Πολεις

Ο Ντέιβιντ Λιντς στο εικονοστάσι μου

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Ντέιβιντ Λιντς στο εικονοστάσι μου
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

Βαλάντωσα με τον Ντέιβιντ Λιντς, γιατί τον αγαπώ για πολλούς λόγους. Ας πούμε, δεν τον αγαπώ μόνο σαν δημιουργό, σαν καλλιτέχνη. Αυτό, εντάξει, είναι δεδομένο, έτσι κι αλλιώς όποιος και να ’σαι όπου και να ’σαι δεν γίνεται να μην τον θαυμάζεις για το έργο του, ή έστω να τον μισείς. Αλλά όχι. Ήταν από τους —πολύ λίγους— ανθρώπους που ερευνώ τη ζωή τους, την κοιτάζω από την κλειδαρότρυπα, αφιερώνω χρόνο για να δω τι κάνουν και πώς σκέφτονται, και που βέβαια τους ζηλεύω. Δεν είμαι fan, είμαι groupie.

Και, ξαναλέω, δεν είναι και πολλοί αυτοί οι καλλιτέχνες — γιατί δεν έχω τέτοιο καημό για αθλητές, ας πούμε, δεν είχα καν ποτέ για τον Γκάλη (που δεν είναι ο Ντέιβιντ Λιντς του μπάσκετ, είναι μάλλον ο Τζον Φορντ ή ο Μπίλι Γουάιλντερ), ενώ δεν αγάπησα ποτέ τους Μπιτλς, ας πούμε, ή τους Στόουνς, ή ξέρω γω τον Μπομπ Ντίλαν.

Τώρα, ναι, και για να πιάσουμε μόνο τους ζωντανούς, προφανώς και βγάζω το καπέλο σε όλους τους μεγάλους κινηματογραφιστές, τους μεγάλους δημιουργούς, τους λαμπρούς σκηνοθέτες, στον Σκορσέζε, και στον Κόπολα, και στον Γούντι Άλεν, και στον Κλιντ Ίστγουντ, και στον Ρίντλεϊ Σκοτ, και στον Σπίλμπεργκ, και στον Κάμερον, και στον Φίντσερ, και στον Γουές Άντερσον, και στον Ταραντίνο, και στον Κρίστοφερ Νόλαν, και στον Τιμ Μπάρτον, και στους Αφούς Κοέν — αλίμονο. Αλλά, μολονότι —από όλους αυτούς— λατρεύω παθολογικά τον Γούντι Άλεν, δεν μπορώ παρά να νιώθω για πάντα ερωτευμένος και groupie του Ντέιβιντ Λιντς και μόνο.

Οπότε, ναι, βαλάντωσα. Γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος πελώριους καλλιτέχνες (συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς, εικαστικούς — τα πάντα), αλλά το δικό μου το εικονοστάσι, καθώς γι’ αυτό ο λόγος εδώ, μικραίνει: οι φωτογραφίες γίνονται εικόνες. Έχω ασφαλώς τον Κινγκ εκεί (γεννημένος το 1947), τον Κάρπεντερ (το 1948), την Ντέμπι Χάρι (το 1945: γινόμαστε ογδόντα φέτος) και τον Σαββόπουλο (Δεκέμβρης του ’44). Όπως παρατηρεί κανείς, λείπει το 1946 από αυτή την πεντάδα. Ε, ο Ντέιβιντ Λιντς γεννήθηκε το 1946.

Εν πάση περιπτώσει. Από φωτογραφίες, γίνονται εικόνες: αγιογραφίες.

Ο Ντέιβιντ Λιντς στο εικονοστάσι μου

* * *

ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΞΕΝΟ ΤΥΠΟ

Σαν εμένα, η φίλη μου η Σαπφώ Καρδιακού δεν ενημερώνεται από την ελληνική τηλεόραση ή τα περισσότερα ελληνικά Μέσα. Κάθε άλλο. Αλλά, ΟΧΙ σαν εμένα, έχει μία πολύ καλή βάση διεθνών Μέσων (όχι μόνο παραδοσιακών βέβαια) που την παρακολουθεί τακτικά, για μία, κατά το δυνατόν, σφαιρική ενημέρωση. Της ζήτησα να μας γράφει κάθε εβδομάδα για ένα ή δύο από αυτά, από εφημερίδες και ενημερωτικά σάιτ μέχρι σχεδιαστές webtoons, YouTube channels και βιβλιοφιλικές ομάδες. Είπε ναι, αλλά εντέλει κάνει κάτι πολύ-πολύ περισσότερο από αυτό. Καλή ανάγνωση!

Συνοχή και συνήθεια

Περιαυτολογώντας, θα έλεγα πως από τα γεννοφάσκια μου είμαι καταναλώτρια Τέχνης γιατί πιστεύω ότι όλοι χειριζόμαστε και εκτιμάμε τεχνουργήματα στην καθημερινότητά μας. Από το ταπεινό φλιτζάνι τσαγιού μέχρι το χρειαζούμενο πόμολο της πόρτας και από το αγαπημένο μας ζευγάρι παπούτσια μέχρι το τραγούδι που μας φτιάχνει τη διάθεση, αγγίζουμε, φοράμε, ακούμε, βλέπουμε ένα δημιούργημα κάποιου μυαλού, την τεχνική κάποιων χεριών, ένα αντικείμενο τέχνης. Βεβαίως, δεν συγκλονιζόμαστε το ίδιο όταν δένουμε τα κορδόνια μας όπως θα αντιδρούσαμε συναισθηματικά βλέποντας μια έξοχη ταινία ή όπως θα κοιτούσαμε μαγνητισμένοι έναν πίνακα του Ρόθκο. Ζούμε, όμως, μια μοναδική εμπειρία, δραπετεύουμε λίγα εκατοστά έξω από τη σιδηρόφρακτη καθημερινότητα όταν αφοσιωνόμαστε για λίγα δευτερόλεπτα στην όποια διαθέσιμη «τέχνη» της στιγμής. Νά μια ευκαιρία να αναρωτηθούμε: Υπάρχει λόγος να μένει η Τέχνη εκτός καθημερινότητας; Γιατί θεωρούμε φυσική την εξαίρεση μοναδικών στιγμών από τη ρουτίνα; Γιατί δεν εντάσσουμε περισσότερες απολαύσεις στις συνήθειές μας;

Ο Μαρκ Ρόθκο είχε πει πως οι άνθρωποι που δακρύζουν μπροστά στους πίνακές του βιώνουν την ίδια θρησκευτική εμπειρία που είχε εκείνος όταν τούς ζωγράφιζε. Μέσω του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, απέρριψε τις συμβατικότητες περί απεικόνισης και αναπαράστασης — θέλησε να αποσπάσει συναίσθημα και πάθος τόσο από τις φόρμες στον καμβά όσο και από τους θεατές της τέχνης του. Αποτύπωνε σχήματα και συνδυασμούς χρωμάτων με στόχο να ανασύρει τα πιο έντονα συναισθήματά μας και, ταυτόχρονα, να μας βαπτίσει σε αυτά.

Ο Ρόθκο επέμενε ότι τα έργα του απευθύνονται σε όλους τους ανθρώπους, πως η αυθόρμητη αντίδρασή μας μπροστά στους πίνακές του ανακινεί ενδόμυχες συναισθηματικές εμπειρίες.

Εμείς σήμερα σε πόσες συναισθηματικές εμπειρίες παραδινόμαστε, πέρα από την αγανάκτηση, την οργή ίσως, την απελπισία της καθημερινότητας; Πόσο συχνά αισθανόμαστε ότι διοχετεύσαμε ικανότητες και γνώσεις σε μυριάδες στενούς σωλήνες που ξεβράζουν στην άλλη άκρη τους το συνηθισμένο, το βαρετό; Αναπαράγουμε με κλειστά μάτια και βουλωμένα αυτιά τις ίδιες συνήθειες, σχεδόν με τρόμο απέναντι στο απροσδόκητο και το εξαιρετικό, προστατευμένοι από το αισθητηριακό σοκ μιας ανακάλυψης, ενός ξεστρατίσματος από την ευθεία. Ενστικτωδώς μιμούμαστε τους άλλους που μιμούνται εμάς μέσα στην κοινωνικότητα της υπόρρητης συνοχής.

Σήμερα ας ξεκινήσουμε μια νέα συνήθεια, εκτός προγράμματος, και, γιατί όχι, ας γίνει μέρος της μονοτονίας: το προφίλ Daily Rothko στο Instagram και στο Threads ανεβάζει έναν Ρόθκο την ημέρα και κάνει τη ρουτίνα πέρα. Τώρα, αμέσως μετά, πατάμε πάνω σε όποια εικόνα πιάσει το μάτι μας, μεγεθύνουμε τον καμβά και μένουμε ακίνητοι μπροστά στο ασυνήθιστο, αφήνοντάς το να διαταράξει τη δυναμική ενέργεια αλληλεπίδρασης των μορίων μας.

Ο Ντέιβιντ Λιντς στο εικονοστάσι μου

* * *

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ

Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου γράφει σήμερα για τα red flags και τα green flags. Την ευχαριστούμε πολύ! Ενώ έχει πλέον και τη δική της στήλη, κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Και από σήμερα μας προτείνει και ειδικά βιβλία!

Red flags, green flags

Έχετε δει τα σημάδια που βάζουν οι πεζοπόροι στο βουνό; Εκείνες τις μικρές σημαιούλες που σημαίνουν πως κάποιος έχει περάσει από εκείνο το σημείο ή πως είναι επικίνδυνο να πας προς τα εκεί;

Λοιπόν, σκεφτείτε τη ζωή και τις σχέσεις σαν μια τέτοια πεζοπορία. Όταν ξεκινάμε, ειδικά στον δαιδαλώδη κόσμο των σχέσεων, δεν γνωρίζουμε πού και πώς να τοποθετήσουμε τις σημαίες μας. Αυτές τις πληροφορίες θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να μας τις είχαν δώσει οι πρώτοι που μας φρόντισαν — γονείς, δάσκαλοι, μέντορες. Θα έπρεπε να μας είχαν βοηθήσει να καταλάβουμε πώς να αναγνωρίζουμε μια επικίνδυνη περιοχή, πότε είναι καλύτερο να κάνουμε πίσω, και πότε να προχωρήσουμε μπροστά με αυτοπεποίθηση. Τις περισσότερες όμως φορές δεν κατανοούν ούτε οι ίδιοι πού πατούν και πού πηγαίνουν, με αποτέλεσμα να μας οδηγούν σε διαδρομές που ίσως βγάζουν σε αδιέξοδα, σε γκρεμούς ή και σε σκοτεινές σπηλιές.

Σε αυτή την πεζοπορία στο τοπίο της ζωής, τα «red flags» είναι όπως οι επικίνδυνες περιοχές του βουνού: απότομα μονοπάτια, χαλαρές πέτρες, ή χιονισμένα εδάφη όπου υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσεις ή να γκρεμιστείς — είναι οι άσχημες συμπεριφορές, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η ζήλια χωρίς αιτία. Τα «green flags», από την άλλη, είναι τα ασφαλή μονοπάτια: σημεία όπου το έδαφος είναι σταθερό, μέρη με μαγευτική θέα που επιβεβαιώνει ότι προχωράς στον σωστό δρόμο, ότι βρίσκεσαι σε μια υγιή σχέση — με ειλικρίνεια, κατανόηση, υποστήριξη και αμοιβαίο σεβασμό.

Ας είμαστε εμείς εκείνοι που θα κάνουν την αρχή αλλάζοντας κατεύθυνση όταν χρειάζεται. Η σοφία και η εμπειρία που αποκτούμε στη διαδρομή θα μας βοηθήσουν να δούμε πιο καθαρά και να τοποθετούμε σωστά τις σημαίες μας, προσφέροντας ασφάλεια και καθοδήγηση όχι μόνο στον εαυτό μας αλλά και στους ανθρώπους που φροντίζουμε οι ίδιοι ή που επηρεάζουμε με οποιονδήποτε τρόπο.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Διονύσης Σαββόπουλος, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (Εκδόσεις Πατάκη)

Μου είναι δύσκολο να περιγράψω με τι συγκίνηση έπιασα στα χέρια μου, ξεφύλλισα για μερικά λεπτά, και εντέλει άρχισα να διαβάζω αυτό το βιβλίο. Αλλά μού είναι πανεύκολο να υποθέσω πως πάνω-κάτω έτσι θα το διαβάσουν και οι περισσότεροι φαν του Σαββόπουλου. Και είμαστε πολλοί. Λεγεών. Γιατί; Τι ερώτηση… Γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Γιατί είναι προσωπικό το θέμα. (Ω της συμπτώσεως, το λέμε και στην αρχή του σημερινού Ημερολογίου). Μάλιστα, η συγκίνηση αυτή μεγαλώνει όσο το διαβάζεις, ακόμη και όταν τα εξιστορούμενα είναι, αίφνης, αστεία, ή περιπετειώδη, ή αγχωτικά — πόσο δε μάλλον όταν είναι αγαπητικά, όταν στάζουν έρωτα και γνοιάξιμο από κάθε καμπύλη των γραμμάτων.

Από ένα σημείο και μετά, επίσης —να σημειωθεί αυτό—, δεν μπορείς παρά να ακούς το βιβλίο με τη φωνή τού ίδιου τού Σαββόπουλου, αυτού του μεγάλου αφηγητή της ζωής μας. Γιατί αυτό έκανε: έγραψε μια τόσο προσωπική ιστοριογραφία, τόσο φτιαγμένη από απολύτως δικά του πράγματα, που μέσα της είδαμε όλοι τον δικό μας εαυτό — τη δικιά μας ζωή. Ή μάλλον, κάτι παραπάνω από «είδαμε»: συναντήσαμε τον εαυτό μας εκεί μέσα. Και αυτό είναι ένα αλάθητο κριτήριο της μεγάλης τέχνης, ακόμη και όταν φτιάχνεται με τα ανθρώπινα μέτρα.

Αυτοβιογραφία, απομνημονεύματα, μια οφειλόμενη κατάθεση εις εαυτόν, λύσιμο παρεξηγήσεων, μια τελική σούμα —εντέλει— για τις πρώτες οχτώ δεκαετίες ζωής και δουλειάς ενός ανθρώπου που έμπαινε τα βράδια, κρυφά, στα σπίτια των νέων και τους έβαφε τους τοίχους στο καθιστικό. Στα χρώματα που το ήθελαν. Ακόμη κρατάει εκείνη η μπογιά, κι ας ασπρίσαν τα μαλλιά τους σαν το ταβάνι.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Όταν λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μετά, με φώναξε ο Κάρολος Κουν να του γράψω τη μουσική και τα τραγούδια στους Αχαρνής, φαντάζεστε τη χαρά και τη συγκίνησή μου. Κατέβηκα τα σκαλιά του υπογείου, μπήκα σε κόσμο μυθικό, φτιαγμένο απ’ τα υλικά τῶν εφηβικών μου ονείρων, και συνάντησα τον Κουν! Πετούσα, του έλεγα ναι σε όλα. Στρώθηκα αμέσως, είχα φρέσκα ακόμη τα αρχαία απ’ το εξατάξιο κλασικής κατευθύνσεως, πήρα και ένα λεξικό κι άρχισα τσούκου-τσούκου νά μεταφράζω τα χορικά τραγουδώντας, και πήγα με ένα demo στο υπόγειο —ήταν εκεί ο Κουν, ο Λαζάνης, ο Αρμένης και ο μεταφραστής— να τους δείξω τι είχα κάνει. Ο Αρμένης ενθουσιάστηκε, άρχισε νά χορεύει την πάροδο, την είσοδο του χορού επιτόπου. Στους άλλους διέκρινα κάποια αμηχανία: αν συνθέτης μεταφράζει, τότε τι δουλειά θα κάνει ο μεταφραστής; Αντιδεοντολογικό. Αλλά εγώ δεν ήξερα ακόμη ότι δεν μπορώ να γράψω τραγούδι αν δεν γράφω ταυτόχρονα και τούς στίχους. Εκεί το έμαθα. Ο Κουν μάς ζήτησε να συνεργαστούμε μεταφραστής και μουσικός, αλλά δεν γινόταν τίποτε. Δεν ήταν τόσο που βλέπαμε τα πράγματα διαφορετικά, όσο ότι ο μεταφραστής συμπεριφερόταν κάπως απαξιωτικά, σε στιλ σοβαρός διανοούμενος που έχει απέναντί του νεαρό καλλιτέχνη με ανησυχίες. Ήταν κουραστικό 

Ζήτησα συγγνώμη από τον Κουν, πήρα τη δουλειά μου και την παρουσίασα σε ένα άλλο υπόγειο, στον «Ρήγα» στην Πλάκα. Εγώ έλεγα την ιστορία και τραγουδούσαμε τα χορικά μαζί μέ τον Νίκο Παπάζογλου, τη Μελίνα Τανάγρη, τον Σάκη Μπουλά, τον Νίκο Ζιώγαλα, τον Πάνο Κατσιμίχα, τον Ηλία Λιούγκο, τον Βαγγέλη Ξύδη και τον Μανώλη Ρασούλη. Πρωτοεμφανιζόμενοι οι περισσότεροι. Ο Κυριτσόπουλος είχε ζωγραφίσει δυο κουρτίνες που κατέβαιναν πίσω από τις πλάτες μας και λάμπανε. Είχε διακοσμήσει όλο το μαγαζί και φόρεσε στους Αχαρναίους μανίκια πρόσθετα μέχρι τον αγκώνα, όπως φορούσαν οι δημόσιοι υπάλληλοι για να μη φθείρεται το κουστούμι. Τα δικά μας πρόσθετα μανίκια δεν ήταν μαύρα, ήταν με χρώματα. Άλλο χρώμα στον καθένα.

Δώσαμε την πρεμιέρα μας τον Δεκέμβρη τού ’76 και παίξαμε μέχρι το Πάσχα. Ανεβάσαμε τούς Αχαρνής σαν μια σάτιρα τῆς μεταπολιτευτικής ρητορείας, με τον Δικαιόπολι σαν έναν μεταφυσικό κλόουν, έναν αστείο Χριστούλη που προσπαθεί να οδηγήσει τον φανατισμένο λαό των καρβουνιάρηδων στην επί γης ειρήνη. Τον λιθοβολούνε και εντέλει τού επιτρέπουν να μιλήσει, υπό τον όρο, αν δεν τους πείσει, να τον καρατομήσουν! Ο Δικαιόπολις, όπως οι ήρωες στο θέατρο σκιών, κάνει αστειάκια, λέει ψεματάκια και βγάζει πατριωτικές κορόνες. Είναι λαϊκιστής; Ναι, αλλά ένας λαϊκιστής που μιλάει με το κεφάλι του πάνω στον πάγκο του χασάπη. Αυτή είναι η διαφορά. Στο τέλος βέβαια νικάει ο Δικαιόπολις και όλοι τραγουδάν «Τήνελλα Καλλίνικε».

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά-σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός. Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει. Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται. Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση. Δ.Σ.

Ο Ντέιβιντ Λιντς στο εικονοστάσι μου
  • Και ένα μικρό βιογραφικό του μέγιστου όλων Σαββόπουλου:

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι τραγουδοποιός, δηλαδή ερμηνευτής των δικών του στίχων και της δικής του μουσικής. Θεωρείται ο πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών οι οποίοι γράφουν μουσική, στίχους και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εξέδωσε δισκογραφικά 14 κύκλους τραγουδιών του, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις έξι συναυλιών και παραστάσεών του. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα το 1967. Έδωσε συναυλίες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσµο. Έγραψε µουσική για παραστάσεις σε θέατρα της Αθήνας και στην Επίδαυρο, και για τον κινηµατογράφο. Έχουν κυκλοφορήσει πέντε βιβλία µε στίχους, παρτιτούρες και συνεντεύξεις του από τις εκδόσεις Ίκαρος, Ιθάκη και Πολύτροπον, και η συλλογή «Η σούµα», η επιτοµή του συνόλου των στίχων του, από τον Ιανό. Είχε δικές του εκποµπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Το 2017 ανακηρύχθηκε επίτιµος διδάκτορας του Τµήµατος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Οικογενειακή κατάσταση: Έγγαµος, µε την Άσπα, από το 1967. Τέκνα: Κορνήλιος (1968) και Ρωµανός (1972). Εγγόνια: Διονύσης (2004) και Ανδρέας (2006).

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη
Νίκο, σήκω, ήλθαν οι δικοί μας! Ο Νίκος Χριστοδούλου περιγράφει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

«Ξυπνάτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι / Να δήτε την πατρίδαν σας απελευθερωμένη. / Ξυπνάτε από τα μνήματα, δεν είσθε πια ραγιάδες / Ξυπνάτε κι ήρθ’ η λευθεριά, έφυγαν οι αγάδες»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY