Βιβλιο

Η Χριστοφίλη Λεκκάκου και ο «Φτερωτός Κλέφτης»

«Μια ζωή δεν φτάνει για να γίνουμε τόσο άρτιοι όσο γεννηθήκαμε»

32014-72458.jpg
A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χριστοφίλη Λεκκάκου

Χριστοφίλη Λεκκάκου: Συνέντευξη με την πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα με αφορμή το βιβλίο «Φτερωτός Κλέφτης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Της Χριστίνας Σανούδου


Ένας παράδεισος για μικρά παιδιά κι ένα Θεός που ελάχιστα θυμίζει τη βιβλική εκδοχή του είναι ίσως τα πιο ευφάνταστα ευρήματα του «Φτερωτού Κλέφτη», όμως στο πρώτο της μυθιστόρημα η Χριστοφίλη Λεκκάκου δεν αρκείται στις πρωτότυπες εικόνες. Οι σκηνές, που εκτιλύσσονται με φόντο ένα παραμυθένιο σκηνικό, γίνονται αφορμή για στοχασμό, οι συζητήσεις θυμίζουν τους Σωκρατικούς διαλόγους και οι νεαροί ήρωες, μέσα στην αθωότητα τους, μας δείχνουν πως θα μπορούσε να είναι η ανθρωπότητα αν δεν χάναμε ποτέ την καθαρή ματιά, τον ενθουσιασμό και την εμπιστοσύνη των παιδικών μας χρόνων.

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου από τις εκδόσεις Βακχικόν, η συγγραφέας, η οποία άρχισε να πειραματίζεται με τη γραφή όταν ήταν στην ηλικία των πρωταγωνιστών της και συνέλαβε την ιδέα του Φτερωτού Κλέφτη ως έφηβη, μοιράστηκε μαζί μας τις σκέψεις της για τη λογοτεχνία, τη θρησκεία και τις πιο πολύτιμες ανθρώπινες ιδιότητες.

Σε ποια ηλικία γράψατε την πρώτη σας ιστορία και τι πραγματευόταν;
Γράφω από πολύ μικρή ηλικία, ήδη από τα οκτώ μου χρόνια. Ξεκίνησα με ποιήματα και αφηρημένες σκέψεις, κοινωνούς της παιδικής οπτικής μου, και σταδιακά κατέληξα να απολαμβάνω μια πιο εκ βαθέων, ώριμη και νηφάλια προσέγγιση των όσων παρατηρούσα, αντιλαμβανόμουν, θαύμαζα ή απέρριπτα από τον κόσμο γύρω μου. Έτσι, περίπου στην εφηβεία μου, υιοθέτησα μια δοκιμιακή έκφραση, μια πιο συντονισμένη γραφή και τόλμησα να προσεγγίσω κυρίως φιλοσοφικά ερωτήματα και προβληματισμούς. Όλα τα ανωτέρω χαρακτήριζαν και την πρώτη μου ολοκληρωμένη ιστορία, την οποία συνέγραψα στα δεκατέσσερα μου. Επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα, συνονθύλευμα της πολύτιμης αδεξιότητας και απειρίας που φέρει ένα παιδί της ηλικίας εκείνης, της πρωτόλειας ματιάς και παρθένας ευαισθησίας του. Το εν λόγω έργο περιελάμβανε έντονα περιγραφικές εικόνες, ευάλωτους ήρωες και περίτεχνα θαύματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την κανονικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται ένα παιδί στην εφηβεία: γεμάτη θαύματα. Πρωταγωνίστρια ήταν ένα κορίτσι το οποίο είχε φαινομενικά τα πάντα, ωστόσο όταν έκλειναν οι πόρτες του σπιτιού ερχόταν αντιμέτωπη με οικογενειακές τραγωδίες, προσωπικές αναζητήσεις και επίπονες προδοσίες.

Πώς και πότε γεννήθηκε στο μυαλό σας η ιδέα του «Φτερωτού Κλέφτη»;
Η ιστορία γεννήθηκε και αυτή όταν ήμουν ακόμη έφηβη. Είχα παρατηρήσει πως στα βιβλία που απολάμβανα να διαβάζω, οι σπουδαίες αλήθειες, οι βαρύγδουπες διαπιστώσεις, τα πορίσματα τα οποία μπορούσαν να σε ωθήσουν σε μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου, γίνονταν κατανοητά κυρίως μέσα από απλά δομημένους διαλόγους και καταστάσεις. Οι ήρωες, επιπλέον, ήταν και εκείνοι, καθ’ ομοίωση του ανθρώπου, ευάλωτοι, ενώ είχαν στην φαρέτρα τους στόχους, αδυναμίες και εμπειρίες, οι οποίες τους στιγμάτισαν. Έτσι η ταύτιση δεν επιβαλλόταν, παρά προέκυπτε ανώδυνα και οργανικά. Ακριβώς αυτός ήταν και ο δικός μου στόχος. Η ιδέα ενός παιδιού που συζητά με τον Θεό για όσα το προβληματίζουν, όσα παρατηρεί και δεν μπορεί να φιλτράρει επαρκώς είτε δεν συμφωνεί μαζί τους, ήταν μια ιδέα που με είχε συνεπάρει, κυρίως λόγω της αθωότητας, μερικές φορές ενδεχομένως και της γοητευτικής αφέλειας, με την οποία ένα παιδί αντιμετωπίζει και εκφράζει ανάλογες απορίες. Είναι ένα παιδί, όπως όλοι υπήρξαμε, το οποίο έρχεται για να μας υπενθυμίσει πώς έμοιαζε ο κόσμος λίγο πριν τον ανακαλύψουμε, τι είχε αξία τότε και τι θα έπρεπε να έχει αξία σήμερα. Πρόκειται, εκτός των άλλων και για μια ιστορία η οποία, λόγω της ιδιαιτερότητας της και της δυναμικής των ρόλων, μου επέτρεψε να γράψω όλα όσα ήθελα, με τον τρόπο που ήθελα, ώστε να γίνουν κατανοητά τα πιο σημαντικά. Υπάρχει κανείς καταλληλότερος να επεξεργαστεί και να αναγνωρίσει τα πιο σημαντικά από ένα παιδί;

Χριστοφίλη Λεκκάκου «Φτερωτός Κλέφτης», εκδόσεις Βακχικόν.
Πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία της ανθρωπότητας αν οι «μεγάλες» θρησκείες απεικόνιζαν τον θεό ως ένα παιδί και εξυμνούσαν τις ιδιότητες της παιδικής ηλικίας;
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας τέτοιας θρησκείας είναι ότι Θεός και άνθρωπος ήταν, έστω και για λίγο κάποτε, το ίδιο. Υπήρξαμε όλοι παιδιά, γνωρίσαμε κάποτε τις ιδιότητες της παιδικής ηλικίας, την ώριμη και παράλληλα αδέξια ματιά της, την δυνατότητα να ξεχωρίζουμε τα πιο σημαντικά, να τολμάμε, να πιστεύουμε, να αγκαλιάζουμε. Ένας Θεός, που φέρει αυτή την μορφή, είναι ένας ηγέτης οικείος, συμβατός, γνωρίζει τις ανάγκες μας καλύτερα, βιώνει τις αδυναμίες μας επί της ουσίας. Σκιαγραφημένος με αυτόν τον τρόπο, ο Θεός καθοδηγεί με μια σοφία αδιάψευστη, με μια αθωότητα μοναδικού κάλλους, με αρετές σπάνιες, με ευαισθησίες ικανές να φέρουν την αλλαγή αν διατηρηθούν αυτούσιες στο πέρασμα του χρόνου. Δεν μοιάζει πια ο παντοδύναμος τιμωρός, αυτός που παρακολουθεί για να κρίνει ή εκείνος που καταγράφει για να καταλήξει σε έναν απολογισμό επίπονο για την ίδια μας την ζωή.
Ο Θεός, σαν παιδί, παρατηρεί για να εξελιχθεί, για να μάθει, για να προστατεύσει τους αδύναμους, για να επαινέσει τους δυνατούς, για να παίξει με τους περιθωριοποιημένους, για να επιπλήξει τους δειλούς. Ζει, διδάσκει, επιλέγει και εκτιμά όπως ένα παιδί, σαν το πιο άρτιο δημιούργημα του. Ο άνθρωπος θα αντιλαμβανόταν τον Θεό πιο εύκολα, σαν φίλο, σαν ένα μέλος της οικογένειας του, σαν κάποιον με τον οποίο κάποτε έτρεξε, τραγούδησε, συζήτησε, μοιράστηκε νουθεσίες και μαθήματα. Σαν να ήταν ένας από εμάς. Θα έφτανε έτσι ο καθοδηγητής του, αυτός που θαυμάζει και εμπιστεύεται, να είναι ο ίδιος του ο εαυτός στην προτέρα κατάσταση του. Όπως αναφέρω και στο βιβλίο, «μια ζωή δεν φτάνει για να γίνουμε ξανά τόσο άρτιοι όσο γεννηθήκαμε».

Η επιστροφή στη Γη ύστερα από μερικά χρόνια στον παράδεισο δεν ισοδυναμεί με μιας μορφής τιμωρία; Ποιος θα θυσίαζε την πληρότητα για μια δεύτερη ευκαιρία στον ατελή κόσμο μας; 
Η επιστροφή στην Γη, μετά την παραμονή του πρωταγωνιστή του βιβλίου μου στον παράδεισο, δεν μπορεί να είναι τιμωρία, παρά ένα δώρο, μια πολύτιμη ευκαιρία, η δυνατότητα να απολαύσουμε τη ζωή μας εδώ ξανά, αυτή τη φορά με το φόβο της απώλειας, του τέλματος, της φθοράς, τα οποία αδιαμφισβήτητα αποτελούν την φυσική εξέλιξη του ανθρώπου, να προσδίδουν μια άλλη χροιά στην εν θέματι εμπειρία. Όπως όλα όσα επιθυμούμε να αποδομήσουμε και να επεξεργαστούμε αποτελεσματικά, έτσι και η ίδια η φύση μας, η οποία βασίζεται ολότελα στην προοπτική του θανάτου, είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Από την μια η απώλεια της ζωής, των όσων απολαμβάνουμε στην Γη, των όσων έχουμε χτίσει, από επιτεύγματα πνευματικά, μικρές νίκες έως μακροχρόνιες ανθρώπινες σχέσεις, φαντάζει μια τρομακτική εξέλιξη, μια βάναυση, ξαφνική κλοπή όλων αυτών που κοπιάσαμε για να μας χαρακτηρίζουν, για να κρατάμε στα χέρια μας, για να πιστεύουμε και να είμαστε. Ωστόσο, ακριβώς η ίδια αυτή η όψη της πραγματικότητάς μας είναι και αυτή που μας βοηθά να εκτιμήσουμε τις πολυσχιδείς δυνατότητές μας όσο ζούμε, να εκφράσουμε συναισθήματα όταν και για όσο τα βιώνουμε, χωρίς καταδυναστεύσεις νοσηρές που μπορεί να καθυστερήσουν την ίδια μας την ευτυχία.
Η ζωή στην Γη μπορεί να μας οδηγήσει στην πληρότητα, αυτή είναι εξάλλου η προτέρα κατάστασή μας, άρα και η συνθήκη στην οποία νιώθουμε συγχρονισμένοι με τον κόσμο γύρω μας, ορθά παραταγμένοι και ισορροπημένοι. Ο ατελής κόσμος μας πράγματι μοιάζει πολλές φορές ένα δυσοίωνο ταξίδι, μα αν δεν μπορεί ο άνθρωπος να αναχαιτίσει τα κακώς κείμενα και να επαναπροσδιορίσει την μεγάλη εικόνα, τότε ποιός; Έχουμε ευθύνη απέναντι στα ζώντα και μη πλάσματα του κόσμου μας. Ακριβώς σε αυτό διαφοροποιείται ο άνθρωπος στην Γη από τον άνθρωπο στον παράδεισο, στο μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάνει ασυνείδητα, με την γέννηση του. Ωστόσο η ευτυχία και η πληρότητα εξαρτάται από εμάς, καθώς όσα υπάρχουν στον δικό μου παράδεισο τα βρίσκουμε καθημερινά και στην ζωή μας στην Γη. 

Τι πιστεύετε ότι θα έκανε τον κόσμο καλύτερο, περισσότερη συμπόνια ή ενσυναίσθηση;
Θεωρώ πως συμπόνια και ενσυναίσθηση είναι δύο έννοιες ταυτόσημες ή, αν όχι, άρρηκτα συνδεδεμένες. Η μια ερείδεται στην άλλη, αλληλοσυμπληρώνονται. Η ενσυναίσθηση είναι αρετή, δεξιότητα, ένα είδος τέχνης, μια κατάσταση απόλυτα συνυφασμένη με την ανθρώπινη υπόσταση. Ωστόσο, ο άνθρωπος, όντας εγωιστής πριν και πάνω απ’ όλα, φτάνει να την γευτεί, να την ξεκλειδώσει, να απολαύσει τις ευνοϊκές της ιδιότητες αφού και εφόσον καταφέρει να ικανοποιήσει, σε κάποιο βαθμό, τις δικές του ανάγκες, τις πρωταρχικές του επιθυμίες. Η ενσυναίσθηση μάς θυμίζει την υπεραξία της αλληλεγγύης, της ανθρώπινης συνύπαρξης, της αγαστής συνεργασίας μέσω της οποίας αναγεννιόμαστε και ξαναβρίσκουμε τον ρυθμό μας.
Η συμπόνια συνήθως ακολουθεί την ενσυναίσθηση. Το να αντιλαμβάνεσαι την πικρία, τον πόνο του διπλανού σου, όλων των ζώντων πλασμάτων γύρω σου, την φθορά που προκαλεί το είδος μας στην φύση, να προσπαθείς να τα θεραπεύσεις, ξεκλέβοντας από τον πολύτιμο χρόνο σου και την περιορισμένη ενέργεια σου, είναι για μένα η ύψιστη απόδειξη της ανθρώπινης ολοκλήρωσης, η στιγμή που ο άνθρωπος χορεύει στην συχνότητα που του αξίζει, αγγίζει την ουσία της παρουσίας του στην Γη, δικαιολογεί και κερδίζει την ίδια του την ευτυχία. Ενσυναίσθηση και συμπόνια θα έκαναν αδιαμφισβήτητα τον κόσμο μας καλύτερο, αφού γνωστοποιούν στον άνθρωπο τον δρόμο προς την ολοκλήρωση του, τον δρόμο προς την πληρότητα.

Μπορεί η λογοτεχνία να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που ταλανίζουν του μεγαλύτερους φιλοσόφους;
Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι καταλήγουν συνήθως να είναι και λογοτέχνες, ίσως επειδή η ανάγκη τους να καταγράψουν τα πορίσματα στα οποία κατέληξαν, τις παρατηρήσεις τους, η ιδία η επιθυμία τους για αλλαγή και εξέλιξη είναι τόσο επιτακτικές που ησυχάζουν μόνο εάν επικοινωνηθούν. Η λογοτεχνία στεγάζει στοχαστές, φιλοσόφους, επιστήμονες, εκείνους που φοβήθηκαν να ζήσουν, εκείνους που έζησαν περισσότερα απ όσα μπορούσε να αντέξει η ιδιοσυγκρασία τους, έτσι σηκώνει στις πλάτες της μια πολυπλοκότητα ιδεών, χρωμάτων, κόσμων και προσωπικοτήτων, η οποία κάλλιστα μπορεί να συλλέξει πληροφορίες για τους πιο σπουδαίους προβληματισμούς μας.
Πράγματι πιστεύω πως δεν υπάρχει ερώτηση που δεν μπορεί να απαντηθεί από το σωστό βιβλίο. Η λογοτεχνία ήταν, είναι και θα είναι ένα μέσο βελτίωσης των συνθηκών της καθημερινότητάς μας, μοχλός έμπνευσης, εργαλείο ώθησης, ένας κόσμος που αποτελείται από πολλούς άλλους, ικανή να φέρει την ευθύνη της αφύπνισής μας, να αντέξει να επιβλέψει έναν διάλογο για τα πιο σπουδαία ερωτήματά μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ