Πολεις

Το ημερολόγιο της Τρίτης | 29.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Τις περισσότερες στιγμές της ζωής μας δεν ξέρουμε γιατί ζούμε. Απλώς είμαστε εδώ, και κάνουμε ό,τι μπορούμε· ό,τι μπορούμε καλύτερο· και ό,τι μπορούμε, κυρίως, για να κρυφτούμε και να μη μας δουν. Αν η ζωή είναι ένα πεδίο βολής, εμείς δεν είμαστε οι στόχοι —οι στόχοι δεν πεθαίνουν—, αλλά ένα αγριοκούνελο που βρέθηκε στο μέσον του πεδίου από μια αλυσίδα συγκυριών, και τώρα πρέπει να τρέξει, να πηδήξει, να ελιχθεί, να σταματήσει, να ξαναξεκινήσει, να χώσει το κεφάλι του στην πρώτη τρύπα που θα δει στο έδαφος, να προσευχηθεί, να κοιτάξει δεξιά και αριστερά, να κλείσει τα μάτια, να τρέξει ίσια και να τρέξει με ζιγκ-ζαγκ — κι όλα αυτά ενώ δίπλα του σκάνε οι βόμβες και από πάνω του σφυρίζουν οι σφαίρες σαν λυσσασμένες σφήκες, και βγαίνουνε καπνοί που σου καίνε τα μάτια. Κι είναι πάλι άλλες στιγμές που ξέρεις ότι οι δεσμοφύλακες σε έχουν για λίγο ξεχάσει, που νιώθεις τα δεσμά στα χέρια σου χαλαρωμένα, σαν να ’χουν μαλακώσει κι αυτά με τον χρόνο, ή λες και σ’ έχουν λυπηθεί, και μπορείς να σηκώσεις το κεφάλι και να αναπνεύσεις μια στάλα —τόσο δα: ένα ψέμα— και να πεις, «Α! γι’ αυτό ζω, γι’ αυτό έφτασα ώς εδώ, γεννήθηκα για να είμαι μ’ αυτόν, μ’ αυτήν, γεννήθηκα γι’ αυτή τη νύχτα, γι’ αυτό το βιβλίο, γι’ αυτό το ζωάκι, γι’ αυτό το βραβείο, γι’ αυτό το πρωτάθλημα, γι’ αυτό το παιδί». Είναι ΣΤΙΓΜΕΣ βέβαια όλες τους, σκέτες στιγμές, αυτός κι αυτή μπορεί αύριο να φύγουν ή να σε προδώσουν και να τους μισήσεις, αυτή η νύχτα μπορεί να καεί και να μην απομείνουν ούτε οι στάχτες της να σ’ τη θυμίζουν, αυτό το βιβλίο μπορεί να κλειδωθεί, να δεθεί μέσα σε σιδερένια καπάκια και να μείνει στην ηλικία που το διάβασες, εκεί όπου σού απαγορεύεται πια να μπεις, αυτό το ζωάκι μπορεί να αρρωστήσει και να πονά και να πρέπει εσύ ο ίδιος να το σκοτώσεις με κρύο χέρι, αυτό το βραβείο μπορεί να μη σημαίνει τίποτε για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, και δικαίως, αυτό το πρωτάθλημα μπορεί να ακολουθηθεί από έναν οδυνηρό υποβιβασμό, κι αυτό το παιδί… αυτό το παιδί ίσως να είναι ο άνθρωπος που κάποτε θα σε προδώσει, γιατί —μη γελιόμαστε— έτσι πάνε αυτά. Ξέρουμε —κι αν το ξεχνάμε, δεν έχει καμία σημασία—, ξέρουμε ότι ζούμε μόνο κάποιες συγκεκριμένες ΣΤΙΓΜΕΣ, και όχι περιόδους. Κι αυτό όμως ήδη είναι αρκετό, ήδη είναι πολύ. Είναι όσο μπορούμε να έχουμε. Και το ξέρουμε κι αυτό. Και συμβιβαζόμαστε. Αυτή είναι η ζωή. Τα μεσημέρια του Σαββάτου στην ταβέρνα. Το εβδομαδιαίο επεισόδιο του σίριαλ που σου αρέσει. Η γεύση του γλυκού που προτιμάς, όπως απλώνεται στη γλώσσα και στον ουρανίσκο σου. Το βιβλίο που μόλις αγόρασες και πήγες στο μπαρ για να κεραστείς ένα ποτό μυρίζοντας τις σελίδες του. Τα μάτια του άλλου που σε κοιτάνε, τώρα, όπως έχουνε χαμηλώσει τα φώτα, ΕΤΣΙ. Μόνο από πολύ μακριά και από πολύ ψηλά μοιάζει η ζωή κάποιου ανθρώπου ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη, ή κάτι απ’ ανάμεσα. Στο όντως πεδίο, είναι σαν σπόροι που σκόρπισαν σε ένα παλιό πάτωμα, όλο τρύπες· και που πρέπει να τους μαζέψεις έναν-έναν. Κι άλλους να φας, κι άλλους να φυτέψεις, κι άλλους να χαρίσεις.

Έξω από το Σπίτι, μαζί με τους συμμάχους μου, ζω πραγματικά, ζω στο 100%, στο 1000%, ζω με έναν τρόπο που δεν πίστευα ότι υπήρχε μέχρι τώρα, ή μάλλον ότι ήταν δυνατόν να υπάρχει — τουλάχιστον όχι στην ενήλικη ζωή μου, ίσως μόνο όταν ήμουν παιδί. Και σίγουρα δεν πίστευα πως θα ζούσα ΕΓΩ έτσι, πως θα ήμουν ΕΓΩ ο εκλεκτός. Είναι κάτι που δεν μπορώ να μεταφέρω με τα λόγια, όπως δεν μεταφέρεται με λόγια οτιδήποτε σωματικό: ένας πόνος, ας πούμε, ή η πείνα, ή η απώλεια, ή η αίσθηση του νερού που πίνεις από το ψυγείο, τέτοιες μέρες με λάβρα σαν και τη σημερινή, αφήνοντας να κυλήσει μέσα σου κατευθείαν από το μπουκάλι: αυτά όλα δεν μεταφέρονται, απλώς κάπως περιγράφονται, όπως περιγράφει κανείς ένα σπίτι που έχει πια γκρεμιστεί, ή που δεν υπήρξε ποτέ και που το έχει μονάχα φανταστεί συνθέτοντας αναμνήσεις, δικές του και άλλων — πράγμα που κάνει, υποθέτω, η τέχνη του μυθιστορήματος.

Ναι, ξέρω πως αοριστολογώ και τώρα —δεν θα ’ναι και η πρώτη φορά—, μα, το είπαμε, δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο. Ούτε θα το επιχειρήσω. Μολονότι δεν έχει τύχει να μου συμβεί ακόμη, μονάχα εμείς οι φύλακες μπορούμε κάπως να το περιγράφουμε ο ένας στον άλλον όταν δεν είμαστε εκεί, στα δύο εφαπτόμενα στενά, τα χαράματα, απλώς και μόνο γιατί ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε, γιατί το έχουμε ήδη βιώσει. Όπως μόνο δύο στρατιώτες που πολέμησαν στην πρώτη γραμμή και είδαν κόσμο να εξαερώνεται δίπλα τους ή απέναντί τους ξέρουν ακριβώς τι είναι ο πόλεμος, και ο παραλυτικός φόβος, αλλά και η απάθεια απέναντι στον θάνατο —αυτό το πράγμα που μουδιάζει τις αισθήσεις σου και χαλαρώνει τις μαγκωμένες στη ζωή παλάμες σου—, απέναντι στον διαμελισμό του σώματος, απέναντι στον πόνο που ξεπερνά όλους τους άλλους πόνους μαζί. «Ό,τι είναι να γίνει», σκέφτεσαι σφίγγοντας τον δείκτη σου στη σκανδάλη και νιώθοντας τις σφαίρες να φεύγουν θριαμβευτικά και αλαλάζοντας, «θα γίνει. Ας κοπιάσει με το καλό. Όλη μου η ζωή ήταν ένα τόξο που τεντωνόταν για να πετάξει το βέλος του εδώ και τώρα. Όλα τα άλλα… όλα τα άλλα δεν έχουν καμία σημασία».

Με την άγρυπνη παρουσία μας εκεί κρατάμε μέσα στους παλιούς, χοντρούς, όλο χαραγματιές και με πεσμένους σοβάδες τοίχους του Σπιτιού ό,τι υπάρχει εκεί μέσα —ό,τι παρασιτεί— και θέλει να βγει. Αυτό κάνουμε. Κάποια στιγμή ενδεχομένως θα το επιχειρήσει, θα ξεχυθεί από εκεί μέσα και κατά πάσα βεβαιότητα θα μας σαρώσει, μα δεν έχει σημασία. Όσο το κάνουμε, ΜΟΝΟ αυτό έχει σημασία. Και το απολαμβάνουμε, όλοι. Πίνοντας καφέ ή τσάι από τα θερμός μας, και δίνοντας ο ένας στον άλλο τα πλακέ μπουκαλάκια με αλκοόλ που κουβαλάμε στις τσέπες μας. Στεκόμαστε εκεί, ακουμπάμε με τον ώμο στους τοίχους των γειτονικών πολυκατοικιών για να μην γκρεμιστούμε από την κούραση στον δρόμο, ανταλλάσσουμε δυο ψιθυριστές λέξεις, χαϊδεύουμε τις γάτες μας στο κεφάλι, πίσω από τα αυτιά, για να μην ξεσηκωθούν, και ζούμε το θαύμα. Γιατί, διάολε, ποιος δεν ήθελε κάποια στιγμή στη ζωή του να είναι κυνηγός και φύλακας, υπέρμαχος και πρόμαχος, ιππότης και ήρωας; Ποιος δεν ονειρεύτηκε να κρατά, μόνος αυτός, ή με μια χούφτα συντρόφους ακόμα —We few, we happy few—, ένα τσούρμο άγριους πειρατές μακριά από ό,τι δεν έπρεπε ποτέ να πλησιάσουν, και να σφάξουν ή να μολύνουν με την παρουσία τους και μόνο; Δεν ξέρω πώς επιλεγήκαμε, από ποια τύχη ή από τι είδους σύμπτωση, μα τώρα είμαστε εδώ και όλα τα άλλα γκρεμίζονται γύρω μας φαντασμαγορικά, σαν να ζούμε μέσα σε έναν καταρράκτη. Είναι ωραία να είσαι φύλακας. Όσο είσαι. Γιατί μετά… σου λείπει. Και πονάς, και υποφέρεις. Έτσι πάνε αυτά, υποθέτω. Έτσι πάνε αυτά.

Χθες, ή για την ακρίβεια πριν λίγες ώρες —είναι χαράματα Τρίτης πια, όπου να ’ναι ξημερώνει—, αντάλλαξα δυο παραπάνω κουβέντες με τη γυναίκα που κρατάει το τσεκούρι. Ίσως τα καταφέρουμε να βρεθούμε και στην κανονική ζωή, πριν από την επόμενη φύλαξη, χωρίς βαμμένα πρόσωπα, χωρίς να κρατάμε τα όπλα μας και χωρίς να φοράμε τις στολές μας. Ή πριν από τη μεθεπόμενη. Ή κάποτε. Εδώ —εννοώ εκεί, έξω από το Σπίτι και αυτό που βράζει μέσα του— είναι αδύνατον να πεις περισσότερα ή να αναπτύξεις κάποια λεπτομερέστερη συζήτηση. Δεν γίνεται καν να σχεδιάσεις κάτι επιχειρησιακό. Πρέπει να έχεις τον νου σου διαρκώς στην πόρτα, και στα παράθυρα που είναι καρφωμένα με μισοσαπισμένες πια σανίδες. Και στο μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου. Και στους δύο δρόμους, τον ένα που βγάζει στη θάλασσα από τη μία μεριά και σκαρφαλώνει ώς τον επόμενο κάθετο, και τον άλλο που χάνεται πέρα στο βάθος. Δεν είμαστε βέβαιοι πώς πρέπει να αντιδράσουμε έτσι και έρθει κάποιος και μας δει να φυλάμε εκεί: Θα χρησιμοποιήσουμε τα όπλα μας ή θα κρυφτούμε; Κι αν πράγματι τα χρησιμοποιήσουμε, πώς θα κρύψουμε τα πτώματα μετά; Πού; Μέχρι τώρα έχουμε σταθεί τυχεροί, ναι, αλλά τι θα μπορούσε να γίνει στο μέλλον; Τι θα μπορούσε να γίνει απόψε κιόλας, ή αύριο που είναι η επόμενη βάρδιά μου; Έχω όλα αυτά τα μαχαίρια επάνω μου, και ένα μαχαίρι θέλει να τρυπήσει, βοά και τρέμει στη ζώνη σου. Κάποιοι βέβαια πιστεύουν πως ο χώρος της φύλαξης φυλάσσεται κι αυτός με τη σειρά του, ποιος ξέρει από ποιους, από ποιαν άλλη κάστα φυλάκων, και ότι κανείς παρείσακτος δεν θα περάσει ποτέ από εκεί για να μας εμποδίσει — όμως αυτό είναι απλώς μια θεωρία. Δεν ξέρω. Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Μπορούμε απλώς να συνεχίσουμε να φυλάμε, και να ελπίζουμε. Και να ξέρουμε πως κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, ο Ένοικος θα βαρεθεί οπωσδήποτε και θα βγει από την πόρτα του Σπιτιού, ή θα στάξει από τους τοίχους του σαν εκτοπλασματική πίσσα, ή προδομένο αίμα, και θα μας αφανίσει με μια ανέκφραστη, στέρφα χαρά. Ας έρθει, σκεφτόμαστε. Δεν έχει σημασία. Υπάρχουν κι άλλοι πίσω από εμάς, και θα έρθουν ακόμη περισσότεροι. Κι αν πάλι δεν τα καταφέρουμε τελικά να τον κρατήσουμε μέσα… και πάλι δεν πειράζει. Η Γη είναι ένας βώλος μέσα στο σύμπαν και την απεραντοσύνη του, έτσι δεν είναι; Αν χάσουμε τη μάχη εδώ, ίσως κάποιοι άλλοι την κερδίσουν αλλού.

Χαμογελάω νευρικά στην ιδέα και σφίγγω και με τα δυο χέρια την κούπα με τον κρύο πια καφέ μου. Τα σκυλάκια μας ανοίγουν τα μάτια και με κοιτάνε. Τους λέω δυο λόγια, και τα ξανακλείνουν. Κοιτάζω γύρω μου. Η γάτα μας κάνει κι αυτή ότι κοιμάται στο τραπεζάκι με τα περιοδικά. Την προδίδω κάθε φορά που βγαίνουμε οι δυο μας έξω —αν και εκείνη ήταν που μου έδειξε τον δρόμο—, και νομίζω πως με μισεί γι’ αυτό. Ή με λυπάται. Δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο. Αναστενάζω ανασηκώνοντας το στήθος, με θόρυβο. Ίσως πρέπει να συγυρίσω σήμερα, σκέφτομαι. Να μαζέψω αν μη τι άλλο σε κούτες τις προμήθειες και τον εξοπλισμό για το βουνό, και να τις τακτοποιήσω στο γραφείο μου. Να τις βάλω τη μια πάνω στην άλλη, σε στήλες: εδώ οι κονσέρβες, εδώ τα εργαλεία, εδώ τα φάρμακα. Να βρω τέλος πάντων έναν τρόπο να ζούμε κάπως πιο φυσιολογικά εδώ μέσα.

Αλλά πρώτα θα κοιμηθώ. Και θα ονειρεύομαι την επόμενη φορά που θα κατέβω στο Σπίτι. Γιατί είναι ωραίο όταν το κάνεις αυτό. Είναι ωραίο να βαδίζεις στη θυσία σου. Είμαστε όλοι δεμένοι με τη γειτονιά μας, δεν είμαστε; Είμαστε, ναι. Και είναι ωραίο αυτό.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ