Εικαστικα

Γιαννιώτες τυπογράφοι στη Βενετία από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα

Μια σημαντική έκθεση στην Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

33446-75562.JPG
Ευγενία Μίγδου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
374316-772797.jpg

«(…) Ιωαννίται, λίαν επιτυχώς συνδυάζοντας τον Λόγιον Ερμήν μετά του Κερδώου, συνέστησαν τον δέκατον έβδομον αιώνα τυπογραφεία προς έκδοσιν Ελληνικών βιβλίων. Είναι δε οι Ιωαννίται ιδρυταί τυπογραφείων εν Βενετία οι Γλυκείς, οι Θεοδόσιοι και ο Σάρρος. Μεγάλαι δε υπήρξαν αι υπηρεσίαι ας τα τυπογραφεία εκείνα ή μάλλον τα εκδοτικά καταστήματα και τα διαδεχθέντα αυτά επί δύο όλους αιώνας και επέκεινα παρέσχον εις την Ελληνικήν παιδείαν και τον δουλεύοντα ελληνισμόν.» (Σπ. Λάμπρου, «Περί της παιδείας εν Ιωαννίνοις»)

«Ενετίησιν, παρά τοις εξ Ιωαννίνων τυπογράφοις. Γιαννιώτες τυπογράφοι στη Βενετία από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα», είναι ο τίτλος της έκθεσης που παρουσιάζει μέχρι τις 10 Οκτωβρίου, η Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το σκεπτικό για την οργάνωση της έκθεσης, σύμφωνα με τον Διευθυντή της Βιβλιοθήκης, κ. Γιώργο Ζάχο, «στηρίχθηκε αφενός μεν στο τοπικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το θέμα για την πόλη των Ιωαννίνων, αφετέρου στην ανάδειξη και προβολή του σημαντικού έργου των τριών αυτών τυπογράφων, και κατ’επέκταση της κατάστασης των Γραμμάτων την εποχή στην οποία έδρασαν. Στόχος της Βιβλιοθήκης είναι το άνοιγμα στην πόλη και η προβολή της ιστορίας της, μέσα από την διοργάνωση εκθέσεων και την παρουσίαση του πολύτιμου και σπάνιου υλικού της».

Για πρώτη φορά παρουσιάζονται στο κοινό εκδόσεις μεγάλου ενδιαφέροντος από τη Συλλογή Πολυτίμων Βιβλίων της Βιβλιοθήκης, οι οποίες αποκτήθηκαν από αγορές παλαιότερων ετών και από δωρεές. Πρόκειται για βιβλία από τα τυπογραφεία που συνέστησαν οι Νικόλαος Γλυκύς, Νικόλαος Σάρρος και Δημήτρης Θεοδοσίου (κατά χρονολογική σειρά), οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν σημαντικά στη Βενετία, και συνεισέφεραν μεγάλο και αξιοσημείωτο έργο από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τον κ. Ζάχο: «Είναι από τις πρώτες εκδόσεις ελληνικών τυπογραφείων, πολύτιμες και μόνο ως αντικείμενα. Τις έχουν υπογράψει, διορθώσει ή επιμεληθεί λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Μελέτιος ο Γεωγράφος, ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, κ.α. Αρκετές, μάλιστα, ξεχωρίζουν για τα χαρακτικά τους. Αν και δεν έχουμε ελέγξει τη σπανιότητά τους, ορισμένες δεν τις έχουμε εντοπίσει σε άλλες βιβλιοθήκες, έχουμε όμως βρει την καταγραφή τους στις βιβλιοθήκες Legrand, Γκίνη-Μέξη, Λαδά, Ηλιού. Κανένα από τα βιβλία αυτά δεν είναι αθησαύριστο.»

Στην πόλη των Δόγηδων, οικονομικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Ευρώπης, και πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής τυπογραφίας από τα τέλη του 15ου αιώνα, οι πρώτες ελληνικές εκδόσεις είχαν ως σκοπό να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των λογίων της Δυτικής Ευρώπης για τα κείμενα των Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Κατασκευάζονται ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία, βελτιώνεται η ποιότητα του χαρτιού, και συνολικά η αισθητική εμφάνιση του βιβλίου Από τα τέλη του 15ου ως τις αρχές του 16ου αιώνα οι ελληνικές εκδόσεις αυξήθηκαν. Από το πιεστήριο του πρωτοπόρου Άλδου Μανούτιου βγήκαν πολυάριθμοι ελληνικοί τίτλοι και σημαντικότατες εκδόσεις, ενώ εμφανίστηκαν και τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία, όπως του Κρητικών, Νικολάου Βλαστού και Ζαχαρία Καλλιέργη (1499) ή του Ανδρέα Κουνάδη (1521) από την Πάτρα. Οι εκδόσεις των ελληνικών τυπογραφείων αφορούσαν, ως επί το πλείστον, κείμενα θρησκευτικού (λειτουργικού) περιεχομένου, ακολουθούσαν εκδόσεις αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, λεξικά και γραμματικές, και τέλος, φιλολογικά ή λογοτεχνικά έργα.

Πότε και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζονται οι τρεις τυπογράφοι από τα Γιάννενα στη Βενετία; Όπως θα μας πει και ο κ. Ζάχος, «μετέβησαν στη Βενετία για ένα καλύτερο μέλλον. Τον 17ο αιώνα το κέντρο της τυπογραφίας ήταν εκεί, συνεπώς είδαν μια προοπτική να ανοίγεται μπροστά τους. Η έντονη κινητικότητα στον χώρο αυτό αφορούσε σε μεγάλο βαθμό βιβλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που τυπώνονταν σε βενετσιάνικα τυπογραφεία με τη συνεργασία Ελλήνων λογίων - επιμελητών. Υπήρχε, επίσης, μεγάλη ζήτηση θεολογικών κειμένων για τις ανάγκες του κλήρου. Ήρθαν κοντά με τους λόγιους της Διασποράς και αργότερα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και άρχισαν να εκδίδουν έργα συνεισφέροντας συνειδητά στη μόρφωση και την αναγέννηση της Ελλάδας. Σίγουρα το όραμά τους ταυτιζόταν με εκείνο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ωστόσο εμπεριείχε εμπορικές προοπτικές και δυνατότητες. Μια ελεύθερη Ελλάδα θα άνοιγε ένα νέο εμπορικό χώρο.»

Πρώτος εκ των τριών Γιαννιωτών που καταφθάνει στη Βενετία, γύρω στο 1647, είναι ο Νικόλαος Γλυκύς. Στήνει το τυπογραφείο του λίγα χρόνια αργότερα, το 1670, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει το προνόμιο αποκλειστικότητας για την έκδοση σημαντικών ελληνικών τίτλων. Πρώτη έκδοσή του είναι το «Ωρολόγιον», το 1670. Στην προμετωπίδα, ξυλογραφία παριστάνει μέλισσα ανάμεσα από τα αρχικά Ν(ικόλαος) Γλ(υκύς). Η τυπογραφική αυτή σφραγίδα, όπως και η ένδειξη «παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων», διατηρήθηκε και από τους διαδόχους του Ν.Γ. Στη μελέτη «Το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας», του Ν. Σκιαδά, αναφέρεται πως ο Γλυκύς τύπωνε κυρίως εκκλησιαστικά βιβλία, προχώρησε όμως και σε εκδόσεις άλλων έργων, λόγω ανταγωνισμού και ύστερα από προτροπές του

αναγνωστικού κοινού. Έτσι το 1676 τύπωσε την Ερωφίλη του Χορτάτση, ενώ μέσα σε ένα χρόνο βγήκαν από το τυπογραφείο του η Εύμορφη Βοσκοπούλα του Δριμυτικού, η Ιστορία του Ρε της Σκωτίας, Αλέξανδρος ο Μακεδών, Αισώπου Μύθοι, κ.α. Η στοιχειοθεσία των ελληνικών κειμένων στο τυπογραφείο του Γλυκύ γινόταν από Ιταλούς στοιχειοθέτες, ενώ οι διορθώσεις από Έλληνες λογίους, μεταξύ των οποίων οι Γεώργιος Σουγδουρής, Μιχαήλ Μήτρος, κ.α. «Είναι αξιοσημείωτο» γράφει ο Ν. Σκιαδάς «ότι οι εκδόσεις του Ν. Γλυκύ, σε αντίθεση με άλλες εκδόσεις της Βενετίας, δεν είχαν λάθη», για να παραθέσει στη συνέχεια τον Ν. Κοντοσόπουλο, όπου: «τα πράγματα με την εμφάνιση του Γλυκύ στο τυπογραφικό στερέωμα της Βενετίας πήραν άλλη στροφή. Βαθμηδόν οι διάφοροι τυπογράφοι, κινούμενοι είτε από επιστημονικούς είτε από καθαρώς εμπορικούς λόγους ήρχισαν να επιδεικνύουσιν ενδιαφέρον διά την από ποιοτικής πλευράς βελτίωσιν των εκδιδόμενων υπ’αυτών έργων.» Μέχρι το θάνατό του ο Γλυκύς τύπωσε 106 τίτλους βιβλίων, κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου. Ο οίκος του γνώρισε κάμψη στα χέρια του γιου του για να ακμάσει εκ νέου όταν την ανέλαβε ο εγγονός του, ο οποίος εξέδωσε για πρώτη φορά και το βιβλίο του Θεόφιλου Κορυδαλλέα «Εις άπασαν την Λογικήν του Αριστοτέλους» εν έτει 1729. Αναφέρεται πως από το τυπογραφείο του Γλυκύ οι τίτλοι έφτασαν το 1788 στους 400 - αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Μέχρι και το 1820 ο οίκος ήταν ακμαίος και ισχυρός. Έκλεισε οριστικά περίπου το 1850.

Ο Νικόλαος Σάρρος (ή Σάρος), έγινε μέλος της κοινότητας της Βενετίας το 1657. Αφού εργάστηκε σε βενετσιάνικο τυπογραφείο, δημιούργησε δικό του το 1688, το οποίο απέκτησε εξίσου μεγάλη φήμη. Ο Σάρρος υπέγραφε τις εκδόσεις του ήδη όσο εργαζόταν ως βοηθός, και η πρώτη που φέρει την υπογραφή του είναι το «Βιβλίον Ιστορικόν», με χρονολογία έκδοσης 1681. Σύμφωνα και πάλι με τον Σκιαδά, οι εκδόσεις του Σάρρου περιλάμβαναν αρκετά εκκλησιαστικά βιβλία, ενώ δεν παρατηρούνται τόσες σχέσεις με λόγιους της εποχής, όσες στον Γλυκύ. Ωστόσο ένα από τα βιβλία του προλογίζεται από τον Ηλία Μηνιάτη, κι ένα άλλο από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη. Το τυπογραφείο του Σάρρου μετά το θάνατό του, διατηρήθηκε για μικρό διάστημα από συγγενείς του, και εν συνεχεία, το 1706, πουλήθηκε στον Antonio Bortoli, ο οποίος ανέλαβε να τυπώνει το όνομα και το τυπογραφικό του σήμα, ωσότου εξοφλήσει το αντίτιμο της αγοράς. Στο τυπογραφείο του εκδόθηκαν συνολικά 212 βιβλία, όμως τα βιβλία που τυπώθηκαν με το όνομά του από το 1680 έως το 1788 ανέρχονται σε τουλάχιστον 315. Η τυπογραφική του σφραγίδα απεικονίζει γοργόνα και η υπογραφή φέρει τα αρχικά «Ν.S.”

Ο Δημήτρης Θεοδοσίου τέλος, γεννημένος στα 1704, έφυγε για σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση στη Βενετία. Εργάστηκε στο τυπογραφείο του Γλυκύ, όπου και έμαθε την τυπογραφική τέχνη. Το 1755 απέκτησε την άδεια να ιδρύσει ιδιόκτητο τυπογραφείο, αλλά δεν το κατόρθωσε εξαιτίας της αντίδρασης του Γλυκύ, παρόλο που είχε την συγκατάθεση της Συντεχνίας Βιβλιοπωλών και Τυπογράφων. Τελικά, μέσα στην ίδια χρονιά έλαβε την άδεια από την Βενετική Γερουσία, με την υποχρέωση να τυπώνει βιβλία στα σλαβικά για τους σλαβόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων. Το πρώτο βιβλίο που έβγαλε ήταν η «Βίβλος ενιαύσιος την άπασαν εκκλησιαστικήν ακολουθίαν ανελλιπώς περιέχουσα». Το 1767 το βιβλίο του Ιωάννη Στάνου «Βίβλος χρονική περιέχουσα την Ιστορίαν της Βυζαντίδος», σε έξι τόμους. Το 1778 εκδίδει την «Ιστορίαν εις την οποία περιέχεται ο Βίος και οι Ανδραγαθίες του περιβόητου Βασιλέως Αλεξάνδρου του Μακεδόνος», λαϊκό ανάγνωσμα με μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη. Το 1769 προσλαμβάνει για βοηθό τον ανιψιό του, Πάνο, ο οποίος και αναλαμβάνει την επιχείρηση μετά τον θάνατό του. Εκείνος αναβαθμίζει τα εκδοτικά προγράμματα και εμπλουτίζει το υλικό του οίκου. Γίνεται αναφορά για 544 ελληνικά βιβλία, καθώς και για πολλά σλάβικα και αρμένικα, τα οποία εξέδωσε το τυπογραφείο του Θεοδοσίου έως και το 1830 που έκλεισε. Το σήμα του οίκου ήταν ο Δικέφαλος Αετός με στέμμα, σε διάφορες απεικονίσεις, και το μονόγραμμα «Δ.Θ.» αρχικά, και στη συνέχεια «Π.Θ.»

Ο Ν. Σκιαδάς σημειώνει πως τα Γιαννιώτικα αυτά τυπογραφεία ωφέλησαν για πολύ καιρό την εκπαίδευση του σκλαβωμένου έθνους, παραθέτοντας την πληροφορία ότι κατά την τελευταία εικοσαετία πριν την επανάσταση (1800-1820) τύπωναν αποκλειστικά ελληνικά βιβλία. Επίσης, γίνεται λόγος για τεράστιο αριθμό βιβλίων κάθε είδους: θεολογικά, εκδόσεις αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, γραμματικές, ιατρικά βιβλία, λεξικά, ποίησης, βιβλία φυσικών επιστημών, εμπορικοί οδηγοί, οδηγοί ναυτιλλομένων, για τα οποία εργάστηκαν εκατοντάδες λόγιοι. Μεγαλύτερη ζήτηση, όπως φαίνεται από το πλήθος ανατυπώσεων, είχαν τα αγαπημένα αναγνώσματα των συγχρόνων: Ερωτόκριτος του Κορνάρου, Ερωφίλη του Χορτάτση, η Εύμορφη Βασιλοπούλα του Δριμυτικού, κ.α.

Ενετίησιν, στη Βενετία, λοιπόν, ξεκίνησε, διαμορφώθηκε και εδραιώθηκε η ελληνική τυπογραφία, με την δραστήρια συμμετοχή των τριών τυπογράφων από τα Γιάννενα, συνεισφέροντας για 4 σχεδόν αιώνες σπουδαίο τυπογραφικό και εκδοτικό έργο. Η τυπογραφική τέχνη και η εκδοτική δραστηριότητα συνεχίστηκε και ζυμώθηκε αργότερα και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά και στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα και μετά. Μπορεί σήμερα οι τίτλοι και οι εκδόσεις να αφθονούν, αλλά το βιβλίο δεν ήταν ανέκαθεν αυτονόητο αγαθό ούτε ως προς την παραγωγή ούτε ως προς την διάθεση και το κόστος απόκτησής του. Στις μέρες μας, και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, μπορεί οι νέες τεχνολογίες να απλοποίησαν σχεδόν όλες τις διαδικασίες παραγωγής, επισκιάστηκαν όμως οι τεχνίτες, και σε μεγάλο βαθμό παραβλέφθηκε τόσο η αισθητική όσο και η τέχνη του βιβλίου γενικότερα. Η έκθεση της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, παράλληλα, αλλά και πέρα από το τοπικό της ενδιαφέρον, παρουσιάζει ένα κομμάτι της μακραίωνης ιστορίας του βιβλίου, και δη του ελληνικού, σε μια μεγάλη στιγμή ανάπτυξης και ακμής, και ως εκ τούτου, απευθύνεται όχι μόνον στον μυημένο, αλλά σε κάθε βιβλιόφιλο, ντόπιο ή μη.

*Τα βιβλία που παρουσιάζονται επιλέχθηκαν από την υπεύθυνη της Συλλογής Πολυτίμων Βιβλίων, κα Ελένη Γκαλίτσου. Την έκθεση συνεπιμελήθηκαν η Σάρρα Κυριαζίδου και η Emmanuela Mindrila.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ