Βιβλιο

Ζωντανεύοντας τη Σμύρνη μέσα από τα βιβλία

Η Ιωάννα Πετροπούλου ξετυλίγει την πνευματική ζωή της πόλης, από το 1764 ως την τραγωδία του 1922 με αφορμή το βιβλίο της «Η Σμύρνη των βιβλίων»

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 827
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σμύρνη - Φωτογραφία από το βιβλίο «Η Σμύρνη των βιβλίων» της Ιωάννας Πετροπούλου

Ιωάννα Πετροπούλου: Συνέντευξη με αφορμή το βιβλίο Η Σμύρνη των βιβλίων. Συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες, τυπογράφοι. 1764-1922 (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών)

100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ιστορικός Ιωάννα Πετροπούλου με τη μονογραφία της «Η Σμύρνη των βιβλίων» ανασυνθέτει την εξελικτική πορεία της ιωνικής πρωτεύουσας μέσα από την τυπογραφία και την εκδοτική της δραστηριότητα και περιγράφει τον άθλο για την απογραφή και τη διάσωσή της. Η σημαντική αυτή έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, μια ιστορική τοιχογραφία μέσα από την οποία ξετυλίγεται η πνευματική ζωή της πόλης, από το πρώτο γνωστό βιβλίο που τυπώθηκε στη Σμύρνη το 1764 ως την τραγωδία του 1922, αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή για τους μελετητές και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα για το αναγνωστικό κοινό. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου, η Πετροπούλου αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο την ιστορική διαδρομή και το διανοητικό σφρίγος του μικρασιάτικου ελληνισμού, έναν πολυπολιτισμικό και κοσμοπολίτικο τόπο στον οποίο σφυρηλατήθηκε το όραμα της ελευθερίας, του ελληνικού εθνικισμού και της εθνικής ιδέας.
Έναυσμα ήταν, όπως αναφέρει η συγγραφέας, η «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία» του πρωτοπόρου βιβλιογράφου της Σμύρνης, του οραματιστή ψυχίατρου Αθανάσιου Δ. Χατζηδήμου. Επίμονος συλλέκτης, ξεκίνησε από το 1948 τη βιβλιογραφική απογραφή συγκεντρώνοντας περίπου 940 τίτλους βιβλίων, τα οποία αγοράστηκαν το 1981 από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και εντάχθηκαν στις πολύτιμες συλλογές παλαιών βιβλίων του.
Την εκτέλεση του μεγαλόπνοου σχεδιασμού ανέλαβε το ίδρυμα σε συνεργασία με το «Βιβλιολογικό Εργαστήρι Φίλιππος Ηλιού» υπό την αιγίδα του Μουσείου Μπενάκη και της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Η επιστημονική ομάδα (Σάντρα Βρέττα, Αναστασία Μυλωνοπούλου, Ειρήνη Ριζάκη), με την καθοδήγηση της Πόπης Πολέμη, αξιοποίησε μέσω διαδικτύου τα αβιβλιογράφητα αντίτυπα 264 βιβλιοθηκών της Ευρώπης, της Ασίας, της Αμερικής, της Αφρικής. Επίσης ενίσχυσε το σώμα της Βιβλιογραφίας με σμυρναϊκές εκδόσεις 231 ελληνικών βιβλιοθηκών.
Το βιβλίο της ιστορικού συμπληρώνεται από ένα ψηφιακό δίσκο της «Σμυρναϊκής Βιβλιογραφίας» με 2.375 λήμματα βιβλίων, φυλλαδίων, μονόφυλλων, εφημερίδων και περιοδικών στα ελληνικά, στα φραγκοχιώτικα και τα καραμανλίδικα σε επιστημονική εποπτεία της συγγραφέως και του ακαδημαϊκού Πασχάλη Κιτρομηλίδη.

Στο βιβλίο σας «Η Σμύρνη των βιβλίων» μέσα από την εκδοτική παραγωγή από το 1764 έως το 1922 επιχειρείτε την «ανάκτηση» της Σμύρνης και της πνευματικής ζωής της πόλης. Πόσο δύσκολη ήταν η συγκέντρωση του υλικού και η απογραφή του;

Αναμφίβολα, η συγκέντρωση υλικού στάθηκε δύσβατη αλλά και εξαιρετικά χρονοβόρα. Το βιβλίο μου θα έλεγα πως συνιστά τελικό κρίκο μιας μακράς αλυσίδας. Η συσσώρευση εργασίας πολλών ανθρώπων, διαδοχικά, έφτιαξε τη στέρεη υποδομή, δηλαδή τη λεπτομερή καταγραφή των εκδόσεων σε χρονολογική τάξη. Με το βιβλίο αυτό θέλησα να μεταποιήσω σε ιστορία πληροφορίες που άλλοι, προηγούμενοι, συγκέντρωσαν με καιρό και με κόπο. Επιχείρησα λοιπόν μια ερμηνευτική προσέγγιση ενός φαινομένου όπως η γένεση της τυπογραφίας και οι διαδρομές του βιβλίου στην πόλη της Ιωνίας.

Μιλήστε μας για αυτή τη «διαδρομή» σας, από τη «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία», την αρχική συλλογή του ιατρού συλλέκτη Αθανάσιου Χατζηδήμου, μέχρι το βιβλίο σας.

Τον θεμέλιο λίθο για την απογραφή της τυπογραφικής δραστηριότητας των Σμυρναίων βάζει πρώτος ο Μικρασιάτης Αθανάσιος Δ. Χατζηδήμος, νευρολόγος-ψυχίατρος [1910-1957]. Στα χρόνια του Εμφυλίου, η κατ’ οίκον ενδοσκόπηση τον οδηγεί στη σύνταξη πρωτοπόρας μελέτης για την ψυχοπαθολογία της πείνας και του άγχους στην Κατοχή. Από φοιτητής στο Παρίσι στον Μεσοπόλεμο, ο ενθουσιώδης συλλέκτης περιηγητικών σπάνιων φιλελληνικών εκδόσεων, συγκροτεί την πρώτη συλλεκτική σοδειά σμυρναϊκών εκδόσεων. Για τριάντα περίπου χρόνια αναζητά «χαμένες» εκδόσεις Σμύρνης μέσα και έξω από τα ελληνικά σύνορα. Εκτός θεσμών, αβοήθητος, ο μοναχικός ερευνητής, υπήρξε ο ιδεώδης ερασιτέχνης, ένας αυθεντικός εραστής της τέχνης και της ιστορίας. Ο Χατζηδήμος δημοσιεύει από το 1948 έως το 1955 σε τρεις συνέχειες, στα «Μικρασιατικά Χρονικά», το έγκριτο περιοδικό της Ενώσεως Σμυρναίων, την πρώτη απογραφή βιβλίων της Σμύρνης.

Στην επόμενη γενιά, ο ιστορικός του βιβλίου Φίλιππος Ηλιού κάνει το τοπίο να μεγαλώσει: σκύβει στη βιβλιογραφική παραγωγή των χριστιανών Ελλήνων στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου φυσικά περιλαμβάνεται και η τυπογραφική δραστηριότητα της συγκεκριμένης πόλης. Εκτός θεσμών και εκείνος, για πολλά πολλά χρόνια, περίπου για μισόν αιώνα, συνθέτει κομμάτι-κομμάτι το μεγάλο έργο της ελληνικής βιβλιογραφίας. Η Σμύρνη ως παραγωγός βιβλίου βγαίνει κατά πολύ ενισχυμένη.

Σχηματικά, ας πούμε ότι το σημείο αυτό κλείνει η εποχή της σποράς, για να ακολουθήσει η εποχή του θερισμού. Στην ιστορική συγκυρία της Μεταπολίτευσης, στο Μουσείο Μπενάκη θα ιδρύσει το «Βιβλιολογικό Εργαστήρι Φίλιππος Ηλιού». Επί δέκα χρόνια μια εξειδικευμένη ομάδα, θεσμικά πλαισιωμένη, επεξεργάζεται την πρώτη ύλη γεφυρώνοντας κατά κάποιον τρόπο την προ του υπολογιστή χειρωνακτική περίοδο του Χατζηδήμου με τις νεωτερικές μεθόδους της σύγχρονης εποχής προσφεύγοντας στα αγαθά του διαδικτύου.  

Εδώ έρχεται η δική μου συμβολή. Έχοντας αποκτήσει πανοραμική θέαση της διαδρομής των βιβλίων από το πάντρεμα των προσκτήσεων Χατζηδήμου-Ηλιού, επιχειρώ μια ελεύθερη ιστορική ανάγνωση της βιβλιογραφικής ύλης. Υποστηρίζομαι από έναν θεσμό: το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών [ΚΜΣ], που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της έκδοσης.

«Συνελόντι ειπείν» πίσω από τη «Σμύρνη των βιβλίων» πραγματοποιείται μια αδιάκοπη σκυταλοδρομία. Με τούτα και με εκείνα προσεγγίζουμε τον αιώνα. Απίστευτο και όμως αληθινό. Σε κάθε περίπτωση δεν θα ισχυριστούμε ότι η ενασχόληση με το αντικείμενο αντιστοιχεί σε «εκατό χρόνια μοναξιάς». Οι πολλαπλές συνεργασίες ανάμεσα σε απόντες και παρόντες, σε μοναχικούς και θεσμικούς, δίνει το εντυπωσιακό εξαγόμενο.

Ιωάννα Πετροπούλου, «Η Σμύρνη των βιβλίων. Συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες, τυπογράφοι. 1764-1922», εκδ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
Πέρα από την προφανή αξία μιας βιβλιογραφίας για τους ειδικούς, τι προσφέρει στον σημερινό αναγνώστη;

Η βιβλιογραφία σε συνδυασμό με το βιβλίο «Η Σμύρνη των βιβλίων», πέρα από τους ειδικούς, μπορεί να αναγνωσθεί από τον όποιον φιλοπερίεργο «περιηγητή της γνώσης», κάποιον που γυρεύει να πιάσει στον αέρα «το πνεύμα μιας εποχής». H ζωή των Σμυρναίων, της κοινότητας των ορθοδόξων χριστιανών –όχι αποκλειστικά και μόνον εκείνης– ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας σε όλες της τις εκφάνσεις μέσα από τον έντυπο λόγο.

Και για να κάνω απτό αυτό που προσπαθώ να πω, ανατρέχω στο βιβλίο μου. Ένα παράδειγμα: ο Φίλιππος Ηλιού, επισημαίνοντας τις αλλαγές στην τυπογραφία πριν την Επανάσταση του 1821, παρατηρεί πως το μέγεθος των βιβλίων μικραίνει αισθητά καθώς εμφανίζονται «βιβλία κουριόζα, βιβλία της τζέπης», όπως ονομάστηκαν τότε. Τι ωραία πληροφορία! Και τι δεν είναι δυνατόν να εξορύξει κανείς αν σταθεί για λίγο να σκεφτεί! Ο μη εξαρτημένος από τη διαστρεβλωτική συνήθεια αποστήθισης, την παπαγαλία αναγνώστης, ένας που θέλει να κατανοήσει τις νέες πραγματικότητες θα μπορούσε ταξιδεύοντας στον παρελθόντα χρόνο να συμπεράνει: Τα «βιβλία της τζέπης», όσα δηλαδή χωρούν στην τσέπη μας (όπως εκείνα τα πολύ μεταγενέστερα, του Μεσοπολέμου, τα Penguin ή τα livres de poche) είναι τα βιβλία της νεωτερικότητας, πάει να πει της εξωεκκλησιαστικής παιδείας, τα οποία διαδέχονται κατά κάποιον τρόπο τα βιβλία του παλαιού καθεστώτος. Ποια είναι αυτά τα παλαιά; Είναι τα τεράστια ογκώδη θρησκευτικά βιβλία που στέκουν αμετακίνητα στον πάγκο, όπου αναγκαστικά διαβάζονται, εδραία όπως και οι απόψεις που πρεσβεύουν. Αλλάζει λοιπόν το σχήμα μαζί με το περιεχόμενο, αλλάζει η χρήση μαζί με τους χρήστες. Τα μικρά το δέμας βιβλία, ευκίνητα, αλλάζουν χέρια ου μην αλλά και απόψεις. Οι νέοι κάτοχοί τους αλλά και οι συγγραφείς τους ταξιδεύουν, θέλουν να γνωρίσουν πρωτοϊδωμένα λιμάνια, υιοθετούν μυθολογικά ονόματα, νιώθουν ελεύθεροι να επιλέξουν μιαν άλλη εθνικότητα. Με την προϊούσα εκκοσμίκευση, τα βιβλία, όπως και οι πεποιθήσεις που εκφράζουν, δεν είναι αιώνια αλλά «κουριόζα», νεωτερικά, για να ξυπνούν την περιέργεια. Απεικονίζουν λοιπόν τον κόσμο της περιπέτειας, των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας, τη δίψα για μάθηση αλλά και την «ανακάλυψη του έρωτα» ως νέου θεματικού πεδίου: το μυθιστόρημα, ως μέγα κύμα λογοτεχνικό, φέρνει την τομή, την απελευθέρωση του νου της φαντασίας – εκατό χρόνια πριν από την ψυχανάλυση. Έτσι λοιπόν, από μια φράση μαντεύουμε μιαν ολόκληρη εποχή.

Στο γέρμα του 18ου αιώνα, ο ποιητής Αλέξανδρος Κάλφογλου, φίλος του Ρήγα, περιγράφει την κατάσταση («Ηθική στιχουργία» 1794): 

Λέγουν «έχομεν βιβλία και ρομάντζα γαλλικά / όλα τ΄άλλα τα βιβλία είναι μελαγχολικά / είμεθα πεφωτισμένοι /φιλοσόφων μαθηταί / …Όθεν με αυτά τα φώτα, με φραντσέζικα χαρτιά / αναιδώς οι νέοι βάζουν εις τα σπίτια των φωτιά…

Μιλώντας για το πνεύμα της εποχής, αλήθεια ποια ήταν η προέλευση των πληθυσμών που κατοικούν στη Σμύρνη τον 18ο και τον 19ο αιώνα;
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Βασίλης Σφυρόερας κομίζει άφθονο τεκμηριωτικό υλικό, υποστηρίζοντας επιστημονικά ότι πληθυσμοί προερχόμενοι κυρίως από το Αρχιπέλαγος, τις Κυκλάδες, προσφεύγουν στον «οφθαλμό της Ασίας» – το νέο Ελ Ντοράντο. Μαρτυρίες της εποχής επικυρώνουν το ανελέητο φοροεισπρακτικό σύστημα, που, σε συνδυασμό με την αφορία της γης, κατέστησε τον βίο των νησιωτών αβίωτο.

Οι επήλυδες κίνησαν από Κύθνο, Πάρο, Νάξο, Σέριφο, Σίφνο κατά τον 17ο αιώνα. Από Τήνο, Μύκονο, Σύρα, Σαντορίνη τον 18ο αιώνα.

Αργότερα, από Αμοργό, Τζια, Άνδρο, Τσιρίγο [Κύθηρα]. Αυτοί οι φυγάδες, που στάθηκαν το προζύμι για τον μεταγενέστερο αστικό κοινωνικό σχηματισμό, αποδείχτηκε πως είχαν γερό κύτταρο.

Μπορείτε να σκιαγραφήσετε το προφίλ αυτών των ανθρώπων και των δραστηριοτήτων που αναπτύσσει η Σμύρνη από τη δεκαετία του 1830 και δώθε για το βιβλίο – τότε δηλαδή που σπάει η τυπογραφική σιωπή της πόλης και αρχίζει η απρόσκοπτη πλέον εκδοτική παραγωγή;

Και μόνο με την ανάγνωση του υλικού της βιβλιογραφίας παίρνουμε μια εικόνα της κίνησης των ιδεών και των δραστηριοτήτων που επικρατούν στη Σμύρνη. Όσο για τα ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία, δηλαδή στοιχεία για το είδος, τις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού, την ανιούσα καμπύλη που καταγράφουν οι δείκτες του εγγραμματισμού ή ακόμα για τον βαθμό γλωσσομάθειας ή αλφαβητισμού των δυο φύλων, καλό θα ήταν να μη μείνουν στο επίπεδο των εντυπώσεων. Να διασταυρωθούν ποσοτικά και να εξεταστούν σε συνάρτηση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Λόγου χάρη, όταν λέμε πως οι γυναίκες αρχίζουν να διαβάζουν μυθιστορήματα, θέλουμε να ξέρουμε –εφόσον αυτό είναι δυνατό– πόσα και ποια μυθιστορήματα, πόσοι και ποιοι μεταφραστές, από ποιες ακριβώς γλώσσες μεταφράζουν. Ωστόσο, καλό θα ήταν να ρίξουμε μια ματιά στις όμορες μη μουσουλμανικές, αλλά και μουσουλμανικές κοινότητες. Μήπως η λογιοσύνη των Αρμενίων, των Εβραίων, των Οθωμανών μεταφράζει έργα όμοια ή παρόμοια; Αυτές οι «οριζόντιες οσμώσεις» είναι πράγματα που ακόμα δεν κατέχουμε καλά. Η πλούσια δεξαμενή τίτλων της Βιβλιογραφίας μάς προσκαλεί να τα ανιχνεύσουμε. Η Βιβλιογραφία, πέρα από το τέρμα μιας συλλογικής προσπάθειας, αποτελεί ασφαλώς μια θελκτική ερευνητική αφετηρία, εφαλτήριο για παραπέρα επιστημονική έρευνα.

Ιωάννα Πετροπούλου
Η Ιωάννα Πετροπούλου

Υπάρχουν βιβλιοπωλεία και ιδιωτικές χριστιανικές βιβλιοθήκες στη Σμύρνη του 18ου και 19ου αιώνα, όπως η βιβλιοθήκη του παππού του Αδαμαντίου Κοραή; Διάβαζαν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες της Σμύρνης;

Οι λίγες βιβλιοθήκες των χριστιανών του 18ου αιώνα είχαν κατά κανόνα συγκροτηθεί από επιφανείς κληρικούς ή στεγάζονταν σε μοναστηριακά συγκροτήματα ή εκπαιδευτικά καταστήματα εποπτευόμενα από την Εκκλησία – όπως, λόγου χάρη, την περιώνυμη, μακρόβια Ευαγγελική Σχολή. Η ιδιωτική βιβλιοθήκη μιας εγγράμματης οικογένειας, όπως εκείνης του Ρυσίου, παππού του Κοραή, μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση. Εξαίρεση αποτελεί και η εγγράμματη μητέρα του Αδαμάντιου – η Θωμαΐς, που έλαβε «ελευθεριωτέραν ανατροφήν», όπως σημειώνει ο γιος της. Δείτε τη συσχέτιση: η ελευθερία στη διαπαιδαγώγηση άνοιξε το πορτόνι εξασφαλίζοντας πρόσβαση στην παιδεία. Βρισκόμαστε στον πυρήνα των διαφωτιστικών ιδεών. Όσο για τα βιβλιοπωλεία αυτά θα αργήσουν να εμφανιστούν. Άλλωστε, στην απαρχή του 20ού αιώνα η Βιρτζίνια Γουλφ τα περιγράφει σαν κάτι το εντυπωσιακά καινοφανές ακόμα και στο Λονδίνο.

Προεπαναστατικά, ελάχιστες αναφορές έχουμε από Σμυρναίους για θέματα της διανοητικής ζωής. Αντίθετα, διαθέτουμε πλήθος ειδήσεων για την ελλειμματική καλλιέργεια των γραμμάτων διατυπωμένες από Ευρωπαίους περιηγητές. Οι αλλοδαποί, προσηλωμένοι δια βίου στα φιλελληνικά τους ιδεώδη, αδυνατούν να κατανοήσουν πώς είναι δυνατόν στη γενέθλια πόλη του θεϊκού Ομήρου να μη βρίσκουν ούτε ένα αντίτυπο της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας, όπως σημειώνει 1830 ο Jean Joseph Francoiς Poujoulat.

Ωστόσο η κατάσταση πραγμάτων θα μεταβληθεί άρδην μέσα σε λίγες μόνον δεκαετίες στην πόλη αυτή που είναι «πολύ παλαιά και συγχρόνως πολύ νέα». Με την εκκοσμίκευση της κοινωνίας οι απόγονοι των νησιωτών προοδεύουν και αρχίζουν να απολαμβάνουν προνόμια του υπό διαμόρφωση αστικού πολιτισμού. Διευρύνουν ολοένα τον γνωστικό τους ορίζοντα μέσα από το print capitalism, τον έντυπο καπιταλισμό ο οποίος –όπως παρατηρεί ο Benedict Andeson– εγκατέστησε δίκτυα εμπορίας και διάδοσης του βιβλίου στα πέρατα της οικουμένης.

Ας προσθέσω εδώ ότι στη Σμύρνη, από τα μέσα του 19oυ αιώνα, έχουμε την εμφάνιση μιας λογιοσύνης «των μέσων όρων». Εκείνη δεν ανήκει πλέον στον προεπαναστατικό ιδεότυπο των δασκάλων του γένους «των ολίγων», «των ελίτ». Η νέα λογιοσύνη είναι κοινωνικά επιδραστική, αριθμητικά πολυπληθέστερη. Όχι απλώς στρατεύεται στην εθνική ιδέα αλλά τη διαμορφώνει εκπέμποντας τη δυναμική της μέσα από τον νεοϊδρυμένο Τύπο. Η δημοσιογραφία καλπάζει: οι νεοϊδρυμένες εφημερίδες και τα περιοδικά της, διατρανώνουν την παρουσία τους μέχρι τέλους.

Η οικονομική άνοδος των εμπόρων, ο αστικός εκσυγχρονισμός και κοσμοπολιτισμός της Σμύρνης γνώρισαν άνθηση μετά τα μέσα του 19ου αιώνα με τη συγκρότηση και την υπεροχή της ελληνικής αστικής τάξης. Μπορείτε να μας βάλετε λίγο στην ατμόσφαιρα; Πώς οι Έλληνες χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ως χθες είχαν μόνο συνδετικό στοιχείο τη θρησκεία, αποκτούν εθνικά χαρακτηριστικά και διαμορφώνουν εθνική συνείδηση;

Την επερχόμενη αλλαγή στο επίπεδο των ελληνικών ηθών και συμπεριφορών είχε διακρίνει ο Αδαμάντιος Κοραής ήδη από το 1803.

Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 μπορεί να θεωρηθεί μια πρώτη γόνιμη αφετηρία για τις επικείμενες αλλαγές. Δύο δεκαετίες πριν από τον Αγώνα του 1821, με τη διάχυση του Διαφωτισμού στον ελληνικό κόσμο, οι νέες νοοτροπίες αρχίζουν να παγιώνονται. Αναμφίβολα, η κορύφωση θα έρθει με την Ελληνική Επανάσταση που απελευθερώνει δυνάμεις – όπως και κάθε επανάσταση.

Για να χρησιμοποιήσουμε μια τρέχουσα έκφραση, μετά τα δυο αυτά κεφαλαιώδη γεγονότα, «τίποτα δεν μοιάζει όπως πριν». Αναφέρω λοιπόν, επιγραμματικά, κάποιες τομές στην πνευματική ζωή της Σμύρνης: την ίδρυση του Φιλολογικού Γυμνασίου (1809-1819). Την υιοθέτηση αρχαιοελληνικών βαπτιστικών ονομάτων από τους υπόδουλους οραματιστές της απελευθέρωσης. Τη στροφή του αναγνωστικού κοινού προς την εξωεκκλησιαστική γνώση. Το πλάσιμο νέων λέξεων, όπως λόγου χάρη του όρου «πολιτισμός» που οφείλουμε στον Κοραή. Τις μεταρρυθμιστικές κινήσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (πρώτα ο Διαφωτισμός –το Lale Devri το οποίο σπάνια αναφέρεται– και ύστερα το Τανζιμάτ). Ας θεωρηθούν επιλεκτικοί δείκτες μιας προετοιμασίας για το νεωτερικό που επελαύνει δίχως να έχει ακόμα εγκατασταθεί ριζώσει στο σύνολο της κοινωνίας.

Το πλέον καθοριστικό όμως στοιχείο για την τυπογραφική έκρηξη που σημειώνεται στη «νύμφη της Ιωνίας» από το 1830 και δώθε είναι η διάδοση της εθνικής ιδέας και η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Τι χρειάστηκε ώστε να εδραιωθεί η εθνική ταυτότητα και ποια τα σημαντικότερα εκπαιδευτήρια, σύλλογοι, ιδρύματα κ.λπ. που συντέλεσαν στη διαμόρφωσή της; Και συνδέθηκε και πότε η κοσμοπολίτικη ελληνική κοινότητα της Σμύρνης με το αρχαίο πνεύμα του περιβάλλοντος χώρου της Ιωνίας;

Η ελληνική αστική τάξη, όπως είδαμε, συστάθηκε βαθμιαία. Έχοντας καταρχάς στο ενεργητικό της εντυπωσιακές επιδόσεις στο εμπόριο στρέφεται κατόπιν στα γράμματα παρουσιάζοντας μικρή χρονική υστέρηση. Στη Σμύρνη οι δρόμοι του βιβλίου πορεύονται στα ίχνη των δρόμων του εμπορίου. Πλήθος ιδρύματα εκπαιδευτικά και για τα δυο φύλα, καθώς και σύλλογοι, μουσεία, βιβλιοθήκες ιδρύονται στο διάβα του 19ο αιώνα ενώ παράλληλα επιτελείται μια στροφή στην αρχαιότητα με την ιδεολογική επίκληση της προγονικής κληρονομιάς και του ένδοξου παρελθόντος. Συνεργεί σε αυτό η ευνοϊκή γεωγραφική της θέση, καθώς τα παράλια βρίθουν από «τα μέχρι χθες αγνοημένα μάρμαρα (…)» τους «αψευδείς αν και ακρωτηριασμένους μάρτυρες του ελληνισμού», όπως θα γράψει το 1890 ο γάλλος Gaston Deschamps.

Η Βιβλιογραφία αποτελεί εργαλείο ιστορικής γνώσης. Πόσο αντικειμενική και ψύχραιμη όμως είναι η καταγραφή της πραγματικής εικόνας του τόπου μετά το τραύμα της καταστροφής;

Θα μπορούσε κανείς να πει πως η εικόνα του τόπου συντίθεται από πολλές πραγματικότητες. Σαν ένα μωσαϊκό του οποίου οι διαφορετικές, ψηφίδες αντιστοιχούν σε κάθε εθνότητα. Για τον ιστορικό εκκρεμεί πάντοτε το αίτημα μιας συνολικής και ψύχραιμης όπως υπογραμμίζετε θέασης του χώρου και του χρόνου.

Η σύνταξη και καταγραφή του χρονικού μιας πολιτείας, η εξιστόρηση της γενέθλιας Σμύρνης επιχειρήθηκαν μετά το 1922 από τη λαβωμένη ανέστια πρώτη γενιά προσφύγων. Εδώ η ιστοριογραφία λειτούργησε «εκτός τόπου και χρόνου» ως αναπλήρωση της μεγάλης απώλειας – κάτι σαν θεραπεία του χαίνοντος τραύματος. Στην εξιστόρηση του παρελθόντος η μνήμη της πρώτης γενιάς, στο ακρότατο χρονικό σημείο της, συνέπιπτε ιστορικά με τη μεγάλη ικμάδα της πόλης. Ο νους σε αυτήν την προς τα πίσω πορεία, εκ των πραγμάτων δεν πήγαινε πάρα πέρα. Έτσι λοιπόν αποσιωπήθηκε ή και αγνοήθηκε η διαδικασία μετάβασης από την προεθνική εποχή στην αστική μορφή ανάπτυξης. Χάθηκαν σαν να λέμε από τη σκηνή της ιστορίας η κοπιώδης, εκπληκτική ανέλιξη της πόλης και η ενεργή συμβολή των κατοίκων της. Σαν όλα να ήσαν εκεί από πάντα και από το αρχαίο κλέος, τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, να βρεθήκαμε ως αιώνιοι κληρονόμοι με μαγικό χαλί στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη του τέλους του 19oυ αιώνα. Τη συγκεκριμένη ανάγνωση της ιστορίας διευκόλυνε η δεσπόζουσα ιστοριογραφική αντίληψη περί της τρισχιλιετούς συνέχειας.

Η εξιδανίκευση του παρελθόντος, μέσω αποκρύψεων, συμπορεύεται με τη νοσταλγία που επιθυμεί να αναδείξει τη μυθική διάσταση του διαρρεύσαντος χρόνου, γιατί, όπως λέει και ο ποιητής, το ανθρώπινο γένος δεν δύναται να αντέξει πολλή πραγματικότητα – μεταφράζω άκομψα τον πανέμορφο στίχο μόνο και μόνο για να επεξηγήσω με ελάχιστες λέξεις τι θέλω να πω.

Ωστόσο συμβαίνει το εξής: η αληθινή ιστορική πορεία της Σμύρνης, αυτό που έφτιαξαν οι άλλοτε ανυπόδητοι φυγάδες των νησιών αλλά και οι επιγενόμενοι, οι οιστρηλατημένοι από το όραμα της ελευθερίας και το δυναμισμό της εθνικής ιδέας, είναι απείρως πιο ενδιαφέρουσα, συναρπαστική και, αν θέλετε, «εθνική» από τη δοξαστική κατεψυγμένη ακινησία που επαγγέλλονται όσοι με επιλεκτική μνήμη επιχειρούν μονοδιάστατα να ιστορήσουν το παρελθόν.


INFO
Ιωάννα Πετροπούλου, «Η Σμύρνη των βιβλίων. Συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες, τυπογράφοι. 1764-1922», εκδ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, σελ.204 + ένθετο CD: «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία», έρευνα - τεκμηρίωση: Σάντρα Βρέττα 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ