Βιβλιο

Διάβασες το «χόλι μάουντεν» του Νίκου Βεργέτη;

Το βιβλίο που πάει στόμα-στόμα και το συζητάει εκείνη η Αθήνα που ακόμα ψάχνει...

unnamed.jpg
Θάλεια Καραμολέγκου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
verg.jpg

Πρώτη επαφή με το βιβλίο σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της πόλης. Ξεχωρίζει ανάμεσα στην εκδοτική πληθώρα με ένα μινιμαλιστικό, σχεδόν αφαιρετικό εξώφυλλο και έναν διφορούμενο τίτλο. «χόλι μάουντεν». Μάλιστα. 

Φέρνει στο νου μου, για λόγο ανεξήγητο, ψυχεδελικό ροκ συγκρότημα αλλά το βιβλίο δε μοιάζει να γυροφέρνει τον κόσμο της μουσικής. Το αυτί της έκδοσης δε δίνει καμία πληροφορία για τον συγγραφέα, παρά μόνο πως ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Νίκος Βεργέτης, «χόλι μάουντεν» εκδ. Κέλευθος
Και μετά αρχίζει η ανάγνωση. Κανένα κεφαλαίο γράμμα, ούτε καν στην έναρξη του κειμένου, καμία τελεία. «Κάθε που θα κοιμάμαι θα σου λέω αντίο από δω και πέρα, καλού κακού, για να φυλάω τα νώτα μου, δεν ξέρεις τι γίνεται, λοιπόν άκου τώρα που αισθάνομαι κάπως ξεκούραστος, έχω διάφορα να εξομολογηθώ...»
Είναι η χειμαρρώδης, εμπύρετη αφήγηση ενός ανθρώπου ετοιμοθάνατου, ενός χαρακτήρα που συμπυκνώνει όσα αγαπάμε στους αντιήρωες. Είναι γεμάτος ερωτηματικά, φεύγει από τη ζωή δίχως να έχει πάρει απαντήσεις για όσα τον ταλάνισαν.

Αλλά είναι κι εκείνες οι σκέψεις που κάνεις κι εσύ μερικές φορές, όταν δεν ξέρεις ακριβώς αν ονειρεύεσαι καθώς κοιμάσαι ή ενώ είσαι ξύπνιος, σκέψεις που γλιστράνε στις κρυφές οπές της καθημερινότητάς σου και κρατάνε τις απορίες σου ζωντανές, άρα κι εσένα το ίδιο. 

«...τρεις χιλιάδες χρόνια κατέρρευσαν σε δέκα δευτερόλεπτα, μαγικό, τέλος πάντων, γι' αυτό οι άνθρωποι που ταξιδεύουν είναι συνήθως πιο καλοί και πιο ευγενικοί, όταν μένεις καρφωμένος σ' έναν τόπο μπορεί στο τέλος να πιστέψεις ότι σου ανήκει και τότε χέσε μέσα, νομίζω κάτι τέτοιο έλεγε κι ο ταμπούκι αλλά χωρίς το χέσε μέσα, σ' έχω τρελάνει κι εσένα στις αναφορές και στα ονόματα αλλά έτσι είναι, όταν ο χρόνος τελειώνει και πασχίζουμε να θυμηθούμε όλα όσα ήμασταν, οι αναφορές είναι μέσα στο παιχνίδι, απαραίτητες θα έλεγα ή μάλλον αναπόφευκτες, άλλωστε τι είμαστε; οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε, οι τόποι που επισκεφτήκαμε, το ξέρεις ότι κάπου στη ρουμανία οι κάτοικοι δίνουν έναν φάκελο σ' έναν καλλιτέχνη και αυτός με βάση αυτόν τον φάκελο πρέπει να σκαλίσει στον τάφο τους κάτι αντιπροσωπευτικό, στην ουσία οι κάτοικοι αυτής της πόλης του εμπιστεύονται τη σύνοψη της ζωής τους σ' ένα σχέδιο, τελοσπάντων, πού είχα μείνει;»

Τι είναι λοιπόν το «χόλι μάουντεν»; Μια συζήτηση με τον Νίκο Βεργέτη ίσως να δώσει ορισμένες απαντήσεις. Πάντως η αρχική αίσθηση της πρώτης, οπτικής επαφής με το βιβλίο σε σχέση με τη μουσική, έχει και μια αλήθεια καθώς ο συγγραφέας είναι ταυτόχρονα και ο ντράμερ των Tango with Lions, ενός από τα πιο ξεχωριστά συγκροτήματα της αγγλόφωνης αθηναικής σκηνής.

Πώς γεννήθηκε ο ετοιμοθάνατος χαρακτήρας;
Προέκυψε. Ξεκίνησα να γράφω κάτι για το ψέμα, σαν ένα κείμενο υπεράσπισής του απέναντι στη δικτατορία της αλήθειας. Και κάπου στην πορεία, το κείμενο από μόνο του, έθεσε το μέγα ζήτημα του Χρόνου. Με βρήκε ο Χρόνος, όπως θα έλεγε κι ο Πατρίκιος. Η χρησιμοποίηση ενός ετοιμοθάνατου με βοήθησε σε όλο αυτό το παιχνίδι με το χρόνο και κυρίως με γοήτευσε να παρατηρήσω την αβίαστη προσπάθεια ενός ετοιμοθάνατου –σε μία κατάσταση όπου ο χρόνος συμπυκνώνεται- να παραμείνει Άνθρωπος, με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό συνεπάγεται. Ήθελα το βιβλίο να είναι ένας ύμνος στον Άνθρωπο και στις ατέλειές του.

Αναρωτιόμουν διαβάζοντας, απνευστί οφείλω να πω, τη νουβέλα σου, πώς κατάφερες να ισορροπήσεις τις δόσεις σαρκασμού και αυτολύπησης αλλά και να αποφύγεις την προβλέψιμη απαισιοδοξία;
Δεν ξέρω. Ίσως επειδή δεν με ενδιέφερε να καταφέρω κάτι τέτοιο. 

Πώς δούλεψες ένα κείμενο τέτοιας ασυγκράτητης ροής; Ποιες ήταν οι παγίδες που χρειάστηκε να αποφύγεις;
Προσπάθησα να αποφύγω τους συναισθηματικούς εκβιασμούς και κυρίως τους διδακτισμούς. Όσον αφορά στο πώς δουλεύτηκε το κείμενο, θα έλεγα ότι η συμπύκνωση του χρόνου γραψίματος (το «χόλι μάουντεν» γράφτηκε σε 3-4 μέρες) σε συνδυασμό με τη συμπύκνωση του χρόνου όπως τον βιώνει ο ετοιμοθάνατος, ίσως δημιούργησαν αυτή την αίσθηση της ασυγκράτητης ροής. Εγώ το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να προσπαθήσω να δώσω στο κείμενο ρυθμό, δηλαδή να του δώσω τις απαραίτητες ανάσες. Να το αντιμετωπίσω σαν ένα μουσικό σόλο που να μπορεί να μιλιέται.

Μετά την ολοκλήρωση του αφηγήματός σου, άλλαξε κάτι στον τρόπο που βλέπεις τη ζωή και κυρίως σε σχέση με το αιώνιο ερώτημα του τέλους της; (κάποιοι άνθρωποι φοβούνται πάρα πολύ τον θάνατο, κάποιοι λένε πως δεν τους απασχολεί τόσο ο ίδιος όσο άλλα ζητήματα γύρω απ’ αυτόν)
Εξαιρετική ερώτηση! Νομίζω πως με αυτό το βιβλίο απέτυχα οικτρά να ξορκίσω τις φοβίες μου απέναντι στον Θάνατο. Κατάφερα όμως για τρεις μέρες –όσο μου πήρε για να το γράψω- να του βγάλω περιπαιχτικά τη γλώσσα, γνωρίζοντας όμως πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει για να πάρει την εκδίκησή του. 

Πότε «νικάς» τον θάνατο; Μοιάζει σαν να μας ορμά πιο επιθετικά τα τελευταία χρόνια, είτε γιατί εμείς μεγαλώνουμε, είτε γιατί οι ήρωες της εφηβείας μας αφήνουν ολοένα αυτόν τον κόσμο.
Νικάς τον θάνατο τη στιγμή της αγνής δημιουργίας. Ή ακόμα καλύτερα, όταν βρίσκεσαι στην αγαπημένη σου ταβέρνα με τα αγαπημένα σου πρόσωπα και όλα μοιάζουν όμορφα. Ή όταν σ’ ένα μπαρ μοιράζεσαι τα όνειρά σου μ’ ένα φίλο και νομίζετε ότι το βράδυ σας ανήκει. Ή όταν βλέπεις μια ταινία και χάνεσαι μέσα της.

Θα άλλαζες κάτι στην ιστορία σου, τώρα που έχεις πια μια απόσταση από την περίοδο που γράφτηκε;
Θα άλλαζα κάποια σημεία στις πρώτες 50 σελίδες. Υπάρχουν πραγματάκια που ξαναδιαβάζοντάς τα μου φαίνονται εξυπνακίστικα. Το δεύτερο μισό μου αρέσει σαφώς περισσότερο.

Το «χόλι μάουντεν» πάντως θα μπορούσε να είναι και μια ταινία μικρού μήκους. Εκτός από Miles Davis (που αναφέρεται από τον ήρωά σου) τι άλλο θα ακουγόταν στο σάουντρακ;
Arvo Pärt, Antony and the Johnsons, Jeff Buckley, Moa Bones, Handel, Sqürl, Dead Brothers, Portishead…

Πόση μουσική και πόση λογοτεχνία συντελούν στην απαραίτητη συνθήκη αλληλοσυμπληρούμενης ισορροπίας για σένα;
Όσο η λογοτεχνία και η μουσική θα συνεχίσουν για μένα να αποτελούν όχημα για το βαθύτερο αίτημα της ανθρώπινης επικοινωνίας, τόσο θα είναι απαραίτητα στην καθημερινότητά μου.

Κλισέ ερώτηση, αλλά δεν θα την αποφύγω: Πώς ξεκίνησες να γράφεις και ποια είναι τα διαβάσματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για σένα;
Δεν ξεκίνησα να γράφω από εσωτερική ανάγκη. Ίσως και να το έκανα δοκιμαστικά, όπως κάποιος που αρχίζει μαθήματα κιθάρας. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο φιλόλογος και ποιητής Πάνος Οικονόμου στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο, κάποια ποιήματα του Λειβαδίτη, και στην πορεία ένας πολύ μεγάλος αριθμός συγγραφέων. Κυρίως όμως εξαιτίας των αμέτρητων ερεθισμάτων που γεννιούνται μέσα απ’ την ευλογημένη καθημερινότητα.

Τι γράφεις αυτήν την περίοδο;
Μία συλλογή διηγημάτων αστικών ιστοριών με δόσεις σουρεαλισμού, με τίτλο Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία. Παράλληλα γράφω και ένα περίεργο μυθιστόρημα-ύμνο στους παραμυθάδες της Λατινικής Αμερικής που τόσο αγαπώ.

Τι ακούς αυτήν την εποχή και σε ποιο... volume;
Mου αρέσει όταν πέφτω για ύπνο να ακούω το “Eye of the hunter” του Brendan Perry. To volume πάντα στο 5, είναι υπολογισμένο...

Το «χόλι μάουντεν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέλευθος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ