Περιβαλλον

Βιοποικιλότητα και ΑΠΕ

Ο Κανονισμός είναι ένα πολύ θετικό βήμα, χωρίς όμως να λύνει τον γόρδιο δεσμό

hlias-eythymiopoulos.jpg
Ηλίας Ευθυμιόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βιοποικιλότητα και ΑΠΕ

Η Συμφωνία του Μόντρεαλ, η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης και η συμβολή των ΑΠΕ στην Κλιματική Άμυνα.

«Η φύση είναι ο καλύτερος σύμμαχός μας στην καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Όταν αποκαθιστούμε και προστατεύουμε τη φύση, αυτή μπορεί να μας βοηθήσει να προσαρμοστούμε και να μας προφυλάξει από τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής». Αυτές είναι οι δηλώσεις του Φρανς Τίμμερμαν, εκτελεστικού αντιπροέδρου της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal) της ΕΕ,  κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Διάσκεψης για τη Βιοποικιλότητα που ολοκληρώθηκε στις 9.12.22 στο Μόντρεαλ, με την κωδική ονομασία COP15 και υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

Οι δηλώσεις αυτές ήρθαν ως επιστέγασμα των προσπαθειών της διεθνούς κοινότητας και ιδιαίτερα της ΕΕ να ενοποιήσουν τις πολιτικές για το κλίμα και την προστασία της φύσης, οι οποίες παραμένουν σε διαφορετικά χαρτοφυλάκια, και πολλές φορές καταλήγουν σε συγκρουόμενες επί μέρους δράσεις και κυρίως χρηματοδοτήσεις.

Η Συμφωνία του Μόντρεαλ δεν έχει βέβαια δεσμευτικό αλλά πολιτικό χαρακτήρα και παραπέμπει στον πατριωτισμό των κρατών για την εφαρμογή της, όπως άλλωστε οι περισσότερες διεθνείς συμφωνίες για τις οποίες δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου ή επιβολής κυρώσεων. Έχει λοιπόν περισσότερο συμβολική σημασία και κατά κάποιο τρόπο δεσμεύει τις κυβερνήσεις απέναντι στην κοινή γνώμη για συντονισμένες δράσεις, με στόχους όμως, που αν και ποσοτικοποιημένοι, δεν παύουν να παραμένουν ασαφείς.

Το ότι για παράδειγμα συμφωνήθηκε πως πρέπει να αποκατασταθεί τουλάχιστον το 30% των «χαμένων, κατεστραμμένων και υποβαθμισμένων» περιοχών της φύσης παγκοσμίως, δεν λέει και πολλά για το τι πρέπει ακριβώς να γίνει, αφού θα πρέπει πρώτα να ορισθούν αυτές οι περιοχές, να προκύψουν δείκτες για την αποκατάσταση και κυρίως να βρεθούν οι πόροι. Το τελευταίο στοιχείο είναι κρίσιμο, καθώς οι χρηματοδοτήσεις αποδείχθηκαν ο αδύνατος κρίκος στο σύστημα της κατανομής των ευθυνών και της διαχείρισης των κινδύνων. Οι περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών του Τρίτου Κόσμου θεωρούν ότι τα σχετικά κονδύλια είναι μέρος του χρέους της Δύσης προς αυτές και όχι ένας τρόπος να πραγματοποιηθούν επενδύσεις ή να ληφθούν μέτρα για την προστασία της βιοποικιλότητας τα οποία συχνά δεν είναι δημοφιλή: η αποδάσωση και το εμπόριο της ξυλείας παράγουν προς το παρόν περισσότερες θέσεις εργασίας και πιο προφανή οικονομική ανάπτυξη απ’ ότι τα έργα για την προστασία του δάσους.

Με την έννοια αυτή η προσωρινή συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για μια Εφοδιαστική Αλυσίδα Μηδενικής Αποδάσωσης (deforestation-free supply chain), η οποία θα καταλήξει σε Κοινοτική Οδηγία, είναι προφανώς απείρως χρησιμότερη από τις διακηρύξεις προθέσεων. Μόλις εγκριθεί και εφαρμοστεί ο νέος νόμος θα διασφαλίσει ότι ένα σύνολο βασικών αγαθών που διατίθενται στην αγορά της ΕΕ δεν θα συμβάλλουν πλέον στην αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, τόσο στο έδαφος της ΕΕ όσο και αλλού στον κόσμο. Δεδομένου ότι η ΕΕ είναι μια σημαντική οικονομία και καταναλωτής αυτών των προϊόντων, αυτό το βήμα θα βοηθήσει να σταματήσει ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας αποδάσωσης, που με τη σειρά του θα μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και την απώλεια βιοποικιλότητας. Βέβαια, υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος γι’ αυτό και σίγουρα θα χρειαστεί να επανέλθουμε πολύ πιο αναλυτικά.

Με ελάχιστη απόσταση από τα παραπάνω, το Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας στη συνεδρίαση της 19.12.2022 ενέκρινε έναν νέο «έκτακτο» Κανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο τα έργα ΑΠΕ θεωρούνται έργα υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος και ως τέτοια θα υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς ταχείας αδειοδότησης (fast track). Ο κανονισμός αυτός αποτελεί κομμάτι του σχεδίου REPowerEU, το οποίο θέτει ως στόχο για το 2030 τουλάχιστον το 40% του μεριδίου ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση της Ένωσης να προέρχεται από ΑΠΕ. Στο πλαίσιο του κανονισμού, κάθε χώρα έχει στη διάθεσή της 18 μήνες για να χαρτογραφήσει συγκεκριμένες περιοχές “go to”, δηλαδή προτεραιότητας για τις ΑΠΕ, στις οποίες οι διαδικασίες χορήγησης αδειών δεν θα διαρκούν περισσότερο από ένα έτος για χερσαία έργα και δύο χρόνια για υπεράκτια έργα.

Για περιοχές που έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως κατάλληλες για ταχεία ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα ισχύσει μια μικρότερη προθεσμία μόλις 6 μηνών, εφόσον αυτές δεν βρίσκονται σε περιοχές Natura 2000 και έχουν υποβληθεί σε περιβαλλοντική αξιολόγηση. Όσον αφορά τα προστατευόμενα είδη, το βασικό κριτήριο για το αν θα γίνεται ένα έργο θα είναι εάν o πληθυσμός ενός είδους μπορεί να παραμείνει (απλώς) σε ικανοποιητικό επίπεδο.

Σε ό,τι αφορά τις ΑΠΕ λοιπόν και τη συμβολή τους στην Κλιματική Άμυνα, ο Κανονισμός είναι ένα πολύ θετικό βήμα (αν και κάποιες περιβαλλοντικές οργανώσεις τον χαρακτήρισαν απαράδεκτο) χωρίς όμως να λύνει το γόρδιο δεσμό: σε τελευταία ανάλυση, η διοίκηση και οι εθνικές κυβερνήσεις θα αποφασίσουν για την εγκατάσταση ή όχι έργων ΑΠΕ σε «ευαίσθητες» περιοχές, ή εκεί που υπάρχουν τοπικές αντιδράσεις, συχνά με εξωπεριβαλλοντικά κίνητρα. Άλλωστε, πολλά από τα ζητήματα που θέτει ο Κανονισμός παραμένουν αδιευκρίνιστα, όπως για παράδειγμα τι θα γίνει με τα ήδη εκπονούμενα χωροταξικά (ΕΠΜ κ.α.) στην περίπτωση της Ελλάδας για τις περιοχές Natura και τα νησιά. Είναι προφανές, ότι η ΕΕ δεν θέλει και δεν μπορεί να προχωρήσει περισσότερο, αφήνοντας από ένα σημείο και μετά τις εθνικές-τοπικές κοινωνίες να βγάλουν το φίδι από τη τρύπα ή να βγάλουν τα μάτια τους (subsidiarity). Και επ’ αυτού όμως,  θα χρειαστεί να επανέλθουμε.  

Δείτε περισσότερα άρθρα σχετικά με την κλιματική αλλαγή στο www.clima21.gr

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ