της εκκλησίας, τον ακολουθούσαν πια καμιά ντουζίνα άνθρωποι, πιστεύοντας όλοι ότι πήγαινε το μωρό στον ιερέα. Όμως όχι, εκείνος προσπέρασε και την εκκλησία. Ο Μόσι δεν σταμάτησε, ώσπου έφτασε στο υποκατάστημά μας της Τράπεζας του Όλστερ. Προφανώς το κτίριο αντιπροσώπευε κάποια ιδιαίτερη εξουσία στο μυαλό του – πράγματι είχε ψηλά παράθυρα, κάγκελα τριγύρω και μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια. Ο Μόσι ανέβηκε τα σκαλιά κι ύστερα γύρισε να κοιτάξει το πλήθος. «Το παιδί το έφερε η παλίρροια» είπε. « Ήταν βαλμένο μέσα σ’ ένα βαρέλι».
Προσπάθησαν να βγάλουν νόημα από τα λόγια του. «Τίνος είναι;» ρώτησε η Τζαστίν Ο’Ντόνελ.
«Είναι ένα δώρο από τη θάλασσα» είπε ο Μόσι.
Η κυρίαρχη θρησκεία της πόλης μας απαιτούσε να πιστεύουμε στα θαύματα, αλλά εμείς δεν πιστεύαμε σε αυτά.
«Πηγαίντε στη βραχώδη παραλία, αν νομίζετε πως λέω ψέματα» είπε ο Μόσι.
Η θάλασσα δεν σταματούσε να ξεβράζει σαβούρα στη βραχώδη παραλία κι έτσι ο Μόσι, περνώντας από εκεί, δεν είχε δώσει σημασία στο κομμένο βαρέλι που σκαμπανέβαζε στο κυματάκι καμιά εικοσαριά μέτρα από την ακτή.
Η βραχώδης παραλία ήταν πέρα από την άκρη της πόλης, κοντά στην Πηγή της Αγίας Αικατερίνης και στο Νεκροταφείο των Πλοίων. Ήταν μια κόγχη στην ακτή με μήκος μόλις ίσαμε ένα φορτηγό κι έναν τράκτορα γεμάτη στρογγυλές γκρίζες πέτρες, φύκια και σκουπίδια· μπλεγμένα ξεφτισμένα σχοινιά, κομμάτια από πολυστυρένιο και πορτοκαλιοί σφαιρικοί πλωτήρες ξεκολλημένοι από δίχτυα. Τα ρεύματα στον Κόλπο του Ντόνεγκαλ είχαν τα δικά τους μοτίβα, η παλίρροια απόθετε σκουπίδια σε τούτο το κομμάτι της ακτής, ενώ στον επόμενο όρμο έκανε το αντίθετο, ξεπλένοντας τα βότσαλα δύο φορές τη μέρα. Η θάλασσα δεν σταματούσε να ξεβράζει σαβούρα στη βραχώδη παραλία κι έτσι ο Μόσι, περνώντας από εκεί, δεν είχε δώσει σημασία στο κομμένο βαρέλι που σκαμπανέβαζε στο κυματάκι καμιά εικοσαριά μέτρα από την ακτή. Το βαρέλι ήταν μπλε, φτιαγμένο από σκληρό πλαστικό, από εκείνα που χρησιμοποιούσαμε για να εξάγουμε παστά ψάρια. Ήταν πριονισμένο στη μέση κατά μήκος και ο τρόπος που επέπλεε είχε κάνει τον Μόσι να κοντοσταθεί. «Ήταν πολύ σταθερό μες στο νερό» είπε. «Αν δεν ήταν αυτό, δεν θα είχα σταματήσει». Κούνησε το κεφάλι του συνειδητοποιώντας το. «Άνετα θα μπορούσα να μην είχα σταματήσει».
Ο Μόσι είχε βγει από το μονοπάτι και είχε προχωρήσει προς την άκρη του νερού. Παρατηρώντας το βύθισμα και τη σταθερότητά του, ο Μόσι κατάλαβε ότι το βαρέλι είχε έρμα. Το νερό έσκαγε κοντά στα πόδια του, έτσι όπως στεκόταν και κοιτούσε· το βαρέλι θα χρειαζόταν μισή ώρα για να βγει στην ξηρά, αλλά εκείνος δεν είχε τίποτα μεγάλα σχέδια για τη μέρα, μόνο να πάει να καθίσει για λίγο στο πεζούλι της πλατείας. Λίγη ώρα μετά ο Μόσι διέκρινε κίνηση και κάτι ν’ αστράφτει ασημένιο μες στο βαρέλι και τότε ήταν που έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες του και μπήκε στο νερό. Το βαρέλι ήταν ντυμένο με αλουμινόχαρτο, μάλλον με την πρόθεση να μονωθεί, και το έρμα, όπως αποδείχτηκε, ήταν μια μικρή τσιμεντένια πλάκα με μια κουβέρτα διπλωμένη από πάνω. Εκεί βρισκόταν το μωρό, ροδαλό, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά προς τον γκρίζο ουρανό, καλά φασκιωμένο. Οι περισσότεροι από εμάς θα είχαν μείνει να κοιτάζουν αποσβολωμένοι, αλλά το μυαλό του Μόσι ήταν ικανό να τα δεχτεί όλα στη στιγμή, μια υποτιμημένη ικανότητα. Τέντωσε τα χέρια του μέσα στο βαρέλι και σήκωσε το μωρό.
«Το βαρέλι είναι ακόμη εκεί, αν δεν με πιστεύετε» είπε ο Μόσι από τα σκαλιά της τράπεζας. «Πηγαίντε να δείτε».
Δειλά-δειλά κάποιοι από εμάς πλησιάσαμε το δρομάκι έξω από το σπίτι της νοσοκόμας κοιτάζοντας τα παράθυρά της και νιώθοντας γελοίοι. Χαρήκαμε όταν κατέφτασαν κι άλλοι, νιώθοντας κι εκείνοι γελοίοι.
Αργότερα ο γιατρός αποφάνθηκε ότι το μωρό ήταν αρκετά υγιές, δεδομένων των συνθηκών, και μόλις λίγων ημερών. Η νοσοκόμα της περιφέρειας προσφέρθηκε να το πάρει στο σπίτι της, ώσπου ν’ αποφασιστεί η επόμενη κίνηση. Θα αναλάμβανε με χαρά τη φροντίδα του· ολόκληρη η πόλη μιλούσε για τον μικρό και η Donegal Democrat πιθανότατα θα του αφιέρωνε μια ολόκληρη σελίδα. Η ιδέα ότι το μωρό είχε έρθει με την παλίρροια ήταν παρανοϊκή, ωστόσο ήταν η μόνη δυνατή εξήγηση και μας είχε συνεπάρει. Δειλά-δειλά κάποιοι από εμάς πλησιάσαμε το δρομάκι έξω από το σπίτι της νοσοκόμας κοιτάζοντας τα παράθυρά της και νιώθοντας γελοίοι. Χαρήκαμε όταν κατέφτασαν κι άλλοι, νιώθοντας κι εκείνοι γελοίοι. Είχε βραδιάσει όταν η νοσοκόμα άρχισε να αφήνει ανθρώπους να μπούνε μέσα, τέσσερις τη φορά, και σύντομα το σπίτι της έφτασε να μοιάζει σαν να τελούνταν εκεί κάποια ολονυχτία, με αυτοκίνητα παρκαρισμένα παντού τριγύρω πάνω στο χορτάρι κι ένα σωρό από εμάς να ερχόμαστε και να φεύγουμε μιλώντας χαμηλόφωνα. Μαζί μας είχαμε δώρα: λούτρινα παιχνίδια, κουδουνίστρες και μάλλινα σκουφάκια που πλέχτηκαν φουριόζικα το ίδιο απόγευμα. Τέσσερις-τέσσερις οδηγούμασταν μέσα για να σταθούμε μπροστά στον καναπέ, όπου μία από τις έφηβες κόρες της νοσοκόμας είχε καθίσει αναπαυτικά με το μωρό, που κοιμόταν χορτάτο φορώντας το καινούργιο άσπρο φορμάκι του. «Πίνει τέλεια από το μπιμπερό, δεν μας κούρασε καθόλου» είπε η νοσοκόμα της περιφέρειας. «Είναι σκέτη γλύκα».
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Ιρλανδία, 1973. Σε μια παραλία κοντά σ’ ένα ψαροχώρι εντοπίζεται ένα μωρό. Το αγοράκι γοητεύει αμέσως τη μικρή δεμένη κοινότητα και εξακολουθεί να τη συναρπάζει ακόμα και όταν μεγαλώνει και γίνεται ένας παράξενος νεαρός άντρας. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς τον Μπρένταν Μπόναρ – έτσι ονομάζει το παιδί ο Άμπροουζ, ο ψαράς που το υιοθετεί. Η απόφαση του Άμπροουζ, παρότι γεννιέται από αγάπη, θα προκαλέσει ρήγματα στην οικογένειά του και θα υποχρεώσει τον ίδιο, που δυσκολεύεται να μιλήσει για τα συναισθήματά του και νιώθει πιο άνετα στη θάλασσα παρά στη στεριά, να προσπαθήσει να καταλάβει τον εαυτό του και όσους αγαπά. Το «Αγόρι από τη θάλασσα» είναι η ιστορία μιας οικογένειας αλλά και μιας ολόκληρης κοινότητας, η οποία αρχίζει με την άφιξη και τελειώνει με την αναχώρηση αυτού του αλλόκοτου αγοριού. Παρακολουθούμε τις καλές και τις κακές στιγμές των Μπόναρ και του χωριού ανά τα χρόνια, καθώς οι δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας και του εκσυγχρονισμού της εμπορικής αλιείας αλλάζουν ολοκληρωτικά τον τρόπο ζωής τους. Και, καθώς ο κόσμος γύρω τους αλλάζει συνεχώς, το μυστήριο της καταγωγής του «αγοριού από τη θάλασσα» τους τραβάει όλους προς μια εκπληκτική, θυελλώδη μοίρα.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Garrett Carr (Γκάρετ Καρ) διδάσκει δημιουργική γραφή στο Queen’s University του Μπέλφαστ. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα YA στον Simon & Schuster. Το έργο του «The Rule of the Land: Walking Ireland’s Border» εκδόθηκε από τον Faber το 2017 και ήταν το βιβλίο της εβδομάδας στο BBC Radio 4. Αρθρογραφεί συχνά στον Guardian και στους Irish Times. Το «Αγόρι από τη θάλασσα» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα για ενήλικες. Ζει στο Μπέλφαστ με την οικογένειά του.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.