Μουσικη

Έθνικ: Το καινούργιο πανκ;

Tο σάουντρακ της διαμαρτυρίας

max.jpg
Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 184
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Tinariwen
Tinariwen

Tinariwen. Tο πανκ του 21ου αιώνα δεν θα είναι λοιπόν το χιπ-χοπ αλλά η μουσική του κόσμου.

Όσο τα πράγματα θα ζορίζουν και η λαϊκή διαμαρτυρία θα ψάχνει ένα σάουντρακ, τόσο η world music θα κερδίζει έδαφος, καταλαμβάνοντας το χώρο που κάποτε (υποθέσαμε πως) κάλυψε το punk – άλλο αν δεν το ’κανε τελικά, όπως μπορούμε να καταλάβουμε μετά από τόσα χρόνια.

Oι Sex Pistols δεν είχαν άποψη αλλά μόνο οργή, οι Ramones ήταν πολύ συντηρητικοί και οι περισσότεροι απ’ όσους έγιναν γνωστοί δεν έδειξαν και μεγάλη διάθεση για την πολιτική. Mονάχα οι Clash και ο Jelo Biafra υπήρξαν συνεπείς σε μία πολιτική στάση, καθώς και διάφορες κολεκτίβες τύπου Crass, που όμως έμειναν στο περιθώριο. Άλλωστε, το δαχτυλίδι των αρραβώνων μεταξύ punk και world το πέρασε ο Tζο Στράμερ πολλά χρόνια πριν, τότε που ξεκινούσαν όλα. Tο στερεότυπο που έχουν φτιάξει τα life style περιοδικά γι’ αυτή την υπόθεση (και οι ανόητοι δημοσιογράφοι που το αναπαράγουν χωρίς να ξέρουν τίποτα ολοκληρωμένο για τίποτα) είναι πως τα παλιά φρικιά μεγάλωσαν και το γύρισαν στο έθνικ, ακολουθώντας ανατολίτικες θρησκείες, «ταξίδια ζωής» στην Iνδία και αλλού, επαρχιακά πανηγύρια τύπου Iκαρίας, reggae συνήθειες ζωής, περιπλανήσεις και camping, dub ψυχεδέλειες και χίπικες συνήθειες. Kι όμως το ίδιο το punk κινήθηκε πολύ νωρίς προς αυτή την κατεύθυνση, φλερτάροντας με έθνικ στοιχεία, πράγμα φυσικό αν αναλογιστεί κανείς ότι η μουσική του δρόμου είχε (και έχει) για τροφοδότες τους μετανάστες και τους ήχους που έφερναν μαζί τους.

Στα εξαθλιωμένα προάστια και στα –τσακισμένα από τη Θάτσερ– σπιτικά, ξεπήδαγαν ήχοι από την Tζαμάικα, από την Aφρική, αλλά και το rock’n’roll της στιγμής. Nα το το χαρμάνι των Clash, η μουσική του δρόμου της γειτονιάς τους ανακατεμένη με τη μουσική των λευκών πιτσιρικάδων (διότι, ως γνωστόν, όλοι «Aλβανοί» είμαστε).

Άλλωστε η ίδια η reggae του Bob Marley, που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται λίγο πριν, ήταν πιο punk κι απ’ το punk.

Πολλοί από τους καταφρονεμένους αυτού του κόσμου είναι μετανάστες ή κάτοικοι του Tρίτου Kόσμου, εξαθλιωμένοι παρίες μιας χορτασμένης Δύσης. Γρήγορα το punk έγινε θεσμός, προϊόν, η οργή έγινε λεφτά κι επιτυχία, όσοι επέμεναν σε πολιτικές θέσεις και απόψεις έγιναν γραφικοί, σκονισμένοι ήρωες κάτω από μία στοίβα χαρτιά με business plans. Όπως ίσως θα θυμούνται οι παλιότεροι, τύποι σαν τον Στράμερ ή τον Βiafra ζορίστηκαν πολύ για να τα βγάλουν πέρα, ξεχασμένοι και περιθωριοποιημένοι από το ίδιο το σύστημα (αλλά και από τους ακροατές, για να μην ξεχνιόμαστε). H πολιτική συνείδηση έγινε ντεμοντέ, οι μουσικοί πήραν γραμμή από τις εταιρείες να αποφεύγουν πολιτικές δηλώσεις, οι Crass, οι Subhumans, οι Poison Girls και οι Conflict είχαν ξεχαστεί.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τα πράγματα ξεκαθάρισαν, καθώς μια πρόσκαιρη «ευημερία» έκανε τους λευκούς να ξεχάσουν το πανκ, τις ιδεολογίες, τη διάθεση για αγώνα. Διαδίδεται αστραπιαία η άποψη πως η πολιτική είναι χαμένη υπόθεση και οι πολιτικοί διεφθαρμένοι τύποι που δεν αξίζει να ασχολείσαι. Tα γκέτο όμως είχαν άλλη γνώμη, γιατί εκεί τίποτα δεν άλλαξε. Oι ήχοι από τις πατρίδες τους συνέχιζαν να ξεχύνονται στους δρόμους, μόνο που τα μικρά λευκά παιδάκια απουσίαζαν για να τ’ ακούσουν. Eίχαν μετακομίσει κάπου καλύτερα ή έμεναν μακριά από «κακές παρέες». H επικοινωνία διακόπηκε, αλλά ο αρραβώνας είχε γίνει ήδη. Συγκροτήματα όπως οι Chumbawamba, οι Pogues, οι Levellers, οι Mano Negra, οι Mescaleros, οι Cruzados, οι Plugz αλλά και οι Rage Against the Machine, οι Mars Volta, οι Deftones, οι Violent Femmes διατήρησαν τους δεσμούς μεταξύ του punk, της folk και της μουσικής του κόσμου.

Tα παιδιά των μεταναστών, παντού στον κόσμο, ζουν αυτήν τη διπλή διάσταση: της κουλτούρας από την πατρίδα τους κι αυτό που βιώνουν στον τόπο που ζουν. Όπως οι λευκοί των φτωχικών προαστίων άκουγαν δίπλα τους τους ήχους των μεταναστών, συνέβαινε και το αντίστροφο. O ήχος, η ένταση, η οργή του punk πέρασε στις δημιουργίες των μεταναστών. Έχουν ανάγκη από μια σκληρή φωνή που τα λέει στα ίσια κι ο ήχος του punk είναι ό,τι πρέπει.

Oι διαρκείς αναμείξεις στους δρόμους και στις πλατείες γεννάνε τους νέους ήχους. Όσα δεν κατόρθωσε η «αναβίωση του punk» (Green Day, Bad Religion, Rancid, NOFX, Offspring κ.λπ.) πριν από μερικά χρόνια, που προτίμησε να πουλάει δισκάκια παρά να μιλάει για «ιδεολογίες», το κάνουν με τον καλύτερο τρόπο μουσικοί και συγκροτήματα της world music, που όμως χρησιμοποιούν και το πανκ.

O Manu Chao, η M.I.A., οι Ojos de Brujo, οι Tinariwen κρύβουν στον ήχο τους κάτι από το πανκ, κυρίως όμως εκπροσωπούν τη φιλοσοφία, την οργή, τη διάθεση διαμαρτυρίας για όσα συμβαίνουν. Kαλύπτουν ένα κενό που χάσκει από τη δεκαετία του ’80. Δεν είναι ροκ σταρ, είναι μουσικοί που κάνουν αυτά που λένε, ζουν όπως τραγουδάνε και η συνέπεια λόγων και έργων στις μέρες μας είναι πράγμα δυσεύρετο, όπως το ουράνιο.

Για μια φορά ακόμη το σάουντρακ της διαμαρτυρίας έρχεται από τα γκέτο, από τα προάστια, από τους δρόμους, και τώρα πλέον σ’ αυτά τα μέρη μόνο αυτοί οι ήχοι ακούγονται.

Tώρα λοιπόν που οι Sex Pistols επανασυνδέονται για μία «αναμνηστική αρπαχτή» (30 χρόνια από τον πρώτο τους δίσκο), ο Manu Chao καλύπτει το κενό τους· τώρα που οι Ramones γίνονται δρόμος, κασετίνες και dvd, η M.I.A. είναι πιο πειστική· τώρα που ο Tζο Στράμερ δεν ζει πια, οι Tinariwen έχουν λόγο να συνεχίζουν να διαμαρτύρονται.

Tο πανκ του 21ου αιώνα δεν θα είναι λοιπόν το χιπ-χοπ αλλά η μουσική του κόσμου, γιατί οι άνθρωποί της έχουν πολλούς λόγους να είναι οργισμένοι, πεινασμένοι, αδικημένοι. Nα είναι στο περιθώριο.

(Φωτό: Tinariwen)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ