Μουσικη

Χωρίς μουσική…

Ένα κομμάτι γκρίζου τοίχου γίνεται το κέντρο

max.jpg
Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 485
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
69633-154984.jpg

Ο Μάκης Μηλάτος σχολιάζει το «Still Life» του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

…αλλά και χωρίς χορό, χωρίς φιοριτούρες και πολλά πολλά, χωρίς «καλλιτεχνικότητα» και «πρόταση», ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στρέφεται στον άνθρωπο. Όσο οι ζωές όλων μας ζορίζουν και οι μαύρες μέρες έρχονται κατά δω, όσο η αξιοπρέπεια και η αισθητική εκλείπουν και αντικαθίστανται με βία και παραλογισμό, τόσο η τέχνη ξαναγίνεται ανθρωποκεντρική. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες θέλουν να μιλήσουν για τον άνθρωπο, να μιλήσουν στον άνθρωπο, να μιλήσουν σαν να ’ναι κανονικοί άνθρωποι. Με το «Still Life» o Δ.Π. εγκαινιάζει μια πιο απελευθερωμένη από τα πρέπει, πιο στοχαστική, πιο ενήλικη, πιο γκρίζα, πιο ανθρώπινη περίοδο και δοξολογεί τον άνθρωπο, τη ζωή του, τους φόβους και τις ανησυχίες του, τις μεταφυσικές του αναζητήσεις. Όχι κάποιο σπουδαίο και ιδιαίτερο αλλά τον καθημερινό άνθρωπο που τραβάει κουπί, που είναι καταδικασμένος να περνάει καθημερινά και για όλη του τη ζωή το μαρτύριο του Σίσυφου: Να του πέφτει η πέτρα και να την ξανασηκώνει.

n

Η γένεση, οι σχέσεις, οι ανθρώπινες εμπλοκές, οι άνθρωποι που παραπαίουν κουβαλώντας τα βάρη της ζωής, οι πέτρες που αποτελούν μέρος της παράστασης και του σκηνικού γιατί ήταν εδώ πριν έρθουμε εμείς και θα υπάρχουν ακόμη όταν οι άνθρωποι θα εξαφανιστούν, η δοξολογία του ανθρώπινου κάματου που είναι ιερός γιατί με τον κάματο ο άνθρωπος «αγιοποιείται» και γράφει τη δική του μοναδική ιστορία επιβίωσης και άρα ζωής. Ένα κομμάτι γκρίζου τοίχου γίνεται το κέντρο. Μέσα από μια τρύπα του γεννιούνται άνθρωποι, συμπλέκονται άνθρωποι, γυναίκες και άντρες μαζί και χωριστά και κάποιοι κουβαλάνε αυτό το κομμάτι τοίχου στην πλάτη σαν να ’ναι σαλιγκάρια. Μια γυναικεία οπτασία που χάνεται πίσω από ένα παλλόμενο φύλλο, πέτρες που κουβαλάνε οι εργάτες της ζωής κι ένας ουρανός-φούσκα που όλο και πλησιάζει ήσυχα και απειλητικά. Οι πέτρες γκρεμίζονται, ο τοίχος σαν ένα μεγάλο αιδοίο γεννάει και τρώει ανθρώπους καθώς διαλύεται, ο ουρανός τούς πλακώνει και τους κόβει την ανάσα. Όλα είναι σε αποχρώσεις του γκρι, μουσική δεν υπάρχει πουθενά, μόνο οι ήχοι από τον κάματο και από την κατάρρευση. Κι όταν πάνε να ξηλώσουν δυο μικρόφωνα (αυτά που μας παρακολουθούν;) αποκαλύπτουν ένα τεράστιο δίκτυο καλωδίων που καταλαμβάνουν όλη τη σκηνή και καθώς τα ξηλώνουν ο θόρυβος γίνεται εκκωφαντικός.

Λίγο χρώμα σπάει την γκρίζα πραγματικότητα όταν ένα τραπέζι, εν είδει λιτανείας, καταφθάνει και στήνεται κάτω απ’ τη σκηνή μπροστά στους θεατές. Μυστικός δείπνος ή μια παρέα σ’ ένα κουτούκι; Το ίδιο είναι. Λίγη ρακή, λίγες κουβέντες, μια μικρή στιγμή χαλαρότητας και η αίσθηση πως όλος αυτός ο απίστευτος κάματος έχει ένα αντίκρισμα. Και μετά το μαρτύριο του Σίσυφου, πάλι απ’ την αρχή. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν κατάλαβε, ότι δεν ένιωσε, ότι δεν σκέφτηκε βλέποντας αυτή την παράσταση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ