Βιβλιο

Ένα αντίο στον Δημήτρη Φύσσα

«Θα μπορούσα να γράψω σελίδες για τον άνθρωπο Φύσσα που στάθηκε φίλος γκαρδιακός (ναι, επέμενε στη γραφή αυτή) για τόσους άλλους. Επιλέγω να σταθώ μόνο στον τρόπο που ενθάρρυνε τις/τους νέους συγγραφείς»

maria-mavrikaki.jpg
Μαρία Μαυρικάκη
ΤΕΥΧΟΣ 908
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Μαρία Μαυρικάκη αποχαιρετά τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Φύσσα.
©

Η Μαρία Μαυρικάκη αποχαιρετά τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Φύσσα.

Ο Δημήτρης Φύσσας (16 Μαΐου 1956-23 Φεβρουαρίου 2024), ο Μήτσος όπως συστηνόταν, υπήρξε αγαπητότατος και βαθιά επιδραστικός. Το φανερώνει ο καταιγισμός των νεκρολογιών που ακολούθησε τον θάνατό του – έναν θάνατο ξαφνικό, αναπάντεχο, μα και προαναγγελθέντα σαφώς στο τελευταίο του έργο. Το βιογραφικό του λιτό και περιεκτικό, όπως και ο λόγος του. «Δεν χρειάζονται φλυαρίες» με συμβούλευε. Έτος γέννησης, ηλεκτρονική διεύθυνση και τέσσερις κουβέντες: συγγραφέας, δημοσιογράφος, νεοελληνιστής φιλόλογος, κειμενογράφος. Τα βιβλία ήταν η θάλασσά του, εκεί κολυμπούσε ή ταξίδευε. Το Facebook ο δίαυλος που τον συνέδεε καθημερινά με τους αναγνώστες συνομιλητές του. Πολύ πρόσφατα τα πάντα έσβησαν όταν έλαβε χώρα μία ευτελής παραβίαση στο χρονολόγιό του, βλέπε χακάρισμα. Κανένα ίχνος από τη δουλειά και την επικοινωνία τόσων χρόνων δεν έμεινε. Απευθύνθηκε στους «αρμόδιους» χωρίς να βρει ανταπόκριση, οπότε ξεκίνησε από την αρχή. Μια αρχή που αποδείχτηκε πως ήταν μεσοτοιχία με το τέλος.

Πολυγραφότατος, ο Δημήτρης Φύσσας υπήρξε διακεκριμένος φίλος της γυναίκας στη ζωή και στη γραφή του. Πάντα την ήθελε σε πρώτο πλάνο, να ξεπερνά το ριζικό της, αφού για κείνον «η μοίρα αποτελεί την εύκολη και βολική λύση – παίρνει ως δεδομένο αυτό ακριβώς που θέλει να αποδείξει». Μάρα, Εύα, Σέρπα, Νιρμάλα, Ελπίδα, Πολυτίμη, Λόρα, Βάλια, Μάρθα, Πετρούλα, σε όλα του τα βιβλία πρωταγωνιστούν γυναίκες δυσταξινόμητες. Γυναίκες κυρίαρχες, εκθαμβωτικές, που μπαινοβγαίνουν στα αφηγήματα κλείνοντάς μας το μάτι. Ενδεικτικό παράδειγμα η δημοσιογράφος Νιλουφέρ. Με τον Μέσκουλα, το alter ego του συγγραφέα, περιδιαβαίνουν τη Μακρόνησο στα χρόνια της κρίσης και μια δεκαετία αργότερα τη συναντούμε να έχει τον τελευταίο λόγο στο κύκνειο άσμα του. Η απόσυρση του Μέσκουλα έχει ολοκληρωθεί, το βιβλίο είναι έτοιμο, μα ένα κεφαλαιάκι με τίτλο «Νιλουφέρ για πάντα» δίνει το τιμόνι στη γυναίκα. Μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εκείνη ανακατευθύνει τη ροή προς τον θάνατο, προδιαγεγραμμένη και δεσπόζουσα από την πρώτη σελίδα, από τον τίτλο ακόμη. Κάτω από τις οδηγίες της ακολουθεί το τέλος, με κεφαλαία. Το οριστικό.

Οι ηρωίδες του Φύσσα επιλέγουν να κοντράρουν τις συλλογικές παθογένειες της πατρίδας μας, να πορεύονται αντισυμβατικά και ακομπλεξάριστα, να εκπροσωπούν σθεναρά τις απανταχού καταπιεσμένες. Δεν έχω διαβάσει κείμενο σκληρότερο, με επίφαση αντρικής αφέλειας, μα βουτηγμένο στον υπαινιγμό και στην ειρωνεία για όσα υφίστανται οι γυναίκες θύματα, από το «Μουσείο λαογραφίας». Εκτυλίσσεται στο χωριό Σδράλι «που δεν βρίσκεται πουθενά… ωστόσο, χώρες, πόλεις, γειτονιές, χωριά, σπίτια και διαμερίσματα σαν το Σδράλι υπάρχουνε παντού».

Ένας τρόπος εισαγωγής του αναγνώστη στον κόσμο των χαρακτήρων του Φύσσα αποτελούν τα περιεκτικά και περιπαικτικά ονοματεπώνυμα που επινοούσε, από την εμβληματική Λαοκρατία Σερβίδου στην Πλατεία Λένιν μέχρι την ερωτική Λιβιδώ των Σαριπόλων. Με την τελευταία, μάλιστα, επέλεξε να συνομιλήσει πολιτικά και να ξετυλίξει το ύστερο μανιφέστο του, τα πιστεύω για τα οποία κονταροχτυπιόταν στα κοινωνικά δίκτυα με ψυχραιμία, παρά τον φθόνο που κάποτε εισέπραττε. Δανείζομαι φράσεις από παλιότερο κείμενό μου για να συνοψίσω τη θέση του: Ο συγγραφέας Φύσσας στέκει απέναντι στην ανθρωποφαγία χωρίς υστερίες πολιτικής ορθότητας, αλλά με λεπτομερή σκιαγράφηση της κακοποιημένης βιοηθικής. Χαρίζει στοργή στα θύματα και ειρωνικούς χλευασμούς στους εν δυνάμει δράστες που παριστάνουν τους θιγόμενους. Φλερτάρει με τις συνέπειες μιας εναλλακτικής έκβασης σημαντικών θεμάτων της χώρας, ιστορικών ή μελλούμενων. Υπαινίσσεται την τραγικότητα της ανθρώπινης διάστασης με αυτοσαρκασμό και κριτική τάση.

Θα μπορούσα να γράψω σελίδες για τον άνθρωπο Φύσσα που στάθηκε φίλος γκαρδιακός (ναι, επέμενε στη γραφή αυτή) για τόσους άλλους, αυτός ο χορτάτος τίγρης με τρυφεράδα γάτου, εν προκειμένω του Σκονάκια του. Επιλέγω να σταθώ μόνο στον τρόπο που ενθάρρυνε τις/τους νέους συγγραφείς –πράγμα όχι πολύ σύνηθες στον χώρο, δύσκολη γαρ η αποδοχή των ομότεχνων–, χωρίς να φείδεται μιας καλής κουβέντας με κάθε ευκαιρία. Από «Αγύριστο κεφάλι» το 2004 ως «Μέσκουλας που αποσύρεται για να πεθάνει» είκοσι χρόνια αργότερα, ο Μήτσος σεργιάνισε σε δεκάδες χιλιάδες σελίδες γραμμένες από τους σημαντικότερους συγγραφείς μέχρι τους πρωτόβγαλτους, που αποκαλούσε με σεβασμό, «συναδέλφους» του. Στη συνέχεια φρόντισε με τρόπο συστηματικό και προφητικό (;) να δώσει σχεδόν όλα τα βιβλία της απέραντης συλλογής του. Πιστός μέχρι τέλους στη μανία του με τις λίστες, κατέγραψε όσα αδυνατούσε να αποχωριστεί και μας τα άφησε παρακαταθήκη, «The Meskulian Chronicles: A selection». Όλος ο Φύσσας σε έναν τίτλο.

Από τις τόσες ιστορίες γυναικών, αυτή της Μαρίκας της άστεγης σημάδεψε και το δικό μου έργο. Η Μαρίκα ξεπήδησε από ένα κείμενο μόλις οκτακοσίων λέξεων, αφιερωμένο στη Σταυρούλα Παναγιωτάκη, με τίτλο «Νυχτερινά δρομολόγια» και υπότιτλο «Όπου μία εκδοχή για το πώς συλλέγεται το υλικό κάποιας δημοσιογραφικής στήλης». Πρώτη δημοσίευση στη στήλη City Lover που τηρούσε για χρόνια ο Μήτσος στην Athens Voice και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων «Αυτά και οι μετακομίσεις», εκδ. Εστία. Έχοντας την άδειά του, τόλμησα να διασκευάσω την ιστορία σε σενάριο για ταινία μικρού μήκους και να λάβω μέρος στον διαγωνισμό της Εταιρείας Ελλήνων Σεναριογράφων. Από Μαρίκα άστεγη, η ηρωίδα μας έγινε Μαρίκα Μικρομηκού, καθώς κέρδισε το πρώτο βραβείο. Ο Μήτσος δήλωσε ενθουσιασμένος και μοιράστηκε τη χαρά μου. Όταν ήρθε η ώρα της απονομής των βραβείων, αδυνατούσα να παρευρεθώ και τον παρακάλεσα να πάει στη θέση μου, εξάλλου η διασκευή είχε βασιστεί στη δική του έμπνευση. Κακώς φαντάστηκα ότι υπήρχε πιθανότητα να δεχτεί, δεν επιτρέπεται να πω τον τρόπο που μου το απέκλεισε. Παρέμεινε απόλυτα συνεπής, μέχρι τέλους: «Μια και δεν πέθανα το ’13/ Και συνεχίζω του γραφιά την πλεύση, / Αν του ’ρθει κανενός να με βραβεύσει/ Δηλώνω από τώρα ασυμφωνία./ Βραχείες λίστες και βραβεία δε μου κάνουνε/ Εκδότες, αναγνώστες, ίντερνετ μού φτάνουνε» («Εμένα μου λες», εκδ. ΑΩ). Όλος ο Φύσσας σε ένα ποίημα.

Το βιβλίο της Μαρίας Μαυρικάκη «ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ» κυκλοφορεί σε 2η έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη και παίζεται αυτή τη σεζόν στη ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ του Αντώνη Αντωνίου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ