Πολιτικη & Οικονομια

Ο Τζέιμς Μπιουκάναν και η Θεωρία Δημόσιας Επιλογής

Δεν είναι μια τέλεια θεωρία, αλλά εξηγεί πολλά από όσα παρατηρούμε στην πράξη – από τη γραφειοκρατική αδράνεια ως την πελατειακή πολιτική

Χρήστος Λούκας
Χρήστος Λούκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Τζέιμς Μπιουκάναν και η Θεωρία Δημόσιας Επιλογής
© Kamran Abdullayev For Unsplash+

Η θεωρία της Δημόσιας Επιλογής του Τζέιμς Μπιουκάναν μας διδάσκει ότι η πολιτική είναι ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ ομάδων με αντικρουόμενα συμφέροντα

Στις 3 Οκτωβρίου ο Τζέιμς Μπιουκάναν θα έκλεινε τα 106 χρόνια του. Γεννημένος το 1919 στο Τενεσί των ΗΠΑ σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια κατάφερε, παρά τις αντιξοότητες, να σπουδάσει και να αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα. Η διατριβή του (1948) στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο για τη δημοσιονομική πολιτική στα ομοσπονδιακά κράτη υπήρξε η αφετηρία της θεωρίας της Δημόσιας Επιλογής (Public Choice), που του χάρισε το Νόμπελ Οικονομικών το 1986.

Η κεντρική ιδέα της θεωρίας είναι απλή αλλά ριζοσπαστική: οι άνθρωποι επιδιώκουν τη μέγιστη ωφέλεια όχι μόνο στην αγορά, αλλά και στην πολιτική. Οι ίδιες λογικές κινήτρων που εξηγούν τη συμπεριφορά του επιχειρηματία ή του καταναλωτή ισχύουν και για τον ψηφοφόρο, τον γραφειοκράτη ή τον πολιτικό. Ο Μπιουκάναν και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι η οικονομική ανάλυση μπορεί να εφαρμοστεί στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, αποκαλύπτοντας πώς τα ατομικά κίνητρα συχνά παράγουν συλλογικά παράδοξα.

Ας σκεφτούμε τι σημαίνει αυτό στο παράδειγμα των εκλογών. Εκεί, η ανάλυση εμπλέκει τρεις κατηγορίες δρώντων: ψηφοφόρους, ομάδες συμφερόντων και πολιτικούς. Ο ψηφοφόρος γνωρίζει ότι η μια ψήφος του σπάνια αλλάζει το αποτέλεσμα. Το όφελος της συμμετοχής είναι σχεδόν μηδενικό, ενώ το κόστος πληροφόρησης και αξιολόγησης υψηλό. Ένας αμιγώς ορθολογικός άνθρωπος θα κατέληγε ότι δεν αξίζει να ψηφίσει. Η αποχή είναι εύλογη σε αυτό το πλαίσιο και η «ορθολογική άγνοια» γίνεται κατανοητή: η ενημέρωση κοστίζει περισσότερο απ’ όσο αποδίδει.

Φυσικά, οι άνθρωποι ψηφίζουν και για λόγους πέρα από το στενό συμφέρον – καθήκον, συναίσθημα, ταύτιση. Αυτό δείχνει και τα όρια της προσέγγισης της δημόσιας επιλογής. Ταυτόχρονα όμως αυτοί οι περιορισμοί έχουν και επεξηγηματική ισχύ. Για παράδειγμα, εξηγούν το γιατί συχνά επιλέγουμε υποψηφίους με κριτήρια άσχετα με την ικανότητά τους: ομορφιά, φήμη, καταγωγή. Όσο κοστοβόρο είναι να αξιολογούμε ορθολογικά, τόσο πιο εύκολα καταφεύγουμε σε συντομεύσεις. Κατά τρόπο παράδοξο, συχνά μας συμφέρει να είμαστε αδαείς.

Σε αντίθεση με τους μεμονωμένους ψηφοφόρους, οι ομάδες συμφερόντων έχουν ισχυρό κίνητρο να ενεργήσουν οργανωμένα. Αγρότες που διεκδικούν επιδοτήσεις, καθηγητές που αντιστέκονται στον ανταγωνισμό των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ή βιομήχανοι που ζητούν χαλαρότερη περιβαλλοντική πολιτική, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν οφέλη («προσόδους») για τη δική τους ομάδα. Δεν έχει σημασία εδώ το ηθικό πρόσημο της επιδίωξης, αλλά το ότι οι ομάδες αυτές κινούνται με λογική συλλογικού συμφέροντος: Ιδρύουν σωματεία, ασκούν πολιτικές πιέσεις, χρηματοδοτούν καμπάνιες και επιδιώκουν να πείσουν τους υπόλοιπους πολίτες να στηρίξουν τη θέση τους – συχνά εκμεταλλευόμενοι την πληροφοριακή αδιαφορία των μαζών.

Πριν κρίνετε αυτή την συμπεριφορά ως ανήθικη, θέλω να κάνω μια σύντομη ερώτηση: Αν το σχολείο του παιδιού σας είχε σοβαρές ελλείψεις, δεν θα πιέζατε τους αρμοδίους να διορθώσουν την κατάσταση, ακόμη κι αν τα κονδύλια στερούσαν πόρους από άλλα σχολεία με παρόμοιες ή και μεγαλύτερες ανάγκες; Η ανθρώπινη τάση να προασπίζεται κανείς τα άμεσα συμφέροντά του είναι καθολική. Όπως έλεγε ο Μπιουκάναν, η θεωρία της Δημόσιας Επιλογής είναι «πολιτική χωρίς ρομαντισμό».

Οι πολιτικοί, από την πλευρά τους, επιδιώκουν πρώτα να εκλεγούν και ύστερα να παραμείνουν στην εξουσία. Ακόμη κι όσοι έχουν αγνές προθέσεις, χρειάζονται στήριξη από οργανωμένα συμφέροντα, με αντάλλαγμα πολιτικές ευνοϊκές προς αυτά. Έτσι δημιουργείται μια δυναμική που δυσχεραίνει τις μεταρρυθμίσεις: οι ομάδες πιέζουν για περισσότερα, οι πολιτικοί υποκύπτουν για να διατηρήσουν στήριξη. Ταυτόχρονα, οι πολιτικοί έχουν κίνητρο να διευρύνουν τον δημόσιο τομέα, αφού περισσότερος κρατικός έλεγχος σημαίνει περισσότερη επιρροή και ανταμοιβές προς τους πιστούς τους ψηφοφόρους. Χωρίς ισχυρά θεσμικά αντίβαρα, το σύστημα οδηγείται στη διόγκωση του κράτους και στη διαπλοκή πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων.

Βλέπουμε λοιπόν πως οι αυστηρά ορθολογικοί δρώντες, ενδεχομένως με καλές προθέσεις, οδηγούνται σε παράλογες ή επιβλαβείς για το σύνολο αποφάσεις. Η θεωρία της Δημόσιας Επιλογής μάς διδάσκει ότι η πολιτική είναι ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ ομάδων με αντικρουόμενα συμφέροντα. Δεν είναι μια τέλεια θεωρία, αλλά εξηγεί πολλά από όσα παρατηρούμε στην πράξη – από τη γραφειοκρατική αδράνεια ως την πελατειακή πολιτική. Μπορεί να μας κάνει πιο ανεκτικούς στις «παράλογες» συμπεριφορές των άλλων και να μας ωθήσει να εξετάσουμε πιο κριτικά τις δικές μας πολιτικές επιλογές. Πάνω απ’ όλα όμως, μας υπενθυμίζει την ανάγκη ισχυρών θεσμών και συνταγματικών ορίων στην εξουσία. Η ίδια η λογική του πολιτικού παιχνιδιού δημιουργεί κίνητρα για τη συγκέντρωση εξουσίας· μόνο οι θεσμοί μπορούν να τη συγκρατήσουν. 

Όσοι επιθυμούν να εμβαθύνουν, μπορούν να διαβάσουν το Public Choice του Eamonn Butler (εκδ. Φιλελεύθερος), το The Myth of the Rational Voter του Bryan Caplan, ή το κλασικό έργο του Buchanan και του Tullock, The Calculus of Consent – βιβλία που διδάσκουν ότι η ελευθερία και η ευημερία προϋποθέτουν θεσμούς που περιορίζουν την εξουσία. 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY