Πολεις

Space Invaders και ουφάδικα

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Space Invaders και Ουφάδικα
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Τω καιρώ εκείνω, στο τέρμα της Μπότσαρη, λίγο πριν τη θάλασσα, ήταν το λούνα-παρκ. Είχε μύλο —ξακουστό μάλιστα, το βράδυ, φωτισμένος, φαινόταν από παντού στην πόλη—, μπαλαρίνα, ταψί, και διάφορα άλλα. Είχε πίστα για καρτ. Είχε λιμνούλα που ψάρευες βαριά μεταλλικά ψάρια με ένα νούμερο γραμμένο με λαδομπογιά στην κοιλιά τους, που αντιστοιχούσε σε ένα δώρο. Είχε κούνιες, είχε σκοποβολή, είχε ιππόδρομο, είχε ποδοσφαιράκια, φλιπεράκια, επιτραπέζιο χόκεϊ… Είχε διάφορα, ήταν πολύ ωραίο. Και είχε και ηλεκτρονικά.

Το λούνα-παρκ στήθηκε στην Μπότσαρη το 1972, και έμεινε κάτι λιγότερο από μια δεκαετία εκεί. Δηλαδή, τη γενιά μου την πέτυχε στην καλύτερή της φάση. Από τα ψαράκια της λίμνης που τα ψαρεύαμε με το καλάμι, στο Space Invaders, που κυκλοφόρησε το 1978 και ήρθε αμέσως στην πόλη.

Και μας μάγεψε.

Δεν είχαμε δει κάτι παρόμοιο στη ζωή μας, και βασικά δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο μέχρι τότε. Ήταν ένα ηλεκτρονικό από άλλο πλανήτη. Στο οποίο έπρεπε, προφανώς, να επενδύσουμε όσα είχαμε και δεν είχαμε, ένα δεκάρικο από δω, ένα από κει, γιατί δεν γινόταν να μην παίξουμε κι εμείς, προσπαθώντας να πετύχουμε το επόμενο high score. Ποτέ δεν μας έφτασαν τα δεκάρικα βέβαια. Αν είχαμε κι άλλα, άπειρα, θα ήμασταν ακόμη εκεί, στο λούνα-παρκ της Μπότσαρη.

Space Invaders και Ουφάδικα

Διαβάζω σήμερα πως το Space Invaders υπήρξε έτσι κι αλλιώς ένα από τα πιο εμβληματικά και επιδραστικά arcade βιντεοπαιχνίδια όλων των εποχών. Δημιουργός του ήταν ο Ιάπωνας (τι άλλο) Τομοχίρο Νισικάντο (Tomohiro Nishikado), και η εταιρεία που το έφτιαξε η Taito (αργότερα εξαγοράστηκε από την αμερικανική Midway). Ήταν, αν όχι το πρώτο, ένα από τα πρώτα shoot ’em up (fixed shooter) παιχνίδια, έθεσε τα πρότυπα για όλα τα μελλοντικά παιχνίδια του είδους, και τα πρώτα χρόνια ήταν αποκλειστικά Arcade. Αργότερα μεταφέρθηκε σε οικιακές κονσόλες, με πιο γνωστή την έκδοση για το Atari 2600.

Τα παιχνίδια arcade είναι αυτές οι μηχανές που δουλεύουν με κέρματα και είναι σχεδιασμένες για να παίζονται σε δημόσιους χώρους. Ουσιαστικά, βάζεις ένα κέρμα (ή ένα ειδικό token, μια «μάρκα» όπως τη λέγαμε εμείς) για να παίξεις μία φορά ή για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι χώροι αυτοί (τα arcade halls) στην Ελλάδα λέγονταν ή σφαιριστήρια, ή εντευκτήρια, ή —τουλάχιστον στην περίπτωσή μας: πόλη και εποχή— ουφάδικα. Υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή από τα τέλη της δεκαετίας τού ’70 έως τις αρχές της δεκαετίας τού ’90, τη χρυσή εποχή των βιντεοπαιχνιδιών. Ήταν μέρη όπου οι έφηβοι συγκεντρώνονταν για να παίξουν τα πιο νέα και τεχνολογικά προηγμένα παιχνίδια, να ανταγωνιστούν για τις υψηλές βαθμολογίες και να κοινωνικοποιηθούν. Επίσης, για να καπνίσουν, να πιουν μπίρες και να τσακωθούν μεταξύ τους.

Ο καθένας μπορούσε να μάθει να παίζει ένα ηλεκτρονικό, αλλά ελάχιστοι μπορούσαν να το «τερματίσουν», να σημειώσουν υψηλά σκορ. Ήταν πολύ περισσότερο απαιτητικά από όσο τούς φαίνεται, και ήταν έτσι σχεδιασμένα ώστε να «ενθαρρύνουν» τους παίκτες να βάζουν συνεχώς νέα κέρματα για να βελτιώσουν το σκορ τους. Είχαν σούπερ προηγμένα γραφικά και ήχο που σε ξετρέλαινε, και διέθεταν πολλά και διαφορετικού τύπου παιχνίδια: shoot ’em ups, fighting games, racing games, puzzle games κλπ. κλπ.

Arcade παιχνίδια όπως το Pac-Man, το Donkey Kong, το Street Fighter I, και φυσικά το Space Invaders, έγιναν παγκόσμια πολιτιστικά φαινόμενα, με μεγάλη επιρροή στην ποπ κουλτούρα. Αν και η αίγλη των ουφάδικων έχει μειωθεί, ή και μηδενιστεί, στη Δύση εδώ και πολλά χρόνια —ο καθένας έχει μια κονσόλα στο σπίτι του ή παίζει από το PC—, παραμένουν δημοφιλή σε sui generis χώρες όπως η Ιαπωνία, ενώ αλλού αναβιώνουν σαν «retro arcades» ή «barcades» (συνδυασμός μπαρ και ουφάδικου). Προχθές στη γειτονιά μας άνοιξε ένα, με πολλά παιχνίδια, αλλά και κρέπες, λουκουμάδες, μπέργκερ, πίτσα και σουβλάκια. Πολύ όμορφο το κάνανε.

Στο Space Invaders λοιπόν, αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να μετακινείς οριζόντια το λέιζερ κανόνι σου που είναι στο κάτω μέρος της οθόνης, και να ρίχνεις στους εξωγήινους εισβολείς (τους Invaders) που κινούνται επίσης οριζόντια και κατεβαίνουν σταδιακά και κατά σμήνη προς το κάτω μέρος της οθόνης, ενώ ταυτόχρονα εκτοξεύουν πυρά. Προστατεύεσαι —βασικά όχι εσύ: το κανόνι σου— από τέσσερα στατικά οχυρά, τα οποία όμως καταστρέφονται σταδιακά τόσο από τα εχθρικά πυρά όσο και από τα δικά σου. Το παιχνίδι τελειώνει αν οι εξωγήινοι φτάσουν στο κάτω μέρος της οθόνης ή αν το κανόνι σου καταστραφεί. Όσο ο αριθμός των εξωγήινων μειώνεται γιατί τούς διέλυσες, οι υπόλοιποι —φευ— κινούνται ταχύτερα, αυξάνοντας την πρόκληση και πολλαπλασιάζοντας τους παλμούς σου. Στο μεταξύ, ένα μυστηριώδες διαστημόπλοιο περνάει περιστασιακά στο πάνω μέρος της οθόνης, δίνοντάς σου επιπλέον πόντους αν το πετύχεις. Αλλά σπάνια το πετυχαίνεις.

Ναι, είναι καταπληκτικό παιχνίδι.

Space Invaders και Ουφάδικα

Η τεράστια επιτυχία του Space Invaders οδήγησε σε μια παγκόσμια μανία για arcade παιχνίδια και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδυση της βιομηχανίας των βιντεοπαιχνιδιών από μια απλή καινοτομία σε μια παγκόσμια βιομηχανία δισεκατομμυρίων. Λέγεται μάλιστα ότι προκάλεσε προσωρινή έλλειψη κερμάτων 100 γιεν στην Ιαπωνία λόγω της αθρόας ζήτησης από τα παιδιά. Χάρη σε αυτό, ο κόσμος γέμισε ουφάδικα. Δεν υπήρχε γειτονιά χωρίς ένα.

Οι arcade αίθουσες ως χώροι κοινωνικών συγκεντρώσεων των νέων (κυρίως αγοριών, βέβαια…) οφείλουν τη δημιουργία τους στο Space Invaders ακριβώς. Όταν το 1980 μεταφέρθηκε στο Atari 2600, πολλαπλασίασε τις πωλήσεις της κονσόλας. Οι χταποδόμορφοι εξωγήινοι εισβολείς, πάλι, είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα στα βιντεοπαιχνίδια αλλά και την ποπ κουλτούρα γενικότερα. Εισήγαγε μηχανισμούς όπως τα high scores και η σταδιακή αύξηση της δυσκολίας, στοιχεία που έγιναν βασικά σε όλα τα επόμενα παιχνίδια.

Με δυο λόγια, το Space Invaders δεν ήταν απλώς ένα παιχνίδι, ήταν ένα πολιτιστικό φαινόμενο που άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ψυχαγωγία και άνοιξε τον δρόμο για τη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών όπως την ξέρουμε σήμερα.

Space Invaders και Ουφάδικα

Το λούνα-παρκ έφυγε από την Μπότσαρη το 1980 και πήγε ένα χιλιόμετρο παραπέρα, στο Ποσειδώνιο. Έμεινε για 20 χρόνια εκεί, μεγάλωσε, απέκτησε πολλά καινούργια και εντυπωσιακά παιχνίδια —δεν υπήρχαν παρόμοια πουθενά αλλού στην Ελλάδα—, και έγραψε ακόμη μεγαλύτερη ιστορία. Είχε φαγητό (χοτ-ντογκ και πατάτες τηγανητές, μαλλί της γριάς και καραμελωμένα φιρίκια), είχε θόρυβο, είχε τρένο-φάντασμα, παραμορφωτικούς καθρέφτες, παιχνίδια δύναμης, συγκρουόμενα — τα πάντα.

Φυσικά είχε και όλα τα arcade ηλεκτρονικά παιχνίδια.

Οι καιροί βέβαια άλλαξαν, και το λούνα-παρκ έκλεισε εντέλει το 2000. Στη θέση του ανεγέρθηκε το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

Τα λέω όλα αυτά γιατί προχθές βγήκε στο feed μου μία ανάρτηση με σχέδια του Νισικάντο, όταν ακόμα παιδευόταν με τον σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική του παιχνιδιού που είχε στο μυαλό του.

Ανατρίχιασα ολόκληρος.

Space Invaders και Ουφάδικα

Στο λούνα-παρκ του Ποσειδωνίου πήγα μόνο μία φορά. Ηλεκτρονικά δεν έπαιξα ποτέ πια στη ζωή μου — ούτε σε ουφάδικο, ούτε σε κονσόλα, ούτε σε υπολογιστή, ούτε στο κινητό, ούτε στο Facebook. Ποτέ. Δεν ξέρω γιατί. Πρώτο και τελευταίο μου, ήταν το καλύτερο όλων των εποχών: το Space Invaders, στο λούνα-παρκ της Μπότσαρη. Αν είχα άπειρα δεκάρικα, ακόμα εκεί θα ήμουν.

* * *

ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΩ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ [1]

— Το θεωρούσε επίσημο, γι’ αυτό το φόραγε.

— Τι επίσημο, νάιλον πράγμα;!

* * *

PLACEBO: ΓΙΑΤΙ ΠΙΑΝΕΙ; ΑΠΟ ΠΟΥ ΚΙ ΩΣ ΠΟΥ;

Καθώς ταίριαζε με την τρέχουσα δουλειά μου, έκατσα και διάβασα στο The New York Review of Books (στο σάιτ, έχουμε κόψει τη συνδρομή στο έντυπο κάμποσα χρόνια τώρα — ποιος βγαίνει για πάνω από μία, βία δύο συνδρομές σε περιοδικά;…) την παρουσίαση δύο βιβλίων που αναφέρονται στο ίδιο θέμα: στα placebo. Λοιπόν, πόσο εντυπωσιακά είναι αυτά τα φάρμακα-που-δεν-είναι-φάρμακα. Πόσο απίστευτα εντυπωσιακά. Τι να πεις.

Γενικά όλοι ξέρουμε πως το φαινόμενο placebo είναι η βελτίωση της υγείας ενός ασθενούς λόγω της προσδοκίας ότι λαμβάνει αποτελεσματική θεραπεία, ακόμα και αν η ουσία που του χορηγείται δεν έχει πραγματική φαρμακολογική δράση, αλλά δεν είναι άλλο από μια «ζαχαρίτσα». Όμως δεν πρόκειται απλώς για μια ψυχολογική ιδέα, αλλά για πραγματικές βιολογικές επιδράσεις επάνω μας. Με αφορμή τη ζαχαρίτσα.

Πώς λειτουργεί λοιπόν το όλο θέμα; Το φαινόμενο placebo, διαβάζουμε, ενεργοποιεί συγκεκριμένα συστήματα στον εγκέφαλο, που μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγές στο σώμα μας. Αίφνης…

  • …μπορεί να πυροδοτήσει την απελευθέρωση ενδορφινών (φυσικών αναλγητικών) στον εγκέφαλο, μειώνοντας την αντίληψη του πόνου,
  • …μπορεί να συμβάλει στην παραγωγή ντοπαμίνης (που σχετίζεται με την αίσθηση ευεξίας) και οξυτοκίνης (που μειώνει το άγχος και ενισχύει την εμπιστοσύνη προς τρίτους — είναι «η ορμόνη της αγάπης και της φιλίας»),
  • …μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς τα συμπτώματα (π.χ., ένας έντονος πόνος να γίνει απλώς μια διαχειρίσιμη ενόχληση),
  • …μπορεί να μειώσει το άγχος και τα επίπεδα των ορμονών του στρες,
  • …μπορεί να επηρεάσει το «κύκλωμα ελέγχου του πόνου», που συνδέει τον κυλινδρικό φλοιό (στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου) με την παρεγκεφαλίδα (στο πίσω).
Placebo

Η Kathryn T. Hall, μοριακή βιολόγος και ερευνήτρια του φαινομένου, εστιάζει στη βιολογική δύναμη του placebo και στην ιστορία του στην ιατρική. Στο βιβλίο της «Placebos» (The MIT Press, 2022) εξηγεί πώς το placebo μπορεί να έχει —και πράγματι έχει— απτά αποτελέσματα. Η έρευνά της εστιάζει στο ποιοι ανταποκρίνονται περισσότερο στο φαινόμενο, για να αναγνωρίσει υποομάδες του πληθυσμού που μπορούν να ωφεληθούν από μια τέτοια θεραπευτική μέθοδο. Ανάμεσα σε άλλα, υποστηρίζει ότι το όλο θέμα έχει να κάνει με «βιολογικές αποκρίσεις σε ψυχοκοινωνικές περιβαλλοντικές ενδείξεις γύρω από τη χορήγηση αδρανών θεραπειών». Τέλος, προτείνει τρόπους με τους οποίους οι κλινικοί γιατροί μπορούν να βοηθήσουν τους ασθενείς τους να κατανοήσουν τι να περιμένουν από μία θεραπεία περιγράφοντάς τες με ρεαλιστικό αλλά θετικό τρόπο.

Ο Jeremy Howick, διευθυντής του Stoneygate Centre for Excellence in Empathic Healthcare και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο βιβλίο του «The Power of Placebos» (Johns Hopkins University Press, 2023) εστιάζει στην ιστορία, τη φιλοσοφία, την ηθική και την επιστήμη πίσω από τα φαινόμενα placebo και nocebo (το αντίστροφο του placebo, όπου αρνητικές προσδοκίες οδηγούν σε αρνητικά αποτελέσματα). Υποστηρίζει ότι τα βασικά συστατικά των placebo είναι μεν αδρανή σε σχέση με την πάθηση, αλλά όταν δίνονται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο είναι δυνατόν να έχουν ευεργετική επίδραση. Επίσης, δείχνει πώς οι γιατροί μπορούν να βοηθήσουν τους ασθενείς τους ενισχύοντας την ευεργετική επίδραση των placebo και αποφεύγοντας τις παγίδες των nocebo. Από την άλλη, σημειώνει πως, όταν υπάρχουν ήδη αποτελεσματικές θεραπείες, δεν είναι ηθικό να χρησιμοποιούνται placebo.

Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο αναδεικνύουν τη σημασία του placebo ως ενός ισχυρού βιολογικού φαινομένου που μπορεί να αξιοποιηθεί για τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων, εφόσον γίνει πλήρως κατανοητός ο τρόπος λειτουργίας του και ενσωματωθεί με ηθικό τρόπο στην ιατρική πρακτική.

Ο προσωπικός λόγος που με έκανε να διαβάσω για το θέμα είναι ότι δουλεύω πάνω σε κάτι σχετικό με τη θρησκεία.

* * *

ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΩ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ [2]

«Να με πάρει εμένα, πες τον, τηλέφωνο, να με τα πει καταπρόσωπο».

* * *

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ

Η πιο ωραία βόλτα στον Πειραιά: η 37η Έκθεση Βιβλίου στην Ακτή Μουτσοπούλου, στο Πασαλιμάνι, ξεκίνησε χθες και θα κρατήσει μέχρι τις 29 Ιουνίου. Κάθε μέρα, από τις 7 μ.μ. και μετά.

37η Έκθεση Βιβλίου

* * *

ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΩ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ [3]

«Να τα λουστεί τώρα, να το ευχαριστηθώ. Αμήν».

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Juan Emar, «Χθες» (μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια)

Το «Χθες» («Ayer», 1935) θεωρείται ένα από τα πιο πρωτοποριακά και ταυτόχρονα πιο παράξενα έργα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Διαδραματίζεται σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει, ή έστω να κινείται με περίεργους ρυθμούς. Ο πρωταγωνιστής, ο οποίος παραμένει ανώνυμος, περιπλανιέται σε μια εγκαταλελειμμένη πόλη, παγιδευμένη σε μια ατέρμονη επανάληψη. Η αφήγηση είναι γεμάτη σουρεαλιστικές εικόνες, παράλογες συναντήσεις και φιλοσοφικούς στοχασμούς για την ύπαρξη, τη μνήμη, την πραγματικότητα και τον χρόνο.

Το ύφος του Εμάρ είναι ιδιαιτέρως πειραματικό: χρησιμοποιεί μακροσκελείς προτάσεις, επαναλήψεις, και ένα είδος «μουσικότητας» στη γλώσσα, που προσδίδει στο κείμενο μια ονειρική και υποβλητική ατμόσφαιρα. Η πλοκή δεν είναι γραμμική, αλλά αποτελείται από μια σειρά από επεισόδια και αναμνήσεις που αλληλοεπικαλύπτονται, δημιουργώντας ένα παζλ που ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει.

Juan Emar - Χθες

Κεντρική θεματική είναι η φύση του χρόνου και της μνήμης. Θολώνοντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, το βιβλίο εξερευνά την ιδέα του σταματημένου χρόνου, του χρόνου που ανακυκλώνεται, και της αίσθησης ότι παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν, την ίδια στιγμή που ο πρωταγωνιστής —βιώνοντας μια έντονη αίσθηση απομόνωσης και υπαρξιακής αγωνίας, καθώς προσπαθεί να νοηματοδοτήσει τον παράλογο κόσμο γύρω του— προσπαθεί να ανασυνθέσει κομμάτια της δικής του ιστορίας και της ιστορίας της πόλης, μέσα από θραύσματα αναμνήσεων.

Το βιβλίο δεν έγινε αμέσως γνωστό, αλλά αναγνωρίστηκε σταδιακά πόσο σημαντικό έργο ήταν, και επηρέασε εν συνεχεία πολλούς συγγραφείς, όπως ο Χούλιο Κορτάσαρ και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, λόγω του πειραματικού του χαρακτήρα και της βαθιάς του φιλοσοφικής διάστασης. Θεωρείται προδρομικό για τον μαγικό ρεαλισμό και τη μοντέρνα λατινοαμερικανική λογοτεχνία, παρόλο που ο ίδιος ο Εμάρ δεν εντάσσεται εύκολα σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό ρεύμα.

Συνολικά, ένα απαιτητικό αλλά συναρπαστικό βιβλίο, που προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα βαθύ ταξίδι στον έσω κόσμο και τις αινιγματικές διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ένα νέο, εντυπωσιακό —από άποψη τίτλων αλλά και εμφάνισης— ξεκίνημα για τη σειρά ξένης πεζογραφίας των Εκδόσεων Αλεξάνδρεια.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Η γυναίκα μου με σκούντησε με τον αγκώνα της και μετά, δείχνοντάς μου με το βλέμμα τους πιθήκους, με έκανε να καταλάβω ότι έπρεπε να κάνω όπως εκείνοι και εκείνη. Η γυναίκα μου τραγούδησε. Μια φωνή τέλεια και μπλε, φωνή κοντράλτο, ένας απαλός βελούδινος αυλός, είναι η φωνή της γυναίκας μου. Παράλληλα, ακριβώς παράλληλα με τις φωνές των κυνοκέφαλων που θύμιζαν τρενάκι του λούνα-παρκ, αλλά κατά μία τρίτη χαμηλότερα, συνεισέφερε εκείνη τον βραχνό και γλυκό της αυλό. Και τότε, το τρενάκι και ο αυλός ξεκίνησαν μια περιδίνηση στον χώρο, παίζοντας με την ηλιαχτίδα σε υπέροχη αρμονία. Εγώ έστεκα συνεπαρμένος μπροστά στους χίλιους κυνοκέφαλους με τη γυναίκα μου από κάτω τους σε μια ατέρμονη νότα. Αλλά ένα δεύτερο σκούντημα με τον αγκώνα με επανέφερε στο καθήκον μου. Εισέπνευσα βαθιά, γέμισα τα πνευμόνια μου με δροσερό αέρα, ναι, πολύ δροσερό, τον οποίο, με σχετική σοφία, ανέμειξα με λίγη οσμή πιθήκου και λίγο από το άρωμα της συντρόφου της ζωής μου. Έτσι, τότε, ένωσα τη φωνή μου με την υπέροχη νότα και, ξελαρυγγιαζόμενος, κατάφερα να εκπέμψω κατά μία πέμπτη ψηλότερα από τους πιθήκους, βοηθούμενος από τη διαυγή φωνή τενόρου που έχω. Και όλοι λικνιζόμαστε στον αέρα, στον ρυθμό των βιμπράτων μας: εκείνοι, πιασμένοι χέρι-χέρι στο τρενάκι τους· εγώ, πιο ψηλά με τη μονόχορδη ασημένια φωνή μου· και κάτω, θέτοντας τις βάσεις, εκείνη, με το μπλε βελούδο του γαλήνιου αυλού της.

  • Νά και μερικά ακόμη στοιχεία από το σάιτ της Αλεξάνδρειας:

Στο Σαν Αγουστίν δε Τάνγκο, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι τον περιμένει κατά τον καθημερινό του περίπατο στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Στη διάρκεια μίας μέρας —του «χθες»— ένας άνδρας αποκεφαλίζεται επειδή κήρυττε τις πνευματικές απολαύσεις του σεξ· μια στρουθοκάμηλος καταβροχθίζει μια λέαινα· μια χορωδία πιθήκων επιδίδεται σε ουρανομήκεις ψαλμούς· κι ένας άνδρας, ενώ ουρεί, πέφτει στο κενό του χρόνου και καταφέρνει να δραπετεύσει — ή μήπως όχι;

Το «Χθες», που εκδόθηκε στη Χιλή το 1935, και το οποίο στην παρούσα έκδοση συνοδεύεται από έναν πρόλογο του Αλεχάντρο Σάμπρα, είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στα ισπανικά κατά τον 20ό αιώνα, μια επίδειξη πνευματώδους χιούμορ και ευφυΐας στην οποία ένα αβανγκάρντ πνεύμα συμμαχεί με μια αχαλίνωτη αφηγηματική δύναμη για να περιγράψει τον μεταφυσικό και ταυτόχρονα τόσο πεζό παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Χιλιανός Juan Emar (Σαντιάγο, 1893-1964) υπήρξε συγγραφέας, κριτικός τέχνης και ζωγράφος, ο μεγαλύτερος εκφραστής των κινημάτων της πρωτοπορίας στη χώρα του, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις πλαστικές τέχνες. Εξέδωσε τις νουβέλες «Χθες» («Ayer»), «Unaño» και «Miltín 1934» (όλες το 1935) και τη συλλογή διηγημάτων «Diez» (1937). Βλέποντας την αδιαφορία κοινού και κριτικών για τα βιβλία του, εξαφανίζεται από τον καλλιτεχνικό χώρο και αφοσιώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη συγγραφή του εκτεταμένου μυθιστορήματός του, «Umbral». Ο Εμάρ άρχισε να γράφει αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο του έργο το 1942 και δεν το εγκατέλειψε μέχρι τον θάνατό του. Το «Umbral» αποτελείται από πέντε τόμους (πάνω από πέντε χιλιάδες δακτυλόγραφες σελίδες) και εκδόθηκε στην τελική του μορφή το 1996. Μεταξύ 1947 και 1958, ο Χουάν Εμάρ ασχολήθηκε εντατικά με τη ζωγραφική, δημιουργώντας 244 πίνακες, οι περισσότεροι από τους οποίους φιλοτεχνήθηκαν, μεταξύ 1953 και 1956, στις Κάννες της Γαλλίας.

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY