Ταξιδια

H Μάνη του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου

«Με τα χρόνια, την ανάπτυξη της τουριστικής συνείδησης, των αεροπορικών εταιρειών και του Ιnstagram, οι ομορφιές της περιοχής άρχισαν να αναδεικνύονται και να δελεάζουν.»

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 880
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Ο συγγραφέας Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γράφει για την δική του Μάνη

Μπορεί να μεγάλωσα στη Λακωνία, ελάχιστα όμως είχα γυρίσει τον νομό μέχρι και λίγα χρόνια πριν. Οι λόγοι φυσικά ήταν και οικονομικοί, είχε να κάνει όμως κυρίως με την κουλτούρα εξερεύνησης που κυριαρχούσε τότε: για εμάς παλιά ταξίδι ήταν η επίσκεψη στην πάνω γειτονιά, εξερεύνηση το περπάτημα σε έναν καινούργιο ανηφορικό δρόμο, στο τέλος του οποίου μπορεί να βρίσκαμε καινούργια παιδιά με μια καινούργια μπάλα.

Με τα χρόνια, την ανάπτυξη της τουριστικής συνείδησης, των αεροπορικών εταιρειών και του Ιnstagram, οι ομορφιές της περιοχής άρχισαν να αναδεικνύονται και να δελεάζουν. Έτσι, εκείνο το μεσημέρι του καλοκαιριού, το πρώτο ημικανονικό μετά την πανδημία, είχαμε όρεξη με τη Μ. να βουτήξουμε βαθιά.

Ξεκινήσαμε από το Γύθειο, την περιώνυμη πρωτεύουσα της Ανατολικής Μάνης, η οποία τα τελευταία χρόνια γνωρίζει τις δόξες που της αξίζουν. Η μικροσκοπική νήσος Κρανάη, στην άκρη του λιμανιού, ήταν σύμφωνα με τον μύθο το πρώτο ερωτικό καταφύγιο του Πάρι και της Ωραίας Ελένης προτού αναχωρήσουν για την Τροία. Πηγαίναμε συχνά με το σχολείο εκδρομή (το Γύθειο απέχει 20 λεπτά από τη Σκάλα), όμως πρώτη φορά τώρα πατούσα το πόδι μου ως ενήλικας, δηλαδή πρώτη φορά μπορούσα να εκτιμήσω το μεγαλείο ενός μικρού δάσους πάνω στη θάλασσα, που μπορούσες να το επισκεφτείς περπατώντας απ’ την πόλη.

Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις στη Μάνη, κατά τη γνώμη μου, είναι να βουτάς κάθε μισή ώρα σε άλλη παραλία κι έπειτα να συνεχίζεις. Έτσι λοιπόν, προχωρήσαμε στην Κοκκάλα, με τα μεγάλα βότσαλα και τα βαθιά νερά, στο μαγευτικό Σκουτάρι με την πράσινη πλαγιά (και δυστυχώς λίγα φωτοβολταϊκά στην απέναντι) μέχρι να καταλήξουμε στην κορωνίδα της Μάνης, το αρχοντικό Λιμένι: ένας πετρόκτιστος οικισμός που στέκει σαν σκηνικό ταινίας εποχής δίπλα στα υπέροχα τιρκουάζ νερά της Μάνης.

Μέχρι εκείνο το σημείο, το κύριο συναίσθημα που αποπνέει το τοπίο είναι το δέος – από την αγέρωχη γοητεία, τους απότομους σχηματισμούς του εδάφους, την αραιή βλάστηση. Όταν όμως αφήνεις πίσω σου το Λιμένι και προχωράς προς τη Μεσσηνιακή (Δυτική) Μάνη, έχεις αμέσως την αίσθηση ότι μεταβαίνεις σιγά σιγά σε άλλη χώρα. Το τοπίο πρασινίζει και γλυκαίνει, οι πλαγιές γλιστράνε ήπια, δίχως βιασύνη, στα νερά.

Μάνη

Ήταν λες και το πρώτο κομμάτι, το Λακωνικό, αποτελούσε ένα είδος δύσκολου τεστ, που αν το περνούσες επιτυχώς μπορούσες πλέον να ξαποστάσεις και να γαληνέψει η ψυχή σου. Μουδιασμένος από την ανακάλυψη μιας άγνωστης χώρας δίπλα μου, στρίψαμε στο ειδυλλιακό χωρίο της Σαϊδόνας, 600 μέτρα ψηλά στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα άνοιγμα και προχωρήσαμε με τα πόδια. Όλα τα σπίτια, κτισμένα σε διαφορετικά υψόμετρα μέσα στα κυπαρίσσια, ήταν φροντισμένα, αλλά ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω κι έτσι μια θλίψη με έπιασε για την αναξιοποίητη ομορφιά. Όταν είχαμε ανέβει αρκετά, σταματήσουμε να πάρουμε μια ανάσα και να απολαύσουμε τη θέα του Μεσσηνιακού. Μια συκιά σηκωνόταν δεξιά μας, φορτωμένη. Έκοψα διστακτικά ένα σύκο και το άνοιξα. Ήταν άψογα γινωμένο, ένα λαμπερό κόκκινο με φόντο τον καταγάλανο κόλπο. Το κοίταξα κάμποση ώρα, γυάλιζε κάτω από τον ήλιο σαν καραμέλα, μέχρι που το έδωσα στη Μ. Φύγαμε σαν κλέφτες.

*Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος είναι συγγραφέας.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ