Πολιτικη & Οικονομια

Όχι: Είναι οι καλύτεροι καιροί

Η εναρκτήρια παράγραφος ενός από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του Ντίκενς μοιάζει γραμμένη για τον καιρό μας. Είναι όμως πράγματι έτσι;

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
candles-6861859_1280.jpg

Μπροστά στην απελπισία που πιάνει κάποιον όταν ζει δυο χρόνια τώρα υπό καθεστώς πανδημίας (και των αρνητών της), υπάρχει και μια αισιόδοξη οπτική

Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν τα χρόνια της πίστης, ήταν τα χρόνια της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτε μπροστά μας, πηγαίναμε όλοι γραμμή για τον Παράδεισο, πηγαίναμε γραμμή όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση — κοντολογίς, η περίοδος εκείνη έμοιαζε τόπο πολύ με την τωρινή, που κάποιες από τις πιο θορυβώδεις αρχές της επέμεναν, για καλό ή για κακό, να γίνεται αντιληπτή με ακραίες αντιθέσεις μονάχα.

Έτσι ξεκινά —ποια άλλη;— η «Ιστορία δύο πόλεων» του Καρόλου Ντίκενς. Εδώ, στη μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου που κυκλοφόρησε το 2020 από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Το μυθιστόρημα πρωτοεκδόθηκε το 1859, και βέβαια είναι ένα από τα καλύτερα του μέγιστου των συγγραφέων. Η δε εναρκτήρια αυτή παράγραφος, που αναφέρεται στο 1775, εμβληματική — και πιθανότατα η πιο αξιομνημόνευτη από τις πιο αξιομνημόνευτες αρχές μυθιστορημάτων ποτέ. Αναφέρεται, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ντίκενς στη δεύτερη κιόλας σελίδα του βιβλίου του, στο 1775. Κι όμως, μας θυμίζει, μας λέει πολλά, και για τον δικό μας καιρό, έτσι δεν είναι;

Κοντά δυόμισι αιώνες λοιπόν η ίδια ιστορία; Όχι. Όχι δυόμισι αιώνες. Κάπως περισσότεροι. Για να μην μπούμε στον πειρασμό να πούμε 200.000 χρόνια (καθώς οι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι εξελίχτηκαν από τους αρχαϊκούς Homo sapiens τότε, κατά τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο) ή έστω 50.000 χρόνια (καθώς στην αρχή της Ύστερης Παλαιολιθικής Περιόδου είχαν ήδη εμφανιστεί τα σύγχρονα χαρακτηριστικά και επιτεύγματα του ανθρώπου, όπως η ομιλία, η μουσική κ.ά.), ή άντε 10.000 χρόνια (καθώς, με την ανάπτυξη της γεωργίας και τη Νεολιθική Επανάσταση, οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά σε μόνιμους οικισμούς), ας καταλήξουμε αν θέλετε στις 6.000 χρόνια πριν, όταν δημιουργήθηκαν τα πρώτα κράτη στη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και στην περιοχή του Ινδού ποταμού, με στρατό, διοικητικά όργανα, δικαστήρια, δανεισμό και όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Λοιπόν, ΤΟΣΟ κρατάει αυτή η ιστορία. Από τότε είναι μαζί οι καλύτεροι και οι χειρότεροι καιροί, από τότε πάνε παρέα η εποχή της σοφίας και η εποχή της ανοησίας, από τότε βαδίζουν χέρι-χέρι τα χρόνια της πίστης με τα χρόνια της δυσπιστίας, από τότε η εποχή του Φωτός ανηφορίζει αλαμπρατσέτα με την εποχή του Σκότους, από τότε η άνοιξη της ελπίδας και ο χειμώνας της απελπισίας ξεδιπλώνονται ταυτόχρονα μπροστά στα μάτια του ανθρώπου. Γιατί έτσι το θέλει η ζωή, και γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Έτσι είναι καμωμένος αυτός ο υπερ-οργανισμός, η ανθρωπότητα.

Αλλά υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να ξεφεύγει από την προσοχή μας εδώ. Κάτι πολύ σημαντικό. Αυτός ο υπερ-οργανισμός έχει ένα ακόμη πολύ ισχυρό χαρακτηριστικό, και μάλιστα ζυμωμένο στα κύτταρά του: δεν γυρίζει πίσω· εξελίσσεται διαρκώς· προοδεύει μέρα με την ημέρα. Aδυνατεί να στρέψει καν το βλέμμα πάνω από τον ώμο του, αν δεν είναι για να γράψει ένα ποίημα, ένα έπος, έναν λατρευτικό ύμνο, ένα πεζογράφημα μεγάλης έκτασης, ένα βιβλίο τσέπης απ’ αυτά που διαβάζονται ευχάριστα σε ένα ταξίδι με το τρένο, ή το Μεγάλο Αμερικανικό/Ευρωπαϊκό/Ελληνικό μυθιστόρημα. Αυτό που ξέρει να κάνει, σε ΟΛΟΥΣ αυτούς τους καιρούς, σε όλη αυτή τη διάρκεια των χιλιάδων, χιλιάδων περιστροφών της Γης γύρω από το άστρο μας, είναι απλώς να πηγαίνει μπροστά.

Δεν είναι εύκολο — και δεν είναι εύκολο ποτέ. Πάντα υπάρχουν εμπόδια, πάντα υπάρχουν αντιδράσεις, πάντα γίνονται πόλεμοι που καλό θα ήταν να είχαν αποφευχθεί, πάντα άλλοτε οι πολλοί, άλλοτε οι λίγοι, και άλλοτε οι λίγοι φωνάζοντας δυνατά σαν να ’τανε οι πολλοί, δεν θέλουν αυτό το διαρκές περπάτημα προς τα μπροστά. Θέλεις από φόβο, θέλεις υπό τον τρόμο κάποιας θρησκείας, θέλεις για το συμφέρον της μιας ή της άλλης εξουσίας, μικρής ή μεγάλης, θέλεις από χούι ή από μια σειρά παρεξηγήσεις — δεν έχει σημασία: κάποιοι τραβούν το σύνολο με δύναμη προς τα πίσω.

Αλλά με μια διαφορά. Με τη διαφορά ότι αυτό, το σύνολο, τελικά πάντα προχωρά μπροστά. Γιατί έτσι πάνε αυτά. Γιατί είναι αναπόφευκτο. Γιατί έτσι το θέλει η ζωή, και γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Έτσι είναι καμωμένος ο υπερ-οργανισμός ανθρωπότητα, κι αυτό δεν είναι κάτι που αλλάζει.

Εξ ου και, αν το δεις από μία άλλην οπτική γωνία, υπό μία πιο αισιόδοξη έποψη, όχι: αυτοί εδώ, οι καιροί του λοιμού, της πανδημίας, των σκοταδιστών αρνητών της, των θανάτων, του πόνου, της μοναξιάς — όχι: ΔΕΝ είναι οι χειρότεροι καιροί, ΔΕΝ είναι η εποχή της ανοησίας, ΔΕΝ είναι τα χρόνια της δυσπιστίας, ΔΕΝ είναι η εποχή του Σκότους, ΔΕΝ είναι ο χειμώνας της απελπισίας, ΔΕΝ έχουμε το τίποτε μπροστά μας, ΔΕΝ πηγαίνουμε όλοι γραμμή προς τον χαμό.

Όχι. Είναι οι καλύτεροι καιροί, είναι η εποχή της σοφίας, της επιστήμης και της τέχνης, είναι τα χρόνια της πίστης στον άνθρωπο και στα θαύματά του, είναι η εποχή του Φωτός και της λαμπρής τεχνολογίας, είναι η άνοιξη της ελπίδας πως τίποτε, ποτέ, δεν θα μας λυγίσει. Έχουμε τα πάντα μπροστά μας: άπειρα βιβλία να διαβάσουμε, άπειρες ταινίες να δούμε, άπειρες βόλτες να κάνουμε, άπειρα ποτήρια να τσουγκρίσουμε, και πηγαίνουμε όλοι γραμμή, όχι για κάποιον Παράδεισο, αλλά για να γιορτάσουμε, για να ευφρανθούμε, για να ξεφύγουμε από το κακό, για να πούμε δυο όμορφες κουβέντες σ’ αυτόν που αγαπάμε. Και για να ακούσουμε τις δικές του, με λαχτάρα.

Έχουμε καταφέρει απείρως περισσότερα από όσα πάθαμε. Αυτοί, ναι, είναι οι καλύτεροι καιροί. Απλώς οι μέρες που έρχονται είναι απείρως καλύτερες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ