Πολιτικη & Οικονομια

Περί νομιμοποίησης της ευθανασίας

Έχετε πεθάνει ποτέ;

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 652
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
there.jpg

Η ελληνική κυβέρνηση, αυτή η εκκωφαντική αποτυχία, μπορεί ακόμα και την τελευταία στιγμή να κάνει δυο-τρία πραγματάκια στην κατεύθυνση της ωρίμανσης της κοινωνίας μας. Εφόσον δεν δύναται, λόγω των οικονομικών συνθηκών και λόγω της ανικανότητάς της, να στήσει το ευρωπαϊκό κράτος που μας χρειάζεται, ας περάσει τουλάχιστον μερικούς νόμους που αντιτίθενται στις λαϊκές δεισιδαιμονίες και στην επιρροή της Εκκλησίας. Ένας από αυτούς τους νόμους αφορά το δικαίωμα της ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.

Η ευθανασία είναι νόμιμη στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στο Λουξεμβούργο, στην Ελβετία, στον Καναδά και στην Κολομβία. Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι νόμιμη στην Ελβετία, στη Γερμανία, στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα, στην Ουρουγουάη και σε επτά αμερικανικές πολιτείες. Οι νόμοι –οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι συνθήκες αυτών των δικαιωμάτων–  διαφέρουν μεταξύ τους εφόσον διαφέρουν οι νοοτροπίες: στόχος του νόμου είναι, μεταξύ άλλων, να περιορίσει την κατάχρησή του. Σε πολλές χώρες, καθώς έχουν υπάρξει νομικά προηγούμενα, επικρατεί μια μορφή ανοχής που φαίνεται ότι θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην αποδοχή και ίσως στην εξασφάλιση του καλού θανάτου.

Κανείς δεν θέλει να σκέφτεται φρικτές ασθένειες και φρικτά γηρατειά· ούτε να διαβάζει αρθρίδια περί εκδήμησης στον κόσμο των νεκρών. Όμως, αν δεν τα σκεφτούμε όλα αυτά κι αν δεν λάβουμε τα μέτρα που απαιτούνται, οι πιθανότητες να συμβούν αυξάνονται. Αρχικά είναι απαραίτητο να μάθει το κοινό τι σημαίνει ευθανασία και τι υποβοηθούμενη αυτοκτονία: ακόμα κι αν αλλάζουμε κανάλι όταν προβάλλεται το σχετικό τηλεοπτικό σποτ, η δημόσια συζήτηση θα έχει ανοίξει και σύντομα θα είναι δυνατό να σχεδιαστεί ο νόμος προσαρμοσμένος στις ελληνικές συνθήκες. 

Ας πάρουμε ως παράδειγμα το Βέλγιο, όπου κάθε χρόνο πεθαίνουν με ευθανασία περίπου δύο χιλιάδες άνθρωποι. Η πρακτική εφαρμόζεται σε ασθενείς με ανίατες και επώδυνες ασθένειες: όταν λέμε «επώδυνες» εννοούμε ότι οι ασθενείς δεν μπορούν να ανακουφιστούν από τον πόνο με τα φάρμακα και τις μεθόδους που διαθέτουμε. Ο βελγικός νόμος προβλέπει τη συναίνεση του ασθενούς, άρα το τέλος της ζωής δεν είναι δυνατό σε ασθενείς που έχουν χάσει τις γνωστικές τους ικανότητες. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ιατρική ενεργεί σύμφωνα με τη δεοντολογία και, σε πλείστες περιπτώσεις, δεν παρατείνει τη ζωή ασθενών με πλήρη έλλειψη εγκεφαλικών λειτουργιών: συχνά η διαδικασία ταυτίζεται με τη λεγόμενη «παθητική ευθανασία». Στις περισσότερες χώρες του κόσμου οι θεράποντες γιατροί έχουν το δικαίωμα να αποσυνδέσουν τον ασθενή από τις συσκευές μηχανικής υποστήριξης, ή να σταματήσουν τη χημειοθεραπεία, τις μεταγγίσεις αίματος, την αιμοκάθαρση και τα τοιαύτα.

Η αποποινικοποίηση της μη παράτασης της ζωής και της έμμεσης βοήθειας στην αυτοκτονία είναι ήδη ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση: η παθητική ευθανασία μπορεί να αποτελέσει ένα παράθυρο στους περιοριστικούς νόμους· μια πρακτική που αν διευρυνθεί αποποινικοποιούνται πολλές επεμβάσεις υπέρ του ανώδυνου και «αξιοπρεπούς» θανάτου. «Αξιοπρεπής» θάνατος που να ικανοποιεί τη ματαιοδοξία μας δεν υπάρχει: το εξαίσιο πτώμα είναι μύθος. Μπορούμε ωστόσο να βελτιώσουμε την εμπειρία του θανάτου από ηθική άποψη: να θεωρήσουμε ότι ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να φεύγει από τη ζωή χωρίς να υποβιβαστεί σε φυτό και, στο μέτρο του δυνατού, χωρίς να υποφέρει και χωρίς να προκαλεί ανείπωτο οίκτο και δυστυχία στα αγαπημένα του πρόσωπα. 

Ας αρχίσουμε από την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, δηλαδή από μια συνθήκη κατά την οποία ο ασθενής είναι σε θέση να εκφράσει την επιθυμία του να πεθάνει. Κι ας επιτρέψουμε στους ειδικούς, στους γιατρούς και σε όλους όσοι φροντίζουν ασθενείς, να κρίνουν τι πρέπει να γίνει στις περιπτώσεις που ο ασθενής δεν είναι σε θέση να συνεργαστεί. Πράγματι, το κοινό φαντάζεται σατανικούς γιατρούς και δολοφονικούς κληρονόμους· αχάριστα παιδιά και μαύρες χήρες. Αλλά οι περιπτώσεις όπου κακόψυχοι στέλνουν αθώα γεροντάκια στον άλλο κόσμο είναι πολύ σπάνιες και προβλέπονται έτσι κι αλλιώς από την υπάρχουσα νομοθεσία. Το μείζον ζήτημα είναι να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα στον καλό θάνατο· να κατανοήσουμε ότι οι σχετικοί νόμοι θα συμβάλουν στην ατομική ελευθερία και αξιοπρέπεια. Τέλος, τίθεται ένα ζήτημα δικαιοσύνης και ισότητας. Εύποροι άνθρωποι με ανίατες και βασανιστικές ασθένειες καταφεύγουν στην Ελβετία ή στη Μοντάνα των ΗΠΑ όπου η ευθανασία και η υποβοηθούμενη αυτοκτονία έχουν τους λιγότερους περιορισμούς.

Eξαιτίας της ανισορροπίας στις νομοθεσίες και στις νοοτροπίες παρατηρείται φαινόμενο «τουρισμού αυτοκτονίας»: ο μειωτικός όρος κρύβει γενναιότητα και τρομερή ταλαιπωρία τόσο για τον ασθενή όσο και για το στενό του περιβάλλον. Αλλά δείχνει την αποδοχή μιας απλής αλήθειας: ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί· σε μια πολιτισμένη κοινωνία τα χειρότερα –αβάσταχτος πόνος, εξευτελισμός, απώλεια αυτονομίας– μπορούν και πρέπει να αποφεύγονται. Όπως λέει ο Κάρυ Γκραντ που υποδύεται έναν γιατρό στην ταινία «Αποπλάνηση ενηλίκου» (1951): Πώς ξέρετε ότι ο θάνατος είναι κάτι τόσο απαίσιο; Έχετε πεθάνει ποτέ; Κανείς ανάμεσά μας δεν έχει πεθάνει, οι περισσότεροι όμως έχουμε γίνει μάρτυρες αργού θανάτου· άνθρωποι γύρω μας υπέφεραν μόνοι και αβοήθητοι· μερικοί κατάφεραν να πεθάνουν, άλλοι όχι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ