Πολιτικη & Οικονομια

Η ασθενής μνήμη του Κώστα Καραμανλή

Προφανώς δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να πάει σε πόλεμο με τον κουμπάρο του. Η μόνη του επιδίωξη ήταν να αφήσει τα πράγματα ως έχουν

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κώστας Καραμανλής
© EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Σχόλιο για τη μέθοδο του Κώστα Καραμανλή στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών θεμάτων

Στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει η μέθοδος Ανδρέα Παπανδρέου, υπάρχει η μέθοδος Κώστα Σημίτη. Αντιθέτως, μέθοδος Κώστα Καραμανλή δεν υπάρχει, τουλάχιστον τέτοια που να λύνει προβλήματα. Η πρώτη, σε απλουστευμένη εκδοχή, λέει ότι προκειμένου να συμβιβαστείς προκαλείς μια μείζονα κρίση που οδηγεί και τις δύο πλευρές στο τραπέζι και στον διάλογο. Την ακολούθησε με την Τουρκία για να καταλήξει στο Νταβός, την ακολούθησε και με τη Βόρεια Μακεδονία για να καταλήξει στην ενδιάμεση συμφωνία και να ομαλοποιήσει τις διμερείς σχέσεις. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι κερδίζει πιο εύκολα την αποδοχή του εσωτερικού ακροατηρίου, ακόμα και αν υιοθετείς λύσεις αντίθετες με όσα έλεγες προεκλογικά. Η μέθοδος Σημίτη αντιθέτως, παρότι μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα, αφήνει ανοικτό τον αρχιτέκτονά της στην κατηγορία της μειοδοσίας καθώς εξ αρχής ο στόχος της είναι ένας ρεαλιστικός συμβιβασμός. Στα πλεονεκτήματά της, ωστόσο, είναι η αποφυγή εντάσεων οι οποίες ενέχουν πάντα τον κίνδυνο να χαθεί ο έλεγχος. Ιδίως όταν απέναντι έχεις μια αναθεωρητική δύναμη όπως η Τουρκία. Και, βέβαια, η δεύτερη μέθοδος είναι περισσότερο συμβατή με τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου, παράγοντας σημαντικός όταν θέλεις να εξασφαλίσεις την υποστήριξη τρίτων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και οι δύο μέθοδοι προϋποθέτουν την ανάληψη πρωτοβουλιών με σαφή στόχο και με αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που διαθέτεις. Η μέθοδος Καραμανλή πάλι δεν χρειάζεται τίποτα από όλα αυτά για τον απλούστατο λόγο ότι το μόνο που επιδιώκει είναι η διατήρηση της κατάστασης ως έχει. Είναι η λογική της ακινησίας ή ας βγάλουν το φίδι από την τρύπα οι επόμενοι. Ό,τι ακριβώς συνέβη και στην οικονομία. Το πλεονέκτημά της είναι ότι μπορείς να διάγεις ήσυχο βίο στου Μαξίμου. Το μειονέκτημα είναι ότι συνήθως τα προβλήματα που χρονίζουν είναι όλο και πιο δύσκολο να επιλυθούν. Αυτό ακριβώς που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τόσο στην οικονομία όσο και στις εξωτερικές της σχέσεις. Αντίθετα με ό,τι έκανε με την οικονομία όμως, για την οποία αιδημόνως σιωπά 10 και πλέον χρόνια τώρα, ο κ. Καραμανλής θεώρησε υποχρέωσή του να υπερασπιστεί την εξωτερική του πολιτική με μια μακροσκελή δήλωση. Με αυτήν ουσιαστικά υιοθετεί την κατηγορία της μειοδοσίας σε βάρος του προκατόχου του διότι αναγνώρισε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο και αποδέχθηκε ότι συνοριακές διαφορές μπορεί να τεθούν υπό την κρίση του δικαστηρίου της Χάγης.

Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του Καραμανλή είναι ότι Ελλάδα και Τουρκία έχουν μόνο μια διαφορά, η οποία μπορεί να παραπεμφθεί στη Χάγη, και αυτή είναι ο καθορισμός των ορίων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Πρόκειται για ένα επιχείρημα το οποίο ακούγεται λογικό, στην πράξη ωστόσο όλοι όσοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα καλόπιστα αναγνωρίζουν ότι δεν ισχύει. Κι αυτό επειδή είναι γνωστό ότι το εύρος των χωρικών υδάτων, τα θαλάσσια σύνορα δηλαδή, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και την έκταση της υφαλοκρηπίδας που θα πάει σε κάθε χώρα. Αυτό βέβαια ταυτόχρονα σημαίνει ότι αν με κάποιο μαγικό τρόπο η κυβέρνηση Καραμανλή ή οποιαδήποτε άλλη,   έπειθε την Τουρκία να παραπεμφθεί μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη και μάλιστα, όπως επιδιώκουμε, με βάση το διεθνές δίκαιο, τότε σε μεγάλο βαθμό θα είχε παραιτηθεί και από το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Τουλάχιστον για τα νησιά. Με άλλα λόγια η παραπομπή της υφαλοκρηπίδας συνεπάγεται και προϋποθέτει την αντιμετώπιση των συνοριακών διαφορών. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, στα πλαίσια της διαδικασίας του Ελσίνκι, Ελλάδα και Τουρκία το 2003 είχαν φτάσει στο παρά πέντε μιας κατ’ αρχήν συμφωνίας κλιμακωτής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης ώστε να λαμβάνονται υπόψη και οι τουρκικές ευαισθησίες. Θα φτάναμε σε λύση; Κανείς δεν το γνωρίζει. Αν η Τουρκία έθετε παράλογες διεκδικήσεις προφανώς όχι. Η παραπομπή στη Χάγη δεν είναι αυτόματη και κανείς δεν μπορούσε να μας υποχρεώσει να θέσουμε υπό δικαστική αμφισβήτηση οτιδήποτε. Αυτό έγινε σαφές και από τον Βαγγέλη Βενιζέλο επί κυβέρνησης Σαμαρά, όπως σημειώνει στην απάντησή του και ο Καραμανλής. Υπήρχε όμως μια δυναμική υπέρ μιας διευθέτησης που χάθηκε. Και βέβαια μπήκε η Κύπρος στην Ένωση, κάτι που ο Καραμανλής φαίνεται να το ξεχνά. Καθόλου παράξενο αν αναλογιστούμε την στάση του στο δημοψήφισμα.

Προφανώς κάθε λύση που δεν θα αποτελεί 100% αποδοχή των ελληνικών θέσεων, θα θεωρηθεί στην Ελλάδα, από τους γνωστούς κύκλους, ως μειοδοτική. Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι αν υπάρχει άλλη λύση πέραν του διαλόγου. Ακόμα και όσοι φαντασιώνονται με παιχνίδια πολέμου, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ένας διμερής διάλογος. Στην καλύτερη περίπτωση με τους ίδιους περίπου όρους που ισχύουν σήμερα, κάτω από την πίεση ωστόσο της διεθνούς κοινότητας να υπάρξει συμβιβασμός.  Τα κακά σενάρια ας μην τα αναφέρουμε διότι τότε η Χάγη μπορεί να μας φαίνεται και ως σανίδα σωτηρίας.

Προφανώς ο Κώστας Καραμανλής δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να πάει σε πόλεμο με τον κουμπάρο του. Η μόνη του επιδίωξη ήταν να αφήσει τα πράγματα ως έχουν. Το κατά πόσο αυτό λειτούργησε προς όφελος της Ελλάδας και της Κύπρου το βλέπουμε. Ιδίως η τελευταία υφίσταται μια παραβίαση της κυριαρχίας της χωρίς προηγούμενο. Έτσι σήμερα  το να αναβιώσει η διαδικασία του Ελσίνκι δεν φαίνεται ρεαλιστικό. Το δέλεαρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χαθεί, όπως ενδεχομένως έχει χαθεί και η θέληση για λύση. Η αναθέρμανση της τελωνειακής ένταξης πάλι είναι ένα σημαντικό χαρτί, είναι αμφίβολο όμως αν επαρκεί για να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος. Πιο πιθανό φαίνεται να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση των εναλλασσόμενων κρίσεων με διαλείμματα  διαλόγου. Είναι ίσως αναπόφευκτο. Αρκεί να μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό συνιστά πρόοδο σε σχέση με το Ελσίνκι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ