Πολιτικη & Οικονομια

Ενηλικίωση και απομάγευση: Το μόνο που έχουμε είναι ο εαυτός μας

Αν εσύ ο ίδιος δεν χτίσεις έναν κόσμο που σου παρέχει αυτά που χρειάζεσαι, τότε κανείς δεν πρόκειται να το κάνει για σένα.

romanos-gerodimos.jpg
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 798
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
enilikiosi.jpg

Οι μυθικές διαστάσεις που παίρνουν θεσμοί και άνθρωποι και η ψευδαίσθηση της πανταχού παρούσας εξουσίας τους αλλά και η συνειδητοποίηση της ατομικής ευθύνης

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσαν πολύ τα πάρτι και οι συγκεντρώσεις των μεγάλων, οι συζητήσεις τους, οι εκδηλώσεις και οι εκδρομές μαζί τους. Είχα μάθει να αντιμετωπίζω με δέος, σεβασμό και ευγένεια τους δασκάλους και τους καθηγητές, αλλά και τους γιατρούς, τους αστυνομικούς, τους στρατιωτικούς, τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς, τους πνευματικούς ανθρώπους, τους κρατικούς υπαλλήλους στο γκισέ – και γενικώς οποιονδήποτε είχε οποιουδήποτε είδους εξουσία ή ρόλο. Όταν είσαι παιδί –αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να μην πρέπει να ενηλικιωθείς απότομα για τον έναν ή τον άλλο λόγο, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο– όλα είναι κάπως δεδομένα, κάπως αυτονόητα, και σίγουρα πολύ μεγαλύτερα από εσένα. Ασχέτως της οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς σου, η ύπαρξή σου εξαρτάται από άλλους. Κάποιοι άλλοι σου παρέχουν τα πάντα: την ασφάλεια, τη φροντίδα, τη στέγη και την τροφή, τους κανόνες. Κάποιοι άλλοι δημιουργούν την υποδομή της καθημερινότητάς σου, τα υλικά αλλά κυρίως τα άυλα αγαθά. Μεγαλώνοντας μαθαίνεις να γίνεσαι καταναλωτής εμπειριών και καταστάσεων, χωρίς φυσικά να γνωρίζεις πώς δημιουργούνται αυτές. Διαμαρτύρεσαι και απαιτείς γιατί θεωρείς δεδομένο ότι οι μεγάλοι μπορούν να κάνουν τα πάντα. Ο κόσμος αυτός –ο κόσμος των μεγάλων– αποκτάει μυθικές διαστάσεις· σαν μια σκηνή θεάτρου. Η αυτοπεποίθηση των πρωταγωνιστών στα μάτια σου ισούται με την ισχύ της αλήθειας.

Ακόμα κι όταν μεγαλώνεις και ενηλικιώνεσαι τυπικά, ακόμα κι όταν αρχίζεις να βγάζεις το ψωμί σου και να είσαι οικονομικά ανεξάρτητος, ακόμα κι όταν πέφτει πάνω σου η φροντίδα άλλων ανθρώπων, ακόμα κι όταν ανέβεις πάνω στη σκηνή του θεάτρου και πέσουν πάνω σου οι προβολείς μπορεί να μη συνειδητοποιήσεις ότι όλα αυτά είναι ένα κατασκεύασμα. Πολλοί πεθαίνουν χωρίς να το συνειδητοποιήσουν ποτέ. Μπορεί να μη συνειδητοποιήσεις ποτέ ότι αυτό το κατασκεύασμα φεύγει μαζί με τους ανθρώπους, και ότι τώρα που μεγάλωσες είναι η σειρά σου να το κρατήσεις όρθιο∙ να συνεχίσεις την παράσταση, για χάρη κάποιων άλλων, ίσως των παιδιών σου, αλλά κυρίως του εαυτού σου. 

Αν, λοιπόν, εκεί που είσαι πάνω στη σκηνή κοιτάξεις αριστερά και δεξιά, και πίσω σου, θα αρχίσεις να παρατηρείς τα καλώδια και τις σκαλωσιές στα παρασκήνια, τους υποβολείς και τους τεχνικούς∙ θα δεις ότι το τοπίο στον ορίζοντα είναι δυσδιάστατο, ψεύτικο, μια ζωγραφιά. Αν εσύ ο ίδιος δεν χτίσεις έναν κόσμο που σου παρέχει αυτά που χρειάζεσαι, αν δεν ανεβάσεις μια παράσταση που θα διασκεδάσει τους άλλους, και μέσα από αυτό και τον εαυτό σου, τότε κανείς δεν πρόκειται να το κάνει για σένα. Από καταναλωτής αρχίζεις να σκέφτεσαι ως παραγωγός. Ξαφνικά έρχεσαι αντιμέτωπος με τις δυσκολίες και τους περιορισμούς της δημιουργίας, του να ανεβάζεις μια παράσταση· με την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του κοινού που τα θέλει όλα και θεωρεί τα πάντα δεδομένα. Αυτό το συναίσθημα το έχουν νιώσει πολύ έντονα όσοι έγιναν (καλοί) γονείς. 

Το ίδιο ισχύει και σε επίπεδο ομάδας και οργανισμού.

Όταν, σε ηλικία 26 χρονών, άρχισα να δουλεύω στο πανεπιστήμιο, το μυαλό μου λειτουργούσε ακόμα με το παιδικό μοντέλο: ο θεσμός του πανεπιστημίου, η ιεραρχία, η κοινωνική συνεισφορά είχαν μυθικές διαστάσεις. Η υποδομή της καθημερινότητας –το καλό και συνεργατικό εργασιακό περιβάλλον, η υποστήριξη και η αναγνώριση από τους συναδέλφους, η ευγνωμοσύνη, η ενθάρρυνση, οι κανόνες επίλυσης των διαφορών– ήταν πράγματα αυτονόητα, δεδομένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα ήταν ρόδινα ή εύκολα ή επιτυχημένα· και οι συγκρούσεις και η αποτυχία ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας. Πρόκειται όμως για κάτι βαθύτερο: θεωρούσα δεδομένο ότι το πανεπιστήμιο –όπως και κάθε άλλος θεσμός, εταιρεία, ομάδα ή συλλογικός οργανισμός– έχει μια «ψυχή» ή μια υπόσταση πέραν των ατόμων που δουλεύουν σε αυτό· μια ανεξάρτητη θεσμική μνήμη· μια ανώτερη δύναμη που επιβλέπει τα πράγματα, επιβραβεύει και τιμωρεί· έναν συλλογικό πυρήνα που παρέχει αναγνώριση για τον κόπο ή για τις επιτυχίες σου πέραν της εκάστοτε ηγεσίας. Τα δώρα, οι κάρτες, τα λουλούδια, οι ομιλίες στις τελετές αποχώρησης φάνταζαν ως αυτονόητα και δεδομένα· ως επιβεβαίωση της ύπαρξης αυτής της ανώτερης, ανεξάρτητης δύναμης. 

Με την πάροδο του χρόνου, βλέποντας παλαίμαχους καθηγητές να αποχωρούν σιωπηλά μετά από 20-25 χρόνια υπηρεσίας χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ, έχοντας αποχαιρετήσει γενιές συναδέλφων που τα ονόματά τους δεν ξανακούστηκαν ποτέ στους τοίχους του ιδρύματος, βλέποντας συναδέλφους να κανονίζουν οι ίδιοι τα δώρα και τις κάρτες για τους φίλους τους που έπαιρναν σύνταξη, παρατηρώντας την ανασφάλεια και τις ανθρώπινες αδυναμίες προϊσταμένων που εξωτερικά προέβαλλαν ισχύ, ανακαλύπτοντας τα άπειρα διαπροσωπικά, νομικά, τεχνικά και οικονομικά εμπόδια που περιορίζουν την οποιαδήποτε πράξη σε οποιοδήποτε επίπεδο οποιασδήποτε γραφειοκρατίας, παρατηρώντας καλές πρακτικές (ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά που έκαναν το σωστό και δημιουργούσαν ευκαιρίες) και κακές πρακτικές (άλλους που δημιουργούσαν εμπόδια, τοξικότητα, διχόνοια), και χτίζοντας ο ίδιος από το μηδέν ομάδες και θεσμούς ή αναλαμβάνοντας σταδιακά ηγετικές θέσεις, συνειδητοποίησα την τεράστια ατομική ευθύνη που είχα, όχι μόνο για να διεκπεραιώσω το εκάστοτε έργο ή να δημιουργήσω μια λειτουργική ομάδα, αλλά κυρίως για να καλλιεργήσω ή να διασφαλίσω όλες αυτές τις άυλες συνθήκες που κάνουν ένα εργασιακό περιβάλλον να είναι ευχάριστο και αρμονικό· γιατί αν δεν το έκανα εγώ –ακόμα και μόνο για τον εαυτό μου– δεν θα το έκανε κανένας άλλος· πόσο μάλλον όταν το είχαν κάνει άλλοι για χάρη μου.

Τότε συνειδητοποίησα (για μία ακόμη φορά, γιατί αυτές οι συνειδητοποιήσεις έρχονται σαν κύματα ή φλασιές καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου, από τη στιγμή που βγαίνεις από τη μήτρα και συνειδητοποιείς ότι οι άλλοι δεν είναι επέκταση του σώματός σου, ότι είσαι μόνος σου) ότι δεν υπάρχει καμία ανώτερη δύναμη που παρέχει ή διασφαλίζει· παρά μόνο μονάδες, άνθρωποι με ανθρώπινες αδυναμίες, κίνητρα, συμφέροντα, εγωισμούς, χαρίσματα, αξίες· και ότι το μόνο που πραγματικά έχουμε ο καθένας είναι τον εαυτό του, και αν είμαστε τυχεροί, ο ένας άνθρωπος τον άλλον ή τους άλλους τριγύρω μας. Είναι κι αυτό ένα συναίσθημα που το έχουν νιώσει όλοι οι (καλοί) μάνατζερ και διευθυντές.

Και όταν έρθει αυτή η απομάγευση και η ενηλικίωση, όταν συνειδητοποιήσεις τη φύση, τα όρια και τις αδυναμίες των θεσμών, την αφόρητη αλήθεια που είναι ότι εμείς κρατάμε όρθιο το οικοδόμημα, όταν δηλαδή σκοτώσεις τον Θεό, τότε ακριβώς είναι που πρέπει πάση θυσία να τον αναστήσεις, και να κάνεις ένα εντελώς παράλογο άλμα πίστεως, πιστεύοντας συνειδητά πλέον ότι όλα αυτά εξακολουθούν να έχουν κάποιο νόημα και αξία, επειδή εσύ τους δίνεις το νόημα. 

Την ίδια συνειδητοποίηση είχα όταν άρχισα να συναναστρέφομαι ανθρώπους, ακόμα και θρυλικές προσωπικότητες, που εργάζονται σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς – στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ΝΑΤΟ, στον ΟΗΕ, αλλά και σε μεγάλα ΜΜΕ όπως το BBC. Όταν μπαίνεις για πρώτη φορά σε τέτοια περιβάλλοντα, σε τέτοιους κόσμους, πίσω από κλειστές πόρτες, υποθέτεις ότι ισχυροί άνθρωποι σε μεγάλα γραφεία λαμβάνουν σημαντικές αποφάσεις και ότι αυτές μετά εκτελούνται αμέσως από τους μηχανισμούς τους. Ίσως, επηρεασμένος από ταινίες ή σειρές, θεωρούσα ότι υφίσταται στους οργανισμούς αυτούς μια στρατιωτικού τύπου ιεραρχία και αποτελεσματικότητα – ένα chain of command. Ίσως, πάλι, αυτός να ήταν ο τρόπος σκέψης κάποιου που μεγάλωσε σε μια χώρα που, για δεκαετίες, επικρατούσε ο αυταρχισμός και η αυθαιρεσία του κράτους και η υποταγή των πολιτών στην εκάστοτε εξουσία, όπως επίσης και οι εύκολες συνωμοσιακές αντιλήψεις για το πώς λαμβάνονται αποφάσεις από ισχυρές ελίτ και διευθυντήρια. 

Υποθέτοντας ότι εκεί, σε τέτοιους οργανισμούς, θεσμούς και μηχανισμούς, βρίσκεται συγκεντρωμένη η ισχύς, είναι λογικό να πιστέψεις ότι αν μπορέσεις να εισχωρήσεις, τότε θα μπορέσεις έμπρακτα να συνεισφέρεις με κάποιον ουσιαστικό τρόπο. 

Η ενηλικίωση, η απομάγευση και σε αυτό το επίπεδο, ήταν απότομη και σκληρή όταν συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν στους οργανισμούς αυτούς –ακόμη και στα ανώτατα επίπεδα– είναι εξίσου απογοητευμένοι ή ανίσχυροι από τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν προσπαθώντας να κάνουν τη δουλειά τους. Είναι θλιβερό και γειωτικό να βλέπεις ένα εξαιρετικής ποιότητας πρώην ανώτατο στέλεχος του ΟΗΕ, έναν άνθρωπο προνομιούχο που γνώριζε τους πάντες και τα πάντα, να αναλώνεται σε συλλογές υπογραφών μέσα από πλατφόρμες όπως το change.com για να επιλύσει μεγάλα διεθνή θέματα. Εξίσου θλιβερό και γειωτικό να ακούς ανώτατη επίτροπο της (παρούσας) Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μιλάει (με απόλυτη ειλικρίνεια) για τα θέματα της αρμοδιότητάς της σαν να διοικεί έναν μικρό ΜΚΟ με περιορισμένους πολιτικούς, οικονομικούς και νομικούς πόρους. Και τέτοιοι άνθρωποι είναι οι «καλοί» της υπόθεσης, που έχουν θυσιάσει τη ζωή και τη βολή τους και κάνουν ό,τι μπορούν για να σώσουν τον κόσμο. Γιατί υπάρχουν και πολλοί άλλοι που δεν προσπαθούν καν. Ίσως γιατί κι αυτοί απομαγεύτηκαν. 

Όπως και με την οικογένεια, όπως και με το εργασιακό περιβάλλον, έτσι και με τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς που διαχειρίζονται θέματα που μας αφορούν όλους απαιτείται η ίδια μετάβαση απ’ τον ρόλο του καταναλωτή και του επικριτή στον ρόλο του εθελοντή και του παραγωγού. Το ίδιο υποψιάζομαι – ή μάλλον πιστεύω ακράδαντα – ότι ισχύει για υπουργεία, κυβερνήσεις και ολόκληρα κράτη.  

Οι πολίτες θεωρούμε ότι η κυβέρνηση, το κράτος, η πολιτεία είναι ένα ομοιογενές πράγμα, ένας πυρήνας συλλογικής ισχύος, μια οντότητα, με ιεραρχία, συντεταγμένη γραμμή, θεσμική μνήμη, υπόσταση πέραν των ατόμων που το απαρτίζουν. Ωστόσο, οι πολιτικοί επιστήμονες, ειδικά όσοι έχουμε ασχοληθεί με τη μελέτη της διακυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης, έχουμε δει τη θεωρία του χάους να εφαρμόζεται στην πράξη· στον τρόπο με τον οποίο αξιωματούχοι από διαφορετικές υπηρεσίες, με συγκρουόμενες προσωπικότητες, απόψεις, ατζέντες και συμφέροντα προσπαθούν να συνεννοηθούν και να συντονιστούν για να καταφέρουν κάτι, το οτιδήποτε. Έχουμε δει αμέτρητα παραδείγματα κακής διαχείρισης κρίσεων και αποτυχημένης πολιτικής λόγω κακής επικοινωνίας ανάμεσα σε ομάδες. Έχουμε δει τυχάρπαστους ανθρώπους, που βρήκαν ανοιχτά και μπήκαν, να αναλαμβάνουν θέσεις-κλειδιά σε προεδρικά και πρωθυπουργικά μέγαρα· και άλλους που σιωπηλά, με αυτοθυσία, χωρίς ποτέ να ακούσουν ένα ευχαριστώ ανέλαβαν την ευθύνη για αποφάσεις που έσωσαν τη χώρα. Έχουμε δει πολιτικούς που η κοινωνία αντιμετωπίζει ως μύθους, τοτέμ, εικόνες ή αντικείμενα να είναι απλοί άνθρωποι με αδυναμίες που απλώς προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με τα μέσα που διαθέτουν μέσα σε ένα χαώδες οικοσύστημα (και αυτοί είναι οι καλοί της υπόθεσης).

Στις μοναρχίες ο ανώτατος άρχοντας βασιλεύει ελεώ Θεού. Στη Βρετανία του 1953 υπήρχε μεγάλη διχογνωμία για το αν η τελετή στέψης της Ελισάβετ θα έπρεπε να μεταδοθεί τηλεοπτικά. Ο Γουόλτερ Μπάτζετ –συγγραφέας τα γραπτά του οποίου θεωρούνται καθοριστικά για την ερμηνεία του (άγραφου) βρετανικού συντάγματος– μας είχε προειδοποιήσει: «Δεν πρέπει να αφήσουμε το φως της μέρας να πέσει πάνω στη μαγεία». Ο Τσώρτσιλ αντιμετώπιζε με φρίκη το ενδεχόμενο οι τηλεοπτικές κάμερες να καλύψουν τη θρησκευτική πτυχή της τελετής γιατί πίστευε ότι η προβολή αυτή θα απαξιώσει τον θεσμό. Ο βρετανός μονάρχης έχει και τον τίτλο του υπέρτατου κυβερνήτη της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Η χειροτόνηση από τον Αρχιεπίσκοπο του Κάντερμπουρι έγινε μέσα σε ένα χρυσό παραβάν, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Εκείνη τη στιγμή η 27χρονη κοπέλα έγινε βασίλισσα ελέω Θεού. 

Η Ελισάβετ δεν είναι θεόσταλτη. Είναι μια κοινή θνητή που της έτυχε να πρέπει να υποδυθεί τον ρόλο της βασίλισσας – και αυτό έχει κρατήσει όρθιο για 70 χρόνια ένα ολόκληρο κράτος. Το να πούμε ότι όλο αυτό το τελετουργικό του 1953 ήταν μια πράξη θεάτρου προς όφελος της κοινωνίας, το να πούμε, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει Θεός, ότι απλώς η Ελισάβετ με τη βούληση και την πίστη της δέχτηκε να αναλάβει και να παίξει αυτόν τον ρόλο, δεν είναι ασέβεια, γιατί ο άνθρωπος είναι ο Θεός.  

Τη θέλουμε την ψευδαίσθηση της πανταχού παρούσας εξουσίας που είναι πάνω και πέραν του εαυτού μας – είτε αυτή είναι ο γονιός, είτε ο διευθυντής, είτε ο πολιτικός, είτε ο Θεός. Την έχουμε ανάγκη, γιατί αν ρίξουμε το φως της μέρας στη μαγεία, αν παραδεχτούμε την αλήθεια, ότι δηλαδή η εξουσία αυτή δεν υπάρχει πραγματικά, ότι είναι κατασκευασμένη, τότε η συνειδητοποίηση αυτή είναι τρομακτική· τότε η ευθύνη που επωμιζόμαστε ως άτομα και ως μέλη της κοινότητας είναι τόσο βαριά που απειλεί να συνθλίψει την ύπαρξή μας. Είναι ευκολότερο να πιστεύουμε ότι πάντα φταίει κάποιος άλλος, μια ανώτερη δύναμη. Και είναι πάρα, πάρα πολύ δύσκολο να βρίσκουμε τη θέληση μόνο μέσα μας, στον αξιακό και ηθικό πυρήνα του εαυτού μας, ειδικά όταν βλέπουμε άλλους τριγύρω μας να αδιαφορούν.

Ο καλός γονιός θυσιάζεται για να (ανα)δημιουργήσει το καλό σύμπαν για το παιδί του. Ο καλός μάνατζερ θυσιάζεται για να καλλιεργήσει ένα καλό εργασιακό περιβάλλον για τους υπαλλήλους και τους πελάτες του. Ο καλός πολιτικός θυσιάζεται για να συντηρήσει τον μύθο της κοινότητας και να φτιάξει την καλή κοινωνία. Και ο καλός πολίτης –αφού απομαγευτεί και ενηλικιωθεί κι αυτός, αφού συνειδητοποιήσει ότι όλα τα σύμβολα και τα είδωλα τριγύρω του είναι «καπνός και καθρέφτες» (smoke and mirrors)– αναλαμβάνει την ευθύνη που του αναλογεί, θυσιάζεται εθελοντικά, για να βοηθήσει, με όποιον τρόπο μπορεί, το κοινό καλό, ώστε να σώσει μαζί και τον ίδιο του τον εαυτό.

Εδώ και χρόνια, από τότε που τα κατάλαβα όλα αυτά, όταν θέλω να περάσω καλά δεν περιμένω να με καλέσουν σε κάποιο πάρτι αλλά οργανώνω το δικό μου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ