- CITY GUIDE
- PODCAST
-
27°
Ντέιβ Γκρολ: Μια ροκ ιστορία ζωής από τους Nirvana στους Foo Fighters και ακόμα πιο μακριά…
Διαβάστε σε προδημοσίευση μερικά αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του «Συλλέκτης στιγμών», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οξύ
Ο Ντέιβ Γκρολ εξομολογείται τις αναμνήσεις του στην αυτοβιογραφία του «Συλλέκτης στιγμών» - Διαβάστε μερικά αποσπάσματα σε προδημοσίευση
Ο Ντέιβ Γκρολ είναι ένας άνθρωπος με το προφίλ του γνήσιου ρόκερ που μέσα του χτυπάει και η καρδιά του σταρ. Φαίνεται ξεκάθαρα από το δημόσιο προφίλ του. Τώρα όμως αυτό φαίνεται και στις προσωπικές του εξομολογήσεις -μαζί με πολλά άλλα στοιχεία του χαρακτήρα του- σε ένα βιβλίο που γνωρίζει ήδη μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό, έγινε best seller και τώρα κυκλοφορεί, σε λίγες μέρες, και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ, σε καλή μετάφραση του Πάνου Τομαρά.
Ντέιβ Γκρολ, Συλλέκτης στιγμών: Μια ροκ ιστορία ζωής από τους Nirvana στους Foo Fighters και ακόμα πιο μακριά…
Ο Γκρολ, αφού απέρριψε τις προτάσεις να αναθέσει τη συγγραφή ενός βιβλίου για τη ζωή και την καριέρα του σε τρίτους ή να εκδώσει μια ντουζίνα συνεντεύξεις με το πρόσωπό του στο εξώφυλλο, αποφάσισε να εξομολογηθεί τις αναμνήσεις του, ο ίδιος, από την αρχή: από το σετ ντραμς από βρόμικα μαξιλάρια στο παιδικό του δωμάτιο στο Βόρειο Σπρίνγκφιλντ ως τη συμμετοχή του στους Nirvana και τη δημιουργία των Foo Fighters, το τζαμάρισμα με τον Ίγκι Ποπ και τα συναπαντήματα με το πάνθεο της ροκ σκηνής. Διασχίζοντας τα προάστια της Βιρτζίνια παρέα με τους παιδικούς του φίλους, τον πρώτο του έρωτα και τους συνοδοιπόρους του από τις τοπικές μπάντες, σκαρφαλώνει τελικά στην κορυφή της grunge σκηνής κατακτώντας παγκόσμια φήμη. Στις περιπετειώδεις και προσωπικές ιστορίες του παρελαύνουν μύθοι της ροκ, θρυλικά μουσικά στέκια της Αμερικής, η οικογένεια και οι κόρες του, ενώ μια ολόκληρη εποχή που σημάδεψε την παγκόσμια μουσική ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας.
Ο Ντέιβ Γκρολ είναι μουσικός, τραγουδιστής, συνθέτης και σκηνοθέτης. Ήταν ο ντράμερ των Nirvana και αργότερα ο ιδρυτής των Foo Fighters, στους οποίους συνεχίζει να τραγουδάει, να παίζει κιθάρα και να γράφει τα περισσότερα τραγούδια.
Αποσπάσματα από την ενδιαφέρουσα εξομολόγηση του Ντέιβ Γκρολ στην αυτοβιογραφία του «Συλλέκτης στιγμών»
«Από πολύ μικρή ηλικία είχα αρχίσει να παίζω ντραμς με τα δόντια μου. Κουνούσα το σαγόνι μου πέρα δώθε και ανεβοκατέβαζα τα δόντια μου για να μιμηθώ τον ήχο των ντραμς με το στόμα μου, κάνοντας γεμίσματα και παίζοντας περαστικές νότες λες και χρησιμοποιούσα τα χέρια μου, χωρίς να το παρατηρήσει ποτέ κανείς. Περπατώντας προς το σχολείο κάθε πρωί σιγοτραγουδούσα μελωδίες και έπαιζα με τα δόντια τους ρυθμούς των αγαπημένων μου κομματιών, ή έγραφα δικές μου συνθέσεις, μέχρι να μπω στην πύλη και να ξεφορτώσω τη σάκα μου στον φωριαμό μου. Ήταν το πιο καλά φυλαγμένο μυστικό μου, λες και έκανα νοερά εξάσκηση σχεδόν όλη μέρα στα ντραμς, με αποτέλεσμα να έχω πολλά καινούργια πράγματα να δοκιμάσω όταν καθόμουν σε ένα κανονικό σετ. Σε μια επίσκεψή μου στον οδοντίατρο όταν ήμουν μικρός, ο γιατρός εξέτασε την οδοντοστοιχία μου και με ρώτησε έκπληκτος: "Μήπως μασάς πολλά παγάκια;" Του απάντησα απορημένος: "Εεεε… όχι. Δεν νομίζω". Με πληροφόρησε ότι τα δόντια μου είχαν φθαρεί αδικαιολόγητα από κάτι, και αμέσως κατάλαβα τι έφταιγε. "Παίζω ντραμς με τα δόντια", αναφώνησα περήφανος. Εκείνος με κοίταξε με σαστιμάρα, λες κι ήμουν τρελός. Στη συνέχεια βάλθηκα να του παίξω το "Tom Sawyer" των Rush, κουνώντας το σαγόνι μου με αστραπιαία ταχύτητα πέρα δώθε. Ο ήχος από το ασβέστιο και το σμάλτο που τρίβονταν ήταν σαν να ακούς κάποιον να χορεύει κλακέτες σε εύθραυστη σκηνή. Ο γιατρός γούρλωσε τα μάτια, έκανε ένα βήμα πίσω κατάπληκτος και μου είπε ότι ίσως θα έπρεπε να ξανασκεφτώ αυτή την παράξενη και βλαβερή για τα δόντια συνήθεια. Όμως δεν υπήρχε γυρισμός. Ήμουν καταδικασμένος να παίζω μια ζωή ορθοδοντικά κρουστά.
Έχω γνωρίσει μόνο άλλο ένα άτομο που είχε την ίδια ιδιόμορφη συνήθεια: τον Κερτ Κομπέιν. Είναι ιδιαίτερα εμφανές στην εμφάνισή μας στο MTV Unplugged, που μαγνητοσκοπήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο του 1993. Ο Κερτ φαίνεται να σφίγγει το σαγόνι του και να το πηγαίνει πέρα δώθε σε κάποιες στιγμές, επειδή λειτουργούσε σαν ένα είδος μετρονόμου όταν έπαιζε κιθάρα. Μου φαινόταν απόλυτα λογικό, γιατί κάθε μουσικός έχει τη δική του ξεχωριστή "αίσθηση" στο παίξιμό του».
«Ήταν φθινόπωρο του 1990 στην Ολύμπια της Ουάσιγκτον και είχα μόλις λάβει την πρώτη μου επιταγή ως μέλος των Nirvana, τετρακόσια ολόκληρα δολάρια. Ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη αμοιβή στην επαγγελματική μου ζωή ως τότε. Αυτή η απολύτως αναγκαία για μένα προκαταβολή ήρθε από την εταιρεία μάνατζμεντ που μας είχε αναλάβει, την Gold Mountain, σε μια περίοδο όταν όλες οι μεγάλες δισκογραφικές προσέγγιζαν τους Nirvana, εξαπολύοντας έναν ολοκληρωτικό πόλεμο προσφορών. Ωστόσο, ο Κερτ κι εγώ λιμοκτονούσαμε κυριολεκτικά και ζούσαμε σε άθλιες συνθήκες. Το διαμέρισμά μας στο νούμερο 114 της Βορειοανατολικής Οδού Πέαρ βρισκόταν στο πίσω μέρος ενός ετοιμόρροπου παλιού σπιτιού που είχε χτιστεί γύρω στο 1914. Περιλάμβανε ένα υπνοδωμάτιο, ένα μπάνιο, ένα μικρό καθιστικό και μια κουζίνα σε μέγεθος αποθηκούλας (η ειρωνεία είναι ότι βρισκόταν απέναντι από το κτίριο όπου στεγαζόταν η λαχειοφόρος αγορά της πολιτείας Ουάσιγκτον). Καμία σχέση με το ανάκτορο των Βερσαλλιών. Η λέξη "βρόμικο" δεν είναι ικανή να περιγράψει τη χαοτική κατάσταση εκεί μέσα. Σε σύγκριση με αυτό, το ξενοδοχείο Τσέλσι έμοιαζε με το Four Seasons. Ήταν σαν το μπάνιο της Γουίτνι Χιούστον άνω κάτω, γεμάτο τασάκια και περιοδικά, λες και το είχε σαρώσει τυφώνας. Οι περισσότεροι δεν θα τολμούσαν ούτε να πατήσουν το πόδι τους μέσα σε ένα τέτοιο άθλιο σπήλαιο, αλλά ήταν η ταπεινή μας κατοικία, και το αποκαλούσαμε σπίτι μας. Ο Κερτ είχε εγκατασταθεί στην κρεβατοκάμαρα κι εγώ κοιμόμουν στο σλίπινγκ μπαγκ μου, πάνω σε έναν καφετί καναπέ γεμάτο καψίματα από τσιγάρα και πολύ κοντύτερο από ένα και ογδόντα, όσο είναι το ύψος μου. Στην άκρη του καναπέ βρισκόταν ένα παλιό τραπέζι με μια μεγάλη, βρομερή γυάλα με το κατοικίδιο του Κερτ, μια χελώνα. Ο Κερτ αγαπούσε πραγματικά τα ζώα και του άρεσαν οι χελώνες ίσως λόγω του συμβολισμού του καβουκιού τους, επειδή τις προστάτευε, αλλά στην πραγματικότητα ήταν φοβερά ευαίσθητο. "Φαντάσου να είχες τη σπονδυλική σου στήλη στην εξωτερική μεριά του σώματός σου", είπε κάποτε. Όσο όμορφα και ποιητικά κι αν ήταν τα συναισθήματά του για αυτό το στοιχείο της ανατομίας τους, εγώ είχα μεγάλο πρόβλημα, επειδή το αναθεματισμένο ερπετό δεν με άφηνε να κοιμηθώ, καθώς κάθε βράδυ χτυπούσε το κεφάλι του στη γυάλα με τις ώρες, προσπαθώντας να δραπετεύσει από το άθλιο αχούρι μας. Δεν μπορούσα να κατηγορήσω το κακόμοιρο το ζωντανό. Συχνά ήθελα κι εγώ να κάνω το ίδιο.
Είχα βρει τρόπο να επιβιώνω χάρη σε μια προσφορά από το βενζινάδικο Ampm στην απέναντι μεριά του δρόμου: τρία λουκάνικα για ενενήντα σεντς. Το κόλπο ήταν να τρως το ένα για πρωινό (το μεσημέρι) και να φυλάς τα άλλα δύο για μετά την πρόβα. Αυτά με κρατούσαν λιγάκι μέχρι να αρχίσει να με κόβει πάλι η πείνα και να αναγκαστώ να μπω με κατεβασμένα τα μούτρα ξανά στο μαγαζάκι του βενζινάδικου με τις λάμπες φθορισμού, κρατώντας άλλο ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου. (Μέχρι σήμερα με πιάνει ανατριχίλα όταν βλέπω λουκάνικο καρφωμένο σε ξύλινο καλαμάκι.) Έφταναν απλώς για να συντηρηθώ στη ζωή, για να συνεχίσει να λειτουργεί ο μεταβολισμός ενός εικοσιενάχρονου, αλλά δυστυχώς δεν είχαν καμία θρεπτική αξία. Ο υποσιτισμός μου σε συνδυασμό με την τάση μου να παίζω ντραμς πέντε βραδιές την εβδομάδα με όλο το κοκαλιάρικο είναι μου, είχαν σαν αποτέλεσμα να έχω καταντήσει ουσιαστικά σαν μια κάτισχνη μαριονέτα. Τα ρούχα που φυλούσα σε ένα σακίδιο σε μια γωνιά του καθιστικού στέκονταν πάνω μου μετά βίας. Όλα αυτά έφταναν και με το παραπάνω για να οδηγήσουν τον οποιονδήποτε να επιστρέψει στις ανέσεις του σπιτιού της μητέρας του –και στη μαγειρική της– με την ουρά στα σκέλια. Όμως απείχα 4500 χιλιόμετρα από το Σπίνγκφιλντ της Βιρτζίνια. Και ήμουν ελεύθερος»
«Ήταν 17 Απριλίου 1991, και η μικρή αίθουσα ήταν ευτυχώς γεμάτη με ιδρωμένα πιτσιρίκια που περίμεναν να ακούσουν τα αγαπημένα τους κομμάτια των Nirvana. "School", "Negative Creep", "About a Girl", "Floyd the Barber" – όλα αυτά ήταν ήδη γνωστά στους φανατικούς λάτρεις του πρώτου άλμπουμ των Nirvana, του Bleach. Τα παίξαμε με τη συνηθισμένη φρενιασμένη ενέργειά μας, διαλύοντας τα όργανά μας, ενώ το κοινό τραγουδούσε όλους τους στίχους μαζί μας. Όπως και όλες οι συναυλίες μου με τους Nirvana, έτσι κι αυτή ήταν το κάτι άλλο. Αντί όμως να περιοριστούμε στο δοκιμασμένο παλιότερο υλικό, εκείνο το βράδυ αποφασίσαμε να παίξουμε και ένα καινούργιο κομμάτι για πρώτη φορά, ένα τραγούδι που είχαμε γράψει τον χειμώνα στον κρύο αχυρώνα στην Τακόμα. Ο Κερτ πλησίασε το μικρόφωνο και ανακοίνωσε: "Αυτό λέγεται ‘Smells Like Teen Spirit’". Σιωπή από κάτω. Ύστερα ξεκίνησε το ριφ, και μόλις μπήκαμε εγώ και ο Κριστ, το κλαμπ εξερράγη. Όλοι χτυπιόντουσαν, κορμιά πετάγονταν στον αέρα, ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλο, το κοινό μετατράπηκε σε μια θάλασσα από τζιν και ιδρωμένα φανελένια πουκάμισα μπροστά στα μάτια μας. Οι αντιδράσεις ήταν τουλάχιστον καθησυχαστικές και σίγουρα απρόσμενες (αν και πολυπόθητες). ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Ήταν κάτι άλλο. Οι μήνες που είχα περάσει στα όρια της λιμοκτονίας, νοσταλγώντας τους φίλους μου και την οικογένειά μου στη Βιρτζίνια, ενώ υπέμενα τον καταθλιπτικό, γκρίζο χειμώνα των βορειοδυτικών πολιτειών σε ένα άθλιο διαμερισματάκι, ήταν απλώς μια δοκιμασία της αντοχής και της επιμονής μου, με μοναδική παρηγοριά και μοναδική επιβράβευση τη μουσική. Ίσως αυτό να έφτανε. Ίσως η θάλασσα από τζιν και φανελένια πουκάμισα μπροστά στη σκηνή να ήταν το μόνο απαραίτητο για την επιβίωσή μου. Αν όλα είχαν τελειώσει εκεί, θα είχα γυρίσει χαρούμενος στη Βιρτζίνια, όντας τελείως διαφορετικός άνθρωπος.
Καθώς ο Κερτ κι εγώ φορτώναμε τα πράγματά μας στο παλιό Ντάτσουν για να πάμε στο Λος Άντζελες, ήξερα βαθιά μέσα μου ότι δεν θα ξαναγυρνούσα ποτέ πίσω. Έβαλα το σακίδιό μου στον ώμο, έριξα μια τελευταία ματιά στον μικροσκοπικό χώρο που αποκαλούσα σπίτι μου τους τελευταίους επτά μήνες και προσπάθησα να τον αποτυπώσω με κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη μου, έτσι ώστε να μην ξεχάσω ποτέ τη σημασία του σ’ εκείνο το στάδιο της ζωής μου. Ό,τι ακολουθούσε από δω και πέρα είχε χτιστεί εκεί. Όπως έκλεινα την πόρτα για να φύγω, η καρδιά μου πλημμύρισε από ένα τελεσίδικο συναίσθημα, σαν βελόνα που μπήγεται στο δέρμα, αφήνοντας θαμπές αναμνήσεις από ανεξίτηλες στιγμές. Ένα σημαδάκι εδώ, ένα σημαδάκι εκεί, μόνιμες υπενθυμίσεις του παρελθόντος.
ΑΛΛΩΣΤΕ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΑΝΤΟΤΕΙΝΟ»
«Είχα μάθει ότι ο Κερτ έπαιρνε ηρωίνη όταν έμενα με έναν φίλο στο Λος Άντζελες τον Ιανουάριο του 1991. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ μου κάποιον χρήστη ηρωίνης στο παρελθόν και γνώριζα ελάχιστα για το ζήτημα, οπότε σοκαρίστηκα. Είχα μπει στο συγκρότημα μόλις πριν από τρεις μήνες και έμενα μαζί με τον Κερτ σε ένα μικρό διαμέρισμα, αλλά, αφελώς ίσως, δεν τον είχα κόψει για τέτοιο τύπο. Είχα την εντύπωση ότι η ηρωίνη ήταν ένα ναρκωτικό για περιθωριακούς, μια ουσία που έπαιρναν μόνο οι πόρνες και τα πρεζάκια στα σκοτεινά σοκάκια του κέντρου, όχι οι ευαίσθητοι, καλοσυνάτοι, λατρεμένοι καλλιτέχνες που είχαν τον κόσμο στα πόδια τους. Είχα διαβάσει τις μυθικές ιστορίες για διάφορους θρυλικούς ροκ σταρ και το κόλλημά τους με την πρέζα σε αμέτρητες ροκ βιογραφίες, που σχεδόν εκθείαζαν αυτή τη συμπεριφορά λες κι επρόκειτο για ένα είδος τιμητικής διάκρισης, αλλά δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα γινόταν μέρος του κόσμου μου. Η Ουάσιγκτον δεν ήταν ποτέ πρεζούπολη. Αντιθέτως, το Σιάτλ ήταν η πρωτεύουσα της ηρωίνης.
Ο Κερτ με διαβεβαίωσε ότι δεν έπαιρνε συνέχεια ηρωίνη, μόνο περιστασιακά. "Δεν αντέχω τις βελόνες", έλεγε στην προσπάθειά του να με πείσει ότι δεν είχα παρατήσει τη ζωή μου για να μετακομίσω στην άλλη άκρη της χώρας και να μείνω με έναν άγνωστο, ο οποίος αποδείχτηκε πρεζάκιας. Και ακριβώς επειδή δεν ήξερα τίποτα για το συγκεκριμένο ναρκωτικό, τον πίστεψα. Εξάλλου, αποκλείεται να κατάφερνε να κρατήσει κρυφό κάτι τέτοιο από μένα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Ένα βράδυ τα έπινα με φίλους στην Ολύμπια, και κάποιος είχε μαζί του χάπια. Κάποιου είδους συνταγογραφημένα παυσίπονα. "Πάρε ένα και πιες λίγες μπίρες. Θα ‘την ακούσεις’", μου είπαν. Δεν αισθανόμουν άνετα να κάνω ούτε καν αυτό, έτσι λοιπόν συνέχισα τα κοκτέιλ, αλλά είδα ότι ο Κερτ πήρε δύο χάπια. Τρόμαξα. Ήμουν πάντοτε πολύ διστακτικός όσον αφορά τις ουσίες, επειδή φοβόμουν τις επιπτώσεις αν έπαιρνα μεγάλη ποσότητα, αλλά είχα φίλους στη Βιρτζίνια που τους άρεσε να το παρατραβάνε για να δούνε πόσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κι ο Κερτ ήταν έτσι, απ’ όλες τις απόψεις.
ΤΕΛΙΚΑ ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΤΟΝ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟ. Μερικοί άνθρωποι είναι έτσι, κι άλλοι δεν είναι. Καθώς ο κόσμος μας μεγάλωνε, αυτή η διάσπαση εντεινόταν. Οι Nirvana αποτελούνταν από τρία ξεχωριστά άτομα, το καθένα με τη δική του ιδιοσυγκρασία και τις δικές του ιδιομορφίες. Ήμασταν και οι τρεις υπεύθυνοι για τον συγκεκριμένο ήχο που βγάζαμε όταν πιάναμε τα όργανά μας, αλλά έξω από τη μουσική ο καθένας ζούσε τελείως διαφορετικά από τους υπόλοιπους.
Η αδυναμία του Κερτ στα γυρίσματα του βίντεο κλιπ με σόκαρε. Δεν ανησυχούσα μόνο για την υγεία του, αλλά και για την επερχόμενη περιοδεία μας, που θα μας πήγαινε στην άλλη άκρη του πλανήτη, μακριά από την αγκαλιά των αγαπημένων μας, όταν τη χρειαζόμασταν περισσότερο από ποτέ. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε από ένα θυελλώδες πρόγραμμα, από τη μια συναυλία στην άλλη, από το ένα αεροδρόμιο στο άλλο, από το ένα ξενοδοχείο στο άλλο, ιδίως εφόσον ο Κερτ βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση. Ωστόσο συνεχίσαμε. Μέχρι σήμερα δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω το κλιπ του "Come As You Are" ξέροντας σε τι χάλι ήταν τότε ο Κερτ. Αν και φαινόμαστε θολοί λόγω του φίλτρου στην κάμερα και λόγω του υπερφωτισμένου φιλμ Σούπερ 8 που προβάλλεται πάνω σε ανώμαλη επιφάνεια, εγώ βλέπω ξεκάθαρα τρεις ανθρώπους πριν από μια ταραχώδη περίοδο της ζωής τους που θα ήταν αισθητή για πολλά χρόνια.
«Η Οφήλια γεννήθηκε στο ίδιο μαιευτήριο με τη Χάρπερ, λίγο πιο δίπλα από εκεί όπου το είχα βάλει στα πόδια για να γλιτώσω από τη Σλοβάκα Χαλκ Χόγκαν με τα Κροκς και τη θαλασσί στολή. Μετά από μερικές μέρες τη φέραμε σπίτι και καλέσαμε τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ και τη γυναίκα του, τη Νάνσι, για να δουν το μωρό. Ήταν μια μνημειώδης περίσταση για εκατομμύρια λόγους, αλλά παρατήρησα κάτι που θα μου μείνει αξέχαστο: Η Βάιολετ και η Χάρπερ ήξεραν προφανώς ότι ο Πολ ήταν μουσικός και ότι έπαιζε σε ένα συγκρότημα που λεγόταν Beatles, αλλά σε τόσο τρυφερή ηλικία δεν είχαν ιδέα ποια θέση κατείχε αυτό το όνομα στο πάνθεον της μουσικής. Για αυτές ο Πολ ήταν απλώς ένας φίλος μας μουσικός. Είδα λοιπόν πως όταν φεύγουν απ’ τη μέση αυτού του είδους οι μυθικές προκαθορισμένες αντιλήψεις, απομένει μια πνευματική αγνότητα, μια απεριόριστη αγάπη. Φυσικά εγώ πέρασα μια ώρα πριν την άφιξή του κρύβοντας ένα βουνό από αντικείμενα σχετικά με τους Beatles που είχα στο σπίτι (πρέπει να έρθει για επίσκεψη ένα μέλος των Beatles για να συνειδητοποιήσεις πόσα πολλά αντικείμενα σχετικά με τους Beatles έχεις μαζέψει), αλλά τα παιδιά δεν είχαν κάποια διογκωμένη αντίληψη για το ποιος ήταν.
Καθώς αποχαιρετιζόμασταν πριν να φύγουν, ο Πολ πρόσεξε το πιάνο στο διπλανό δωμάτιο και δεν κατάφερε να αντισταθεί. Κάθισε και άρχισε να παίζει το "Lady Madonna", ενώ εγώ στεκόμουν εμβρόντητος και άκουγα μια φωνή που λατρεύει όλος ο κόσμος να αντηχεί στο σπίτι μου, μαζί με την οικογένειά μου. Η Χάρπερ εξαφανίστηκε για μια στιγμή, επέστρεψε κρατώντας μια κούπα με κέρματα και την ακούμπησε πάνω στο πιάνο, σαν δοχείο για φιλοδωρήματα για τον Σερ Πολ. Πέσαμε κάτω από τα γέλια κι εκείνος την έβαλε να καθίσει πλάι του στο σκαμνί για να της κάνει το πρώτο της μάθημα στο πιάνο. Της έδειξε τα πλήκτρα, της είπε ποια νότα ήταν το καθένα, και άρχισαν να παίζουν παρέα, ενώ ο Πολ τραγουδούσε: "Παίζουμε ένα τραγούδι… παίζουμε ένα τραγούδι…"
Την επόμενη μέρα έφτιαχνα πρωινό στην κουζίνα, όταν άκουσα ξανά στο πιάνο την ίδια μελωδία που έπαιζαν το προηγούμενο βράδυ ο Πολ και η Χάρπερ. Έριξα μια ματιά στα κρυφά και είδα τη Χάρπερ να κάθεται μόνη της στο σκαμνί. Τα χεράκια της έπαιζαν τις ίδιες συγχορδίες με άψογο χρόνο. Και τότε κατάλαβα ακριβώς πώς ένιωθε: Την είχε εμπνεύσει ο Πολ. Το κατάλαβα επειδή είχα αισθανθεί κι εγώ το ίδιο κάποτε. Με τη διαφορά ότι στην περίπτωσή μου ο ήχος της φωνής του ερχόταν από το μικρό πικάπ στο πάτωμα του δωματίου μου, όχι από δίπλα μου στο σκαμνί του πιάνου καθώς έπαιζα μαζί του.
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΣΕΙ».
* Όλες οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο “Dave Grohl: Συλλέκτης στιγμών” και ανήκουν στον εκδότη.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Πώς το μυθικό μαύρο σημειωματάριο άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και μας βοήθησε να αλλάξουμε τον κόσμο
Ο κορυφαίος σεναριογράφος κόμικς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών
Μια συζήτηση για την πρώτη της ποιητική συλλογή με νέα και παλαιότερα ποιήματά της και για τη θέση της ποίησης στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία
Καλοί συγγραφείς δεν είναι μόνο όσοι κερδίζουν Νόμπελ
Η πολυαναμενόμενη συλλογή διηγημάτων με ήρωες εφτά διαφορετικές γάτες
«Για την έντονη ποιητική της πρόζα που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα»
Πριν από έναν αιώνα βραβεύεται με το Νόμπελ ο δεύτερος Πολωνός συγγραφέας στην ιστορία των βραβείων
Μιλήσαμε με τη συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της θεατρικού έργου «Ο Ορφέας νιώθει ευλογημένος στον Παράδεισο» από τις Εκδόσεις Βακχικόν.
Πηγαίνω στο πουθενά, όπου δε με περιμένει κανένας, όπου θα επιβραβευτώ με το τίποτα. Χωρίς να το καταλάβω σκότωσα έναν θεό.
Για άλλη μια φορά δε μάσησε τα λόγια του! Από τον Τραμπ και τη woke κουλτούρα ως στους Μελανσόν, Λεπέν, Χαμάς και Νετανιάχου, μας είπε αιχμηρές κουβέντες για τον καθένα
Η ιστορία του μικρού μάγου, που μάγεψε εκατομμύρια αναγνώστες, επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Η Ελλάδα δεν έχει παράδοση σκοτεινής λογοτεχνίας. Υπάρχουν όμως μερικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα κι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Τα λημέρια των συγγραφέων - πεζογράφων, ποιητών, δοκιμιογράφων. Γιατί γράφουν εκεί που γράφουν; Τι φετίχ έχουν; Πώς εμπνέονται σ’ αυτόν τον χώρο;
Μιλήσαμε με τον κλινικό ψυχολόγο με αφορμή το πρώτο του βιβλίο «Να προσέχεις» (εκδ. Ψυχογιός)
Θα αναγορευθεί σε Αντεπιστέλλον Μέλος στην Αθήνα της Ισπανοαμερικανικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων Μαδρίτης
…και γιατί θα συνεχίσω να το κάνω
Οι δηλώσεις του μέσω τηλεδιάσκεψης σε φεστιβάλ λογοτεχνίας στην Ουκρανία
Διαβάστε τα ποιήματα «Αθήνα» και «Αθηνά» από τη συλλογή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα
Ο Σάκης Μουμτζής προσπαθεί, και εν πολλοίς το πετυχαίνει, να απαντήσει στη (σχεδόν) κυρίαρχη αριστερή αφήγηση
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες γελοιογράφους μιλάει στην Athens Voice για τα σχέδια, το χιούμορ και τη ζωή του
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.