- CITY GUIDE
- PODCAST
-
31°
Θωμάς Μαλούτας: 37 Ιστορίες Αθηναϊκών Πολυκατοικιών. Ζωές πίσω από τα κουδούνια
Μια συζήτηση με τον συνεπιμελητή του βιβλίου που κυκλοφορεί από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

Θωμάς Μαλούτας: Αφηγήσεις από τις Πολυκατοικίες του '60 που έχτισαν την Αθήνα, από τα πλυσταριά ως τα ρετιρέ
Ψάχνοντας στα 45άρια δισκάκια που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα τη δεκαετία του ’60 θα βρει κανείς πολλά λαϊκά τραγούδια, όπως εκείνο που τραγουδούσε η Πόλυ Πάνου με τον Γιάννη Κουλουκάκη: «Στην Κυψέλη, στο Παγκράτι / Νέα Σμύρνη και Μοσχάτο / Για να σε βρω έχω κάνει / Την Αθήνα άνω κάτω», που μιλούσαν για μια Αθήνα η οποία άρχιζε να γίνεται μεγαλούπολη, να αποκτά συνοικίες (οι ονομασίες των οποίων εξευγενίστηκαν αργότερα), να αποκτά πολλούς κατοίκους – οι περισσότεροι έρχονταν από τα χωριά τους στην πόλη για να δουλέψουν και να κουτσοκαταφέρουν να αγοράσουν ένα τριαράκι «στην Κυψέλη, στο Παγκράτι». Ίσως ούτε καν τόσο κεντρικά.
Αρχές 60s ήταν η εποχή που η Αθήνα γέμιζε πολυκατοικίες. Όλες σχεδόν όμοιες, όλες καθαρές και σενιαρισμένες. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 όλες θα είχαν γίνει ανθρακί από το καυσαέριο και τα υλικά τους θα είχαν φθαρεί. Η αθηναϊκή πολυκατοικία έγινε το απόλυτο σύμβολο της πόλης, να περικυκλώνει, τιμής ένεκεν, την Ακρόπολη – και αυστηρά να μην την κρύβει.
Η πολυκατοικία μάς καταπίεσε μέχρι που, ακομπλεξάριστα, την αγαπήσαμε από την αρχή. Έγινε πολυσυλλεκτική και καθεμιά τους απέκτησε τη δική της ιστορία. Αυτές τις πολυκατοικίες της ανοικοδόμησης και της αντιπαροχής και το αφήγημα της καθεμίας έρχεται να φέρει στο φως ένα βιβλίο με τίτλο «37 Ιστορίες Αθηναϊκών Πολυκατοικιών», που εξέδωσε η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μια ξεχωριστή έκδοση με κείμενα 26 συγγραφέων, αφιερωμένη στον πιο χαρακτηριστικό τύπο κτιρίου της Αθήνας.

Αφηγήσεις, μνήμες, προσωπικά βιώματα, φωτογραφίες και οικοδομικοί κανονισμοί, συμβόλαια και κανονισμοί λειτουργίας αποτυπώνουν ιστορίες ανθρώπων και κτιρίων, ενώ παράλληλα χαρτογραφούν τις σύνθετες διαδικασίες και αλλαγές που συντελούνται στο επίπεδο της γειτονιάς, αλλά και συνολικά της αθηναϊκής κοινωνίας. Στο εξώφυλλο το γνωστό «ταμπλό με τα κουδούνια»: αυτό που γεμίζει μουτζουρωμένα προχειρογραμμένα ονόματα, άλλα τυπωμένα στον ετικετογράφο και άλλα τεράστια για να τα ξεχωρίζει ο ντελιβεράς – σαν εισαγωγή στον μικρόκοσμο των κατοίκων της κάθε πολυκατοικίας.
Οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται σε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους περιοχές του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας: Πατήσια, Κυψέλη, Βικτώρια, Εξάρχεια, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Σύνταγμα, Κολωνάκι, Παγκράτι, Κουκάκι, Νέος Κόσμος, Καλλιθέα κ.ά.
Θωμάς Μαλούτας: Ιστορίες από τις Πολυκατοικίες της Αθήνας
Μιλήσαμε με τον έναν εκ των επιμελητών της έκδοσης, τον κ. Θωμά Μαλούτα, Ομότιμο Διευθυντή Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Ομότιμο Καθηγητή στο Τμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
— Κύριε Μαλούτα, είστε συνεπιμελητής στο βιβλίο, μαζί με τους: Νικολίνα Μυωφά, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη και Ιφιγένεια Δημητράκου. Και πρέπει να πούμε ότι, εκτός των άλλων, πρόκειται και για μια αισθητικά όμορφη έκδοση, ένα ωραίο αντικείμενο. Πώς δημιουργήθηκε η ιδέα για τις «37 Ιστορίες»;
Είναι ωραίο αντικείμενο, και αυτό δεν οφείλεται σ’ εμάς τους επιμελητές. Οφείλεται στην ομάδα που ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου – πραγματικά ξεπέρασαν τις προσδοκίες μας. Τώρα το βιβλίο προέκυψε, όπως όλα τα ευχάριστα πράγματα στη ζωή μας, λίγο τυχαία. Προέκυψε μέσα από ένα ερευνητικό πρόγραμμα που ξεκινήσαμε το 2020 και τελείωσε το 2022 και που επικεντρώθηκε ακριβώς στη μελέτη της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Και εγώ και οι στενοί μου συνεργάτες που μετέχουμε σ’ αυτό το ερευνητικό έργο, κυρίως ασχολιόμαστε με ποσοτικές προσεγγίσεις της πόλης και του τι γίνεται: κοινωνικός διαχωρισμός, στεγαστικός διαχωρισμός κ.λπ. Αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα ήταν πολύ πιο ποιοτικό, πολύ πιο «σε βάθος», να μελετήσουμε τι γίνεται μέσα στην πολυκατοικία της Αθήνας. Και κάπως έτσι δημιουργήθηκε το υλικό από το οποίο προέκυψε, ως συνέχεια αυτού του ερευνητικού έργου, η έκδοση του βιβλίου.

— Είναι πολύ θελκτικό για τον αναγνώστη αυτό το υλικό, πρέπει να πω. Δηλαδή δεν έχει αυστηρά ρυθμούς ή σχεδιαγράμματα ή ποσοτικές συγκρίσεις κ.λπ. Είναι πολύ ευανάγνωστο, γιατί έχει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος: ιστορίες από διάφορες πολυκατοικίες, χαρακτηριστικές, θα έλεγα, της Αθήνας.
Είναι αλήθεια ότι εξαρχής θέλαμε αυτή η έκδοση να μην απευθύνεται σε ένα αυστηρά ακαδημαϊκό κοινό. Να μην είναι δηλαδή μόνο για τους φίλους μας και τον κύκλο μας, αλλά να απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο κοιτάει με ευαίσθητο μάτι την πόλη, στην οποία ζει κιόλας.
Και γι’ αυτό φροντίσαμε ώστε τα πιο θεωρητικά κείμενα που συμπεριλαμβάνονται να μην αποτελούν εμπόδιο στο να φτάσεις στο νόημα και στο ψαχνό του βιβλίου. Οπότε αναμείξαμε αυτά τα κείμενα με τις ιστορίες, οι οποίες είναι πολύ πιο ευανάγνωστες.
— Σε ένα βιβλίο που καταγράφει τις αρχιτεκτονικές δομές και ανθρώπινες ιστορίες, πώς διαχειριστήκατε την ισορροπία ανάμεσα στον αστικό σχεδιασμό και στη συναισθηματική μνήμη;
Η αλήθεια είναι ότι δεν εμβαθύναμε ιδιαίτερα ούτε στην αρχιτεκτονική δομή της πολυκατοικίας ούτε και στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Περισσότερο θεωρητικά μας απασχόλησε και προσπαθήσαμε να το συνδέσουμε αυτό με τις ιστορίες. Μια κοινωνιολογική ματιά της πολυκατοικίας και κυρίως αυτό που έχει κάνει την Αθήνα στοιχείο ενδιαφέροντος και μιας διεθνούς ματιάς, που είναι αυτή η «ιδιομορφία», θα έλεγα, της δομής της αθηναϊκής πολυκατοικίας: ότι μαζεύει στο εσωτερικό της ανθρώπους από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, αρκετά απομακρυσμένες η μία από την άλλη, καθώς και ότι μαζεύει επίσης ντόπιους και ξένους μαζί.

— Από αυτή τη σύμπτυξη ανθρώπων από διαφορετικά περιβάλλοντα και προέλευση που συμβαίνει μέσα στην πολυκατοικία προκύπτουν και κώδικες, ρυθμοί, κανόνες – δηλαδή από τον τρόπο που μιλούν οι γείτονες στο ασανσέρ μέχρι τη χρήση των μπαλκονιών. Υπάρχει μια γλώσσα της αθηναϊκής πολυκατοικίας; Πιστεύετε πως έχει αποδοθεί σωστά η αθηναϊκή πολυκατοικία στη γλώσσα της τηλεόρασης, ας πούμε, τα τελευταία 40 χρόνια;
Τώρα που το λέτε, ενδεχομένως μου έρχονται και μένα στο μυαλό κάποιες σειρές. Περισσότερο όμως ο κινηματογράφος έχει αποδώσει στιγμές της ιστορίας της πολυκατοικίας. Γιατί και η πολυκατοικία είναι ένα πράγμα που φτιάχτηκε κυρίως την εικοσαετία 1960-1980 –η πολυκατοικία στην οποία επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε αυτό το βιβλίο. Αλλά από τότε άλλαξε, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δηλαδή στην αρχή στέγαζε νεαρά, μεσοαστικά νοικοκυριά, ενδεχομένως με τις υπηρέτριές τους, με τους μικροεπαγγελματίες στη γειτονιά, τους θυρωρούς βεβαίως, τα πλυσταριά, και μια ολόκληρη δομή κοινωνική και χωρική και χτισμένη, η οποία με την πάροδο του χρόνου άλλαξε κι αλλάζει συνεχώς. Τα πλυσταριά έγιναν δώμα ή αποθήκες ή κενοί χώροι. Τα υπόγεια νοικιάστηκαν, επειδή ήρθαν φτωχοί μετανάστες οι οποίοι έψαχναν προσιτή κατοικία. Άλλα κομμάτια της πολυκατοικίας εγκαταλείφθηκαν στο πλαίσιο της προαστιοποίησης των μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων, που κινήθηκαν προς τα βόρεια αρχικά και προς τα νότια μετά.
— «Αναζητούσαν πράσινο» λέει στο βιβλίο.
Ναι, αναζητούσαν πράσινο σε μια εποχή που υπήρχε και νέφος. Υπήρχε η αίσθηση ότι, αν πας πιο έξω, θα είσαι πολύ καλύτερα.

— Ήταν και η εποχή που η Αθήνα άρχιζε να βρομίζει, θα έλεγα. Δηλαδή το καυσαέριο μαύριζε τα κτίρια και τους δρόμους. Οπότε φυσικό ήταν κάποιοι, που είχαν την οικονομική δυνατότητα, να αναζητήσουν πιο φρέσκο αέρα.
Ακριβώς. Και, όπως λέτε, έφυγαν αυτοί που είχαν τη δυνατότητα. Γιατί σε κάποιες περιοχές της Αθήνας, που ήταν εξίσου πυκνοδομημένες, δεν υπήρξε ανάλογη έξοδος. Από την Κυψέλη, τα Πατήσια κ.λπ. έφυγαν. Από τους Αμπελόκηπους έφυγαν πολύ λιγότεροι. Έπαιξε ρόλο και το κοινωνικό προφίλ αυτών που ζούσαν τότε στη μία και στην άλλη περιοχή. Στους Αμπελόκηπους ζούσαν λιγότερο άνετες οικογένειες από άποψη κοινωνικού προφίλ, πιο πρόσφατης κατοίκησης στις πολυκατοικίες, οπότε δεν ήταν άμεση και εύκολη η μετακίνηση στα προάστια.
— Ποια ιστορία του βιβλίου σάς εξέπληξε περισσότερο;
Είναι πολλές, δεν θα ήθελα να σταθώ σε μία από αυτές. Ωστόσο μια ιστορία που ξεχωρίζει πολύ είναι αυτή μιας εβραϊκής οικογένειας, η οποία ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη, έρχεται στην Αθήνα και χάνει το 80% των μελών της στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Επιβιώνει όμως στην Αθήνα και συνδέεται με αυτή τη δομή της αθηναϊκής ζωής. Είναι ταυτόχρονα μέσα και έξω, επειδή είναι ακριβώς και μια ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα.

— Υπήρξε κάποιο απόσπασμα που σας έκανε να δείτε την Αθήνα με νέα ματιά;
Με μια έννοια, όχι ένα απόσπασμα από μια ιστορία, αλλά περισσότερο κάνοντας επιμέλεια σε αυτό το βιβλίο, συνειδητοποίησα πόσο η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ποικιλόμορφη από τα γενικά διαγράμματα που φτιάχνουμε για τις μεγάλες ομάδες του πληθυσμού. Για παράδειγμα, ασχολούμαι εδώ και πολύ καιρό με τον κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό μέσα σε αυτές τις πολυκατοικίες, όπου οι πλούσιοι ζουν πάνω, στα ρετιρέ, και οι φτωχοί και οι μετανάστες ζουν στα ημιυπόγεια και στα μικρά διαμερίσματα των ισογείων. Όταν το δεις αυτό σε ένα διάγραμμα, είναι μια πολύ σαφής και ομαλή εικόνα. Όταν το δεις πολυκατοικία με πολυκατοικία, μια απίστευτη ποικιλομορφία. Εδώ δεν υπάρχουν καθόλου μετανάστες. Εκεί δεν υπάρχουν καθόλου εργατικά επαγγέλματα εντός της πολυκατοικίας. Στο άλλο δεν υπάρχει η άλλη ομάδα. Όταν όμως τα βάλεις όλα μαζί, βλέπεις ακριβώς αυτή τη σύνθετη εικόνα. Αυτό σου δείχνει ότι χρειάζεσαι τόσο τη σε βάθος ματιά στην πραγματικότητα, για να σου δείξει τον πλούτο της λεπτομέρειας, όσο και την άλλη ματιά, την πιο γενική, για να καταλάβεις πού βρίσκεσαι.

— Υπάρχει μια τάση να βλέπουμε τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής ως «άψυχα κουτιά». Μήπως όμως είναι ζωντανά αρχιτεκτονικά αρχεία της ελληνικής κοινωνίας; Μήπως έχουν αποκτήσει ταυτότητα αυτές οι παρόμοιες γκρίζες πολυκατοικίες;
Όταν τις βλέπεις από μακριά και δεν ξέρεις τι γίνεται μέσα, τις νιώθεις ακόμα και ως ένα άσχημο αντικείμενο. Αρχίζεις να σκέφτεσαι, ξέρω γω, «Αχ, αντικατέστησε το ωραίο μικρό νεοκλασικό». Όταν ξέρεις όμως τη ζωή που υπάρχει μέσα, τις δυνατότητες συμβίωσης διαφορετικών ομάδων, τότε αρχίζεις να τις βλέπεις με άλλο μάτι ως αισθητικές οντότητες. Οπότε, πραγματικά, το να ξέρεις είναι λιγάκι σαν τα έργα αφηρημένης τέχνης: αν δεν καταλάβεις τίποτα, βλέπεις απλώς σχήματα και χρώματα· αν ξέρεις λίγο πολύ τι προσπαθούσε να πει ο ζωγράφος, ο αρχιτέκτονας εν προκειμένω, τότε έρχεσαι πολύ πιο κοντά στην πολυκατοικία και αυτή έρχεται πολύ πιο κοντά στην καρδιά σου.
— Αν ο λαβύρινθος είναι η βασική αρχιτεκτονική αναφορά για πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, διότι είναι χτισμένες με πυκνά στενά που οδηγούν σε πλατείες και σε πάρκα, μήπως η Αθήνα, αντί για αδιέξοδα σοκάκια, βρήκε την ταυτότητά της στην επαναλαμβανόμενη κατοικία; Δηλαδή, αν πρέπει να διαλέξουμε ένα μοτίβο που περιγράφει την αθηναϊκή εμπειρία, μήπως αυτό δεν είναι ο δαιδαλώδης χάρτης των δρόμων των άλλων πόλεων αλλά η πυκνή συσσώρευση της ζωής;
Η αλήθεια είναι ότι, όταν δει κανείς την Αθήνα από ψηλά, από τον Λυκαβηττό για παράδειγμα, αισθάνεται ότι, σε όποια κατεύθυνση και να κοιτάξει, βλέπει το ίδιο πράγμα: ένα συνονθύλευμα μικρών μικρών κτιρίων, το ένα δίπλα στο άλλο, που μοιάζουν όλα ίδια – πράγμα που, σε μεγάλο βαθμό, σε άλλες πόλεις, ευρωπαϊκές και μη, δεν είναι τόσο σαφές. Εκεί είναι μεγαλύτερες οι διαστάσεις κάθε κτιρίου, μεγαλύτερα τα προγράμματα κτιρίων κ.λπ. Τα δικά μας κτίρια είναι μικρά. Στο κέντρο τουλάχιστον της Αθήνας, ενώ τα δρομάκια είναι στενά, δεν θα έλεγες ότι έχεις μπροστά σου λαβύρινθο, ούτε και εντός κτιρίων συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί είναι μικρά.
Έχει τη δική της ζωή η Αθήνα. Έχει και μια αμεσότητα επαφής με τους άλλους, τουλάχιστον στο δικό σου κτίριο, παρά το γεγονός ότι το κτίριο της πόλης υποτίθεται ότι σε απομακρύνει από την αγροτική κοινότητα, όπου υπήρχαν άμεσες οικογενειακές σχέσεις. Στην Αθήνα είναι κάτι ενδιάμεσο. Δημιουργούνται σχέσεις, όχι μόνο λόγω των κτιρίων αλλά και λόγω της διαδικασίας αστικοποίησης. Χωριά που μεταναστεύουν σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης: στα Κρητικά, στα Αναφιώτικα, στα Τουρκοβούνια.

— Το βιβλίο ταξιδεύει σε πολλές περιοχές της Αθήνας. Από τα Πατήσια και την Κυψέλη μέχρι το Κολωνάκι, Παγκράτι και αλλού. Ποια περιοχή κρύβει τις πιο παράδοξες ιστορίες πολυκατοικιών;
Παράδοξες; Θα έλεγα ότι κάθε περιοχή έχει και λίγο διαφορετικές ιστορίες να μοιραστεί, γιατί έχει και μια διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία. Γι’ αυτό προσπαθήσαμε οι ιστορίες να είναι απλωμένες όσο γίνεται στον Δήμο Αθηναίων και γύρω από αυτόν, στις περιοχές που είναι οι πιο πυκνοδομημένες της πόλης. Αλλά οι ιστορίες πραγματικά είναι διαφορετικές. Μια πολυκατοικία στο Κολωνάκι και μια πολυκατοικία στον Κολωνό έχουν διαφορετικό περιεχόμενο. Κι αυτό είναι κάτι αναμενόμενο.
— Αν σας έλεγα να επιλέξετε μία μόνο πολυκατοικία που να αποτυπώνει την εξέλιξη της Αθήνας, ποια θα ήταν και γιατί;
Δεν θα ήταν εύκολη μια τέτοια επιλογή, γιατί δεν υπάρχει μια περιοχή που να τα φέρνει όλα στο εσωτερικό της. Δηλαδή θα σκεφτόταν κανείς ότι, αφού έχω ένα συνεχές από σχετικώς πλούσιες περιοχές έως σχετικώς φτωχές, θα πάρω κάτι κάπου στη μέση, ώστε αυτό κάπως να συγκεντρώνει και τα υπόλοιπα. Δεν είναι όμως έτσι.

— Η Μπλε Πολυκατοικία;
Η Μπλε Πολυκατοικία είναι άλλης εποχής. Είναι πολυκατοικία του Μεσοπολέμου, την εποχή που οι πολυκατοικίες χτίστηκαν και απευθύνονταν στα υψηλά κοινωνικά στρώματα ως σύγχρονος τρόπος ζωής. Και, σε καμία περίπτωση, δεν μπήκαν όλες οι τάξεις στις πολυκατοικίες εκείνες.
Η πολυκατοικία στην οποία επικεντρώνεται αυτό το βιβλίο είναι η μεταπολεμική, η πληβειακή, όπως τη λέμε, πολυκατοικία, η πολυκατοικία των πολλών. Σκεφτείτε ότι στον Μεσοπόλεμο χτίστηκαν πολυκατοικίες πέντε ορόφων και άνω – λιγότερες από χίλιες. Ενώ στην εποχή της μεγάλης οικοδομικής έκρηξης, που δημιούργησε την πληβειακή πολυκατοικία, χτίστηκαν τριάντα πέντε χιλιάδες πολυκατοικίες. Σε αυτές αναφερόμαστε, αυτές που δεν είναι αρχιτεκτονήματα. Δεν είναι μία μία.
Η Μπλε Πολυκατοικία είναι ένα αρχιτεκτόνημα. Και οι πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου έχουν πολλά τέτοια δείγματα. Η πολυκατοικία στην οποία εστιάζουμε έχει ενδιαφέρον ως αρχιτεκτόνημα, όχι μία μία αλλά ως σύνολο, ως δείγμα, ας πούμε.
— Το Airbnb άλλαξε τον χαρακτήρα της πολυκατοικίας ως δομής συλλογικής ζωής;
Συνέβαλε σε αυτό.
— Μήπως επαναφέρει όμως και μια πιο ρευστή μορφή συγκατοίκησης, όπως υπήρχε παλιά;
Όχι, γιατί παλιά η ρευστότητα δεν αφορούσε τις μετακινήσεις. Δηλαδή, παλιά αγόραζες ή σου αγόραζαν οι γονείς σου το διαμέρισμα στην πολυκατοικία και συνήθως από εκεί πήγαινες και στην τελευταία σου κατοικία, αν δεν συνέβαιναν άλλα πράγματα στη ζωή σου. Με το Airbnb, τη βραχυχρόνια μίσθωση και όλα αυτά, υπάρχει μια μετακίνηση εκθετικά μεγαλύτερη από εκείνες τις εποχές.

— Το πιο απροσδόκητο εύρημα που αναδείχθηκε μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου ποιο ήταν άραγε;
Απροσδόκητο εύρημα...
— Ότι επιβιώνει η πολυκατοικία ίσως;
Δεν είναι απροσδόκητο με αυτή την έννοια.
— Σαν να το ξέραμε;
Ακριβώς. Δηλαδή οι ιστορίες, λίγο πολύ, δείχνουν ότι αλλάζει η κοινωνική σύνθεση των ανθρώπων που ζουν εντός πολυκατοικιών. Αλλάζει και η δομή της πολυκατοικίας, με την έννοια ότι γίνεται παλιά, παραμελείται, δεν συντηρείται επαρκώς κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά βρίσκονται καινούργιες διέξοδοι στη ζωή της. Το ζήτημα είναι πού θέλουμε να κατευθυνθεί η ζωή της. Έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα, τη ζωή της πολυκατοικίας την κατευθύνει η αγορά. Και αυτό σημαίνει ότι δεν δίνει λύσεις κυρίως για τις ανάγκες των πιο ευάλωτων ομάδων, οι οποίες έχουν εκτοξευθεί με το στεγαστικό και τα λοιπά, που είναι γνωστά πλέον, και έχουν μπει και στο τραπέζι το πολιτικό και το κοινωνικό.
— Τώρα που η πολυκατοικία είναι ανώνυμη, ας πούμε, εξακολουθούν να υπάρχουν αόρατες ιεραρχίες στη δομή της;
Σαφώς, πάντα υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν. Και αυτός ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός αναπαράγεται με διαφορετικούς τρόπους και όχι πάντα εντός της ίδιας πολυκατοικίας. Μερικές φορές δύο διπλανές πολυκατοικίες είναι διαφορετικές, γιατί η μία κρατήθηκε από την οικογένεια η οποία την έχτισε, τη συντηρεί, με αποτέλεσμα να διατηρεί ένα επίπεδο ποιότητας κατοικίας, και η διπλανή είναι παραμελημένη, κακοσυντηρημένη, χωρίς θέρμανση κ.λπ., παρέχοντας ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο ζωής. Οπότε αναγκαστικά, αφού η αγορά το ρυθμίζει αυτό, η πολυκατοικία μαζεύει πολύ φτωχότερους ανθρώπους, οι οποίοι μπορούν να μείνουν εκεί.

— Αν πάμε στο Κολωνάκι του 1960 θα δούμε ότι τότε αρχίζει να παίρνει άλλη μορφή, δηλαδή παύει να είναι το πολύ αριστοκρατικό Κολωνάκι, φαντάζομαι, του Μεσοπολέμου, έτσι δεν είναι; Άρχισε τότε να μαζεύει νεόπλουτους ίσως;
Νεόπλουτους, οι οποίοι σήμερα θα φαίνονται σαν άρχοντες παλιάς σχολής (γέλια). Το Κολωνάκι πάντως, χωρίς να έχω εντρυφήσει στην ιστορία του, πάντα ανήκε στις περιοχές υψηλού στάτους της Αθήνας, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960. Μιλάμε για μια Αθήνα η οποία συγκέντρωνε τους πλουσιότερους και με τις καλύτερες θέσεις στην αγορά ανθρώπους, λίγο πολύ εκεί. Όχι στην Κηφισιά, όχι στην Εκάλη. Εκείνες ήταν αραιοκατοικημένες περιοχές, για Σαββατοκύριακα και διακοπές.
— Το Κολωνάκι όμως είχε και καλές πολυκατοικίες, δηλαδή είχε μαρμάρινες σκάλες, θυρωρούς, δωμάτια για τις υπηρεσίες… Ήταν καλοφτιαγμένες πολυκατοικίες, που απέβλεπαν στην καλή διαρρύθμιση της ζωής μιας οικογένειας.
Σίγουρα! Αν δει κανείς συγκριτικά μια πολυκατοικία στο Κολωνάκι με μια πολυκατοικία σε κάποια άλλη περιοχή, στην Καλλιθέα για παράδειγμα, προφανώς υπάρχουν διαφορές, και στο μέγεθος της εισόδου και στα υλικά και στην αρχιτεκτονική πινελιά. Ωστόσο οι ουσιαστικές διαφορές στους χώρους κ.λπ., όταν μιλάμε για μια πολυκατοικία χτισμένη γύρω στο ’65-’70, δεν είναι τεράστιες. Οι ομοιότητες είναι περισσότερες όσον αφορά τη διαρρύθμιση των χώρων ή ως προς το πόσο μεγάλα είναι τα διαμερίσματα, γιατί η διαδικασία της αντιπαροχής ομοιογενοποίησε αυτές τις κατασκευές.
— Σαν να υπήρχαν μοντέλα που επαναλαμβάνονταν;
Και υπήρχαν και στρατηγικές που κινούσαν αυτούς τους δύο μικρούς παίκτες: δηλαδή τον μικρο-οικοπεδούχο και τον μικρο-εργολάβο που έκαναν αυτή τη διαδικασία. Στάνταρ σχέδια, ίδια υλικά… και ίδιες, λίγο πολύ, στρατηγικές για τα ίδια σχέδια για το πώς θα εκμεταλλευτώ αυτή τη διαδικασία ώστε να στεγαστώ και να βγάλω και κάποια χρήματα, να δημιουργήσω μια περιουσία.

— Οι παλιές πολυκατοικίες τώρα μοιάζουν να είναι τα νέα hotspots της πόλης. Μαζεύουν νέους καλλιτέχνες κ.λπ. Είναι οι παλιές πολυκατοικίες κάτι σαν να λέγαμε τα αθηναϊκά «loft»;
Δεν υπάρχουν loft, αλλά τα εφευρίσκουμε. Κοιτάξτε, και ναι και όχι. Είναι περισσότερο παλαιότερα κτίσματα, της δεκαετίας του ’60, που βλέπω να μετατρέπονται σε κάτι τέτοιο. Δηλαδή κτίσματα σε περιοχές όπως ο Κεραμεικός και άλλες που δεν είναι τόσο δομημένες με τις πολυκατοικίες.
— Άρα οι νέοι καλλιτέχνες, ας πούμε, εμπνέονται από το πιο παλιό.
Εμπνέονται από το πιο παλιό, αλλά όχι ότι δεν στρέφουν το βλέμμα και σε άλλες πολυκατοικίες. Εκεί όμως βρίσκουν πιο εγκαταλελειμμένα κτίρια, πιο προσιτά. Μια διαδικασία που διεθνώς είναι γνωστή και ως gentrification, εξευγενισμός ας το πούμε, όταν ένα παλιό κτίσμα ή μια ολόκληρη περιοχή, η οποία δεν έχει ζήτηση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του καλλιτεχνικού κόσμου. Μπαίνουν με κάποιο χαμηλό τίμημα στο κτίριο, επειδή όμως μπαίνοντας το αναβαθμίζουν αισθητικά και λειτουργικά, σε μερικά χρόνια οι ίδιοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα ενοίκια που ανεβαίνουν, οπότε αναζητούν το επόμενο παλιό κτίριο.
— Γιατί η Αθήνα δεν ακολούθησε τη μόδα των ουρανοξυστών και απλώθηκε οριζοντίως αντί καθέτως; Λόγω σεισμογενούς εδάφους ίσως;
Ενδεχομένως να είναι και αυτός ένας παράγοντας, αλλά κυρίως ήταν μια μεγάλη συζήτηση για την προστασία της θέας της Ακρόπολης. Τώρα πια αρχίζει να μην παίζει αυτό. Δηλαδή, νέοι ουρανοξύστες δημιουργούνται στο Ελληνικό…
— ...μακριά πάντως.
Εξαρτάται από πού βλέπει κανείς την πόλη (γέλια). Δημιουργείται μια άλλη, διαφορετικού είδους πόλη μέσα στην πόλη, ή τέλος πάντων στην ημιπεριφέρεια της πόλης. Η οποία θα παίξει ρόλο βέβαια και στο πώς λειτουργεί το κέντρο, το οποίο είναι ένα ζήτημα εδώ και πολλά χρόνια, αλλά αυτό είναι εκτός των ορίων του βιβλίου για το οποίο συζητάμε.

— Αν θα μπορούσε το βιβλίο να γίνει μια ηχητική εμπειρία, τι θα ακούγαμε; Αν, δηλαδή, όλες αυτές οι ιστορίες αποκτούσαν soundtrack;
Ας πούμε άνοιγμα και κλείσιμο ρολών, κάποιες φωνές στον φωταγωγό όπως τις απέδωσε και στο «Σπιρτόκουτο» ο Γιάννης Οικονομίδης (γέλια), πολύ αγχωτικά και πολύ ωραία βέβαια. Αλλά ακούς τον διπλανό σου στις πολυκατοικίες και δεν βρίσκεσαι σε μια κατάσταση ντεσιμπέλ κάτω από ένα επίπεδο. Ακούς τα πάντα: το σκουπιδιάρικο που περνάει, το ασθενοφόρο, είσαι μέσα στην πόλη και επειδή βρίσκεσαι σε μια κατασκευή η οποία δεν είναι θωρακισμένη ηχητικά, ακούς και τους διπλανούς, και τους απέξω, και τον πλανόδιο που περνάει, ακόμα και τον κανταδόρο που περιφέρεται στο κέντρο της Αθήνας – υπάρχει ακόμα; Νομίζω υπάρχει.
— Μια προσωπική ερώτηση: Εσείς πού μένετε στην Αθήνα και τι αγαπάτε στην πολυκατοικία ή στο κτίριο όπου μένετε;
Από μικρός δεν έμεινα ποτέ σε πολυκατοικία του κέντρου, εκτός από ελάχιστο κομμάτι της ζωής μου. Αλλά έχω αφιερώσει όλη μου τη ζωή στο να μελετάω αυτό το κτίριο. Μένω σε μια μικρή, οικογενειακή πολυκατοικία, αλλά στη μακρινή περιφέρεια, κοντά στη θάλασσα.
— Άρα τι σας γοητεύει από τις πολυκατοικίες του κέντρου, ή έστω από αυτές που παρουσιάζετε στο βιβλίο;
Αυτό που με γοητεύει είναι η κοινωνική μείξη. Και το ότι η κοινωνική μείξη είναι με ένα τεράστιο ερωτηματικό. Δηλαδή, το να φέρεις διαφορετικούς ανθρώπους κοντά δεν είναι από μόνο του λύση. Χρειάζεσαι και άλλα για να μπορέσεις να φτιάξεις μια βιώσιμη κοινωνία.

Συγκατοικώντας σε μία πολυκατοικία στον Άγιο Παντελεήμονα σήμερα | Απόσπασμα από το βιβλίο «37 Ιστορίες Αθηναϊκών Πολυκατοικιών», εκδ. Στέγη του ιδρύματος Ωνάση, 2024
Λίγα βήματα από την πλατεία, η πολυκατοικία χτίστηκε το 1963, σε ένα οικόπεδο μερικών τετραγωνικών μέτρων που είχε στην ιδιοκτησία της η οικογένεια Πανταζή, ένα ζευγάρι με τρία παιδιά – έναν γιο και δύο κόρες. Με τον γιο μηχανικό, η οικογένεια διαθέτει σχέδια για ένα κτίριο κατοικιών, με 6 ορόφους και 24 διαμερίσματα. Όμως, το οικογενειακό κεφάλαιο δεν είναι αρκετό για την κατασκευή, και έτσι τη συγχρηματοδοτεί ένας εργολάβος κατασκευαστής.
Τα διαμερίσματα μοιράζονται στα δύο, στον εργολάβο από τη μια πλευρά και στα νεότερα μέλη της οικοπεδούχου οικογένειας από την άλλη. Ο εργολάβος πουλάει αμέσως το σύνολο των διαμερισμάτων που του αντιστοιχούν, ενώ ο γιος και οι δύο κόρες της οικογένειας Πανταζή εγκαθίστανται στα διαμερίσματά τους, στους ψηλότερους ορόφους του κτιρίου, και σταδιακά νοικιάζουν και πουλάνε τα υπόλοιπα. Σχεδόν για τρεις δεκαετίες, η σύνθεση των ενοίκων παραμένει λίγο έως πολύ αμετάβλητη: στην πολυκατοικία κατοικούν αποκλειστικά «ελληνικά» νοικοκυριά, κατά το πλείστον πυρηνικές οικογένειες, διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών, άλλοι ιδιοκτήτες και άλλοι ενοικιαστές.
Η πρώτη σοβαρή μεταβολή στην κοινωνική και δημογραφική σύνθεση των ενοίκων συμβαίνει τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980, όταν ορισμένα νοικοκυριά, που έχουν την οικονομική δυνατότητα, εγκαταλείπουν την πολυκατοικία και, συνολικά, το κέντρο της Αθήνας, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στα προάστια. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετανάστες από την Αλβανία και άλλες χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ μισθώνουν τα εγκαταλελειμμένα από τους Έλληνες διαμερίσματα, στους χαμηλότερους ορόφους της πολυκατοικίας, και διαμορφώνεται έτσι μία νέα συνθήκη συγκατοίκησης, όχι πια αμιγώς «ελληνικής» αλλά πολυεθνοτικής.
Η νέα σύνθεση των ενοίκων θα παραμείνει επίσης για αρκετά χρόνια αμετάβλητη, με ορισμένους μετανάστες ενοικιαστές να γίνονται εντωμεταξύ ιδιοκτήτες, μέχρι περίπου τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Έκτοτε, θα συμβούν πολλές και σύνθετες αλλαγές, όχι μόνο στο κοινωνικό και δημογραφικό προφίλ των ενοίκων, αλλά και στους τρόπους κατοίκησης και αξιοποίησης των διαμερισμάτων, στις καθημερινές στεγαστικές εμπειρίες και, βέβαια, στους ορόφους συγκατοίκησης, με αποτέλεσμα η πολυκατοικία να παρουσιάζει σήμερα –για πρώτη φορά– μία ιδιαιτέρως σύνθετη εικόνα.

Σήμερα κανένα διαμέρισμα δεν κατοικείται και δεν ανήκει πια στα μέλη της άλλοτε οικοπεδούχου οικογένειας Πανταζή. Επιπλέον, δεν υπάρχουν στην πολυκατοικία νοικοκυριά που να συνδέονται μεταξύ τους με οικογενειακούς δεσμούς. Οι Έλληνες ένοικοι καταλαμβάνουν λιγότερα από τα μισά διαμερίσματα και είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ιδιοκτήτες και όχι ενοικιαστές. Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι Έλληνες ένοικοι είναι άτομα προχωρημένης ηλικίας (άνω των 60 ετών), που ζουν μόνοι ή μόνες, φιλοξενούν (τη γυναίκα και μετανάστρια) φροντίστριά τους ή συγκατοικούν ως ζευγάρια και τα παιδιά τους ζουν αλλού.
Περίπου το ένα τρίτο των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας είναι κενά, όλα στην ιδιοκτησία Ελλήνων που ζουν εκτός του Δήμου Αθηναίων. Οι μετανάστες ένοικοι (με καταγωγή από τη Ρουμανία και τη Μολδαβία), καθώς επίσης οι πρόσφυγες ένοικοι (με καταγωγή από το Πακιστάν, την Αίγυπτο και τη Σομαλία) είναι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις ενοικιαστές και καταλαμβάνουν διαμερίσματα στους χαμηλότερους ορόφους. Είτε ζουν κατά μόνας είτε συγκατοικούν (ως οικογένεια ή ως φίλες ή πολλοί άντρες μαζί). Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο σύνολό τους, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες ένοικοι είναι πολύ νεότερης ηλικίας συγκριτικά με τους Έλληνες ενοίκους της πολυκατοικίας (κάτω των 40 ετών).
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί πως δύο διαμερίσματα που (συνεχίζουν να) διατίθενται σε πρόσφυγες, στον δεύτερο και στον τρίτο όροφο, αγοράστηκαν πρόσφατα από επενδυτικές εταιρείες κινεζικών συμφερόντων. Ειδικά οι Σομαλοί ένοικοι του δευτέρου ορόφου είναι ωφελούμενοι του προγράμματος ESTIA, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποσκοπεί στη φιλοξενία αιτούντων άσυλο σε ιδιωτικά διαμερίσματα.
Τέλος, στην πολυκατοικία διαθέτουν διαμέρισμα τρία επιπλέον νοικοκυριά ξένης και μεικτής καταγωγής, τα μέλη των οποίων έχουν ωστόσο διαφορετικό προφίλ από αυτό των μεταναστών και των προσφύγων. Πρόκειται για έναν εργένη από το Ισραήλ, ακόμη έναν από τη Γαλλία και ένα ομόφυλο μεικτό ζευγάρι (Έλληνας και Ολλανδός). Είναι όλοι τους σε παραγωγική ηλικία, μεταξύ 30 και 55 ετών, ιδιοκτήτες και τα διαμερίσματά τους βρίσκονται βεβαίως ψηλά, στον τέταρτο και στον τελευταίο (έκτο) όροφο. Ο ένοικος από το Ισραήλ είναι μόνιμος κάτοικος, ο Γάλλος ιδιοκτήτης εργάζεται στο εξωτερικό, αλλά επισκέπτεται την Αθήνα και διαμένει στο διαμέρισμά του τακτικά (το υπόλοιπο διάστημα το διαθέτει δωρεάν ή το μισθώνει σε φιλικά πρόσωπα, συχνότερα ξένους παρά Έλληνες), ενώ ο Έλληνας και ο Ολλανδός, το ζευγάρι, ζουν σε προάστιο της Αττικής και αξιοποιούν το διαμέρισμα διαθέτοντάς το για βραχυχρόνια μίσθωση.
→ Το βιβλίο «37 Ιστορίες Αθηναϊκών Πολυκατοικιών» κυκλοφορεί από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και μπορείτε να το βρείτε στα βιβλιοπωλεία και μέσω online παραγγελίας στο site της Στέγης.
→ Ακούστε εδώ το Podcast με τον Θωμά Μαλούτα και τις 37 Ιστορίες Αθηναϊκών Πολυκατοικιών
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η μεγαλύτερη ανάπλαση της νεότερης Ελλάδας χτίζεται πάνω σε στρώματα ιστορίας
Το «The Louis» θυμίζει πλοίο και είναι φτιαγμένο από... βαλίτσες
Ο γνωστός Αθηναίος σχεδιαστής μιλάει για τον νέο χώρο τέχνης και εστίασης που ανοίγει στη Σαντορίνη
Η Ελλάδα στην παγκόσμια σκηνή βιώσιμης αρχιτεκτονικής
Θεωρείται το 8ο θαύμα του κόσμου
Σύγχρονα, πράσινα και έξυπνα, υπόσχονται να δώσουν νέα πνοή στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας. Οι αρχιτέκτονες πίσω από τέσσερα τέτοια έργα στην καρδιά της πρωτεύουσας μας μίλησαν γι’ αυτά.
Ένας κόσμος όπου η τεχνολογία, η αρχιτεκτονική και η περιβαλλοντική συνείδηση συνυπάρχουν
Με έδρα το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας και με γραφεία στην Ελλάδα, το αποτύπωμα της εταιρείας εκτείνεται σε όλο τον κόσμο.
Όταν το στιλ του ψαρά γίνεται τάση στη διακόσμηση
Έκθεση ωδή στο design που επιστρέφει κάθε χρόνο στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός απελευθερωμένος από την κριτική της κοινωνίας του θεάματος
Ένα από τα πρώτα εφαρμοσμένα πολεοδομικά σχέδια στην Τοσκάνη και η ιστορία της πόλης σύμβολο του ουμανισμού της Αναγέννησης
Η Δέσποινα Τσελεγκαρίδου και η Θεοφίλη Μαχαιρίδη μιλούν για τη σημασία του φωτισμού στην καθημερινότητα
Η πόλη δεν πρέπει να παραδίδεται σε νεόκοπες πολιτισμικές τάσεις, που αποδεικνύονται εφήμερες και επιφανειακές
Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τους τόπους που ζούμε; Η επικεφαλής των Nimand Architects μοιράζεται την εμπειρία και τη φιλοσοφία της
Πώς θα ήταν η Αθήνα αν επικρατούσε ο τύπος της τούβλινης πολυκατοικίας χωρίς σοβάδες; Σίγουρα θα βλέπαμε μια άλλη εικόνα, πιο αυτόχθονη, παραδοσιακή ή χειροποίητη.
Μια συζήτηση με τον συνεπιμελητή του βιβλίου που κυκλοφορεί από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
«Κάθε τόπος κρύβει τη δική του αλήθεια, μέσα από τα υλικά, το φως και την ιστορία του. Η δική μας αποστολή είναι να αφουγκραστούμε αυτή την αλήθεια»
Το «θαύμα» της Σαγκάης: πολεοδομικές, αρχιτεκτονικές και κοινωνικές εξελίξεις
Ο Ομότιμος Καθηγητής του ΕΜΠ μιλάει για την Αθήνα και τα πολυσυζητημένα πρότζεκτ των τελευταίων χρόνων, τη σύγχρονη αρχιτεκτονική στα νησιά, την τοπικότητα και την παγκόσμια αρχιτεκτονική
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.