- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Μια (ακόµα) βόλτα στου Ψυρρή
«Το γνωστό;». «Το γνωστό». Το γνωστό είναι ούζο µε πορτοκαλάδα και η θέση στρατηγική.
«Το γνωστό;». «Το γνωστό». Το γνωστό είναι ούζο µε πορτοκαλάδα και η θέση στρατηγική. Στο έξω µπαράκι του “Old Fashion”, δίπλα στη σόµπα, µε θέα την οδό Μιαούλη – όποιος περπατάει στου Ψυρρή θα περάσει από εδώ. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο: “Can I sit here;”. Μελαχρινή, µε µακριά µαλλιά και κάτι µικρά αστεράκια να είναι στερεωµένα πάνω τους, στενό φόρεµα, γύρω στα 30, από την Αυστραλία, λέει. Αλλά αυτή είναι η κατάληξη µιας µεγάλης βόλτας που (όπως συνήθως) ξεκίνησε από το µεσηµεράκι.
«Μου φτιάχνεις ένα φραπέ; Γλυκό χωρίς γάλα». Και ήλιος και κρύο, γύρω στις 12, από τα παράθυρα του “Boo” φαίνεται η οδός Σαρρή, ένας τύπος µε κασκόλ στο κεφάλι πλησιάζει τον τενεκέ µε τα σκουπίδια και ψάχνει, µετά φεύγει, οι πιτσιρικάδες από την ΑΚΤΟ έρχονται και παίρνουν καφέ σε πλαστικό, κόσµος πηγαινοέρχεται στο δρόµο, ανάµεσά τους και 4-5 ηλικιωµένες γυναίκες που κι αυτό το µεσηµέρι θα πάνε να ανάψουν κεράκι στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Ο πολυσυλλεκτικός κόσµος της γειτονιάς βρίσκεται ήδη στα πόστα του.
Σήµερα θα ψάξω για παλιά περιοδικά και για κάνα διακοσµητικό για το σπίτι, καµιά ευκαιρία άµα βρεθεί. Στη Σαρρή, στο δρόµο προς τη Λεωκορίου, έξω από το «Πιο νόστιµο βρόµικο της πόλης» µπαίνουν ιδέες αλλά συνεχίζω. Στη Λεωκορίου η πραµάτεια έχει καταλάβει το πεζοδρόµιο. Μίκι Μάους ανακατεµένα µε Ροµάντζα και Ταρατατά, κορνίζες χωρίς φωτογραφίες µέσα τους, µία ρόδα από ποδήλατο και το κοµµάτι από ένα γραµµόφωνο, πρόχειρα στερεωµένο στον εξωτερικό τοίχο, να σκέφτεται αν θα πέσει στο δικό µου κεφάλι ή στου επόµενου. Τη γλιτώνω.
Παραδίπλα οι επαγγελµατίες της γειτονιάς, τσαγκάρηδες, βιοτέχνες, παλαιοπώλες, είναι συγκεντρωµένοι στις καρέκλες (που δεν έχουν πλάτη) που έχει βάλει γύρω από τον πάγκο του ο σουβλατζής. Καλαµάκι, ψωµί και κρασί. Και αστεία.
Μ’ αυτά και µ’ αυτά η ώρα κοντεύει 4 έχω ξεποδαριαστεί και δεν έχω αγοράσει τίποτα. ∆ε βαριέσαι, κι αύριο εδώ θα ’µαι. Ρίχνω µια µατιά στη στοά της “Cantina Social”, στη Λεωκορίου κι αυτή, µήπως είναι κάνας γνωστός. Κανείς. Στρίβω αριστερά στα πρόσφατα πεζοδροµηµένα στενάκια, βγαίνω στην Αγίων Αναργύρων. Λίγη κουβέντα στην «Ψιψίνα» µε τις κρέπες που µένει 24 ώρες ανοιχτή, τσιγάρα από το ψιλικατζίδικο της Μαρίνας, πέντε-έξι παρέες λιάζονται έξω από το «Στιλ» και τη «Σουίτα». Τηλέφωνο. «Έλα, φίλε…». «Έλα, θα πάµε να φάµε τίποτα;». «Πάµε, θα σε περιµένω στο Ζείδωρον» (γωνία Αγ. Αναργύρων και Τάκη).
Λίγα τραπεζάκια απ’ έξω, µεγάλη σάλα και µπαρ µέσα, κάτι ανάµεσα σε παραδοσιακή και σε µοντέρνα ταβέρνα, µε οικονοµικές επιλογές, αποφασίζω τραπεζάκι έξω. «Τι να σας φέρω;». ∆εν έχουµε όρεξη για κυρίως και τέτοια, να τσιµπήσουµε µόνο. «Τυροκροκέτες, σπανακοπιτάκια, έναν ντάκο και ένα καραφάκι ούζο». «Και µισό κιλό χύµα λευκό». Είναι ωραία αυτή η γλυκιά αίσθηση όταν έχεις φάει κι έχεις πιει και χασοµεράς χαζεύοντας τους περαστικούς που αυτή την ώρα, κατά τις 7, είναι κάποιοι τουρίστες που κοντοστέκονται στην πλατεία Ηρώων και ψάχνουν πού να πρωτοβγάλουν φωτογραφίες, τύπους που σχολάνε από τη δουλειά, τύπους που είναι η ώρα να πιάσουν δουλειά και τύπους που δεν έχουν δουλειά, απλώς γυροφέρνουν και σιγοσφυράνε. «Ένα καραφάκι ακόµα, παρακαλώ». «Και µισό κιλό λευκό». Και µετά φεύγουµε γιατί ο φίλος µου έχει και δουλειές (γυναίκα). Περνάµε από την Καραϊσκάκη να πάρει κουλούρια και λουκουµάδες για το σπίτι και ύστερα από τη Μιαούλη για να πάρει τη βέσπα που την έχει αφήσει απέναντι από την «Ψύρρα» που έχει ήδη αρχίσει να µαζεύει κόσµο - και είναι νωρίς ακόµα για να γυρίσω κι εγώ σπίτι.
Προορισµός το “Old Fashion”. «Το γνωστό;». «Το γνωστό». Πάντα δίπλα στη σόµπα µε θέα την περατζάδα. Εκεί που συνέβη το αναπάντεχο που λέγαµε: “Can I sit here;”. «Μα φυσικά». Ήταν όµορφη, ήταν η Άννα, έφτιαχνε τα µακριά της µαλλιά και, καθώς µιλούσαµε, συλλογιζόµουν αυστραλέζικα λιβάδια, το θείο µου στο Σίδνεϊ, καγκουρό, σέρφερς και αναρωτιόµουν πού να της πω να πάµε για τη συνέχεια, στο “TAF”, στο “Booze”, στο «Τρανζίστορ»… Και τότε ήρθε ο Τζον. «Hello, John! Τάκη, να σου συστήσω τον αρραβωνιαστικό µου, τον Τζον». «Χάρηκα πολύ». ∆ιά χειραψίας. Και µετά νόηµα προς το µπαρ. «Μήτσο, το γνωστό».