Κινηματογραφος

Bruce Willis: η εξέλιξη ενός ανδρικού προτύπου

Ο δημοφιλής ηθοποιός αποσύρθηκε από τα πλατό τον περασμένο Μάρτιο αλλά η αφασία από την οποία πάσχει σημάδεψε την επιλογή των ρόλων του

328203-678198.png
Φίλιππος Κόλλιας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Bruce Willis
© ABC Photo Archives/Disney General Entertainment Content via Getty Images

Μπρους Γουίλις: Οι τρεις φάσεις στην υποκριτική καριέρα του ηθοποιού, η εξέλιξή του ως ανδρικό πρότυπο και τα προβλήματα υγείας 

H καριέρα του του Μπρους Γουίλις ξεκίνησε το 1984 σε μια αίθουσα συσκέψεων στο ABC. Τα κορυφαία στελέχη του δικτύου είχαν συγκεντρωθεί για να συζητήσουν την επιθυμία του Glenn Gordon Caron, δημιουργού του “Moonlighting” («Αυτός, αυτή και τα μυστήρια»), να παίξει ο Γουίλις τον πρωταγωνιστικό ανδρικό ρόλο, τον Ντέιβιντ Άντισον. Μέχρι τότε ο Γουίλις, ένας πρώην μπάρμαν από το Nιου Τζέρσεϊ είχε εργαστεί στο θέατρο off-Broadway και εμφανιστεί στο “Miami Vice”. Επειδή ήταν εντελώς άγνωστος, το ABC χρειαζόταν να τον ζευγαρώσει με ένα διάσημο όνομα: η Σίμπιλ Σέπερντ, ένα μοντέλο από το Μέμφις του Τενεσί που έγινε ηθοποιός ήταν αρκετά γνωστή από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ο Γουίλις πήρε το ρόλο και του προσέδωσε ενέργεια και χιούμορ: ο Addison ήταν γεμάτος αντιφάσεις: ένας αυτοαποκαλούμενος σεξιστής που εργαζόταν με επιτυχία για μια γυναίκα αφεντικό και μπορούσε να είναι συμπονετικός και ιπποτικός. Ήταν ένας τύπος από το Νιου Τζέρσεϊ που έκανε λογοπαίγνια, συνεχείς αναφορές στην κλασική μουσική, στη σόουλ, στο θέατρο, στην ποίηση και στη μυθολογία ενώ κατά καιρούς έπιανε το τραγούδι με φωνή τενόρου. Ο τηλεοπτικός ήρωας, επί δύο σεζόν τουλάχιστον, ανέδιδε μια παιχνιδιάρικη διάθεση μαζί με ρομαντισμό - ώσπου στην τρίτη σεζόν, οι σεναριογράφοι αποφάσισαν να κάνουν τον Ντέιβιντ και τη Μάντι ερωτικό ζευγάρι καταστρέφοντας την ένταση και το σασπένς που είχε συμβάλει στην επιτυχία της σειράς.

Bruce Willis - Cybill Sepherd
© ABC Photo Archives/Disney General Entertainment Content via Getty Images

Αφού έγινε τηλεοπτικός σούπερ σταρ μέσα σε λίγους μήνες, ο Γουίλις άρχισε αμέσως να χαράζει την πορεία του στη μεγάλη οθόνη: στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έπαιξε δύο ταινίες του Μπλέικ Έντουαρντς, το «Ραντεβού στα τυφλά» και το “Sunset”, και με τα χρόνια έφτιαξε μια περσόνα που έμοιαζε με εκείνη του Κάρι Γκραντ σε πιο λαϊκό στιλ. O λόγος, η δεξιοτεχνία του με τις λέξεις, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του.

Αλλά όταν ο Γουίλις αποσύρθηκε από την υποκριτική τον περασμένο Μάρτιο λόγω της αφασίας, μιας εγκεφαλικής διαταραχής που επηρεάζει την ομιλία και τις γνωστικές λειτουργίες, ήταν περισσότερο γνωστός για ρόλους βίαιων ανδρών που δεν μιλούσαν πολύ: όπως ο Κλιντ Ίστγουντ ή ο Τσαρλς Μπρόνσον. Η μεταμόρφωσή του ήταν από τις πιο ριζικές στην ιστορία της ποπ-κουλτούρας: ο Γουίλις ταυτίστηκε με ένα όραμα για τον αμερικανικό ανδρισμό που υπήρχε ήδη στη δεκαετία του 1950. Πάντως, αν και περιορίστηκε στις ταινίες δράσης δεν έγινε ο μυώδης χαζός τύπου Σιλβέστερ Σταλόνε ή Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ.

Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ - Μπρους Γουίλις - Ντέμι Μουρ - Σιλβέστερ Σταλόνε
© Vince Bucci

Τα τελευταία χρόνια, στα πλατό δεν μπορούσε να θυμηθεί τις ατάκες του και φαινόταν μπερδεμένος: υπήρχαν στιγμές όπου δεν ήξερε ακριβώς πού βρισκόταν. Αντί να αποδεχτούν την πραγματικότητα της προφανούς ανικανότητας του ηθοποιού, τα μέλη της επαγγελματικής ομάδας του επέλεξαν να μειώνουν τον χρόνο προβολής του στην οθόνη και βεβαίως τις ατάκες του, ενώ στα γυρίσματα ο Γουίλις φορούσε πάντοτε ένα ακουστικό-υποβολέα. Σύμφωνα με τον δικηγόρο του που μίλησε στους Los Angeles Times, συνέχισε να εργάζεται μετά την ιατρική διάγνωση γιατί ήθελε και γιατί μπορούσε - μέχρις ενός σημείου. Η εξέλιξή του από ρομαντικό και ειρωνικό ήρωα σε ηθοποιό ταινιών δράσης έκανε ευκολότερη την απόκρυψη της ασθένειας: λίγο πριν και λίγο μετά τη διάγνωση της αφασίας, ο Γουίλις είχε μπει στο πετσί του «μάτσο» που ήταν ήδη δημοφιλής από τότε που ο Μάικλ Ντάγκλας, ο οποίος είχε γίνει σταρ παίζοντας γιάπηδες, το γύρισε στη «Μαύρη βροχή» σε μπάτσο. Ο μπάτσος του Μάικλ Ντάγκλας έθεσε ένα δήθεν καινούργιο αλλά παλιό πρότυπο άνδρα που προσβάλλει σχεδόν όλους όσους συναντά, αψηφά τα πρωτόκολλα και τους κανόνες και τελικά κερδίζει επαίνους για τον ηρωισμό του και χαιρετίζεται ως άνθρωπος που έχει πολλά να διδάξει ακόμα και στους Ιάπωνες. Ομοίμως το 1987, με το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», ο Γουίλις έγινε ο Ράμπο σε περιβάλλον γραφείου με αμοιβή 5 εκατομμυρίων δολαρίων και μπήκε κι αυτός στο ίδιο ανδρικό πρότυπο, το σίγουρα «μάτσο» αλλά ταυτοχρόνως σε ανθρώπινη κλίμακα (μια αξιοσημείωτη αντίθεση με τους αήττητους Σταλόνε και του Σβαρτσενέγκερ) και με γρήγορη σκέψη: ήταν ο άνθρωπος που έβρισκε λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Ούτε αυτό κράτησε πολύ: ίσως λόγω της ασθένειας, ο Γουίλις άρχισε να απομακρύνεται από τον στοχαστικό ήρωα ταινιών δράσης και από τους πολυδιάστατους ρόλους σαν εκείνους που απαιτούσαν οι ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο - τους ναρκισσιστές με λογόρροια. Αν εξαιρέσουμε τους «12 πιθήκους» του Τέρι Γκίλιαμ, όπου ήταν ευαίσθητος, «στοιχειωμένος» και παιδιάστικος, φαινόταν όλο και πιο δυσκίνητος, όλο και λιγότερο ομιλητικός: ακόμα και στην «Έκτη αίσθηση», μια μεγάλη επιτυχία του 1999, όπου υποδύεται έναν ψυχίατρο, ήταν παράξενα μετρημένος στα λόγια του.

Μπρους Γουίλις
© EPA/Will Oliver

Η τρίτη, και δυστυχώς τελευταία, φάση της υποκριτικής καριέρας του περιελάμβανε σχεδόν εξ ολοκλήρου δολοφόνους, γκάνγκστερ, στρατιώτες και γενικά ένστολους που κρατούσαν αυτόματα όπλα με βλοσυρό ύφος. Ίσως δεν μάθουμε ποτέ πώς και πότε ο Γουίλις άρχισε να χάνει τις γνωστικές του ικανότητες με αποτέλεσμα εύκολες επιλογές ρόλων ή πώς και πότε οι παραγωγοί τον χρησιμοποίησαν σαν μια μηχανή που φέρνει λεφτά αν και η υγεία του ήταν κλονισμένη. Σήμερα ζει στην Καλιφόρνια μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Emma Heming με την οποία παντρεύτηκε το 2009 και έχει περιουσία 250 εκατομμυρίων δολαρίων - που δεν του χρησιμεύει σε πολλά πράγματα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ