Κινηματογραφος

Γιατί δεν πηγαίνω (πια) στο σινεμά

Τι συμβαίνει όταν ο άλλος μπροστά σου μιλά στο κινητό, ή βλέπει μηνύματα, ή τρώει θορυβωδώς πράγματα που μυρίζουν;

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εικ.: Edward Hopper, «The Sheridan Theatre» (1937).
Εικ.: Edward Hopper, «The Sheridan Theatre» (1937).

Τι πρέπει να κάνουν οι κινηματογραφικές αίθουσες που απέμειναν για να μην εξαφανιστούν;

Ουσιαστικά σταμάτησα να πηγαίνω σινεμά όταν είδα πως έγινε έξοδος, διασκέδαση. Μα, θα πει κάποιος: «Πάντα έτσι ήταν». Ναι, σωστά. Απλώς αυτές οι έννοιες αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, δεν είναι ίδιες σήμερα όπως ήταν στην αρχή του αιώνα, και δεν ήταν στην αρχή του αιώνα όπως ήταν στα 80s π.χ. Οι εποχές αλλάζουν, όπως και οι άνθρωποι. Και, τέλος πάντων, είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας — μην το παραβλέπουμε αυτό.

Λοιπόν, ήταν μερικά χρόνια πριν τα multiplex (δεν έχω πατήσει ποτέ το πόδι μου σε multiplex, προτιμώ να γλείψω την μπογιά από έναν τοίχο), όταν άρχισα να παρατηρώ «ντυσίματα» στους σινεμάδες, ένα κάποιο στιλ που δεν το έβλεπες πριν, κάτι πλατιά χαμόγελα που σε μένα θύμιζαν από εστιατόρια με λινά τραπεζομάντιλα μέχρι μπουζούκια ξέρω γω. Άρχισα να παρατηρώ μία αντισινεφίλ αφέλεια. Αλλά κυρίως τα ντυσίματα με έδιωξαν. Ακραίο, το ξέρω, και εν πολλοίς λάθος. Αλλά ο καθένας λειτουργεί όπως μπορεί, κατά τη motherboard που του φόρεσαν. Αυτή η ιδιοσυγκρασία που λέγαμε.

Ανήκω σε μια γενιά, και κυρίως σε μια πόλη, που έβλεπε τον κινηματογράφο σαν κάστρο που έπρεπε να κατακτηθεί — και να κατακτηθεί χτες, δι’ εφόδου. Με αέρα. Δεν νοείτο να πάμε σπίτι για ύπνο χωρίς να δούμε ταινία, και συχνά τρέχαμε σαν άλλοι καμικάζι για να προλάβουμε και δεύτερη προβολή μέσα στην ημέρα. (Καμικάζι λέγονταν στην Ελλάδα οι νεαροί που μετέφεραν τις μπομπίνες από τη μία αίθουσα στην άλλη: έπρεπε να προλάβουν να πάνε την κόπια του δεύτερου μέρους πριν το τέλος του διαλείμματος). Επίσης, ήμασταν όλοι μέλη σε κινηματογραφικές λέσχες, που έκαναν νυχθημερόν αφιερώματα σε όλες τις κινηματογραφικές σχολές του κόσμου, ακόμη και τις πιο παρακατιανές. Τα βλέπαμε όλα — και μας άρεσαν όλα, έστω και με το στανιό μερικά (ή πολλά). Οι κωλότσεπές μας ήταν γεμάτες κάρτες από σινεμά που ο ταμίας τις σφράγιζε όταν μπαίναμε. Ήμασταν παλιοί. Ξέραμε και γνωρίζαμε.

Οπότε, όταν είδαμε τις πρώτες φουρνιές των νέων θεατών να έρχονται κατά κύματα στο σινεμά για να δουν ταινίες που θα βλέπαμε και εμείς —δεν έμειναν στις δικές τους, για να ’μαστε από μακριά κι αγαπημένοι—, ανακρούσαμε πρύμναν σιγούλια-σιγούλια. Και καταφύγαμε στις μικρότερες αίθουσες, τις αίθουσες τέχνης, τις arthouse υπόγες κλπ. κλπ. Και βέβαια ΕΚΕΙ ονειρευόμασταν τον εαυτό μας να ζει και να πεθαίνει. Μέσα στη μοναξιά, παρακολουθώντας με κομμένη την ανάσα ένα φιλμ σε μια οθόνη πελώρια, βροντοσαυρική. Να βλέπεις εσύ κι ένας άλλο μόνο στην «Έλλη» (ή μήπως στο «Άστυ»;…) τις «Αρμονίες του Βερκμάιστερ», είκοσι χρόνια πριν από σήμερα, να σέρνετε αμίλητοι τα βήματά σας στο διάλειμμα για να καπνίσετε στο υπόγειο φουαγιέ, να κοιτιέστε καθώς ανάβετε το τσιγάρο σας πάνω από τη φλόγα του μπικ, αλλά να μη μιλάτε — γιατί να πείτε τι; όλα τα ξέρατε, και σε όλα συμφωνούσατε. Άλλωστε εσείς δεν ήσασταν που άλλα είκοσι χρόνια πίσω βλέπατε ΠΑΛΙ μόνοι σε κοτζαμάν «Ολύμπιον» τις «Μαριονέτες» του Μπέργκμαν, και δη στον εξώστη, για να καπνίζετε όσο κράταγε η ταινία; Εσείς ήσασταν.

Ναι, δεν θα μπορούσα να αναμειχθώ με το πλήθος, δεν ήταν έξοδος και διασκέδαση το σινεμά, ακόμη και αν η διασκέδαση ήταν κάτι παραπάνω από εγγυημένη. Άλλωστε, ανήκα στην πρώτη ελληνική γενιά —υπήρξα τυχερός— που απενεχοποίησε τον αμερικάνικο κινηματογράφο και τον ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα σε όλες τις άλλες σχολές (όχι ότι υπάρχει μόνο μία αμερικανική σχολή, προς Θεού), και τον προτιμούσε χωρίς τύψεις και ενοχές, αλλά με όλη της την ψυχή και το μυαλό. Λοιπόν, διασκέδαση, ναι — αλλά όχι σε στιλ πάμε να δειχτούμε. Bitch, please. Στον σινεμά πάμε για να ΚΡΥΦΤΟΥΜΕ, όχι το αντίθετο. Υπάρχουν και κάποια όρια. Υπάρχουν κανόνες. Ο κινηματογράφος είναι ιερός. Ο Γκοντάρ, ο Ταρκόφσκι, ο Μπέλα Ταρ, ο Σπίλμπεργκ, η Λίνα Βερτμίλερ, ο Γούντι Άλεν, ο Τζορτζ Λούκας, ο Ακίρα Κουροσάβα, η Ανιές Βαρντά, ο Τζον Κάρπεντερ, ο Ρίντλεϊ Σκοτ, οι αδελφές Γουατσόφσκι — αυτοί όλοι είναι άγιοι και αγίες, δεν τρώμε νάτσος.

Και, ξανά ναι, δεν πήγα ποτέ σ’ αυτούς τους κυψελοειδείς κινηματόγραφους με τις μικρές digital αίθουσες με τις αριθμημένες θέσεις και τα σούπερ ηχοσυστήματα — τι ψυχή θα παραδώσω; Οι οποίοι multiplex βέβαια (που οι αίθουσές τους, ελλείψει ανταγωνισμού —ανατριχιαστικό—, γίνονταν όλο και πιο πολλές και όλο και πιο μικρές, μέχρι που χωρούσαν έναν κακομοίρη μόνο, κι αυτόν στριμωγμένο) έπαιξαν τον ρόλο του λαγού στη streaming εποχή μας. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Αν θα πήγαινα σήμερα σινεμά; Εξαρτάται. Αν εννοείτε να πάω σε μια αίθουσα όπου κάποιος (έστω και μισός) έχει ανοιχτό κινητό ή τρώει ελεεινά πατατάκια με εμετική σάλτσα από πάνω κάνοντας χρατς-χρατς-χράαατς, ή μιλάει, ή χασκογελάει, ή κάνει θόρυβο και φασαρία, ή δεν ξέρει τι ήρθε να δει, ή είναι γενικά χαζός, όχι, να μου λείπει. Μεγάλωσα, δεν είμαι για τέτοια. Προτιμώ να γλείψω την μπογιά από έναν τοίχο, και να μασήσω τον σοβά. Καθώς, δε, μισώ και σιχαίνομαι την πειρατεία, πληρώνω πέντε πλατφόρμες (Netflix, HBO, Amazon Prime, Disney+, AppleTV+) για να δω σε ψιλοκαλές συνθήκες —σε μια καλούτσικη τηλεόραση στη σαλοκουζίνα, στη σωστή απόσταση από τον καναπέ, με τον σχεδόν σωστό φωτισμό— τις ίδιες ακριβώς ταινίες, απλά λίγο αργότερα — μα ΠΟΛΥ περισσότερες: με το κιλό. Γιατί εγώ βλέπω φιλμ με το κιλό, βλέπω «επαγγελματικά», καταναλώνω πολλά έργα, όχι ένα στο τόσο: πρέπει να τα δω όλα. Και σκοπεύω να τα δω όλα — ή να πεθάνω προσπαθώντας.

Αν υπάρχουν φορές που μπορώ να απολαμβάνω ακόμη κι εγώ ο μίζερος και μισάνθρωπος, ο περίεργος και weirdo, τη φασαρία; ΝΑΙ, ΦΥΣΙΚΑ. Όταν το απαιτεί η ταινία, ναι, φυσικά. Δεν υπάρχει σινεφίλ που να μην αγαπά το μπούγιο, τις φωνές, ακόμη και τις προειδοποιητικές από το βάθος της αίθουσας: «ΚΟΙΤΑ ΠΙΣΩ ΣΟΥ!» «ΜΗΝ ΚΑΤΕΒΕΙΣ ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ!!!» Αυτά ουδεμία σχέση έχουν με τον τυπάκο που ρουφάει την κοκακόλα και κάνει έναν ήχο σαν τον Κθούλου, ή μιλάει στο κινητό, ή ψιθυρίζει στον ώμο τού εξίσου θεόχαζου φίλου του, σε βαθμό που θέλεις να τους πάρεις από το αυτί και να τους σύρεις έξω στον δρόμο να τα πούνε με την ησυχία τους — ή μάλλον με την ησυχία ΣΟΥ.

Όχι, σε τέτοιους σινεμάδες δεν πάω, δεν είμαι μαζοχιστής.

Κι αν ακούω αυτό το κλασικό, «Δείτε την οπωσδήποτε σε μεγάλη οθόνη, θα χάσετε», συγγνώμη, αλλά γελάω. Ηρεμήστε λίγο, χρυσά μου παιδιά. Εδώ ο κόσμος καίγεται, ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ας χάσω αυτό το υπερθέαμα. Ας μείνω με τις αναμνήσεις από το Μπεν Χουρ και τη Μαίρη Πόπινς. Θα τη δω σε μικρή οθόνη την ταινιούλα που σας άλλαξε τη ζωή. Κι έτσι από σπάσιμο, θα τη δω στο τάμπλετ, με τρία σκυλιά ξαπλωμένα επάνω μου, και μια γάτα από δίπλα να με κοιτάει με ένα #μα_τι_κάνεις ύφος καθώς θα πλένει το στέρνο της.

Και μετά θα δω άλλες εκατό ταινίες, που κανείς δεν με προειδοποίησε να τις δω «στη μεγαλύτερη δυνατή οθόνη», τύπου ντράιβ-ιν ξέρω γω. Γιατί, κοίτα να δεις: όσο λιγοστεύουν οι αίθουσες, τόσο πολλαπλασιάζονται οι ταινίες. «Μα είναι κακέεες», ακούω έναν κύριο από το βάθος. Όχι, φίλε, πάντα τέτοια έλεγαν όλοι. Από τα πρώτα χρόνια του σινεμά το λένε πολλοί κύριοι από το βάθος. Μη στενοχωριέσαι, ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ. Βασικά, ΙΣΧΥΕΙ: οι πιο πολλές ταινίες είναι κακές. Όπως και τα πιο πολλά βιβλία είναι κακά. Και τα πιο πολλά μπαλέτα. Και τα πιο πολλά (αν όχι όλα) τα εικαστικά. Παρά ταύτα, ουκ επ’ art μόνο ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί έργω εκπορευομένω διά στόματος καλλιτέχνου.

Επί παντί όμως.

* * *

Τι θ’ απογίνουν οι κινηματογραφικές αίθουσες που απέμειναν; Χα: «που απέμειναν». Οι περισσότερες έχουν κλείσει ΗΔΗ, κατά τα γούστα του καιρού. Για να μην πάμε παλιά (στην πόλη μου υπήρχε μέχρι και ΠΛΩΤΟ ΣΙΝΕΜΑ πριν από ακριβώς έναν αιώνα, το περίφημο «Κουρσάλ»), το 1970 λειτουργούσαν 100 αίθουσες μόνο στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα (αν εξαιρέσεις τα δυο-τρία multiplex, που να ’ναι καλά και να με συμπαθούν αλλά είμαι ιδιότροπος), υπάρχουν τρεις ή τέσσερις και αν.

Τι θ’ απογίνουν λοιπόν; Τι πρέπει να κάνουν οι κινηματογραφικές αίθουσες που απέμειναν για να μην εξαφανιστούν; Δεν ξέρω. Προσωπικά, θα πήγαινα σε μία που θα έκανε genre αφιερώματα με καναδυό εκατοντάδες πιτσιρίκια και άλλους μπαρμπάδες γύρω μου για να βλέπουμε παλιά και εντελώς καινούργια slasher back-to-back ή Star Wars μαραθωνίους. Όχι επειδή δεν μπορώ να τα δω σπίτι μου. Τα βλέπω συνέχεια. Αλλά για το χαβαλέ, για την «ατμόσφαιρα». Άλλοι, διαφορετικών καταβολών και γούστου από εμένα, θα ήθελαν άλλα. Μπορεί κάποια σινεμά να επιβιώσουν σαν αίθουσες τέχνης, και να παίζουν γαλλικά έργα ή ιρανικό κινηματογράφο και τέτοια. Μια χαρά. Έχω κι εγώ τέτοιους φίλους. Δεν με ενοχλεί.

Αρκεί να μην προκαλούν.

ΥΓ. Τα παραπάνω δεν έχουν σχέση, όπως θα καταλάβατε, με τα σινεμά «ΙΝΤΕΑΛ», «ΑΣΤΟΡ» και «ΙΡΙΣ». Αφορμή πήρα απλώς.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ