- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
*Γράφει ο Φραγκίσκος Μονογυιός
Δεν χρειάζεται να είσαι από την Μύκονο για να σχολιάσεις ένα δημοσίευμα που αναφέρεται στους επισκέπτες της, αλλά ακόμα καλύτερο δεν είναι απαραίτητο να είσαι δημοσιογράφος για να γράψεις μια άποψη. Τι ωραιότερο αν την υποστηρίξεις κιόλας με προσωπικά βιώματα απορρίπτοντας την. Με τι γυαλιά θα μπορούσε να δει κάποιος ένα Νησί που τον τελευταίο μισό αιώνα πρωταγωνιστεί σαν προορισμός σε παγκόσμια κλίμακα;
Με τα μάτια ενός ειδικού σε τι ;
Του τουριστικού πράκτορα, του επιχειρηματία , του επισκέπτη, του μόνιμου κατοίκου, του εργαζόμενου, του παράγοντα της περιοχής, του δημοσιογράφου, του άρχοντα ;
Σε τι ηλικία;
Έφηβοι, ενήλικες, μεσήλικες και σε τι κατάσταση ; Eρωτευμένοι, ελεύθεροι, σε σχέση, με παιδιά, χωρίς;
Θα δοκιμάσω να αναδείξω τις ομορφιές των ανθρώπων της και το πνεύμα της που το έζησα στην άλλη μεριά του Νησιού που τα φώτα και οι κάμερες δεν τα μετέφεραν στις οθόνες μας για να σχηματίσουμε μια μονοδιάστατη εικόνα μέχρι να την πιστέψουμε.
Η Αγένεια δεν έχει κοινωνικοοικονομική τάξη το ίδιο και η μιζέρια. Απλά όταν την συναντάς σε ανθρώπους με κοινωνικό status ή έστω με ομοιώματα τους (Wanna Be που έλεγαν και οι παλιοί εκδότες του life style) την βιώνεις με μεγαλύτερη έκπληξη.
Η Φτήνια δεν έκανε επέλαση φέτος ή πέρσι στο Νησί, έκανε την πρώτη της εμφάνιση την ημέρα που κάποιος κάποτε με σκοπό το οικονομικό όφελος*, έκανε την πρώτη του υποχώρηση στην αισθητική, στην αυθεντικότητα, στην εντοπιότητα και έριξε νερό στο κρασί του για να υποχωρήσει μπροστά στην επέλαση του προσωρινού, του ματαιόδοξου, του αδιάκριτου. Κερδίζει κάποιες μάχες ως τώρα αλλά όχι τον πόλεμο.
Η Μύκονος δεν είναι μόνο για απεγνωσμένες Νοικοκυρές, bachelor parties, sushi, σεξουαλικά όργια και επίδειξη πλούτου.
Είναι και για εκείνους που την γνώρισαν αφού επισκέφθηκαν πρώτα την Δήλο και στην συνέχεια πέρασαν να δουν από κοντά το ασπρονήσι των ψαράδων και των ναυτικών.
Έχει κατοίκους που δυσκολεύονται να επιβιώσουν όταν δίπλα τους κυκλοφορεί ο πλούτος που τόσο όμορφα περιγράφει ο Αριστοφάνης και θα έπρεπε να φιλοξενούν μόνιμα το έργο του στο ανεμοθέατρο Μυκόνου για γνώση και συμμόρφωση.
Μοναστήρια και εκκλησίες με ιστορία, λαογραφία που κανείς δεν διαφημίζει, άξιους δημιουργούς και υπεύθυνους πολίτες που νοιάζονται για το καλό του τόπου όπου θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους.
Τα παιδιά που βλέπουν ότι τους δείχνουμε εμείς. Τα παιδιά δεν ακούνε , βλέπουν και ότι βλέπουν δύσκολα τους λες πως δεν υπάρχει.
Έχει εκείνους που την επισκέπτονται από τότε που η φθήνια δεν είχε βρει χώρο και έδαφος να αναπτυχθεί και αντιστέκονται να μεταλλαχθούν από τους πλούσιους ή τους χλιδάφραγκους επισκέπτες της που ασελγούν φωνάζοντας Μύκονος και δηλώνοντας το παρόν για να τους παρατηρήσουν στον κύκλο τους.
Έχει ιστορίες με Γιαλούδες* και Διάσκελους** και ξωτικά και δαίμονες που τρόμαζαν τα παλιά χρόνια τους κατοίκους και ακόμη τα συζητάνε σε κάποια σπίτια.
Ιστορίες με πειρατές που έκρυβαν τους θησαυρούς στις ακτές της και ιστορίες από την κατοχή με σκληρή πείνα σε ένα άγονο έδαφος.
Υπάρχουν παρέες που θα περάσουν όμορφα με καρπούζι και κοπανιστή, παξιμάδι και τυρί πίνοντας το ντόπιο κρασί και θα απολαύσουν τα αμυγδαλωτά όχι σαν επιδόρπιο αλλά σαν γεύση που θυμίζει ξεγνοιασιά ή γιορτή και που θα βάλουν λούζα στο τραπέζι τους όχι από μόδα στην σαλάτα τους, αλλά γιατί γνωρίζουν και να την παράγουν αλλά και να την καταναλώνουν.
Υπάρχουν γιορτές και πανηγύρια που η παράδοση ξεχειλίζει και δεν έχει την εποχικότητα που εμείς γνωρίζουμε επιλεκτικά, αλλά είναι παρούσα όλη τους την ζωή εκεί και τους συντροφεύει, στις άγριες χειμερινές ημέρες και νύχτες, που ο χωροχρόνος περνά σε άλλη διάσταση.
Μέρη που δεν είχαν την τύχη να γίνουν καρτ-ποστάλ και άνθρωποι που δεν τους φωτογράφισε κανείς για να γίνουν διάσημοι. Επώνυμοι και ανώνυμοι αγάπησαν το νησί περισσότερο και από τους κατοίκους της όταν η ενέργεια που ένιωθαν πλησιάζοντας την, τους χάριζε ζωή.
Οι κάτοικοι και εργαζόμενοι στο νησί απαιτούν σεβασμό και δεν διεκδικούν μόνο ευγένεια κατά την σύντομη παραμονή μας στο νησί.
Ρωτάει η εργαζόμενη στο νησί :
“Πού βρήκε τα λεφτά ο μανάβης, η κομμώτρια, η νοσοκόμα και ο γκαραζιέρης να έρθουν στο νησί Ιούλιο μήνα, κουβαλώντας όλες τις απαράδεκτες συμπεριφορές και τα χούγια τους ; ”
Το ερώτημα επίσης δεν το θεωρώ σωστό καθώς τοποθετεί ταμπέλες σε επαγγέλματα (φυσικά κατανοώ ότι θέλει να τα συνδυάσει με αναντιστοιχία οικονομικής δυνατότητας και τίποτα άλλο) όμως κρισιμότερο θεωρώ το ερώτημα:
Γιατί ασχολούνται όλοι κάθε καλοκαίρι μαζί της και ξεχνάνε την ύπαρξη της τον χειμώνα όπου και για τον ίδιο τον κάτοικο η περίθαλψη της υγείας του, αλλά και η μετακίνηση του είναι δύσκολη και εξίσου ακριβή;
Γιατί κάποιος που έχει συγγενείς εκεί δυσκολεύεται να πάει να τους συναντήσει αν δεν έχει να φιλοξενηθεί ;
Γιατί κάποιος αφού την επισκεφθεί καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο ίδιος άξιζε καλύτερης φροντίδας από τον διπλανό του καθώς εκείνος ήταν ο τάδε ενώ ο δίπλα του ήταν ο δείνα.
Γιατί ακούμε για πρώτη φορά πως δεν λειτουργούν σε μια περιοχή καλά οι υπηρεσίες της δεν διαχειρίζονται σωστά τα σκουπίδια της, το λιμάνι της, τις δημόσιες υπηρεσίες της, η αποχέτευση, το πόσιμο νερό, το πάρκινγκ στην χώρα, οι ξαπλώστρες στις παραλίες, η αστυνομία, η πολεοδομία, το ανύπαρκτο κτηματολόγιο, τα ενοικιοστάσια του μοναστηριού κτλ.
Δε μας αφορά συνολικά σαν χώρα, η παθογένεια της λειτουργίας όλων των παραπάνω;
Είναι το γιατί χωρίς το διότι, όπως αρκετά αντίστοιχα θέματα που εξελίσσονται σταθερά σε ψευτοδιλήμματα.
Αφαίρεσε την λέξη Μύκονος που τελικά «πουλάει» σταθερά εδώ και δεκαετίες και εξήγησε με λογική στον ίδιο σου τον εαυτό πόσο αδιάφορο θα ήταν το κείμενο που διαβάζεις αν δεν αναφερόταν στην Μύκονο, αλλά σε έναν άλλο προορισμό.
«…έγινε Λούτσα η Μύκονος!». Ταμπέλα που απαγορεύει να μπορείς να κινηθείς και στις δυο περιοχές .Κάποτε ήταν μαγκιά να είσαι και του σαλονιού και του λιμανιού. Τώρα ο κόσμος πρέπει να απολογηθεί για το επάγγελμα του την καταγωγή του, το εισόδημα του και για όλες τις προτιμήσεις του.
Αφιερωμένο στους ανθρώπους που έζησαν εκεί για να μας μεταφέρουν τις αξίες τους με ευχή και κατάρα να τις υπερασπιζόμαστε αν κρίνουμε ότι το αξίζουν.
*νεράιδες του γιαλού
**Ψηλά ξωτικά σαν γίγαντες που εμφανιζόντουσαν τα μεσάνυχτα στα σταυροδρόμια και ήταν με πελώρια πόδια όπου το ένα πατούσε στο οικόπεδο της μιας πλευράς ενώ το άλλο πόδι ήταν μέσα στο απέναντι οικόπεδο.
Το άρθρο της εργαζόμενης στη Μύκονο που μετά τη θύελλα που προκάλεσε στα social media, κατέβηκε από το protagon.gr:
"Αυτό που συμβαίνει φέτος το καλοκαίρι στη Μύκονο είναι κατάντια και πλήρης ξεπεσμός ενός κοσμοπολίτικου νησιού που αυτή τη στιγμή που σας γράφω χτυπιέται αλύπητα από ένα απίστευτης αγένειας, θράσους, γυφτιάς, κακογουστιάς, φτήνιας και λεκτικής επιθετικότητας τσουνάμι, που όμοιό του δεν έχουμε ματαδεί.
Το νησί είναι γεμάτο ανθρώπους τόσο φτηνούς σε όλες τους τις εκφάνσεις που οι περισσότεροι από όσους μένουμε και δουλεύουμε εδώ έχουμε, πλέον, φρικάρει. Μέσα Ιουλίου, στην καρδιά του καλοκαιριού και έχει μποτιλιάρισμα στο Ματογιάννη από τα παιδικά καροτσάκια ώρα 2 το πρωί. Με παιδάκια να κοιμούνται και γονείς να «χαζεύουν» βιτρίνες! Άνθρωποι που ποτέ πριν δεν είχαν πατήσει στο νησί ξαφνικά το έχουν γεμίσει με άθλιους τρόπους και εμφανίσεις! Πιο φτήνια πεθαίνεις!
Σεργιανάνε στα στενά της Μυκόνου σκαλίζοντας τη μύτη τους, σκουπίζοντας τα λερωμένα από σουβλάκια, βρώμικα χέρια τους σε όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα των καταστημάτων, δε λένε ούτε καλησπέρα, ούτε καλημέρα, ούτε ευχαριστώ, όταν μπαίνουν σ” έναν χώρο σού λένε με αγένεια και επιτακτικό τρόπο το ποσό που οι ίδιοι αποφάσισαν να πληρώσουν για το αντικείμενο που θέλουν να αγοράσουν, τα παιδιά τους χαλάνε τον κόσμο από φωνές, κατεβάζουν όλες τις βιτρίνες για πλάκα, φιλάνε τους καθρέφτες και πιέζουν όλα τους τα δάχτυλα πάνω στα τζάμια, κάνουν τις κουρτίνες των δοκιμαστηρίων φούστες στριφογυρίζοντας σα βλαμμένα, οι περήφανοι γονείς τους κάνουν σχεδόν το ίδιο και φυσικά δεν αγοράζουν ποτέ τίποτε από πουθενά γιατί δεν έχουν μία! Χωρίς στιγμή να σέβονται τους εργαζόμενους που λιώνουν στα 15 ώρα δουλειάς με αμοιβές της πλάκας και τεράστια έξοδα [δεύτερων σπιτιών και φαγητού]
Λούτσα η Μύκονος το τελευταίο 20ήμερο! ΚΑΙ ας με συγχωρήσουν όσοι είναι από εκεί αλλά σίγουρα θα καταλάβουν τι θέλω να πω.
Έχουμε πάθει σοκ και με την επέλαση της λαϊκούρας, με την κακή έννοια, [γιατί υπάρχει και λαϊκός κόσμος με άλλη εντελώς διαφορετική έννοια] και δεν ξέρουμε, οι εργαζόμενοι, πώς να διαχειριστούμε τους τόνους αγένειας, προσβλητικότητας και επιθετικότητας από όλους αυτούς που κανείς μας δεν ξέρει πώς ήρθαν [με τι οικονομικό προϋπολογισμό] και τι ήρθαν να κάνουν στη Μύκονο [αφού πάνε για ύπνο λόγω παιδιών από τις 12:30] ΚΑΙ μιλάω για Έλληνες!
Ας μη μιλήσω για τους Ινδούς, Σλοβένιους, χωριάταρους Γερμανούς φασίστες που μπαίνουν πιωμένοι στα καταστήματα και μας βρίζουν και μας λένε ότι τους χρωστάμε λεφτά! Σε άλλο ποστ θα σας πω για όλους τους βλαμμένους κομπλεξικούς ξένους τουρίστες. Μεγάλη φωτεινή εξαίρεση η ευγένεια των Τούρκων, Ελβετών και Νορβηγών.
Πού βρήκε τα λεφτά ο μανάβης, η κομμώτρια, η νοσοκόμα και ο γκαραζιέρης να έρθουν στο νησί Ιούλιο μήνα, κουβαλώντας όλες τις απαράδεκτες συμπεριφορές και τα χούγια τους; Ποια ελληνική επαρχία υποφέρει οικονομικά, οέο;
Να μη σέβονται κανέναν και τίποτε, να πετάνε όλα τα σκουπίδια κάτω, να ουρούν όπου βρουν, να τρώνε μόνο τεράστια ξεχειλισμένα σάντουιτς τίγκα στο κέτσαπ και πιτόγυρα και να μιλάνε με ύφος 100 και βάλε καρδιναλίων;
Η Μύκονος βιώνει το χειρότερο οικονομικά και τουριστικά καλοκαίρι ever και αφήστε την τηλεόραση και τα περιοδικά να μιλάνε μόνο για τα υπερβολικής βαρύτητας επίθετα της παγκόσμιας ατζέντας, των οποίων οι κάτοχοι εμφανίζονται για μισή, το πολύ, ώρα στη Χώρα της Μυκόνου, είναι ευγενικοί και γλυκομίλητοι με όλο τον κόσμο και αποσύρονται ταχύτατα στις πανάκριβες σουίτες των εξαιρετικών ξενοδοχείων του νησιού".