Ελλαδα

Ο πιο γενναίος άντρας που ξέρω

Ένας άντρας που προκαλεί με την εμφάνισή του στους δρόμους της πόλης, δίνοντας ένα μεγάλο, φωτεινό παράδειγμα

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η αέναη μάχη ενάντια στις δυνάμεις της άγνοιας, της μισαλλοδοξίας, της μιζέριας και της θλίψης
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

Η αέναη μάχη ενάντια στις δυνάμεις της άγνοιας, της μισαλλοδοξίας, της μιζέριας και της θλίψης

«Δεν έχω πρόβλημα με τους γκέι. Αρκεί να μην προκαλούν». Λοιπόν, κάπου εδώ στη γειτονιά μου ζει και κινείται ένας γκέι που προκαλεί.

Υπάρχουν πολλά επίπεδα θάρρους στον κόσμο και στην ακατάσχετη φλυαρία της καθημερινής ζωής, και μέσα τους κολυμπάμε όλοι. Θέλει, ορισμένως, θάρρος να παραμερίσεις —αν είσαι άντρας κυρίως, αλλά όχι μόνο— για να περάσει ένας άλλος στο στενό πεζοδρόμιο, και δεν το κάνουν πολλοί. Όπως θέλει θάρρος να σκύψεις και να μαζέψεις ένα σκουπίδι που βρίσκεται έξω από το καλάθι του Δήμου. Επίσης δεν το κάνουν πολλοί. Συμμετέχουμε όλοι σε ένα θέατρο εν προόδω εκεί έξω, και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να παίξουμε κάπως υποφερτά τον ρόλο μας πριν ξανακρυφτούμε πίσω από τις κουίντες, στα καμαρίνια του σπιτιού μας.

Στο σιωπηλό πεδίο μάχης όπου το θάρρος συναντά τη συμμόρφωση, κονταροχτυπιόμαστε με τις νόρμες ελπίζοντας να περάσει κι αυτό και να μην τραυματιστούμε περισσότερο στην προσπάθεια. Βαδίζοντας με τα μάτια χαμηλωμένα στη ζωντανή ταπετσαρία της αστικής ύπαρξης, περιηγούμαστε σε έναν περίπλοκο λαβύρινθο κοινωνικών προσδοκιών, προσπαθώντας να χαράξουμε την ταυτότητά μας εντός των πλαισίων της παράδοσης και των προκαταλήψεων. Ξέρουμε ότι υπάρχουν κάποιοι ρόλοι που καλούμαστε να παίξουμε —νά το θέατρο πάλι—, μια μάσκα να φορέσουμε, δυο ατάκες να πούμε. Κάθε φορά το κάνουμε λιγότερο ή περισσότερο καλά — αλλά πάντα στο τέλος επιστρέφουμε ξέπνοοι στη φωλιά μας.

Λοιπόν, ανάμεσα σε αυτούς τους πολεμιστές του άστεως, είναι και μια φιγούρα το θράσος της οποίας (είναι θράσος, ξεκάθαρα) αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις και αμφισβητεί τα στερεότυπα με κάθε της κουνιστό βήμα: είναι ένας γενναίος νεαρός άντρας, ένας άντρας που θαυμάζω πολύ. Βασικά, είναι ο πιο γενναίος άνθρωπος που ξέρω. Ένας φάρος ανθεκτικότητας και μια κινούμενη υπόμνηση του αυθεντικού, αυτός ο άντρας φορά πάντα στενά παντελόνια, κοντά μπλουζάκια με την κοιλιά έξω και, τις περισσότερες φορές, έχει περάσει και με ένα μολύβι τα μάτια του. Κινείται γρήγορα, λικνιζόμενος, με την τσάντα του κρεμασμένη στον ώμο ή ένα μπάκπακ. Και — και τίποτε άλλο. Ή, μάλλον, και με αυτό: είναι από πάνω μέχρι κάτω στολισμένος μια περιφρόνηση που μοιάζει να λέει με μεγάλα γράμματα: «Είμαι ο εαυτός μου». Να λέει: «Μεριάστε». Να λέει: «Nope. Εγώ ΔΕΝ συμμορφώνομαι».

Δεν είναι τα αντισυμβατικά ρούχα που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Είναι η ακλόνητη αποφασιστικότητα με την οποία είναι ενδεδυμένος την ταυτότητά του. Σε μια κοινωνία όπου η συμμόρφωση συχνά συγχέεται με τη δύναμη, και όπου ο κοινωνικός έλεγχος (aka ο έλεγχος των ανθρώπων από τον «λαό») είναι η ευρύτερη αστυνόμευση που υπήρξε ποτέ, η άρνησή του, όχι απλώς να μην τηρήσει τον ορθό ορισμό του ανδρισμού, αλλά να τον φέρει στα μέτρα του —και, επιπροσθέτως, να το φωνάξει όλο αυτό—, δεν είναι τίποτε λιγότερο από επαναστατική.

Αναγνωρίζω ότι στις πόλεις μας δεν είναι άγνωστη η ποικιλομορφία. Ωστόσο, αν κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά, ή κάπως «από πάνω», από ψηλά, θα δεις ότι πρόκειται για μία ποικιλομορφία που μάλλον ξεγελά. Είναι η ποικιλομορφία της ομοιότητας. Η «πραγματική πραγματικότητα» απέχει πολύ από το να είναι ειδυλλιακή. Πίσω από τις κλειστές πόρτες και τις ψιθυριστές συνομιλίες, το φάσμα της προκατάληψης διογκώνεται ρίχνοντας μια βαριά, πυκνή σκιά σε όσους τολμούν να αψηφήσουν το καλά εδραιωμένο status quo. Εξ ου και, για τη γενναία, υπέροχα αυθεντική αυτή ψυχή της γειτονιάς μου, τον έξοχα θαρραλέο αυτό άντρα, κάθε μέρα είναι μια μάχη ενάντια σ’ αυτό το status quo, ενάντια στις δυνάμεις της άγνοιας, της μισαλλοδοξίας, της μιζέριας και της θλίψης — μια μάχη που δεν δίνεται με πέτρες, αναμμένα μπουκάλια, ή με φλογερές διαμαρτυρίες, αλλά με την ήρεμη αξιοπρέπεια της αυτοαποδοχής και —το είπαμε— με την απλή πράξη της ωραίας πρόκλησης.

Είναι από πάνω μέχρι κάτω στολισμένος μια περιφρόνηση που μοιάζει να λέει με μεγάλα γράμματα: «Είμαι ο εαυτός μου»

Αν ο κόσμος τείνει να διαγράφει την ύπαρξη όλων των άλλων για να τονώσει τη δική του, αυτός ο μοναχικός ιππότης, όχι βέβαια από απερισκεψία αλλά από αίσθηση αναγκαιότητας, ανοίγει μία ρωγμή στο κοινωνικό τείχος που ομνύει στη μη-ορατότητα και στη «σεμνότητα». Σαν μια φλόγα που αρνείται να τρεμοπαίξει και να σβήσει, δίνει ένα παράδειγμα, ή μάλλον ΕΙΝΑΙ ο ίδιος ένα παράδειγμα — φωνάζοντας πως, ακόμη και σε σκοτεινές εποχές (αλίμονο: όλες οι εποχές υπήρξαν σκοτεινές), πάντα υπάρχει ένα φως.

Δύο πράγματα ακόμη. Δεν θα πρέπει να ξεχνάτε πως αυτό συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Αυτό είναι το ένα. Και το άλλο: όποτε τον βλέπω θέλω να του το πω, θέλω να του πω, «Σε ευχαριστώ», και θέλω να του πω, «Είσαι ο πιο γενναίος άνθρωπος που ξέρω». Αλλά σκύβω το κεφάλι, αποστρέφω το βλέμμα, φοβούμενος μην τον τρομάξω, μη με παρεξηγήσει, μήπως νομίζει ότι θέλω να του πω κάτι άλλο, ή να τον κακολογήσω.

Αν μαζέψω κι εγώ αρκετό θάρρος, μια μέρα θα του το πω.

Ο πιο γενναίος άντρας που ξέρω
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ