- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Άννα Μαρία Δρουµπούκη: Η ιστορία του 20ού αιώνα μας έδειξε πού οδηγεί η συλλογική ενοχοποίηση ενός λαού
Μια παρέµβαση που έρχεται µια εποχή έντονων αντιδράσεων και αναταράξεων, µε στόχο να προσφέρει επιστηµονική τεκµηρίωση, κριτικό στοχασµό και έναν ανοιχτό διάλογο
Συνέντευξη με την ιστορικό Άννα Μαρία Δρουμπούκη, με αφορμή τον τόμο που επιμελείται για τον αντισημιτισμό
Η Άννα Μαρία ∆ρουµπούκη ανήκει στη νεότερη γενιά ερευνητριών που µελετούν συστηµατικά τη µνήµη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, την ιστορία της Σοά στην Ελλάδα και τις µορφές µε τις οποίες οι κοινωνίες επεξεργάζονται –ή αποσιωπούν– τα τραύµατά τους. Με διαδροµή που εκτείνεται από τη διατριβή της για τους τόπους µνήµης της Κατοχής, µέχρι τη µεταδιδακτορική της έρευνα για τις γερµανικές αποζηµιώσεις στους Εβραίους της Ελλάδας και τη συνεργασία της µε µουσεία και ερευνητικά κέντρα στη Γερµανία, η δουλειά της επικεντρώνεται στον τρόπο που συγκροτούνται οι δηµόσιες αφηγήσεις γύρω από το παρελθόν.
Μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Βερολίνο, και λίγο πριν πάει για διδασκαλία και έρευνα στο Center for Advanced Genocide Research στο USC των ΗΠΑ, σε ένα από τα σηµαντικότερα διεθνώς κέντρα για τη µελέτη της γενοκτονίας και του Ολοκαυτώµατος, µιλήσαµε μαζί της για κρίσιµα ζητήµατα, όπως η διαφορά ανάµεσα στη «συλλογική ευθύνη» και τη «συλλογική ενοχή», ο ρόλος της γλώσσας στη μνήμη της Σοά, αλλά και οι σύγχρονες εκφάνσεις του αντισηµιτισµού ειδικά µετά την 7η Οκτωβρίου. Η Άννα Μαρία Δρουμπούκη έχει γράψει τα βιβλία «Μνημεία της λήθης - Ίχνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη» (εκδ. Πόλις, 2014) το οποίο είναι εξαντλημένο αλλά πρόκειται να επανεκδοθεί σύντομα σε επαυξημένη μορφή από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος· «Μια ατελείωτη διαπραγμάτευση - Η ανασυγκρότηση των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων και οι γερμανικές αποζημιώσεις, 1945-1961» (εκδ. Ποταμός, 2019)· και αναμένεται η έκδοση της μονογραφίας «“Ήρθαμε στη Γη των Δακρύων”: Εβραίοι της Ελλάδας στην μεταπολεμική Αμερική» από το Επίκεντρο.
Στη συγκεκριμένη θεματική εντάσσεται και ο συλλογικός τόµος που επιµελείται αυτό τον καιρό για τον αντισηµιτισµό στην Ελλάδα, ο οποίος προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον Τύπο και στα social media, και φιλοδοξεί να αποτυπώσει τον τρόπο µε τον οποίο µιλάµε για τους Εβραίους και το Ισραήλ σήµερα, τις λέξεις, τις εικόνες, τα στερεότυπα και τους µηχανισµούς που διαµορφώνουν τον δηµόσιο λόγο. Πρόκειται για µια παρέµβαση που έρχεται µια εποχή έντονων αντιδράσεων και αναταράξεων, µε στόχο να προσφέρει επιστηµονική τεκµηρίωση, κριτικό στοχασµό και έναν ανοιχτό διάλογο γύρω από ένα φαινόµενο που καθορίζει τη συλλογική µας συνείδηση.
— Αν πας στο Βερολίνο το βλέπεις, ότι είναι «τόπος μνήμης». Από το πρόσφατο ταξίδι σου έκανες μια ανάρτηση για τις πινακίδες που απαριθμούν τα ζοφερά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ότι είναι εκεί μπροστά σου, ανέγγιχτες, να υπενθυμίζουν τι προηγήθηκε. Σχολιάζεις ότι εκεί δεν βλέπεις πουθενά βεβηλωμένα μνημεία της Σοά, προφανώς κάνοντας μια σύγκριση με την Ελλάδα. Αλλά θα ήθελα να μας πεις και γιατί προτιμάς τον συγκεκριμένο όρο.
Τα τελευταία δέκα χρόνια ζω ανάμεσα σε δύο χώρες και δύο τρόπους μνημόνευσης, τόσο αντιθετικούς μεταξύ τους που μερικές φορές μοιάζει σχεδόν σχιζοφρενικό. Στο Βερολίνο, η μνήμη είναι δημόσια, πανταχού παρούσα αλλά ανέγγιχτη· κάθε πινακίδα, κάθε πέτρα θυμίζει τους απόντες χωρίς φλυαρία, χωρίς επίδειξη, με μια σιωπηρή απαίτηση σεβασμού. Η μνήμη είναι δημόσια υποδομή: περπατάς και σκοντάφτεις σε πέτρες μνήμης (Stolpersteine στα γερμανικά), διαβάζεις ονόματα σε πλατείες, βλέπεις πινακίδες που δεν ζητούν τίποτα, απλώς σε δεσμεύουν απέναντι στο παρελθόν. Αυτό λέει ότι η κοινωνία έχει αποδεχθεί πως αυτά τα ίχνη είναι συλλογικό βάρος, όχι διακοσμητικά.
Στην Ελλάδα, συχνά το ίχνος γίνεται στόχος. Ο βανδαλισμός μνημείων της Σοά και εβραϊκών νεκροταφείων, ειδικά στην τωρινή δυστοπική συγκυρία, δεν είναι απλώς πράξη αγραμματοσύνης – ή, έστω, ημιμάθειας· δείχνει πόσο δύσκολα εντάσσεται και εγκλωβίζεται η ιστορία των Εβραίων της Ελλάδας στην εθνική αυτοεικόνα και στο εθνικό αφήγημα. Όταν η κυρίαρχη αφήγηση είναι «εμείς ως θύματα» διαχρονικά, ό,τι υπενθυμίζει τη δική μας εμπλοκή, αδράνεια ή συνενοχή, γίνεται ενοχλητικό.
Στο Βερολίνο κάθε πινακίδα, κάθε πέτρα θυμίζει τους απόντες χωρίς φλυαρία, με μια σιωπηρή απαίτηση σεβασμού
Γι’ αυτό και με αφορά η γλώσσα: προτιμώ «Σοά» από «Ολοκαύτωμα». Το «Ολοκαύτωμα» σέρνει πίσω του μια ιδέα θυσίας. «Σοά» σημαίνει στα εβραϊκά Καταστροφή, αφανισμός, χωρίς καμία εξιλέωση. Είναι πιο ακριβές, πιο ηθικά ειλικρινές. Οι Εβραίοι δεν θυσιάστηκαν από δική τους βούληση· τους εξολόθρευσαν επειδή ήταν Εβραίοι, τελεία και παύλα. Πρόκειται για μια πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας αντι-ανθρώπινη λογική: δεν εξοντώθηκαν λόγω πράξεων ή πολιτικών επιλογών· θάφτηκαν στην κατηγορία «ως Εβραίοι», δηλαδή ως συλλογικότητα, μόνο για την ταυτότητά τους, θρησκευτική, φυλετική, πολιτισμική. Δεν υπήρχε τρόπος αθώωσης ή εξαίρεσης, παρά μόνο ο πλήρης αφανισμός. Γι’ αυτό και ο αντισημιτισμός φάνταζε πάντοτε στα μάτια μου ο πιο ανορθολογικός, μεταφυσικός και βδελυρός τρόπος διάκρισης· τον απεχθάνομαι όχι μόνο ως ιστορικό φαινόμενο, αλλά και ως ηθική παραβίαση που συνεχίζει να επηρεάζει τον δημόσιο λόγο και τη συλλογική μας συνείδηση.
— Ως ερευνήτρια ιστορικός ασχολείσαι εδώ και πολλά χρόνια με τη συλλογική μνήμη στην ιστορία και ειδικότερα με τη γενοκτονία των Εβραίων της Ελλάδας. Στην πρόσκληση που απηύθυνες για τον συλλογικό τόμο με θέμα τον σύγχρονο αντισημιτισμό μετά την 7η Οκτώβρη περιγράφεις το σκεπτικό σου. Μπορείς να μας το εξηγήσεις;
Η 7η Οκτώβρη δεν γέννησε κάτι εκ του μηδενός· λειτούργησε ως καταλύτης. Έκανε ορατό αυτό που υπήρχε υπόγεια: στερεότυπα που επιβιώνουν διαρκώς επειδή η κοινωνία μας δεν τα έχει πραγματικά σκεφτεί – πόσο μάλλον επεξεργαστεί. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, είδαμε να επιταχύνεται ένα μείγμα «παλαιών» και «νέων» μοτίβων: ο συνωμοσιολογικός αντισημιτισμός του «ελέγχου» και του «πλούτου»· ο μεταπολεμικός αντισημιτισμός του «ας τελειώνουμε με την εβραϊκή μονοπωλιακή μνήμη» που ανακυκλώνει ξεπερασμένες και προβληματικές θεωρίες, όπως του Norman Finkelstein που είχε την τιμητική του στο ελληνικό Facebook ως σημείο αναφοράς· και ο σύγχρονος, αριστερός αντισημιτισμός που βαφτίζεται συχνά απλώς «πολιτική στάση», ως «αντισιωνισμός» και αναπαράγει, μεταξύ πολλών άλλων, την ξεπερασμένη και απορριφθείσα «θεωρία των Χαζάρων» του Arthur Koestler, και χρησιμοποιήθηκε πολιτικά για να υπονομεύσει τη νομιμότητα του εβραϊκού δεσμού με τη γη του Ισραήλ. Ενδεικτικό είναι ότι είδαμε αυτή τη θεωρία να επανέρχεται ακόμη και σε δημόσιες αναρτήσεις πανεπιστημιακών στο Facebook. Αυτή η τελευταία έκφανση του αντισημιτισμού είναι η πιο ύπουλη, γιατί μιλά τη γλώσσα των δικαιωμάτων αλλά αναπαράγει και διαιωνίζει συλλογικές δαιμονοποιήσεις.
Η 7η Οκτώβρη έκανε ορατό αυτό που υπήρχε υπόγεια: στερεότυπα που επιβιώνουν διαρκώς επειδή η κοινωνία μας δεν τα έχει πραγματικά σκεφτεί
— Να μείνουμε λίγο στη φράση που ακούμε όλο και πιο συχνά τελευταία: «Εγώ δεν είμαι αντισημίτης, είμαι αντισιωνιστής».
Η φράση «δεν είμαι αντισημίτης, είμαι αντισιωνιστής» είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του σύγχρονου αριστερού αντισημιτισμού, κι ας το αρνούνται με περίτεχνα κείμενα και ποστς. Ακούγεται «λογικό», αλλά στην πράξη τι σημαίνει; Ότι οι Ισραηλινοί, ως σύνολο, είναι το απόλυτο κακό. Ότι το ίδιο το κράτος του Ισραήλ είναι μια συλλογική ενοχή. Αλλά η συλλογική ενοχή είναι ένα επικίνδυνο μοτίβο: έχουμε δει πού οδηγεί ιστορικά. Αντί να κρίνεις κυβερνήσεις, πολιτικές, πρόσωπα, φορτώνεις την ευθύνη σε ολόκληρους λαούς.
Πρόσφατα διάβασα εκ νέου ένα πολύ βασικό βιβλίο για την κατανόηση του Ισραήλ, κάτι που, δυστυχώς, οι περισσότεροι δεν κάνουν: δεν ενημερώνονται, δεν διαβάζουν, και συχνά περιορίζονται σε μονοδιάστατες ή μονοφωνικές αφηγήσεις. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια, και αξίζει κανείς να τη γνωρίζει για να μιλήσει με ακρίβεια. Στο βιβλίο λοιπόν «Israel and the Family of Nations: The Jewish Nation-State and Human Rights», ο Alexander Yakobson και ο Amnon Rubinstein περιγράφουν σκωπτικά ότι ο Σιωνισμός μοιάζει με αποικιοκρατική κίνηση, αλλά μόνο επιφανειακά. Στην πραγματικότητα, δεν είχε τα βασικά χαρακτηριστικά μιας αποικιοκρατίας, έτσι όπως ορίζεται στη βιβλιογραφία: δεν υπήρχε οικονομικό κίνητρο, οι έποικοι δεν συμμετείχαν σε εκμετάλλευση γης ή ανθρώπων, και οι μετανάστες δεν προέρχονταν από αποικιοκρατική «μητέρα-χώρα». Αντίθετα, είχαν ιστορικούς δεσμούς με τη γη του Ισραήλ και στόχος τους ήταν η εθνική ανεξαρτησία. Οι Εβραίοι, μετά από αιώνες διωγμών, έψαχναν καταφύγιο και ασφάλεια για τον λαό τους. Η επιδίωξη ήταν η δημιουργία ασφαλούς πατρίδας για τον εβραϊκό λαό, επομένως ο Σιωνισμός ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, ένα πρότζεκτ σωτηρίας των Εβραίων, που για αιώνες και με την κορύφωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν εγκαταλειφθεί από πλείστες όσες χώρες. Η ανάλυση αυτή αποδομεί την εύκολη αντισιωνιστική αφήγηση ότι το Ισραήλ είναι «αποικιοκρατικό» και δείχνει πόσο σημαντικό είναι να μιλάμε με γνώση και ακρίβεια, αντί για συνθήματα και προκαταλήψεις.
Η συλλογική ενοχή είναι ένα επικίνδυνο μοτίβο: έχουμε δει πού οδηγεί ιστορικά. Αντί να κρίνεις κυβερνήσεις, πολιτικές, πρόσωπα, φορτώνεις την ευθύνη σε ολόκληρους λαούς.
Μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Σιωνισμό για πολλά, για επιλογές, για πολιτικές, για λάθη, αλλά δεν μπορούμε να τον καταργήσουμε. Είναι ένα πολυποίκιλο φαινόμενο, που εκφράζεται πολιτικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά, με διαρκείς διαφοροποιήσεις ανά ιστορική συγκυρία και ιδεολογική κατεύθυνση. Είναι κάτι παραπάνω από μια ιδεολογία ή ένα πολιτικό κίνημα: είναι η απάντηση ενός λαού που για αιώνες περιφρονήθηκε, καταδιώχθηκε και απαρνήθηκε από τον κόσμο, και που προσπάθησε να δημιουργήσει μια ασφαλή πατρίδα για την επιβίωσή του. Η προσπάθεια να τον ακυρώσουμε είναι, στην ουσία, μια άρνηση της ίδιας της ιστορίας και της πραγματικότητας της επιβίωσης ενός ολόκληρου πληθυσμού. Και η Δύση, που καταδίωξε, απαρνήθηκε και κατέδωσε τους Εβραίους της, κουβαλά ένα ένοχο παρελθόν.
— Ενώ λοιπόν στη θεωρία, μπορείς να κρίνεις τον Σιωνισμό ως ιστορικό/πολιτικό κίνημα, στην πράξη;
Στην πράξη η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει τις τρεις αυτές επικίνδυνες μετατοπίσεις: από την κριτική πολιτικών σε δαιμονοποίηση ενός κράτους ως «εκ φύσεως» παράνομου· από την κριτική μιας κυβέρνησης στη συλλογική ενοχοποίηση ενός λαού· κι από το «τι παράγει αυτή η πολιτική» στο «τι είναι αυτοί οι άνθρωποι». Εκεί χάνεται το όριο και αρχίζει ο αντισημιτισμός, ντυμένος με την πιο «in» και trendy μορφή στους κόλπους της Αριστεράς, δηλαδή με τον αντισιωνισμό που παρουσιάζεται ως ηθικά ορθή και ενάρετη στάση, αλλά στην πραγματικότητα κρύβει την ίδια τη διάκριση και την εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους.
Το καταλαβαίνεις όταν εφαρμόζονται δύο μέτρα και σταθμά, δηλαδή ζητούνται από το κράτος του Ισραήλ πράγματα που δεν ζητούνται από καμία άλλη χώρα· όταν γίνεται «απονομιμοποίηση», το δικαίωμα δηλαδή ύπαρξης τίθεται σε διαπραγμάτευση, και όταν υπάρχει «δαιμονοποίηση» και απόδοση ενός μεταφυσικού κακού σε ολόκληρο λαό. Αυτά δεν είναι απλώς εντάσεις της ρητορικής· είναι ενδείκτες μίσους. Φτάνουμε σε δημοσιεύσεις στα ΜΚΔ επιφανών προσώπων της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και ευρύτερα της Αριστεράς, που ζητούν την εκκένωση του Ισραήλ από τους Εβραίους. Δηλαδή, στην ουσία, την κατάργηση ενός κράτους, ενός λαού, του πολιτισμικού του πλαισίου και της συνολικής του ύπαρξης. Πόσο διαφέρει αυτό από τις κραυγές που υψώθηκαν λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ; Είναι τρομακτικό – και η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, θλιβερή.
— Είναι πρωτόγνωρη η ευκολία που αποδίδεται στις μέρες μας συλλογική ενοχή σ’ έναν ολόκληρο λαό. Μπορείς να μας βοηθήσεις να σκεφτούμε πώς λειτουργεί η «συλλογική ενοχή» και πού οδηγεί;
Η «συλλογική ενοχή» είναι ένα κρίσιμο σημείο. Η ενοχή είναι νομικό και ηθικό μέγεθος: ανήκει σε πρόσωπα, όχι σε έθνη. Μπορούμε να μιλάμε για συλλογική ευθύνη, δηλαδή για θεσμούς, κουλτούρες, εκλογικές επιλογές, αλλά το άλμα στην ενοχή ενός συνόλου είναι πάντα το πρώτο σκαλί προς τον στιγματισμό και την τιμωρητική βία.
Η ιστορία του 20ού αιώνα μάς έδειξε επανειλημμένα πού οδηγεί η ιδέα ότι «οι τάδε, ως τέτοιοι, φέρουν ενοχή». Για παράδειγμα, η μεταπολεμική (δυτική) Γερμανία έδειξε ότι η ιδέα της «συλλογικής ενοχής» δεν οδηγεί σε βιώσιμη αυτοκατανόηση: η ενοχή έμεινε στο επίπεδο των ατόμων, ποτέ δεν έγινε αποδεκτό ότι «όλοι οι Γερμανοί» έφεραν ενοχή. Αυτό που σταδιακά επικράτησε ήταν η έννοια της συλλογικής ευθύνης – δηλαδή η υποχρέωση του κράτους, των θεσμών και της κοινωνίας να αναμετρηθούν με το παρελθόν, να αποζημιώσουν, να θυμούνται, να εκπαιδεύουν. Έτσι, η γερμανική εμπειρία δείχνει ότι η γενίκευση της ενοχής σε ένα σύνολο είναι αδιέξοδη, ενώ η ανάληψη ευθύνης μπορεί να γίνει δημιουργική δύναμη δημοκρατικής εγρήγορσης.
To αυτονόητο, λοιπόν, χρειάζεται διαρκή υπενθύμιση: το να υπερασπίζεσαι την ασφάλεια των Εβραίων και το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ δεν σε κάνει απολογητή μιας κυβέρνησης. Η κοινωνία του Ισραήλ είναι πλουραλιστική, συγκρουσιακή, με ισχυρές δημοκρατικές αντιστάσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που διαδηλώνουν εναντίον κυβερνήσεών τους εδώ και χρόνια, ακόμη και σε πολεμική συνθήκη. Υπάρχουν όμηροι που παραμένουν εντελώς αόρατοι στον δημόσιο λόγο – κι όμως η τύχη τους είναι ηθικό τεστ για όλους. Και, ναι, υπάρχει μια παλαιστινιακή τραγωδία που δεν γίνεται να περιθωριοποιείται. Αν δεν μπορούμε να κρατήσουμε ταυτόχρονα αυτές τις αλήθειες, τότε ο λόγος μας δεν είναι ηθικός· είναι στρατευμένος.
Το να υπερασπίζεσαι την ασφάλεια των Εβραίων και το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ δεν σε κάνει απολογητή μιας κυβέρνησης
— Τι σε οδήγησε να τοποθετήσεις ως ορόσημο την 7η Οκτώβρη – τη μέρα που η Χαμάς εισέβαλε και κατέσφαξε τους Ισραηλινούς πολίτες;
Η αλήθεια είναι ότι τον σκεφτόμουν καιρό, αλλά η 7η Οκτώβρη λειτούργησε σαν καταλύτης. Το επόμενο διάστημα, αλλά ειδικά το 2025 –και εδώ αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί αυτό το αντιεβραϊκό ξέσπασμα συμβαίνει ειδικά φέτος– είδαμε συνθήματα, αναρτήσεις, κείμενα, που θύμιζαν πιο πολύ τη δεκαετία του ’30 παρά το 2025. Ο τόμος είναι μια προσπάθεια να τεκμηριώσουμε επιστημονικά αυτό το φαινόμενο, να το βάλουμε σε ένα πλαίσιο και να πούμε: κοιτάξτε, αυτό συμβαίνει εδώ και τώρα στην Ελλάδα, και δεν μπορούμε να κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε.
Η εκδήλωση αντισημιτισμού με χίλιους δυο τρόπους, μετά την ισραηλινή στρατιωτική επέμβαση στη Λωρίδα της Γάζας, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το μακελειό της Χαμάς και η βία που ασκεί απέναντι στον πληθυσμό που υποτίθεται ότι προστατεύει, αποκαλύπτουν μια υποκρισία και μια κυνικότητα που η Δύση φαίνεται να αγνοεί κατάδηλα. Η πλήρης εικόνα απαιτεί να αναγνωρίσουμε με σαφήνεια ποιος ασκεί βία στο όνομα ποιου και σε ποιους. Η παράλειψη αυτής της διάκρισης δημιουργεί κενά που παραπλανούν και δυσχεραίνουν μια δίκαιη, συγκροτημένη αξιολόγηση των εξελίξεων. Η Χαμάς δεν είναι μια αντιπολιτευτική οργάνωση· είναι ένας μηχανισμός βίας που στρέφεται κατά των ίδιων ανθρώπων που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί. Το μακελειό που προκαλεί, η συστηματική τρομοκρατία και ο εκβιασμός του πληθυσμού, για τα οποία δεν μιλάμε ποτέ, αποκαλύπτουν μια κυνικότητα που δεν επιτρέπει καμία συγχώρεση ή αποσιώπηση. Η βία της Χαμάς δεν είναι αποτέλεσμα «συγκυριών» αλλά επιλογή στρατηγικής, και η υποτιθέμενη αγωνιστική ρητορική της καταρρέει μπροστά στα δικά της εγκλήματα ενάντια στους ανθρώπους της Γάζας. Η παράλειψη αυτής της πραγματικότητας δεν είναι απλώς λάθος· είναι μια επικίνδυνη αδυναμία να δούμε τα γεγονότα όπως είναι.
— Τα βίντεο από τα κιμπούτς και το φεστιβάλ Νόβα, που κυκλοφόρησαν αυτές τις μέρες, με τις εν ψυχρώ δολοφονίες ανδρών, γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων, πέρα από κάθε αρρωστημένη φαντασία, υπενθυμίσουν με τον πιο σκληρό τρόπο πώς ξεκίνησε όλο αυτό.
Τα βίντεο από τα κιμπούτς και το φεστιβάλ Νόβα που βγήκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα μετά από τόσο καιρό, αποτελούν αδιαμφισβήτητες πηγές για την κατανόηση της πρακτικής βίας της Χαμάς. Απεικονίζουν όχι απλώς μια στιγμιαία κλιμάκωση σύγκρουσης, αλλά μια συστηματική πρακτική επιβολής τρόμου, η οποία στοχεύει στον ίδιο τον άμαχο πληθυσμό και αποκαλύπτει τη λογική του μηχανισμού βίας: ο φόβος και η καταστροφή γίνονται εργαλεία ελέγχου και στρατηγικής κυριαρχίας. Η εν ψυχρώ δολοφονία μη οπλισμένων πολιτών με ειρηνικές δράσεις στο παρελθόν, ανδρών, γυναικών και παιδιών, δεν είναι μια «αποτυχία στρατηγικής» ή παρενέργεια συγκρούσεων· είναι έκφραση της ίδιας της δομής της οργάνωσης.
Παράλληλα, στον δημόσιο λόγο της Δύσης παρατηρείται ένα φαινόμενο «αγιοποίησης» της Χαμάς, που τροφοδοτείται από ένα διάχυτο αντιδυτικισμό - αντιαμερικανισμό και την ψευδεπίγραφη ανάγνωση των γεγονότων: η οργάνωση παρουσιάζεται ως αντιστασιακή, με σύμβολο τον «αρρενωπό αντιαποικιοκράτη Άραβα μαχητή» απέναντι σε μια σάπια, αποικιοκρατική Δύση που εκπροσωπείται από το Ισραήλ, ενώ η βία της Χαμάς, η καταπίεση και η υποκρισία της αγνοούνται ή ερμηνεύονται με ιδεολογικούς όρους. Αυτό το σχήμα σκέψης λειτουργεί ως ψευδο-ηθικό δίλλημα, που επιτρέπει σε μέρος της δυτικής κοινής γνώμης να εκθειάζει έναν μηχανισμό βίας χωρίς να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα των θυμάτων της – κυρίως των ίδιων των Παλαιστινίων που υποτίθεται ότι «εκπροσωπεί».
Με άλλα λόγια, η συστηματική παραποίηση ή αποσιώπηση της στρατηγικής βίας της Χαμάς και η ιδεοληπτική «αγιοποίησή» της δεν είναι μόνο ιστορικά και ηθικά παραπλανητικά· αποδυναμώνουν τη δυνατότητα της διεθνούς κοινότητας να κατανοήσει τη δυναμική της σύγκρουσης και να αξιολογήσει δίκαια τα γεγονότα.
— Γιατί, λοιπόν, ένας τόμος για τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα τώρα;
Επειδή η έρευνα έχει καθήκον να αποτυπώνει το παρόν πριν παγώσει σε μύθο, θέλω να χαρτογραφηθεί συστηματικά πώς μιλάμε, πού μιλάμε, με ποιους κώδικες μιλάμε για τους Εβραίους και το Ισραήλ μετά την 7η Οκτώβρη. Τι είναι τελικά ο αριστερός αντισημιτισμός που είναι τόσο ταμπού στη δημόσια συζήτηση, σε σημείο οι κραυγές να υπερισχύουν των επιχειρημάτων. Γιατί ο αντισιωνισμός έχει μετατραπεί σε ηθική ταυτότητα των «ενάρετων» αντιαποικιοκρατών της Δύσης, οι οποίοι αγνοούν τα βασικά για την τόσο πολύπλοκη ιστορία του σιωνιστικού κινήματος αλλά και της ιστορίας συνολικότερα της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης;
Θέλω να ακουστούν πολλαπλές φωνές: ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, νομικοί, ειδικοί στα ΜΜΕ, εκπαιδευτικοί, απόγονοι της Σοά πρώτης και δεύτερης γενιάς. Να δούμε δεδομένα (λεκτικά πεδία, εικόνες, memes, συνθήματα), να φωτίσουμε μηχανισμούς (πλατφόρμες, αλγορίθμους, δίκτυα), να αναλύσουμε παραδόσεις (θρησκευτικές, εθνικές, πολιτικές) που τροφοδοτούν το φαινόμενο. Είμαι χαρούμενη και ευγνώμων που ήδη έχω στα χέρια μου εξαιρετικά κείμενα, τα οποία θα συνθέσουν έναν τόμο απαραίτητο για τη συγκυρία που βιώνουμε.
— Θα ήθελες να μας μιλήσεις για τη στοχοποίηση που δέχθηκες με αφορμή αυτή την πρωτοβουλία σου, στο πλαίσιο των ακαδημαϊκών σου ενδιαφερόντων; Τι μας λέει για την ακαδημαϊκή ελευθερία στην Ελλάδα και για την ελευθερία στον δημόσιο λόγο γενικότερα;
Αυτό που μας λέει είναι ότι υπάρχει σήμερα μια πίεση για ιδεολογική συμμόρφωση: αν ερευνάς τον αντισημιτισμό, τότε «παίρνεις το μέρος του Ισραήλ»· αν μιλάς για τις δολοφονίες ομήρων ή των ανθρώπων στα κιμπούτς εκείνη την ημέρα, τότε κάνεις «προπαγάνδα». Αυτό δεν είναι απλώς ζήτημα ακαδημαϊκής ελευθερίας, είναι πράγματι ζήτημα ελευθερίας λόγου. Το πανεπιστήμιο θα έπρεπε να είναι ο χώρος όπου ακριβώς αυτά τα δύσκολα θέματα μπορούν να τεθούν χωρίς φόβο.
Ζούμε μια συρρίκνωση: η δημόσια σφαίρα γίνεται πεδίο επιβολής ορθοδοξιών. Αν δεν μιλήσεις με τους κώδικες της «σωστής πλευράς», κατηγορείσαι για προπαγάνδα. Η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν είναι προνόμιο επαγγελματικό· είναι θεσμική προϋπόθεση για να παράγεται αλήθεια. Και η ελευθερία του λόγου δεν κρίνεται όταν συμφωνούμε, αλλά όταν κάποιος λέει αυτό που μας δυσκολεύει.
Στην περίπτωσή μου δεν υπήρξε μόνο αλύπητη δολοφονία χαρακτήρα στα ΜΚΔ, αλλά και διακοπή συνεργασίας με ελληνικό πανεπιστήμιο, ύστερα από μια σειρά επιθετικών και ανάρμοστων μηνυμάτων από καθηγητή με τον οποίο συνεργαζόμουν, ο οποίος διαφωνούσε κάθετα με την απόφασή μου να βγάλω αυτόν τον τόμο. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι θα δέχτηκε και συγχαρητήρια για τη στάση του – γιατί σε αυτούς τους καιρούς ζούμε. Στην πορεία χάθηκαν στενοί φίλοι, συνεργάτες ετών δεν επικοινώνησαν μαζί μου, και από την ακαδημαϊκή κοινότητα, πλην λαμπρών εξαιρέσεων, σιωπή.
Ομολογώ όλη αυτή η ιστορία με βρήκε απροετοίμαστη. Για περίπου δύο μήνες δεν σταμάτησαν τα ποστ, τα μηνύματα, οι απειλές, τα άρθρα και οι συκοφαντίες. Έφτασα να μη θέλω να ανοίξω τα ΜΚΔ το πρωί, γιατί δεν ήξερα ποια επόμενη συκοφαντία θα με περίμενε. Και όλα αυτά επειδή ανακοίνωσα την έκδοση ενός τόμου για τον αντισημιτισμό. Στη λάσπη προστέθηκαν και κατηγορίες περί «χαμένων πανεπιστημιακών θέσεων». Ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη και συγκλονιστική, που με δοκίμασε σε βάθος και με έφερε πραγματικά στα όριά μου. Και να σκεφτεί κανείς πως το πιο ευφάνταστο σχόλιο που κυκλοφόρησε –και με κάνει ακόμη να γελάω– ήταν ότι διαθέτω διαμέρισμα στο Τελ Αβίβ με θέα τη θάλασσα.
— Όλη αυτή η ιστορία είναι ενδεικτική και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τελικά τα social media – απόλυτα διχαστικά και ενίοτε ανθρωποφαγικά, αν παρεκκλίνεις από τον κυρίαρχο λόγο.
Τα social media κάνουν πράγματι την κατάσταση χειρότερη. Λειτουργούν σαν ένας ενισχυτής φωνών που θέλουν να φιμώσουν τις αντίθετες, νηφάλιες φωνές. Ένα κείμενο μπορεί να κριθεί, να συζητηθεί· στο X ή στο Facebook ή στο Tik Tok όμως γίνεται καταγγελία, στήσιμο στον τοίχο, καμπάνια. Και εκεί βλέπεις επίσης πόσο έχει αλλάξει το τοπίο: ενώ πάντα είχαμε στο μυαλό μας τον αντισημιτισμό σαν «προνόμιο» της ακροδεξιάς, τώρα μεγάλο κομμάτι του έρχεται από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται αριστεροί, προοδευτικοί. Κι εκεί υπάρχει το παράδοξο: ενώ μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα, υιοθετούν στερεότυπα που είναι βγαλμένα από τον πιο παλιό αντισημιτισμό. Το ξέρω καλά αυτό, γιατί κι εγώ από αυτόν τον χώρο προέρχομαι – γι’ αυτό με πονάει περισσότερο να το βλέπω.
— Άννα Μαρία, τι χαρακτηρίζει τον σημερινό αντισημιτισμό και γιατί πιστεύεις ότι είναι επικίνδυνος;
Αυτό που παρατηρείται σήμερα στην Ελλάδα, προφανώς δεν είναι ένας κρατικός αντισημιτισμός· είναι ένας αντισημιτισμός της κοινωνίας των πολιτών, αυτό που ο Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ αποκαλεί «εβραιοφοβία παρενόχλησης», η οποία μπορεί να κατευθυνθεί ενάντια σε κάθε Έλληνα και μη πολίτη ο οποίος αναγνωρίζεται ως Εβραίος ή Ισραηλινός στον δημόσιο χώρο και ενάντια σε κάθε συμβολικό τόπο, συναγωγές, εβραϊκά νεκροταφεία, εβραϊκά σχολεία. Μετά την 7η Οκτώβρη ήταν σαν να δόθηκε το σύνθημα: «τώρα επιτρέπεται να πεις ό,τι σκεφτόσουν για τους Εβραίους και είχες συστολές να εκφράσεις». Κι εκεί βγήκαν όλα τα στερεότυπα: ότι «οι Εβραίοι ελέγχουν τα ΜΜΕ», ότι «οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και κερδοσκόποι», ότι «δεν είναι ποτέ θύματα αλλά πάντα θύτες, γενοκτόνοι, δολοφόνοι παιδιών κλπ». Κι όταν αυτά επαναλαμβάνονται, ακόμη και χωρίς κακή πρόθεση, γινόμαστε μέρος ενός μηχανισμού που ιστορικά οδήγησε σε πογκρόμ, σε διακρίσεις, τελικά στη Σοά.
Αυτό είναι που κάνει τον σημερινό αντισημιτισμό τόσο επικίνδυνο: δεν είναι μόνο ρητορική, είναι συνέχεια μιας πολύ βαριάς ιστορίας. Γι’ αυτό και η αληθινή αντίσταση δεν είναι να φωνάξουμε πιο δυνατά, αλλά να μιλήσουμε πιο αργά, πιο σιγανά· με τεκμήρια, με πηγές, με λέξεις που αντέχουν στον έλεγχο. Χωρίς τις εύκολες βεβαιότητες και τις απόλυτες καθετότητες που τόσο απλόχερα μοιράζουν οι σχολιαστές ένθεν και ένθεν, εκ δεξιών και εξ αριστερών.
Να πω εδώ ότι μετά την 7η Οκτωβρίου παρατηρείται έντονη όξυνση των πολιτικών εργαλειοποιήσεων του ζητήματος και από τον χώρο που ιστορικά και διαχρονικά αποτέλεσε βασικό φορέα αναπαραγωγής αντισημιτικών λόγων και πρακτικών: την ελληνική και τη διεθνή ακροδεξιά. Η δαιμονοποίηση του ισλαμισμού, η προσφυγή σε όρους όπως ο «ισλαμοναζισμός», η άνευ όρων υποστήριξη του κράτους του Ισραήλ και η εντυπωσιακή μετάβαση της ακροδεξιάς από ρητορικές αντισημιτισμού σε φιλοϊσραηλινές τοποθετήσεις συνιστούν όψεις του ίδιου φαινομένου πολιτικής εργαλειοποίησης, πρωτόγνωρης σε ένταση και έκταση. Οι συγκεκριμένες στρατηγικές δεν είναι πολιτικά ουδέτερες, συνιστούν σαφείς ενδείξεις ιδεολογικής εργαλειοποίησης. Το βλέπουμε στην Ελλάδα με τις όψιμες δηλώσεις μετανοίας πολιτικών της Δεξιάς, που κάποτε διάβαζαν εντυπωσιασμένοι τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και σήμερα επισκέπτονται το Εβραϊκό Μουσείο στην Αθήνα. Θέλει μεγάλη προσοχή συνολικά όλο αυτό.
Βλέπουμε επίσης ότι επανέρχεται ακόμα και ο αρχαίος αντιεβραϊκός λίβελος, τώρα πυροδοτούμενος από βιντεάκια στο TikTok που δείχνουν δολοφονίες παιδιών, συνοδευόμενα από κατηγορίες ότι οι Εβραίοι για τέτοια ήταν πάντοτε ικανοί. Είναι σαν να άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου: ο ριζωμένος αντισημιτισμός, που πάντα υπήρχε σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ξεχύνεται τώρα δριμύτερος.
Και για τις προβλεπόμενες επιθέσεις που θα ακολουθήσουν –περί δήθεν άρνησης αναγνώρισης των φόνων παιδιών– θέλω να διευκρινίσω: αρνούμαι πλέον να εισάγω κάθε τοποθέτηση για τη Γάζα με δηλώσεις τύπου «είμαι κατά του Νετανιάχου». Δεν πρόκειται να προεξοφλώ την κριτική ούτε να αναλώνομαι σε αυτοαπολογητικές διατυπώσεις απέναντι σε οποιονδήποτε.
— Να σημειώσουμε βέβαια ότι όλη αυτή η έκρηξη αντισημιτισμού δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, τη βλέπουμε διεθνώς και μάλιστα να παίρνει και θεσμικές μορφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι πανεπιστημιακά ιδρύματα να καταργούν προγράμματα σπουδών για το Ολοκαύτωμα – κάτι που μοιάζει αδιανόητο. Πώς το ερμηνεύεις;
Mόλις σήμερα διάβασα επιστολή του διαπρεπούς ιδρύματος Holocaust Educational Foundation του Northwestern University προς το πανεπιστήμιο του Όρεγκον, με την οποία η HEFNU καλεί το πανεπιστήμιο να αναθεωρήσει την απόφασή του να καταργήσει το πρόγραμμα Σπουδών Ολοκαυτώματος. Η HEFNU υπενθυμίζει ότι η ιστορική διαστρέβλωση και άρνηση της Σοά είναι μορφές αντισημιτισμού που υπονομεύουν την αλήθεια και την ακαδημαϊκή έρευνα, και τονίζει πόσο κρίσιμο είναι τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να παραμένουν στην πρώτη γραμμή της εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι ακόμα και σε χώρες με πλούσια παράδοση στις Σπουδές του Ολοκαυτώματος (Holocaust Studies) και ισχυρή ακαδημαϊκή υποδομή όπως η Αμερική, η προσπάθεια για διατήρηση της μνήμης της Σοά και της επιστημονικής τεκμηρίωσης συναντά δυσκολίες. Επιβεβαιώνει ότι η μάχη για την αλήθεια, την εκπαίδευση και την επιστημονική ακεραιότητα δεν είναι ποτέ δεδομένη και απαιτεί συνεχή προσπάθεια, κάτι που βλέπουμε και στην ελληνική πραγματικότητα, όπου η έλλειψη σοβαρής ενημέρωσης και πολυφωνίας αφήνει χώρο για παραμορφώσεις και ιδεολογικές ταμπέλες.
Τέλος, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι σε όλη αυτή την ιστορία αναδύεται μια βαθιά γλωσσική, επιστημονική και ακαδημαϊκή ανεντιμότητα, ιδιαίτερα στη διανόηση της Δύσης και, δυστυχώς, στη χώρα μας. Τελικά, για μένα όλο αυτό είναι θέμα ευθύνης. Αν θέλουμε να σταθούμε απέναντι στη βία και τον κυνισμό της εποχής, δεν αρκεί να «παίρνουμε θέση». Οφείλουμε να παίρνουμε θέση με ακρίβεια. Να λέμε «Σοά» όταν εννοούμε καταστροφή, να μιλάμε για αντισημιτισμό όταν διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά του, να υπερασπιζόμαστε τους πολίτες όλων των πλευρών από τη λογική της συλλογικής ενοχής, να διεκδικούμε πανεπιστήμιο και δημόσιο χώρο που αντέχουν τον δύσκολο λόγο, χωρίς δομικούς αποκλεισμούς, αυλές και κλίκες.
Αν κάτι έμαθα ζώντας ανάμεσα σε Αθήνα και Βερολίνο είναι ότι οι πόλεις δεν θυμούνται από μόνες τους· τις βοηθάμε ή τις εμποδίζουμε. Και ο τρόπος που μιλάμε, οι λέξεις που διαλέγουμε, τα όρια που δεν περνάμε, είναι το πρώτο μας έργο μνήμης.
— Να κλείσουμε με μερικά στερεότυπα που, όταν τα επαναλαμβάνουμε –συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούμε–, μας κάνουν να αναπαράγουμε αντισημιτισμό;
Αξίζει να πούμε καθαρά ποια αντισημιτικά στερεότυπα ανακυκλώνονται σήμερα, «εκσυγχρονισμένα» μετά την 7η:
- «Οι Εβραίοι ελέγχουν τα ΜΜΕ/χρήμα/πολιτική»: O παλιός πυρήνας του συνωμοσιολογικού αντισημιτισμού.
- «Οι Εβραίοι δεν ήταν ποτέ πραγματικά θύματα»: Η αναθεωρητική άρνηση μέσα από σχετικοποίηση και συμψηφισμούς. Στην ουσία, αναπαράγεται κυρίως η θεωρία περί «βιομηχανίας του Ολοκαυτώματος» του Norman Finkelstein, μια άποψη που όμως έχει απορριφθεί επανειλημμένα και θεωρείται ξεπερασμένη στη διεθνή βιβλιογραφία, στα συνέδρια και ανάμεσα στους σοβαρούς ακαδημαϊκούς.
- «Το Ισραήλ είναι ρατσιστικό, γενοκτονικό και αποικιοκρατικό από τη φύση του»: Δηλαδή η ουσιοκρατική απόδοση κακού σε ένα συλλογικό υποκείμενο.
- «Η μνήμη της Σοά χρησιμοποιείται ως ασπίδα για εγκλήματα, κούρασε, βρίσκεται σε υπερπληθώρα, δεν μιλάει στο παρόν, αρκετά με τη μνήμη αυτή»: Ένας πασιφανέστατος κυνισμός που απονομιμοποιεί την ίδια τη μνήμη για να φιμώσει τους φορείς της.
Όταν τα επαναλαμβάνουμε όλα αυτά, ακόμη και με «κριτικό» λεξιλόγιο, αναπαράγουμε μια παράδοση που ιστορικά οδήγησε σε νόμους αποκλεισμού, σε πογκρόμ, στην Καταστροφή. Δεν είναι υπερβολή, είναι ιστορική συνέχεια.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν λέει ποιος φταίει...» σημείωσε
Τι κάνουν όσοι θα ήθελαν αντιπολίτευση της προκοπής;
«Γονάτιζε μπροστά στους ξένους και υπέγραψε το χειρότερο από τα τρία μνημόνια» τόνισε
Τι να προσέξουν οι δικαιούχοι
Σε υψηλούς τόνους η κατάθεση στην εξεταστική επιτροπή
H απάντηση στα περί εργασιακής σχέσης της Σεμερτζίδου με το γραφείο της
600.000 ευρώ περισσότερα από το 2024
Είναι η τρίτη εκδήλωση του πρώτου κύκλου δημόσιων συζητήσεων του Books Journal και του Ωδείου Αθηνών
Ο πρωθυπουργός μίλησε σε εκδήλωση του υπουργείου
Τι αποφασίστηκε στη σύσκεψη του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας
Η κατάθεση Μαγειρία στη Βουλή για επιδοτήσεις και ελέγχους
Κλειστά σχολεία σε Αττική και άλλους δήμους την Παρασκευή
Η δωρεά του ενισχύει σημαντικά τα οικονομικά του κόμματος του
Στόχος είναι η προσθήκη 258.000 νέων καταναλωτών και άνω των 2.000 χιλιομέτρων δικτύου
Σύντομα το πλαίσιο για τη μείωση του ενεργειακού κόστους
«Πότε επιτέλους θα παραδοθεί στους πολίτες;» ρωτά ο δήμαρχος Αθηναίων
Ο δήμαρχος Αθηναίων έκανε λόγο για καθυστερήσεις
Δήλωσε απόλυτα δικαιωμένος από την Εξεταστική του ΟΠΕΚΕΠΕ
Η διαδικασία και τα πρόστιμα
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.