Ταξιδια

Σικάγο – Αθήνα – Σικάγο, μετά από έξι χρόνια μακριά: Τι άλλαξε, τι μένει ίδιο

Ήμουν έτοιμη να πάω σπίτι

Μαρία Βουτυριάδου
Μαρία Βουτυριάδου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σικάγο – Αθήνα – Σικάγο, μετά από έξι χρόνια μακριά: Τι άλλαξε, τι μένει ίδιο
© Nicolas Economou / NurPhoto via Getty Images

Όταν κάνεις καιρό να επισκεφθείς την Αθήνα, τον πατρικό σου τόπο

Ένα ταξίδι, που όλο ανέβαλλε ο χρόνος και η ζωή με τα μικρά της «πρέπει»: από τη μια οι προσωπικές υποχρεώσεις, η δουλειά, το σπίτι, οι άνθρωποι που διεκδικούν το φως σου σαν το φεγγάρι τη νύχτα. Και από την άλλη, οι φωνές που δεν σίγησαν ποτέ, παρά τα δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα σιωπής. «Γύρνα», λένε. Όχι για πάντα, ούτε για πολύ. Μόνο για λίγο. Να θυμηθούν το άρωμά σου στο δωμάτιο, την αίσθηση του χεριού σου μες στο δικό τους, το πιάτο που κάποτε μοιραζόσασταν, την «καληνύχτα» που ανταλλάσσατε πριν σβήσει το φως. Έστω και για λίγο. Έστω για δέκα νύχτες, ας πούμε.

Ήταν η πρώτη φορά που άφησα να περάσει τόσος καιρός χωρίς να επισκεφτώ τον πατρικό μου τόπο - την Αθήνα. Έξι ολόκληρα χρόνια. Ήταν πάντα εκεί, στο βάθος του μυαλού μου - σαν σκιά, σαν υπόσχεση, σαν κάτι που πρέπει να γίνει, αλλά όλο μεταφέρεται για «αργότερα». Η σχέση μου με αυτή την πόλη… δεν ήταν ποτέ απλή. Πέρασε από πολλά στάδια: άλλοτε θαυμασμός, άλλοτε θυμός, άλλοτε ανάγκη για απόσταση. Κι όμως, στο τέλος, μεταμορφώθηκε σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Από εκείνους που δεν κλείνουν ποτέ, που μένουν ανοιχτοί σαν παλιό γράμμα. Έναν έρωτα με αμέτρητες εκφάνσεις που όμως επιτρέπει να βρίσκω κάτι δικό μου. Κάτι αληθινό. Γιατί, ποιο το αληθινό νόημα του έρωτα, αν δεν σε προσκαλεί να επιστρέψεις σε εσένα; Αν δεν σε απελευθερώνει;

Οι δύο πρώτες μέρες μοιάζουν με θολό πέπλο. Όχι μόνο εξαιτίας του τζετ λαγκ - παρόλο που αυτό υπάρχει, βαρύ, σαν να κουβαλάς πάνω σου ολόκληρη την απόσταση που σε χώριζε τόσα χρόνια. Πολλά τα συναισθήματα που καλείσαι να διαχειριστείς. Πιο πολύ εκείνες οι ματιές που σου θυμίζουν ότι τίποτα δεν μένει ίδιο. Κοιτάζω τα αγαπημένα μου πρόσωπα ένα-ένα και βλέπω τις αλλαγές. Τα χέρια, ζαρωμένα. Οι αγκαλιές, πιο αδύναμες. Και όμως, τα μάτια... Εκείνα τα μάτια λάμπουν όπως πάντα. Ίσως και περισσότερο. Και μέσα από εκείνη τη σπίθα, σε καλωσορίζουν ξανά, σαν να μην έλειψες ούτε μια μέρα. Σύντομα συνειδητοποιείς ότι διψάς. Όχι για τοπία, ούτε για αρώματα που θυμίζουν πατρίδα. Διψάς για πρόσωπα. Για βλέμματα που σε δέχονται όπως ακριβώς είσαι. Για φωνές που σε λένε με το μικρό σου όνομα με εκείνη την παλιά οικειότητα. Διψάς να γεμίσεις κάθε λεπτό με επαφή. Με συνάντηση. Με ουσία. Δεν είναι νοσταλγία για τον τόπο, για την Αθήνα. Είναι νοσταλγία για αποδοχή. Για αγάπη. Για τα μάτια που ακόμα θυμούνται - και χαίρονται που υπάρχεις.

Σικάγο – Αθήνα – Σικάγο, μετά από έξι χρόνια μακριά: Τι άλλαξε, τι μένει ίδιο
© Giannis Alexopoulos / NurPhoto via Getty Images

Μέρα 3.

Κάπου μέσα στην τρίτη μέρα, βρέθηκα να περπατώ προς τον ηλεκτρικό. Οικεία διαδρομή, γνώριμα πεζοδρόμια, κι όμως… όλα φάνταζαν αλλιώτικα. Μπήκα στο τρένο και κοίταξα γύρω μου. Πρόσωπα κενά, χαμένα πίσω από γυαλιστερές οθόνες. Σκρολάρουν ασταμάτητα, σχεδόν με απελπισία - σαν να ψάχνουν κάπου, μέσα στο χάος της πληροφορίας, ένα συναίσθημα για να κοντοσταθούν. Μια λέξη που να τους θυμίσει ότι είναι ακόμα άνθρωποι. Και τότε με πήρε πίσω η μνήμη, στα φοιτητικά μου χρόνια. Θυμάμαι να ανεβαίνω στον ηλεκτρικό με ακουστικά στ’ αυτιά και πάντα ένα βιβλίο στο χέρι. Οι πιο πιστοί συνοδοιπόροι ήταν τις περισσότερες φορές δύο: ο Ίαν Κέρτις να μου ψιθυρίζει διεξόδους στα υπαρξιακά μου σκοτάδια, κι ο Τέλλος Άγρας να με βυθίζει στη γλώσσα του γνήσιου, του αληθινού. Εκείνα τα δρομολόγια δεν είχαν προορισμό - είχαν διάρκεια. Η αγωνία να φτάσω κάπου εγκαταλειπόταν στο παράθυρο, μαζί με τον ήχο από τις σιδερένιες ρόδες που έτριζαν στις ράγες. Επόμενη στάση... Τότε ήξερα που πήγαινα - όχι γεωγραφικά, αλλά εσωτερικά. Τώρα, το βλέμμα μου διψά. Ψάχνει ένα βλέμμα ελληνικό, ζεστό, ανθρώπινο. Να ανταποδώσει μια ματιά, μια αδιόρατη αναγνώριση. Μια μικρή συνενοχή στο εδώ και το τώρα. Μα πνίγεται. Όλα είναι σκυφτά. Σκυθρωπά. Κλειδωμένα. «Πόσο άλλαξαν οι εποχές;» σκέφτομαι. «Ή μήπως, τελικά, δεν άλλαξαν καθόλου;» με ακούω στο πίσω μέρος του μυαλού μου να αυτοαναιρούμαι.

Σικάγο – Αθήνα – Σικάγο, μετά από έξι χρόνια μακριά: Τι άλλαξε, τι μένει ίδιο
© Giorgos Arapekos / NurPhoto via Getty Images

Μέρα 4.

Μια από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις, ήρθε από τον καθρέφτη ενός κομμωτηρίου: «ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που είδες διαφορετικό, τώρα που γύρισες μετά από έξι χρόνια;» Δεν χρειάστηκα χρόνο για να απαντήσω. «Τα πρόσωπα. Είναι θλιμμένα. Στο δρόμο, γύρω μου, παντού. Κουβαλούν κάτι βαρύ - σαν ένα επίμονο σύννεφο που αντιστέκεται και δεν παραμερίζει στον ήλιο». Έσφιξε τα χείλη του, συγκατάνευσε αργά. «Ξέρω τι εννοείς», μου είπε. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν πυκνή. Έσπευσα να τη σπάσω. «Εσύ γιατί δεν έφυγες;» τον ρώτησα, χωρίς να τον κοιτάζω. «Ξέρεις πολύ καλά πως δεν είναι εύκολο», αποκρίθηκε ακαριαία. «Ξέρω», του είπα. Κι έπειτα, μου ξέφυγε - πιο αληθινά απ’ όσο υπολόγιζα: «Όποιος φεύγει, ζει σε μια συνεχή σχιζοφρένεια. Δύο ζωές, δύο κόσμοι που δεν συναντιούνται ποτέ. Κι ο καινούργιος που έχτισες είναι γεμάτος απουσία. Απουσία που δεν κουβαλάς μόνο εσύ - τη διαχειρίζονται κι εκείνοι που άφησες πίσω». Για μια στιγμή, ο κόμπος μετακόμισε από το στομάχι στον λαιμό. Ήταν δύο το μεσημέρι. Και λέγαμε μεγάλες αλήθειες - εκεί, ανάμεσα σε ψαλίδια και καθρέφτες.

Σικάγο – Αθήνα – Σικάγο, μετά από έξι χρόνια μακριά: Τι άλλαξε, τι μένει ίδιο
© Μαριάνθη Τσομπανοπούλου / Eurokinissi

Μέρα 8.

Σύντομη στάση στο Μοναστηράκι για τα απαραίτητα σουβενίρ – μικρά δώρα για φίλους, λίγες ανάσες πριν από το ταξίδι της επιστροφής. Μεσημέρι. Η μυρωδιά της φράουλας και του κερασιού από τη σκουριασμένη σούστα σπάει τη μύτη. Ο πλακόστρωτος πεζόδρομος λάμπει κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο, και τα πόδια γρήγορα παίρνουν φτερά. Γύρω μου, μια πανδαισία από διαλέκτους – ξένες, πολύχρωμες – και η ατμόσφαιρα για μια στιγμή μοιάζει αμερικάνικη, ξένη και γνώριμη ταυτόχρονα. Κοιτάζω προς τον ορίζοντα, τα αρχαία δίπλα από τον σταθμό του μετρό, και ανηφορίζω την Πανδρόσου. Κομπολόγια και μάτια για βασκανία φιγουράρουν δίπλα σε γύψινες μινιατούρες του Σωκράτη και του Ισίοδου. Κι εκεί, σχεδόν ξεχασμένη, μια μίνι-Ακρόπολη, έτοιμη να χωρέσει στη βαλίτσα, και να ταξιδέψει μαζί μου. Νιώθω τουρίστας. Τουρίστας στην πόλη που γεννήθηκα.

Σικάγο – Αθήνα – Σικάγο, μετά από έξι χρόνια μακριά: Τι άλλαξε, τι μένει ίδιο
© Πέτρος Νικόλτσος

Τελευταία μέρα,  τέσσερις ώρες πριν το ταξίδι της επιστροφής.

Κατέβηκα στον δρόμο να πάρω ταξί για το αεροδρόμιο. Πέρασαν αρκετά άδεια, ίσως το βουνό από τις βαλίτσες γύρω μου να φαινόταν κάτι παραπάνω από απρόσιτο. Αρκετά λεπτά αργότερα, βρέθηκε ένας ταξιτζής, κοντά στα 60. Φιλικός, με φωνή που έκρυβε μια τρυφερότητα που δεν περίμενα. «Αεροδρόμιο, ε;» με ρώτησε. Πριν προλάβω να απαντήσω, συνέχισε: «Ο γιος μου είναι στη Νορβηγία, εδώ κι ένα χρόνο. Τι να κάτσει να κάνει εδώ το παιδί;» Η φωνή του λύγισε. «Ο πατέρας θέλει το γιο του κοντά του, αλλά τι να κάνουμε; Καταλαβαίνω». Τα λόγια του ήχησαν τόσο αληθινά, τόσο γνώριμα - σαν να άκουγα τον δικό μου πατέρα να μιλά. «Όλοι παλεύουμε, από όπου μπορούμε», του είπα, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά. Όταν φτάσαμε, αρνήθηκα να πάρω τα ρέστα, και το πρόσωπό του έλαμψε. «Να είσαι καλά, παιδί μου», είπε. «Καλό ταξίδι εκεί που πας - και να μας έρθεις γρήγορα ξανά». Σαν να άκουγα τη μάνα μου. Σήκωσα το βλέμμα μου, κοίταξα τον αττικό ουρανό, έπιασα τις βαλίτσες μου και ένιωσα να αναθαρρώ. Επιτέλους… ανθρωπιά.

Αγάπη. Νιάξιμο.

Ήμουν έτοιμη να πάω σπίτι.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY