Ως γνωστόν, η Ιστορία επαναλαμβάνεται, και η ποδοσφαιρική ιστορία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Έτσι λοιπόν, 24 χρόνια -ή έξι διοργανώσεις- μετά από το 1-0 της (Δυτικής τότε) Γερμανίας επί της Αργεντινής στο Ολυμπιακό Στάδιο της Ρώμης, οι δύο ομάδες βρέθηκαν και πάλι αντιμέτωπες στον φετινό τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Βραζιλία. Τόπος, χρόνος και συνθήκες διαφορετικές - νικήτρια ομάδα και τελικό σκορ, όμως, ίδια.
Βλέποντας τις δύο ομάδες να αναμετρώνται εκ νέου στα τελικά του κορυφαίου ποδοσφαιρικού θεσμού, μου ήταν αδύνατο να μην φέρω στο μυαλό μου ορισμένες εικόνες από εκείνο το τελευταίο τους ραντεβού στην Ιταλία. Ήταν άλλωστε ένας αγώνας που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ – και αυτό όχι τόσο για την ιστορική σημασία του (αν και οπωσδήποτε μεγάλη), όσο για τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες έτυχε να τον παρακολουθήσω.
Το Μουντιάλ του ’90 ήταν το πρώτο μου· και μ’αυτό εννοώ πως ήταν το πρώτο Μουντιάλ που θυμάμαι να παρακολουθώ συνειδητά και γνωρίζοντας τους στοιχειώδες κανόνες του αθλήματος. Και όπως συμβαίνει συχνά με παρόμοιες μυητικές εμπειρίες, πολλά από τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα που έζησα κατά την διάρκεια εκείνων των ημερών παραμένουν αναλλοίωτα και καλά χαραγμένα στα αυλάκια των αναμνήσεών μου.
Oνόματα όπως αυτά των Σαλβατόρε Σκιλάτσι ή Κλάους Άουγκενταλερ, για παράδειγμα, ξυπνάνε ακόμα πλούσιους συνειρμούς μέσα μου, μεταφέροντάς με νοητά πολλά χρόνια πίσω σε μια εποχή προ Διαδικτύου, όταν η τηλεόραση (έγχρωμη ως επί το πλείστον, αν και για μερικούς ακόμα ασπρόμαυρη) ήταν η μοναδική πύλη ικανή να μεταφέρει εικόνες γεμάτες θέαμα και ένταση από τα γήπεδα της Ιταλίας μέχρι τα σαλόνια μας. Θυμάμαι σαν να ήταν χθες το ματς μεταξύ Γερμανίας και Ολλανδίας για την φάση των 16, με τους Γερμανούς να επιστρέφουν συνεχώς την μπάλα στον τερματοφύλακα για να κερδίσουν χρόνο (δεν είχε ακόμα απαγορευτεί η συγκεκριμένη πρακτική), ή τον ενθουσιασμό γύρω από τις ηρωικές εμφανίσεις του Καμερούν μέχρι να υποκύψουν στα προημιτελικά στην Αγγλία του Λίνεκερ στην παράταση.
Πιο έντονα από οτιδήποτε άλλο, όμως, θυμάμαι τον τελικό μεταξύ της Γερμανίας των Ματέους, Κλίνσμαν, και Μπρέμε και της Αργεντινής των Μαραντόνα, Μπουρουτσάγα, και Γκοϊκοετσέα. Όλες εκείνες οι φιγούρες που είχαν πάρει στα μάτια μου σχεδόν μυθικές διαστάσεις, μέσα από τις αυτοκόλλητες συλλογές της Panini, τις παθιασμένες κουβέντες των μεγάλων, και παρακολουθώντας για πρώτη φορά στην τηλεόραση την πορεία των δύο ομάδων προς τον μεγάλο τελικό.
Το έμπα του Ιουλίου του ’90 με βρήκε σε μια παιδική κατασκήνωση στο Λουτράκι. Αν και κανονικά εμάς τους μικρότερους μας μαζεύανε στις σκηνές για ύπνο από νωρίς, εκείνη την Κυριακή 8 του μηνός μας αφήσανε λίγο παραπάνω. Η περίσταση ήταν εξαιρετική: επρόκειτο για τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Αφού πρώτα συγκέντρωσαν όλη την πιτσιρικαρία μας χωρίσανε σε ομάδες, μας οδηγήσανε σε ένα ανοιχτό υπόστεγο, και μας βάλανε να καθίσουμε γύρω από μία τηλεόραση, ολίγον υπερυψωμένη, έτσι ώστε να βλέπουν όλοι όσο το δυνατόν καλύτερα.
Λίγο το περιορισμένο οπτικό πεδίο, λίγο το νεαρόν της ηλικίας και η κούραση από τις αθλοπαιδιές της ημέρας, η παρακολούθηση του αγώνα ήταν αρκετά ζόρικη υπόθεση. Θυμάμαι όμως καλά το σούσουρο και την αναστάτωση που προκλήθηκε μόλις ο διαιτητής σφύριξε το πέναλτι για την Γερμανία. Εντός ολίγων δευτερολέπτων εκατοντάδες παιδικά μάτια καρφώθηκαν στην μικρή οθόνη που ήταν αυτοσχέδια στημένη απέναντί μας. Μένοντας με κομμένη την ανάσα, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνω το γιατί, πήρα έτσι για πρώτη φορά μέρος σε μια τελετουργία που επαναλαμβάνεται ευλαβικά κάθε τέσσερα χρόνια από μικρούς και μεγάλους σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.
Με το πέρασμα του χρόνου άρχισα βέβαια να βλέπω και την άλλη, λιγότερο ελκυστική πλευρά των πραγμάτων: τον τρόπο με τον οποίο παρόμοιοι θεσμοί εξυπηρετούν οικονομικά και ενίοτε πολιτικά συμφέροντα ή το πως γίνονται αφορμή για εκδήλωση φανατικών συμπεριφορών και εθνικιστικού παραληρήματος. Παράλληλα, όμως, έμαθα να διαχωρίζω τα παράπλευρα αυτά φαινόμενα από την ουσία, την αμιγή δηλαδή απόλαυση από την απροκατάληπτη παρακολούθηση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα για την χαρά και μόνο του θεάματος και της συγκίνησης που δύναται να προσφέρει.
Και ποτέ η εμπειρία αυτή δεν θα είναι τόσο αγνή και ανόθευτη από ιδεοληψίες κάθε είδους όσο όταν παρακολουθούσαμε γεμάτοι έξαψη, πρωτόγνωρο ενθουσιασμό και παιδική περιέργεια το πρώτο μας Μουντιάλ.