Θεατρο - Οπερα

Μανώλης Μαυροματάκης: «Έχουμε δικαίωμα να μην πονάμε»

Μας εξηγεί γιατί η εξομολόγηση του ήρωα που ερμηνεύει (και σκηνοθετεί) στο έργο «Η Ριμάδα η ζωή», στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, έχει μεγάλη αξία και για εμάς.

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 580
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
323094-658808.jpg

Η «ρημάδα» η ζωή σε ρίμα κι ένας κλονισμένος ήρωας που αφηγείται τους καημούς του. Τον παρακολουθώ να παίρνει σάρκα και οστά κατά τη διαδικασία της πρόβας την ώρα που γίνεται το πέρασμα. Τσέμπαλο και κιθάρα συνοδεύουν τον Μανώλη Μαυρoματάκη ζωντανά επί σκηνής, καθώς ως αφηγητής ξεκινάει να μας πει την ιστορία του που ζωντανεύει στους πόθους και τα παθήματα άλλων προσώπων, μπαινοβγαίνοντας σε στιγμιότυπα της ζωής τους καθώς παλεύουν με τα δικά του(ς) φαντάσματα. Η αγωνία που περνάει μέσα από τον έρωτα και τις ταυτότητες για να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος είμαι» πατάει στο ρυθμό του έμμετρου λόγου σε ένα πολύ δυνατό κείμενο, ερμηνευμένο από έναν ταλαντούχο ηθοποιό που σκηνοθετεί τον εαυτό του.

Μετά την πρόβα είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση...


 image

«Αν καίει κάτι μέσα μου; Ναι κάτι καίει, αλλιώς δεν έχω λόγο να ανέβω στη σκηνή. Για να πω αυτό το κείμενο κάτι θέλω να πω και για μένα... κάτι που με αφορά. Αυτό είναι σημαντικό, αλλά όταν παραγίνεται δεν λειτουργεί, χρειάζεται μια απόσταση. Αυτό λέει και το κείμενο. Το κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για τη ζωή μας σαν να μιλάμε για τη ζωή κάποιου άλλου».

«Το αρχικό μου κίνητρο πάντως ήταν το να πω τα λόγια που γράφει ο Κοροπούλης, μου αρέσει πώς γράφει. Η ομοιοκαταληξία, που χρησιμοποιεί, είναι μια μάσκα της γλώσσας με την οποία μπορείς να φανερώσεις πολύ περισσότερα πράγματα από ό,τι αν μιλήσεις κυριολεκτικά. Υπάρχουν κρυμμένες σημασίες. Όπως, ότι...»

«...Ό,τι και να θέλεις να πεις για τον εαυτό σου πρέπει να βρεις τρόπο να το πεις... κι ό,τι άσχημο θέλεις να πεις, για να το ακούσει ο άλλος, να το πεις με ωραία λόγια... Συνήθως όμως κάνουμε το αντίθετο, ακόμα και τα ωραία μας πράγματα τα λέμε με άσχημο τρόπο. Ειδικά αυτή την εποχή που η ασχήμια κυριαρχεί –όχι ότι δεν κυριαρχούσε και παλιότερα, αλλά επειδή ήμασταν εύποροι δεν την καταλαβαίναμε–, που έχει πέσει όλο το βάρος της κρίσης στους ώμους μας, είναι ανάγκη ο άνθρωπος να παρηγοριέται από την ομορφιά. Και η τέχνη αυτό ακριβώς κάνει... είναι ένα πολύ ωραίο φάρμακο, αναλγητικό, που το έχουμε ανάγκη. Έχουμε δικαίωμα να βρούμε τρόπους να μην πονάμε».

Μια παροξυσμική παρωδία του λυρισμού, του έρωτα και του πένθους σε πρωτότυπο κείμενο του Γιώργου Κοροπούλη. Έμμετρος και χειμαρρώδης ο ποιητικός λόγος αφηγείται τη ζωή και τον έρωτα ενός ήρωα που αλλάζει διαρκώς πρόσωπα και εποχές, και αποκαλύπτει το διχασμό του ανάμεσα στο ρομαντισμό και τον κυνισμό, την φαντασίωση και την πραγματικότητα....

«Το έργο είναι μια λυρική ποίηση που ειρωνεύεται τον εαυτό της. Ο λυρισμός μπορεί να σε φέρει στα πέρατα της φαντασίας, εκεί που δεν μπορεί να σε πάει τίποτα άλλο. Όμως, όλο αυτό, το κείμενο το ειρωνεύεται. Δηλαδή, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το λυρισμό ως εργαλείο για να μας πει αυτά που θέλει αλλά την ίδια στιγμή συνδιαλέγεται και με το εργαλείο του. Υπάρχουν στο έργο διχασμοί που λειτουργούν σε πολλά επίπεδα, ένας είναι αυτός που μόλις ανέφερα, ένας λυρισμός που αυτοσαρκάζεται. Ένας άλλος είναι πως ο αφηγητής διχάζεται ανάμεσα στον εαυτό του και στα πρόσωπα που παρουσιάζει, ποιανού είναι οι ιστορίες. Ο διχασμός όμως λειτουργεί και σε ένα άλλο επίπεδο που έχει αναγωγές στην πρακτική πλευρά, της διπλής μου ταυτότητας ως σκηνοθέτη και ως ηθοποιού, αφού ταυτόχρονα παίζω και σκηνοθετώ τον εαυτό μου.

Η ρίμα μετατρέπει το φόβο σε ρυθμό και δίνει μορφή σ’ αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί κι όμως μένει πάντα ζωντανό...

«Η ζωή του Σαχλίκη είναι το βασικό υλικό του κειμένου. Ποιητής του 14ου αιώνα, συμβολαιογράφος στο ενετοκρατούμενο Ηράκλειο, μια εποχή ανάμεσα στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, μία μεταβατική εποχή, με λιμούς, με αρρώστιες, με πολέμους, με μαύρο θάνατο όπως λέει. Ένας ταραγμένος άνθρωπος ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή στα καπηλειά, στις χαρτοπαιχτικές λέσχες και στις πόρνες της εποχής. Μία από αυτές ήταν και η Κουταγιώταινα, που τον κατέδωσε, τον έχωσαν στη φυλακή, κι εκεί στη φυλακή αποφάσισε να γράψει για τη ζωή του. Έτσι αρχίζει και το έργο: Ο νους μου μου ’λεγε γράψε, κι εγώ δεν ήθελα να γράψω, αλλά τελικά θα γράψω και συγνώμη αν κάνω λάθη. Και γράφει συμβουλές προς το γιο του τι να μην κάνει στη ζωή του, που ουσιαστικά είναι η αυτοβιογραφία του, όλα όσα αυτός έκανε. Είναι το πρώτο γραπτό κείμενο στην ελληνική γραμματολογία, πριν από τον «Ερωτόκριτο», γραμμένο σε ομοιοκαταληξία».

Ο έρωτας, εν μέσω φαντασιώσεων, είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται, η συνάντηση, η αποτυχία, ο πόθος που δεν εκπληρώνεται....

«Ο έρωτας είναι αυτό πάνω στο οποίο προσπαθεί να βρει τη λύτρωση, αλλά και το πεδίο όπου εμφανίζονται όλα τα πάθη του και τα παθήματά του. Το σημαντικό στο κείμενο, νομίζω, είναι ότι μέσα από αυτή την ταραγμένη ερωτική ζωή του ήρωα δεν παρουσιάζεται η προσωπική ιστορία ενός συγκεκριμένου ταραγμένου ήρωα, αλλά υπάρχουν προεκτάσεις πολύ πιο υπαρξιακές και χρήσιμες για ανθρώπους που ζουν σε τέτοιες ταραγμένες εποχές σαν τη δική μας. Η απόφαση και μόνο να ψάξει να μιλήσει για τη ζωή του με όλο το δισταγμό που έχει, με την αποτυχία του, με όλα τα δάνεια που παίρνει, έχει πολύ μεγάλη αξία. Μπορεί να λειτουργήσει σαν παράδειγμα για μας που είμαστε τόσο σίγουροι για αυτό που είμαστε και για αυτό που βλέπουμε στους άλλους – κυρίως για αυτό που βλέπουμε στους άλλους αφού σε μεγάλο βαθμό ετεροκαθοριζόμαστε. Ο ήρωας δεν το κάνει αυτό, αλλά ρωτάει, εγώ ποιος είμαι;»

 image

Η Αγγελική Τόμπρου, βοηθός σκηνοθέτη, τα «δεύτερά μου μάτια» όπως λέει ο Μ.Μ. σε αυτό το δύσκολο όσο και ενδιαφέρον εγχείρημα του να σκηνοθετήσει ο ίδιος τον εαυτό του, συνεισφέρει στη συζήτηση...

Α.Τ. Αυτό έχει ενδιαφέρον και σε σχέση με την αγωνία που ζούμε εμείς σε σχέση με την κρίση, ότι μόνο εμείς την περνάμε. Αν δεις ότι και το 1400 συνέβαινε αντίστοιχο πράγμα και ότι ήταν όλοι τόσο χαομένοι είναι μια μορφή παρηγοριάς, σε βοηθάει να βγεις από το ναρκισσιστικό αδιέξοδο ότι μόνο εσύ το ζεις, ότι η κρίση ήρθε μόνο το 2010 στην Ελλάδα. Σε κάθε μεγάλη κίνηση της ιστορίας υπάρχει μια περιοχή κλυδωνισμού και μέσα σε αυτό οι άνθρωποι πάντα κατάφερναν κάτι να κάνουν. Οι άνθρωποι και στις πανούκλες ζούσανε, και στους λιμούς, ο Σαχλίκης έγραφε, και άφηναν πράγματα να τα πάρουμε εμείς 500 χρόνια μετά. Όλο αυτό λειτουργεί σαν καθρέφτης και παράδειγμα, κι αυτό σου ανοίγει το πεδίο, ότι δεν είναι μόνο αυτό που ζεις εσύ τώρα.

Μ.Μ. Όπως επίσης ότι δεν είσαι μόνο εσύ αυτός που είσαι τώρα. Είσαι μια συνέχεια άλλων ίδιων, έχεις μια ιστορικότητα, ο Σαχλίκης είναι πρόγονός σου, προέρχεσαι από αυτόν. Ο ήρωας κάποια στιγμή λέει «η ίδια πάντα ιστορία αλλά αλλιώς»... έτσι κι εμείς, αν θέλουμε να μάθουμε ποιοι είμαστε δεν αρκεί να δούμε μόνο τον παρόντα χωρόχρονο στον οποίο ζούμε, είμαστε μια συνέχεια μέσα στην ιστορία. Εμάς μας αρέσει να βρίσκουμε συνέχεια μόνο στα σπουδαία, δηλ. φτιάξανε οι αρχαίοι τη δημοκρατία, είμαστε ίδιοι με αυτούς. Αμ δεν είμαστε... με τον Σαχλίκη όμως είμαστε ίδιοι γιατί μέσα στην καταστροφή ζούσε αυτός, μέσα στην καταστροφή ζούμε κι εμείς – αυτό είναι ένα υπονοούμενο.

 

«Tο πολιτικό θέατρο δεν με συγκινεί»

«Θέλω να πω κάτι το οποίο λέω συχνά... Έχουμε μάθει να νομίζουμε ότι η πραγματικότητα είναι αυτή στην οποία η καθημερινή μας ζωή προσαρμόζεται στην ιδεολογία - ιδεοληψία μας. Θεωρείται πολύ πιο μοντέρνο και πιασάρικο να κάνεις κοινωνικά έργα, γιατί ο θεατής λέει, αυτό μπορώ να το καταλάβω, μιλάει για τη ζωή μου, και ξεχνάει ότι η πραγματική του ζωή είναι ο κατεστραμμένος του έρωτας, ο τρόπος που βήχει το πρωί, οι αισθήσεις του... Δυστυχώς, και στο θέατρο, η μόδα είναι τα πολιτικά-κοινωνικά έργα και περιφρονούνται έργα που μιλάνε για τα προβλήματα ενός ανθρώπου – όμως οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν γράψει τέτοια έργα, όχι μανιφέστα, και από εκεί είναι που μπορεί κανείς να ανοιχτεί από το ειδικό στο γενικό. Eμένα το πολιτικό θέατρο δεν με συγκινεί. Όχι μόνο δεν απεικονίζει την πραγματικότητα, ή την απεικονίζει δημοσιογραφικά άρα περιορισμένα, σαν μικρές ανταποκρίσεις, ντοκουμέντα, μικρά ψήγματα μόνο του ποιοι είμασε και του τι μας συμβαίνει, αλλά δημιουργεί και άσχημα αποτελέσματα. Το να παρουσιάζεις το ζόφο με ζόφο, το να κάνεις το θεατή να νιώσει άσχημα για αυτό που ζει ξαναλέγοντάς του το, όχι μόνο δεν τον βοηθάει να δει πώς μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση στην οποία ζει, αλλά τον βάζει και πιο βαθιά στο λάκκο. Υπάρχουν άλλοι τρόποι να το κάνεις, υπάρχει το χιούμορ, υπάρχει η ομορφιά, το να του υπενθυμίζεις την αξία της ζωής, να του υπενθυμίζεις ότι δεν είσαι μόνος, φίλε, κι άλλοι το έπαθαν αυτό, αυτά είναι παρηγοριές, για να μπορεί να μην πεθάνει από κατάθλιψη. Ας βρει ο καθένας πώς εκφράζεται η πραγματικότητα μέσα του και ας μην κρύβεται από τα τείχη των ιδεοληψιών του.

«Τι έμαθα εγώ από την παράσταση; Έμαθα να μη βιάζομαι, να μην τα θέλω όλα, να προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου πρώτα και μετά να κρίνω τους άλλους, να καταλαβαίνω ότι δεν είμαι γένημμα μιας στιγμής, αυτής τώρα, που δεν αισθάνομαι καλά, και να προσπαθήσω να διώξω τα φαντάσματα που δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Αλλά το αν θα τα βάλω σε δράση...»

«Γιατί να έρθει ο κόσμος να τη δει; Για να ακούσει ό,τι είναι να ακούσει με πολύ ωραία λόγια. Και ωραία μουσική, ζωντανή μουσική...»

Info: 

Πρωτότυπο κείμενο, μείξη και μετάφραση λοιπών κειμένων: Γιώργος Κοροπούλης 

Σκηνοθεσία - Ερμηνεία: Μανώλης Μαυροματάκης

Βοηθός σκηνοθέτη: Αγγελική Τόμπρου

Μουσική: Τάσος Ρωσόπουλος

Σκηνικά - κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος

Επιμέλεια κίνησης: Μαρία Φουντούλη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ