Θεατρο - Οπερα

«Όταν παίζω σε μία παράσταση, δεν με ενδιαφέρει ο ρόλος μου»

Με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, πάνω και κάτω από τη σκηνή

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
© Σταύρος Χαμπάκης

Συνέντευξη: Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μιλάει στην ATHENS VOICE για τη ζωή του και το θέατρο με αφορμή την παράσταση «Ο Φάρος» στο θέατρο Αθηνών

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, από τους βραβευμένους, πολυσχιδείς και δημοφιλέστατους ηθοποιούς του θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης, βρίσκεται σε μία δημιουργική ακμή.

Παίζει, για δεύτερη χρονιά επιτυχίας, στον «Φάρο», στο θέατρο Αθηνών, εκεί που και πριν δύο χρόνια, πάλι μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη που σκηνοθετεί και συμπρωταγωνιστεί, είχαν ανεβάσει με ανέλπιστη επιτυχία για δύο σεζόν τον «Πουπουλένιο». Ο «Φάρος» είναι ένα έργο του Ιρλανδού Κόνορ Μακφέρσον που «βλέπει» τέσσερις άντρες (ο ένας δεν βλέπει) και έναν μυστηριώδη επισκέπτη, την παραμονή των Χριστουγέννων, ποιος-ξέρει-που, σε κάποια μικρή παραθαλάσσια πόλη. Πίνουν, σκοντάφτουν στο παρελθόν τους και στο χαοτικό τους παρόν, ξαναπίνουν, έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια τους τη ζωή, ξαναπίνουν, παίζουν ένα αποκαλυπτικό παιχνίδι στα χαρτιά (πίνοντας) και κάποιοι από αυτούς ζουν και μία αποκαλυπτική εμπειρία που αλλάζει τη ζωή τους. Ο «Φάρος», στο τέλος, φωτίζει μία καινούργια μέρα.

Παράλληλα, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, τις μέρες που γίνεται αυτή η συνέντευξη βρίσκεται στον πυρετό της πρόβας μια και σκηνοθετεί την Μαρία Ναυπλιώτου ως Μαρία Κάλλας στο έργο «Master Class» του Τέρενς ΜακΝάλι που θα ανέβει στο Θέατρο Μικρό Χορν από τις 9 Νοεμβρίου. Το έργο είναι βασισμένο στο περίφημο σεμινάριο όπου δίδαξε η Μαρία Κάλλας στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του '70 και έχει ανέβει σε πολλές διεθνείς σκηνές με πρωταγωνίστριες όπως την Φέι Ντάναγουέι, την Φανί Αρντάν και στην Ελλάδα την Κάτια Δανδουλάκη στο προηγούμενο ανέβασμά του πριν 20 χρόνια (σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη).

Το «Master Class» τοποθετείται στη δεκαετία του ’70. Η Μαρία Κάλλας είναι ένα ραγισμένο είδωλο, με θαμπή φωνή και εξοντωμένη συναισθηματικά από το γάμο του μεγάλου της έρωτα, του Ωνάση με τη Τζάκι Κέννεντι. Η ίδια, ως εκπληκτική «Μήδεια» στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία του (άλλου μεγάλου, απελπισμένου της έρωτα) του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, γνωρίζει εμπορική αποτυχία και τραγικά μεγαλοπρεπής, αποφασίζει να δώσει μία σειρά μαθήματα φωνητικής σε νέους τραγουδιστές. Τελευταίες αναλαμπές μίας τεράστιας ντίβας, λίγο πριν την καταβάλει η κατάθλιψη και τη θερίσει πρόωρα ο θάνατος, πριν καν κλείσει τα πενήντα τέσσερα χρόνια της. Τα μαθήματα αυτά μαγνητοσκοπούνται και οι φωτογραφίες της ίδιας, με παντελόνια και γυαλιά να διδάσκει, κάνουν τον γύρο του κόσμου.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ζει μία δημιουργική ακμή, κάτι που φαίνεται στον τρόπο που μιλάει, στις κινήσεις του σώματός του – άλλωστε είναι ένας «σωματικός» ηθοποιός, εκφράζεται με όλα του τα μέσα (και ειδικά στον «Φάρο» έχει μία εντυπωσιακή σκηνή με τον Αιμίλιο Χειλάκη, όπου κυριολεκτικά εκπέμπει ενέργεια από το σώμα του). Έχει βλέμμα με συναίσθηση, επαναλαμβάνει τις λέξεις τονίζοντας το νόημά τους, μιλάει έχοντας εμβαθύνει στην ψυχή των έργων του, κόβει τις φράσεις του σε πολλές δευτερεύουσες προτάσεις, έχει φλεγματικό χιούμορ με μία φιλολογική εκζήτηση. Είναι ένας μοντέρνος, νέος άνθρωπος στην καλύτερή του φάση.

Είναι αναζωογονητικό να δούμε τα πράγματα με το δικό του βλέμμα:

o.papaspiliopoulos-_2.jpg

Πού οφείλεται η επιτυχία του «Φάρου»;
Δεν ξέρω. Αυτή είναι η απάντησή μου… Μάλιστα αυτό το «δεν ξέρω» είναι πολύ συνειδητό. Πραγματικά δεν πιστεύω ότι ορίζεται η επιτυχία, ούτε μπορεί κανείς να την καθορίσει, να την προβλέψει, να την ελέγξει… Άρα, αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτα από όλα αυτά, του μένει ένα πράγμα: να κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί. Όχι να ελέγξει τι θα είναι πιο εμπορικό, αυτό είναι καταστροφική συνταγή. Αλλά να κάνει τη δουλειά του, να κάνει το κέφι του, αυτό μπορεί να το ελέγξει. Επίσης να διαλέξει και με ποιους ανθρώπους θα κάνει το κέφι του. Άρα, στη χειρότερη των περιπτώσεων, θα έχει κάνει το κέφι του με τους ανθρώπους που του κάνει κέφι και θα έχει κάνει μία αποτυχία. Το καλύτερο σενάριο θα είναι όλο αυτό να έχει και επιτυχία.

Σαφώς και παίζουν ρόλο οι συνεργάτες και οι επιλογές αλλά, ειδικά τώρα που πηγαίνει το έργο και δεύτερη χρονιά, φανταζόμουν ότι θα είχατε διαγνώσει «κάτι» σε αυτό…
Όχι, όχι, και ο λόγος που το λέω έτσι κάθετα είναι γιατί πραγματικά συναντιέσαι με έργα και ανθρώπους που αγαπάς και κάνεις μία πολύ καλή δουλειά και… για κάποιο λόγο δεν πάει. Και εκ των υστέρων λες «α, ξέρεις, μάλλον έφταιγε το ότι ήταν ιρλανδικό το έργο και δεν αφορούσε τους έλληνες» ή ότι «ήταν αυτοί οι αλκοολικοί και λούμπεν τύποι και… ποιόν θα αφορά μωρέ αυτό;» ή ότι «είχε και κάτι μεταφυσικό, περίεργο» και ότι «για ώρα δεν πήγαινε πουθενά η υπόθεση, μάλλον αυτά έφταιγαν και δεν πήγαινε». Κοιτάξτε πόσα πράγματα σας ανέφερα από την παράσταση «Ο Φάρος» που όμως συντελούν στο να πάει! Αλλά θα ήταν πολύ καλές εξηγήσεις για το «γιατί δεν πήγε ο Φάρος». Θα μπορούσαν όμως να είναι οι ίδιες εξηγήσεις και γιατί πάει. Λέει κανείς «Ναι αλλά μάλλον ήταν Μπέκετ ρε γαμώτο, μάλλον αυτό ήταν που το έκανε και ήταν βαρύ.» Και την άλλη χρονιά έχει κάνει Μπέκετ ο άλλος και έχει σκίσει. Τρέχα γύρευε… Έχεις το ελληνικό «μάλλον είναι ξεπερασμένα αυτά» και μετά έρχεται το «Μαντάμ Σουσού» απέναντι και κάνει δυόμισι εκατομμύρια τζίρο!

Άρα δεν έχει προφίλ η θεατρική πιάτσα της Αθήνας;
Δεν έχει. Όχι. Απόδειξη τρανή αυτού δεν είναι ο «Φάρος» αλλά το πρώτο έργο που κάναμε με τον Κωνσταντίνο Μακρουλάκη, ο «Πουπουλένιος», που όταν ξεκινήσαμε να το κάνουμε στο θέατρο Αθηνών, δεν βρέθηκε παρά μόνο ένας; άνθρωπος που να μην μας πει ότι κάνουμε λάθος. Οι εννιά στους δέκα μας έλεγαν «κάνετε λάθος». Όχι απλώς «κάνετε λάθος»! «Θα καταστραφείτε, δεν παίζονται αυτά τα έργα στο κέντρο. Το κέντρο θέλει πιο ελαφριά πράγματα, μάλλον κωμωδίες ή κάτι κλασικό, έναν Ο’Νιλ, μέχρι εκεί». Δεν πας να παίξεις Μάρτιν Μακ Ντόνα τώρα, και παιδιά που τα δολοφονούνε μανιακοί, δεν τα ανεβάζεις αυτά στο κέντρο. Αυτή είναι η επίσημη θέση. Και μετά, πάει δύο χρονιές ο «Πουπουλένιος» και ποια είναι η απάντηση;… Δεν υπάρχει απάντηση.

"Ο Φάρος" για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Αθηνών

Το «Master Class» σας βρήκε ή το βρήκατε;
Ένα μεγάλο μου ζήτημα, το οποίο το συζητάω και με τον άνθρωπο που κάνω ψυχοθεραπεία, είναι ότι τα πράγματα με βρίσκουν και δεν τα βρίσκω. Είναι ένα ζήτημα αυτό για μένα. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα κάτι. Δεν έχω πει ποτέ «θα παίξω αυτόν το ρόλο». Και άρα θα φτιάξω μία συνθήκη γύρω του για να το οργανώσω γιατί θέλω να τον παίξω, ή ότι θα δουλέψω με αυτόν το σκηνοθέτη και άρα θα ασχοληθώ και θα το κάνω. Όλα με συναντούν.

Συγγνώμη αν γίνεται προσωπική η ερώτηση αλλά, τα sessions αυτά που μου αναφέρατε, γίνονται με τον ηθοποιό Παπασπηλιόπουλο ή με τον άνθρωπο Παπασπηλιόπουλο;
Με τον άνθρωπο! Και υπεισέρχεται και οτιδήποτε με αφορά. Με αφορά η δουλειά μου, με αφορά η ζωή μου, με αφορούν τα πιο κρυφά, σκοτεινά μου κομμάτια, ο,τιδήποτε μπορεί να περιέχει ένας άνθρωπος ώστε να αποτελέσει και αντικείμενο συζήτησης.

Αυτό σας βοηθάει και στη δημιουργία των ρόλων;
Όχι, καθόλου.

o_faros_stavroshabakis-papaspiliopoulos_xeilakis_copy.jpg

Μιλήστε μου για τον ρόλο σας, τον Σάρκι, στον «Φάρο». Νομίζω ότι είναι ο πιο σωματικός ρόλος του έργου. Ειδικά σε μία έντονη σκηνή που έχετε με τον Αιμίλιο Χειλάκη.
Αυτό είναι επιλογή δική μου, δεν προβλέπεται σώνει και ντε. Μάλιστα σε ένα-δυό βίντεο που έχω δει στο youtube από ανεβάσματα του έργου (δεν είναι και πολλά), είναι πολύ πιο τραχύς και μονοκόμματος ο τρόπος που παίζεται ο Σάρκι εξαιτίας της βιαιότητας του χαρακτήρα του, αυτής που διαφαίνεται από αυτά που λένε οι άλλοι και που εμφανίζεται και κάποια στιγμή στο έργο. Παίζεται πολύ πιο ωμά. Εδώ, δεν φαίνεται ο χαρακτήρας του από την αρχή και αυτό είναι μία απόφαση που πήραμε και που πήρα, που θεωρώ ότι αυτό το παιδί είναι περισσότερο Παιδί και λιγότερο ένας ενήλικας βίαιος. Είναι ένας άνθρωπος που έχει βίαιες τάσεις, αποτέλεσμα πληγώματος και όχι αποτέλεσμα θέσης. Με τον ίδιο τρόπο που και ο αλκοολισμός του είναι αποτέλεσμα αδυναμίας και όχι θέσης. Είναι ένας άνθρωπος ικανός για το κακό, όπως πολλοί άνθρωποι, χωρίς να επιθυμεί το κακό. Αυτή είναι η βασική μου τοποθέτηση απέναντί του και είναι πολύ, πολύ συνειδητή. Δεν με αφορά ένας άνθρωπος που επιθυμεί το κακό. Με αφορά ένας άνθρωπος που είναι ικανός για το κακό χωρίς να το επιθυμεί, όχι επειδή τον δικαιολογώ – οι δικαιολογίες παύουνε μετά τα 25 κατά τη γνώμη μου, έτσι οφείλουμε – όμως με συγκινεί στον συγκεκριμένο άνθρωπο το γεγονός ότι προσπαθεί να φύγει από εκεί. Και αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι ο τελευταίος πειρασμός. Η στιγμή στην οποία τον συναντάμε είναι η στιγμή που έχει αποφασίσει να αλλάξει, να μην επαναλάβει τα ίδια μοτίβα. Είναι όμως έγκλειστος σε αυτά από τον εαυτό του τον ίδιο. Εξ ου και η σωματικότητα του ήρωα αυτού. Αποτέλεσμα αυτού του… του πτηνού… αυτού του πουλιού που δεν ξέρει πού να βάλει τα χέρια του και τα πόδια του. Ένας άνθρωπος που δεν ξέρει πού πάει. Και γι’ αυτό δεν στέκεται. Δεν υπάρχει. Πατάει σχεδόν στις μύτες των ποδιών του.

02faros_oloistavroshabakis-20_copy.jpg

Θα λέγατε ότι είναι «αντρικό» έργο ο «Φάρος»;
Είναι έργο με άντρες αλλά όχι για άντρες. Είναι έργο για ανθρώπους. Δανείζεται την ψυχή των αντρών, τις συμπεριφορές τους, αλλά το κάνει για να μιλήσει για την ψυχή και τη συμπεριφορά ανθρώπων. Γιατί και το χάσιμο της ζωής και οι ασυνείδητες συμπεριφορές, όταν επαναλαμβάνεις πράγματα που δεν ελέγχεις καν, είναι αποτέλεσμα έλλειψης σύνδεσης, στ’ αλήθεια, με την πραγματικότητα και με τη ζωή. Ζωές που γλιστράνε από τα χέρια των ανθρώπων. Άνθρωποι που διαρκώς τους συμβαίνουν πράγματα και οι ίδιοι δεν κάνουν πράγματα. Αυτό δεν αφορά άντρες. Αυτό αφορά ανθρώπους. Και μάλιστα θεωρώ ότι αφορά πολύ περισσότερους ανθρώπους από αυτούς που νομίζουμε. Η βασική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι πίσω από τη ζωή τους και όχι μπροστά.

Ας πάμε τώρα στο «Master Class». Αναρωτιόμουν πόσο ρεαλιστικά αποδίδεται η Μαρία Κάλλας γιατί είναι πρόσωπο που υπήρξε και υπάρχουν στοιχεία και αναφορές, τη θυμάται ο κόσμος.
Ο κόσμος, στην παράσταση που θα δει στην Αθήνα στο θέατρο Μικρό Χορν, δεν θα δει μία νατουραλίστική, μία μιμητική παρουσίαση της Κάλλας. Όχι. Το ξεκαθαρίζω και δεν με αφορά, πραγματικά καθόλου. Θεωρώ δε, ότι δεν αφορά ούτε τον συγγραφέα. Τον αφορά μόνο να μπορέσει να δημιουργήσει το χώρο για να δούμε «μέσα» στην Κάλλας και όχι «την» Κάλλας. Για να δούμε το μέσα της και όχι το έξω της. Για το έξω της υπάρχουν ωραιότατα αφιερώματα και ντοκιμαντέρ όπου μπορούμε να δούμε την ίδια – γιατί να δούμε κάποια να την υποδύεται; Να υποδυθείς την Κάλλας έχει αξία μόνο αν υποδυθείς τον πυρήνα της, αυτό που δεν φαίνεται την ώρα που χαμογελάει στις κάμερες και της παίρνουνε μία συνέντευξη και έχει πλήρη συνείδηση ότι την παρατηρούν. Αυτό, το ντοκιμαντέρ και το αφιέρωμα θα στο δείξει μία χαρούλα. Αυτό που έχει αξία είναι να την δεις την ώρα που είναι κλεισμένη στο σπίτι της, ακούγοντας τους δίσκους της, μόνη στο δωμάτιό της, εμμονικά και όντας σε νευρική κατάρρευση. Αυτό το πρόσωπο έχει αξία να συναντήσει κανείς, με όλες τις μύχιες πλευρές του, με όλη τη μυστική, κρυφή ζωή του, όλα τα αισθήματα της απόγνωσης και το φλερτ ανάμεσα στη μεγάλη επιτυχία, στη μεγάλη καριέρα, στη μεγάλη αναγνώριση και στη μικρή ζωή. Στην αποτυχία της ζωής. Στη δυσκολία σύναψης σχέσεων. Στους αποτυχημένους έρωτες. Σε μια τέτοια αρένα έχει αξία να παρακολουθήσει κανείς έναν αγώνα. Άμα είναι να τον δεις για το πόσο θα μιμηθεί τις κινήσεις ή πόσο θα κάνουμε την Μαρία (Ναυπλιώτου) με μέικ-απ να μοιάζει με την Κάλλας – που ήδη της μοιάζει δηλαδή – ε, δεν έχει και νόημα. Άλλωστε εδώ υπάρχει και αυτό το προσόν: έχεις μία ηθοποιό που, άμα τη εμφανίσει, είναι η Κάλλας. Και τελειώσαμε με αυτό.

master-class-copy-copy.jpg

Το ανέβασμα του έργου έχει καθόλου στοιχεία από «Δεσποινίδα Μαργαρίτα»;
Α! Ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Κατά τη γνώμη μου, ναι. Και στη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα» πάλι, αυτό που έχει ενδιαφέρον δεν είναι να δει κανείς το «μάθημα» αλλά την ευκαιρία που δίνει αυτό το περίεργο μάθημα για ένα γλίστρημα προς τα μέσα, πολύ σοβαρό και πολύ επικίνδυνο. Και καθόλου ανώδυνο. Με αυτή την έννοια έχουνε κάτι κοινό τα δύο έργα. Είναι μία αφορμή, τάχα μου ένα master class, ένα σεμινάριο, για να γλιστρήσουμε σε έναν κόσμο πολύ πιο επικίνδυνο, πιο παραισθητικό και σκοτεινό και δεν εννοώ ότι είναι μία βαριά παράσταση. Καθόλου! Το έργο είναι γραμμένο με πολύ χιούμορ και θα το εξαντλήσω μέχρι τελευταίας ρανίδος του, αυτό το χιούμορ. Μάλιστα στη δική μας την παράσταση, επειδή υπάρχει και ένα, ας το πούμε, ολόκληρο σύμπαν γύρω από αυτήν –δηλαδή ερχόμενος κάποιος στο θέατρο θα έχει μπει ήδη στην παράσταση, δεν αρχίζει και τελειώνει ποτέ – είναι ακόμα πιο έντονο το χιούμορ του. Γιατί χωρίς χιούμορ, χωρίς άσπρο δεν μπορείς να δεις μαύρο και χωρίς φως δεν μπορείς να δεις τη νύχτα. Εγώ δεν το καταλαβαίνω αλλιώς το θέατρο.

Η μουσική πώς ενυπάρχει μέσα στη σκηνοθεσία του έργου;
Υπάρχει σε ακραίο βαθμό διότι εγώ επέλεξα έτσι. Επειδή έχω εικόνα των παραστάσεων του εξωτερικού, πρόσφατα είδα και δύο ανεβάσματα σε βίντεο, σε αντίθεση με αυτό που γίνεται συνήθως και αυτό που ζητάει ο ΜακΝάλι σαν συγγραφική οδηγία – την οποία όμως δεν είμαστε και υποχρεωμένοι να τηρήσουμε, άλλωστε δεν τηρούμε καμία συγγραφική οδηγία όταν ανεβάζουμε έργα, άλλωστε κι οι συγγραφείς δεν είναι κι εκεί για να μας την πούνε συνήθως, είναι απλώς μία παρένθεση σε ένα κείμενο (γελώντας), σημασία έχει το κείμενο, όχι η παρένθεσή του… Έτσι λοιπόν στο εξωτερικό, όταν πια αυτή γλιστράει σοβαρά μέσα στη μνήμη και στα πράγματα που τη βομβαρδίζουν από το παρελθόν, γίνεται σκοτάδι και βλέπουμε πια μόνο την Κάλλας και ακούμε τον δίσκο. Αυτό είναι λίγο…φράντσάιζ… έτσι ανεβαίνει η παράσταση. Εδώ, σε ‘μας, δεν υπάρχει κανένα σκοτάδι, κανένας δίσκος. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι που τους επέλεξα να μπορούν να είναι υποκριτικά ικανοί και σοβαροί αλλά ταυτόχρονα και επαγγελματίες άνθρωποι της όπερας και στο πιανιστικό κομμάτι και στο λυρικό, τραγουδιστικό κομμάτι. Είναι λυρικοί τραγουδιστές, σοπράνο και τενόρος, είναι πολύ σοβαροί πιανίστες και το μουσικό αποτέλεσμα είναι πολύ υψηλού επιπέδου και συνομιλεί ταυτόχρονα με την Κάλλας. Ταυτόχρονα είναι και ο Μπελίνι εκεί και η μνήμη της εκεί, είναι ένα παζλ, μία παρτιτούρα που τη φτιάξαμε με μεγάλο κόπο στη διάρκεια των προβών όπου η άρια είναι κομμάτι της αφήγησης. Θα το δείτε, νομίζω είναι πολύ ενδιαφέρον.

Το γεγονός της διασημότητας πώς το διαχειρίζεται το έργο και ταυτόχρονα κι εσείς που επίσης έχετε την αναγνωρισιμότητα; Δεν συγκρίνω τα μεγέθη βέβαια αλλά…
Όχι βέβαια. Αλλά αναλογικά μπορεί κανείς να αισθανθεί τι θα σήμαινε αυτό… Έχω την αίσθηση ότι η τόσο πια ακραία διασημότητα όπως είναι της Κάλλας, η οποία μάλιστα βρέθηκε και σε μία εποχή πρωτόγνωρης διασημότητας, είναι στο όριο που ξεκινάει ουσιαστικά αυτή η εποχή, το ’50 και το ’60, η αρχή της εποχής που λέγεται «παμπλίσιτι» και «παπαράτσι»… Πιο πριν, έναν τραγουδιστή της όπερας μάλλον τον ήξερε το σινάφι του και κάποιοι άνθρωποι που παρακολουθούσαν όπερα. Κάποιες χιλιάδες δηλαδή μέσα στον κόσμο. Η Κάλλας όμως είναι παγκόσμιο φαινόμενο, αντίστοιχη των σταρ του Χόλιγουντ. Είναι θηριώδης αυτή η διασημότητα και έχω την αίσθηση ότι είναι μεγάλη φυλακή. Ως τέτοια την αντιλαμβάνομαι και στο έργο. Ως το μεγάλο ναρκοπέδιο. Τη μεγάλη παγίδα όπου η απομάκρυνσή σου από τον πραγματικό κόσμο και την πραγματική ζωή μπορεί να είναι οριστική – αν πιστέψεις εκεί. Ε, σε ανάλογο βαθμό, πολύ-πολύ μικρότερο, την αντιλαμβάνομαι και για τα δικά μας μεγέθη.

Το έργο το αντιμετωπίσατε σαν ηθοποιός ή σαν σκηνοθέτης;
Τώρα, τρέχα γύρευε. Θέλω να πω, νομίζω ότι ο λόγος που σκηνοθετώ είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο παίζω. Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι ιστορίες και με ενδιαφέρουν συνολικά. Δεν με ενδιαφέρουνε μεμονωμένα.

Αυτό που μου λέγατε και στην αρχή.
Ναι. Όταν παίζω σε μία παράσταση δεν με ενδιαφέρει ο ρόλος μου, με ενδιαφέρει το έργο συνολικά. Έτσι το αντιλαμβανόμουνα πάντα. Οπότε ξαφνικά τι πιο καθαρό για μένα από το να βγω και απ’ έξω τελείως και να μπορώ να το αντιληφθώ χωρίς να είμαι κομμάτι του. Γιατί άμα είσαι και κομμάτι του έργου, μοιραία, όσο και αν προσπαθείς, δεν μπορείς να έχεις τη σωστή αίσθησή του. Οπότε, μάλλον, σκηνοθετώ σαν ηθοποιός. Θέλω να πω, μάλλον είναι η ίδια η λειτουργία μου. Ή σαν σκηνοθέτης παίζω. Δεν ξέρω τι να πω… Είναι κοινός τρόπος.

Καινούργια σχέδια, καινούργια έργα έχουν αρχίσει να φαίνονται; Υπάρχουν;
Υπάρχουν ένα-δυο αλλά έχω έναν σεβασμό στη σειρά των πραγμάτων οπότε, όταν κάτι πρέπει να ανακοινωθεί από τον παραγωγό που θα το πληρώσει, δεν θα του το χαλάσω με τίποτα.

Το σινεμά σας αρέσει;
Πάρα πολύ! Και η τηλεόραση. Το γύρισμα. Τα επόμενα σχέδια δεν έχουν να κάνουν ούτε με τηλεόραση ούτε με κινηματογράφο (γέλια). Δυστυχώς έχουν μόνο θέατρο. 

MASTERCLASS του TERRENCE MCNALLY στο ΘΕΑΤΡΟ ΜΙΚΡΟ ΧΟΡΝ, από 9 Νοεμβρίου 2018


Δείτε πληροφορίες για την παράσταση «Ο Φάρος» του Κόνορ Μακφέρσον 

Δείτε πληροφορίες για την παράσταση «Master Class» του Τέρενς ΜακΝάλι

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ