Πολιτικη & Οικονομια

Οι γερμανικές εκλογές «έξω από το ελληνικό κουτί»

Η εικόνα μας στις γερμανικές εκλογές μοιάζει να περνά μέσα από μυωπικούς φακούς. Ας δούμε τις σημαντικότερες στρεβλώσεις που αυτοί οι φακοί προκαλούν στην πραγματικότητα του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος

341646-710462.jpg
Γιάννης Κωνσταντινίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Όλαφ Σολτς (Olaf Scholz)
© Krisztian Bocsi/Bloomberg via Getty Images

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης γράφει για τις γερμανικές εκλογές: Η νίκη των Σοσιαλδημοκρατών, η ήττα του Λάσετ, οι πράσινοι και η ακροδεξιά

Η ελληνική ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα ξένων χωρών είναι πάντα μυωπική. Άλλοτε σπεύδουμε να δούμε την επιτυχία ενός κόμματος ως έναν καλό οιωνό για την πορεία του αγαπημένου αντίστοιχου κόμματος στην Ελλάδα. Άλλοτε σπεύδουμε να λοιδορήσουμε ένα κόμμα που τυχαίνει να έχει στον τίτλο του έναν επιθετικό προσδιορισμό που στην ελληνική δημόσια σφαίρα χρησιμοποιείται αρνητικά. Είναι και η σχεδόν πλήρης απουσία κομμάτων με σαφές και συνεπές στον χρόνο ιδεολογικό περιεχόμενο στο ελληνικό σύστημα που κάνει τις συγκρίσεις και τους παραλληλισμούς ακόμα δυσκολότερους. Η εικόνα μας λοιπόν στις γερμανικές εκλογές της περασμένης Κυριακής μοιάζει να περνά μέσα από αυτούς τους μυωπικούς φακούς μας. Ας δούμε τις σημαντικότερες στρεβλώσεις που αυτοί οι φακοί προκαλούν στην πραγματικότητα του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος.

1. Οι Σοσιαλδημοκράτες θριάμβευσαν στη Γερμανία και γενικότερα επιστρέφουν παντού στις ένδοξες μέρες του παρελθόντος. Πρόκειται για συμπέρασμα που συνδέεται με την προφανή ανάγκη ενίσχυσης της κρατικής παρέμβασης λόγω της ύφεσης που επέφερε η πανδημία. Όμως στη συγκεκριμένη συγκυρία, αυτήν τη γραμμή πολιτικής ακολούθησαν και οι Χριστιανοδημοκράτες της Merkel, αλλά και άλλα κεντροδεξιά κόμματα ανά την Ευρώπη, γεγονός που καθιστά τη σύνδεση μεταξύ της εκλογικής ζήτησης για κρατική παρέμβαση και της ψήφου για τους Σοσιαλδημοκράτες ατελή. Και τα αριθμητικά δεδομένα καταρρίπτουν την άποψη περί θριάμβου των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών. Την Κυριακή συγκέντρωσαν το ποσοστό που είχαν λάβει το 2013, όταν είχαν ηττηθεί κατά κράτος από τους Χριστιανοδημοκράτες και ουσιαστικά βρέθηκαν στην κορυφή εξαιτίας της ραγδαίας συρρίκνωσης της απήχησης των Χριστιανοδημοκρατών.

2. Ο υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών Armin Lachet «δεν τράβηξε». Πρόκειται για συμπέρασμα που συνδέεται με την αποχώρηση της τετράκις νικήτριας εκλογικών αναμετρήσεων και ως εκ τούτου αναντικατάστατης πρώην καγκελαρίου Angela Merkel. Όμως οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν χάσει ήδη από το 2017 περίπου 8.5 ποσοστιαίες  μονάδες σε σχέση με το 2013, όταν στο τιμόνι βρισκόταν ακόμα η Merkel. Η περαιτέρω πτώση κατά 9 μονάδες το 2021 (συνολική μείωση 17.5% σε οκτώ χρόνια) μαρτυρά τον πλήρη αποσυντονισμό των Χριστιανοδημοκρατών από τον ρυθμό και τις ανάγκες μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος, όπως οι νέοι, οι κάτοικοι της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και οι μη θρησκευόμενοι, κατηγορίες στις οποίες απέτυχε να συγκεντρώσει πάνω από 15%. Οι πολλές και σημαντικές σε όγκο ροές ψήφου από τους Χριστιανοδημοκράτες (περίπου 45% αυτών προς Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και 25% προς Πράσινους και 15% προς Φιλελευθέρους) αποδεικνύουν ότι η εγκατάλειψη των Χριστιανοδημοκρατών δε συνδέεται με τη χαμηλή αξιολόγηση του Lachet σε σύγκριση με άλλους υποψηφίους, γιατί τότε η ροή ψήφου θα είχε συγκεκριμένο προορισμό. Η μαζική και προς πάσα κατεύθυνση αποχώρηση πρώην Χριστιανοδημοκρατών εκλογέων μαρτυρά βαθύτερη ρήξη με την ταυτότητα του κόμματος.

3. Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι θα «πούνε το ναι» σε αυτόν που θα τους δώσει τα περισσότερα υπουργεία. Πρόκειται προφανώς για συμπέρασμα που απορρέει από την εικόνα στυγνής ιδιοτέλειας που μαρτυρούν οι συχνές μετακινήσεις βουλευτών από το ένα κόμμα στο άλλο στο ελληνικό κοινοβούλιο. Όμως τα δύο μικρότερα και κομβικά για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας κόμματα έχουν σαφείς και δημοσίως κατατεθειμένες θέσεις για όλα τα θέματα πολιτικής, ο βαθμός επικάλυψης των οποίων έχει ήδη αρχίσει να εξετάζεται σε μεταξύ τους συνομιλίες. Υπάρχουν σαφώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο μικρότερων αυτών κομμάτων που απαιτούν συμβιβασμούς, όμως υπάρχουν και πολλά κοινά σημεία, όπως για παράδειγμα στις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή και στις πολιτικές προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων που θα καθιστούσαν ουσιαστική και όχι ιδιοτελή την απόφασή τους να συμπορευτούν. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η στρέβλωση του «ελληνικού φακού» μεγεθύνεται από την λανθασμένη εικόνα μας για την ιδεολογική ταυτότητα ενός φιλελεύθερου κόμματος, στην οποία αποδίδουμε μόνο την απέχθεια στο κράτος και στη φορολόγηση και όχι και το ενδιαφέρον για τις ατομικές ελευθερίες και την πολιτική χειραφέτηση, στοιχεία που άλλωστε κατέστησαν το γερμανικό κόμμα των Φιλελευθέρων ελκυστικότατο στα νεότερα ηλικιακά στρώματα (σχεδόν 25% στους ψηφοφόρους 18-24 ετών).

4. Η Ακροδεξιά ξεφούσκωσε. Πρόκειται για συμπέρασμα που προκύπτει από την αίσθηση του τέλους του ελληνικής εκδοχής ακροδεξιού εξτρεμισμού, τη Χρυσή Αυγή. Όμως το AfD παρότι υποχώρησε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο της χώρας, κέρδισε τις εκλογές σε δύο από τα πρώην ανατολικογερμανικά κρατίδια (Σαξονία και Θουριγγία) με ποσοστό άνω του 20%, ενώ διατήρησε ποσοστό της τάξης του 13% στα στρώματα με χαμηλή μόρφωση. Το AfD όντως δεν είχε την πολιτική ευκαιρία του 2017, όταν σήκωσε του λάβαρο του αγώνα κατά των μεταναστών που συνέρρεαν στη χώρα από τη Συρία, και επίσης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα λόγω της αντιπαράθεσης των σχετικά μετριοπαθέστερων με τους πλέον ακραίους. Ωστόσο, ο πυρήνας της ζήτησης για ένα ακροδεξιό κόμμα, δηλαδή η αίσθηση πολιτικής και κοινωνικής αποξένωσης από τις ελίτ που διαχειρίζονται την κοινωνία και την οικονομία που είναι διάχυτη σε αξιοσημείωτο τμήμα του πληθυσμού, παραμένει ζωντανός.

Κάθε κομματικό σύστημα έχει την ιστορία του και κάθε κάλπη έχει τη χρονική στιγμή της. Οι γενικεύσεις είναι χρήσιμες, αλλά παρακινδυνευμένες. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τη διαφορετική πολιτική κουλτούρα και των μαζών και των ελίτ μιας άλλης χώρας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ