Βιβλιο

«Στο σπίτι...» Όλη η ιστορία μέσα σε τέσσερις τοίχους

Ένα από τα πιο ψυχαγωγικά και διαφωτιστικά βιβλία που έχουν ποτέ γραφτεί για τον τρόπο ζωής μας, μαζί με τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Στο σπίτι: Μια περιδιάβαση στην Ιστορία από δωμάτιο σε δωμάτιο» (Εκδόσεις Μεταίχμιο)
Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της πρωτότυπης έκδοσης (Doubleday, 2010)

Για το βιβλίο του Bill Bryson, «Στο σπίτι: Μια περιδιάβαση στην Ιστορία από δωμάτιο σε δωμάτιο» (Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Η ανάγνωση των βιβλίων του Bill Bryson είναι μια μοναδική εμπειρία. Μοναδική, και αξέχαστη. Δεν μπορείς να τον μπερδέψεις με κανέναν άλλο. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κανένας άλλος που να μιλά για τόσο μεγάλα, σημαντικά, διαφορετικά μεταξύ τους, «δύσκολα» και οπωσδήποτε απαιτητικά θέματα, θέματα που αφορούν τους πάντες (κυριολεκτικά), με έναν τέτοιο τρόπο σαν να δίνει μία υψηλού επιπέδου παράσταση-παύλα-διάλεξη, εκεί, μπροστά σου, απευθυνόμενος ακριβώς σε εσένα.

Ο τρόπος που μας μαθαίνει τόσο πολλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα ψυχαγωγώντας μας, και κρατώντας μας διαρκώς σε εγρήγορση, κάνοντάς μας να γυρνάμε τη μια σελίδα μετά την άλλη με πραγματικό ενθουσιασμό, σαν παιδιά, ή σαν να μας ξεναγεί σε ένα μουσείο παραδοξοτήτων με πολλά, ποικίλα και θαυμαστά εκθέματα —και με μεγαλύτερη παραδοξότητα, ασφαλώς, εμάς τούς ίδιους— δεν νομίζω πως έχει τον όμοιό του. Τα βιβλία του διαβάζονται σαν να ήταν pageturner μυθιστορήματα. Και όμως, είναι εκλαϊκευμένη επιστήμη, και εκλαϊκευμένη ιστορία, και εκλαϊκευμένη κοινωνιολογία.

Ο τρόπος επίσης με τον οποίο συγκεντρώνει, μελετά και ανατέμνει το υλικό του δεν έχει τον όμοιό του. Όντας μία κινητή εγκυκλοπαίδεια ο ίδιος (η βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί πριν αρχίσει το γράψιμο είναι πελώρια, όπως και η εις βάθος έρευνα που κάνει — βλέπε εδώ και το αριστουργηματικό «Μικρή ιστορία περί των πάντων (σχεδόν)»), καταφέρνει και συζητά εύληπτα, με χιούμορ και με απαράμιλλο στιλκαι φλέγμα για τα πάντα (ακριβώς): όπως καταλαβαίνει κανείς, είμαστε ορκισμένοι φαν του.

Τα πράγματα πάντως δεν θα ήταν εξίσου καλά για τους Έλληνες αναγνώστες αν δεν είχαμε εκπληκτικά καλές μεταφράσεις, όπως αυτή εδώ από τον Κωστή Πανσέληνο. Ζωντανή, ρέουσα, έξυπνη και χυμώδης γλώσσα που βρίσκει πάντα τις καλύτερες δυνατές λύσεις και αποδίδει όλους τους όρους με επιστημονική ακρίβεια: ό,τι ακριβώς χρειάζεται ο Bryson. Το διάβασμα του βιβλίου γίνεται, έτσι, πολύ πιο «εύκολο» (και συχνά πολύ πιο συναρπαστικό) από το να βλέπεις μία ποιοτική σειρά… περιπέτειας στη συνδρομητική τηλεόραση.

Παρακάτω θα διαβάσουμε μαζί τρία αποσπάσματα από το βιβλίο: ένα από την Εισαγωγή, ένα από το 8ο Κεφάλαιο («Η τραπεζαρία») και ένα από το 15ο («Η κρεβατοκάμαρα»).

Μη χάσετε αυτό το βιβλίο. Είναι εξαιρετική ιδέα για δώρο — δώρο στον εαυτό σας.

 

* * *

 

Bill Bryson «Στο σπίτι: Μια περιδιάβαση στην Ιστορία από δωμάτιο σε δωμάτιο» (Εκδόσεις Μεταίχμιο)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να αφιερώσω ένα βιβλίο στη μελέτη των καθημερινών πραγμάτων της ζωής, να τους δώσω προσοχή για μια φορά και να τους συμπεριφερθώ σαν να ήταν εξίσου σημαντικά. Καθώς περιεργαζόμουν το σπίτι μου με το βλέμμα, ένιωσα έκπληξη, αλλά και μια κάποια δυσφορία, όταν αντιλήφθηκα πόσο λίγα γνώριζα για το οικοσύστημα στο οποίο ζούσα. Καθισμένος στην κουζίνα ένα απόγευμα, παίζοντας αφηρημένος με την αλατιέρα και την πιπεριέρα, σκεφτόμουν πως δεν είχα ιδέα γιατί, απ’ όλα τα καρυκεύματα του κόσμου, έχουμε αποκτήσει έναν τόσο έντονο δεσμό μόνο με αυτά τα δύο. Γιατί όχι στο πιπέρι και το κάρδαμο, για παράδειγμα, ή στο αλάτι και την κανέλα; Και γιατί τα πιρούνια έχουν τέσσερα δόντια, κι όχι τρία, ή πέντε; Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος για όλα αυτά.

Ενώ ντυνόμουν, αναρωτιόμουν γιατί το σακάκι μου είχε ραμμένη στα μανίκια μια σειρά από άχρηστα κουμπιά. Άκουγα κάποιον στο ραδιόφωνο να μιλά για «στέγαση και σίτιση» και κατάλαβα πως, όταν οι άνθρωποι μιλούν για αυτά τα πράγματα, δεν έχω ιδέα τι εννοούν με τον δεύτερο όρο. Μπροστά στα μάτια μου, το ίδιο μου το σπίτι μεταμορφωνόταν σε ένα απόλυτο μυστήριο.

Μου γεννήθηκε, λοιπόν, η ιδέα να κάνω ένα ταξίδι μέσα του, να περιπλανηθώ από δωμάτιο σε δωμάτιο και να συλλογιστώ τον ρόλο που έχει παίξει το καθένα τους στην εξέλιξη της ιδιωτικής μας ζωής. Το μπάνιο θα ήταν μια ιστορία της υγιεινής, η κουζίνα του μαγειρέματος, η κρεβατοκάμαρα του σεξ και του θανάτου και του ύπνου, και ούτω καθεξής. Θα έγραφα μια ιστορία του κόσμου, χωρίς ποτέ να διαβώ το κατώφλι μου.

Η ιδέα αυτή ομολογώ πως είχε μια κάποια γοητεία. Είχα πρόσφατα τελειώσει ένα βιβλίο με το οποίο προσπαθούσα να αντιληφθώ το σύμπαν και πώς αυτό είναι δομημένο, κάτι που, όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν κι ό,τι ευκολότερο. Οπότε η ιδέα της ενασχόλησης με κάτι τόσο ξεκάθαρα οριοθετημένο και πεπερασμένο όσο ένα παλιό πρεσβυτέριο σε ένα χωριό της Αγγλίας είχε προφανή θέλγητρα. Επρόκειτο για ένα βιβλίο που θα μπορούσα να γράψω φορώντας τις παντόφλες μου.

Η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ διαφορετική. Τα σπίτια αποτελούν τρομερά πολύπλοκα εκθετήρια. Αυτό που συμπέρανα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν πως, ό,τι κι αν συμβεί στον κόσμο –ό,τι κι αν ανακαλυφθεί ή δημιουργηθεί, όσο αίμα κι αν χυθεί για χάρη του–, τελικά καταλήγει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στα σπίτια μας. Πόλεμοι, λιμοί, η Βιομηχανική Επανάσταση, ο Διαφωτισμός – όλα αυτά βρίσκονται μέσα στους καναπέδες και στις συρταριέρες μας, παραχωμένα στις δίπλες που σχηματίζουν οι κουρτίνες μας, στην μπογιά των τοίχων μας και στο νερό που τρέχει στους σωλήνες μέσα τους. Η ιστορία της οικια­κής ζωής δεν είναι επομένως απλώς μια ιστορία των κρεβατιών και των καναπέδων και του φούρνου της κουζίνας, όπως είχα αστήρικτα υποθέσει στην αρχή, αλλά και του σκορβούτου και της κοπριάς και του Πύργου του Άιφελ και των κοριών στα κρεβάτια και της νεκροσυλίας και κάθε άλλου πράγματος που συνέβη ποτέ. Τα σπίτια μας δεν είναι καταφύγια από την ιστορία. Είναι ο τελικός της προο­ρισμός.

Δεν χρειάζεται να αναφέρω πως η ιστορία, ανεξάρτητα από το είδος της, τείνει να ξεφεύγει πάντα εκτός θέματος. Ήταν εξαρχής ξεκάθαρο πως, για να χωρέσω την ιστορία της ιδιωτικής ζωής σε ένα και μόνο βιβλίο, θα έπρεπε να γίνω άκρως επιλεκτικός. Επομένως, μόλο που ξεφεύγω κάθε τόσο στο μακρινό παρελθόν (δεν μπορείς να μιλήσεις για τα λουτρά χωρίς να μιλήσεις για τους Ρωμαίους, για παράδειγμα), αυτό που ακολουθεί επικεντρώνεται κατά βάση στα συμβάντα των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών περίπου, στην περίοδο που γεννήθηκε ουσιαστικά ο σύγχρονος κόσμος – και, κατά σύμπτωση, αυτή είναι και η ηλικία του ίδιου του σπιτιού στο οποίο πρόκειται να περιπλανηθούμε.

Έχουμε συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό την άνεση στη ζωή μας –το να είμαστε καθαροί, ζεστοί και καλοφαγωμένοι–, που ξεχνάμε πόσο πρόσφατα είναι όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, μας πήρε άπειρο χρόνο να επιτύχουμε τα πράγματα αυτά, και τελικά τα περισσότερα εμφανίστηκαν όλα μαζί, σχεδόν ακαριαία.
 

* * *
 

Η ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ

Το πραγματικό επίτευγμα του Κολόμβου ήταν ότι κατάφερε να περάσει επιτυχώς τον Ατλαντικό και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αν και αρκετά ικανός ναυτικός, δεν ήταν ιδιαίτερα καλός σε οτιδήποτε άλλο, και ειδικά στη γεωγραφία, μια ικανότητα που θα αποδεικνυόταν κρισιμότατη για κάθε εξερευνητή. Δύσκολα θα βρούμε ιστορικό πρόσωπο που αποκόμισε περισσότερη δόξα χωρίς να την αξίζει. Πέρασε σχεδόν οκτώ χρόνια περιπλανώμενος ανάμεσα στα νησιά της Καραϊβικής και τις ακτές της Νότιας Αμερικής, απόλυτα πεπεισμένος ότι βρισκόταν στην καρδιά της Ανατολής και ότι η Ιαπωνία και η Κίνα βρίσκονταν ένα ηλιοβασίλεμα παραπέρα. Ποτέ δεν αντιλήφθηκε ότι η Κούβα είναι νησί και ποτέ δεν πάτησε το πόδι του, ούτε υποψιάστηκε την ύπαρξή της, στην τεράστια στεριά του βορρά που όλοι θεωρούν ότι ανακάλυψε: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γέμισε τα αμπάρια του με άχρηστο πυρίτη σιδήρου που νόμιζε ότι ήταν χρυσός, και με φλούδες και σπόρους που ήταν απόλυτα πεπεισμένος πως ήταν κανέλα και πιπέρι αντιστοίχως. Στην πραγματικότητα, οι μεν φλούδες δεν είχαν καμία αξία, οι δε σπόροι αποδείχτηκε ότι δεν ήταν πιπέρι, αλλά πιπεριές τσίλι – κάτι εξαιρετικό όταν αντιληφθείς τη χρησιμότητά του, αλλά με απροσδόκητα οδυνηρές συνέπειες αν κάνεις το λάθος να φας μια γερή μπουκιά.

Όλοι, εκτός από τον Κολόμβο, κατάλαβαν ότι αυτό δεν αποτελούσε λύση στο πρόβλημα των μπαχαρικών, και το 1497 ο Βάσκο ντα Γκάμα, ορμώμενος κι αυτός από την Πορτογαλία, αποφάσισε να ακολουθήσει τον άλλο δρόμο προς την Ανατολή, περνώντας κάτω από την άκρη της Αφρικής. Αυτό ήταν κάτι πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο ακούγεται. Οι επικρατούντες αντίθετοι άνεμοι και τα ρεύματα δεν επέτρεπαν σε ένα πλοίο που κατευθυνόταν προς τον νότο να ακολουθήσει την αφρικανική ακτογραμμή, όπως θα υπέθετε κανείς. Αντιθέτως, ο Ντα Γκάμα έπρεπε να βγει βαθιά μέσα στον Ατλαντικό Ωκεανό –σχεδόν μέχρι τη Βραζιλία, αν και αυτό φυσικά δεν το ήξερε–, για να πιάσει τους πνέοντες από τα δυτικά ανέμους που θα έσπρωχναν τον στόλο του γύρω από το νότιο ακρωτήρι. Επρόκειτο για ένα πραγματικά επικό ταξίδι. Ήταν η πρώτη φορά που οι Ευρωπαίοι έπλεαν τόσο μακριά. Τα πλοία του Ντα Γκάμα δεν αντίκρισαν γη έως και για τρεις μήνες. Αυτό ήταν το ταξίδι που ουσιαστικά ανακάλυψε το σκορβούτο. Μέχρι τότε, κανένα ταξίδι δεν είχε διαρκέσει αρκετά ώστε να προλάβουν να κάνουν την εμφάνισή τους τα συμπτώματα.

Επίσης, καθιέρωσε και δύο δυσάρεστες παραδόσεις στον ναυτικό κόσμο. Η πρώτη ήταν η εξάπλωση της σύφιλης στην Ασία –πέντε χρόνια αφότου οι άντρες του Κολόμβου τη μετέφεραν στην Αμερική–, που τη μετέτρεψε σε μια πραγματική πανδημία. Η δεύτερη ήταν η άκριτη χρήση βίας κατά αθώων ανθρώπων. Ο Βάσκο ντα Γκάμα ήταν ένας απίστευτα μοχθηρός άνθρωπος. Μια φορά, όταν αιχμαλώτισε ένα μουσουλμανικό πλοίο που μετέφερε εκατοντάδες άντρες και γυναικόπαιδα, κλείδωσε τους επιβάτες στο αμπάρι, έκλεψε οτιδήποτε είχε αξία στο πλοίο κι έπειτα –σαν να μην έτρεχε τίποτα– απλώς του έβαλε φωτιά. Όπου κι αν έφτασε, ο Ντα Γκάμα κακομεταχειρίστηκε ή κατέσφαξε τους λαούς που συναντούσε, και καθιέρωσε έτσι μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας και κτηνώδους βίας που θα χαρακτήριζε και θα σπίλωνε ολόκληρη την εποχή των εξερευνήσεων.

Ο Ντα Γκάμα δεν έφτασε ποτέ στα Νησιά των Μπαχαρικών. Όπως και πολλοί άλλοι, θεωρούσε ότι οι Ανατολικές Ινδίες βρίσκονταν λίγο ανοιχτά της Ινδίας –αλλιώς γιατί θα λέγονταν έτσι;–, αλλά στην πραγματικότητα αποδείχτηκε ότι βρίσκονταν πολύ πιο μακριά, τόσο μακριά που οι Ευρωπαίοι που έφταναν εκεί άρχιζαν να αναρωτιούνται μήπως είχαν περάσει τον προορισμό τους και κοντοζύγωναν στην Αμερική. Αν αυτό ήταν αλήθεια, θα σήμαινε ότι ήταν καλύτερο να πλέουν δυτικά προς τις Ινδίες για τα μπαχαρικά, αντί να κάνουν τον γύρο της Αφρικής και να διασχίζουν τον Ινδικό Ωκεανό.

Το 1519, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος ξεκίνησε με πέντε σαπιοκάραβα για να ανακαλύψει τη δυτική οδό, σε μια γενναία αλλά σοβαρά υποχρηματοδοτημένη επιχείρηση. Αυτό που τελικά ανακάλυψε ήταν ότι ανάμεσα στην Αμερική και την Ασία απλωνόταν μια αχανής ερημιά, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα χωρούσε στη Γη: ο Ειρηνικός Ωκεα­νός. Κανείς απ’ όσους προσπάθησαν ποτέ να πλουτίσουν δεν υπέφερε περισσότερο από τον Μαγγελάνο και το πλήρωμά του, όσο περιπλανιούνταν όλο και πιο έκπληκτοι στον Ειρηνικό, το 1521. Με τις προμήθειές τους να έχουν σχεδόν εξαντληθεί, εφηύραν ίσως το λιγότερο λαχταριστό πιάτο του κόσμου: περιττώματα ποντικιών πασπαλισμένα με ροκανίδια. «Τρώγαμε μπισκότα που δεν ήταν πια μπισκότα αλλά σκόνη από μπισκότα γεμάτη σκουλήκια» έγραφε ένα μέλος του πληρώματος. «Μύριζε έντονα από τα ούρα των ποντικιών. Πίναμε κίτρινο νερό που είχε ταγκίσει εδώ και μέρες. Τρώγαμε επίσης κάτι προβιές από βόδια που κάλυπταν την κορυφή των καταρτιών… και συχνά τρώγαμε πριονίδι από τις σανίδες του πλοίου». Πέρασαν τρεις μήνες και είκοσι ημέρες χωρίς φρέσκα τρόφιμα ή νερό, μέχρι που βρήκαν τη σωτηρία στην ακτογραμμή του Γκουάμ – και όλα αυτά τα πέρασαν για να γεμίσουν τα αμπάρια τους με αποξηραμένους ανθούς, φλοιούς δέντρων και διάφορα άλλα μυρωδάτα τρίμματα που θα τα πασπάλιζαν στο φαγητό τους ή θα έφτιαχναν αρωματικά μείγματα.

Τελικά, μόνο δεκαοκτώ άντρες από τους δύο χιλιάδες εξακόσιους που ξεκίνησαν το ταξίδι επέζησαν. Ο ίδιος ο Μαγγελάνος σκοτώθηκε σε μια αψιμαχία με φιλιππινέζους ιθαγενείς. Οι δεκαοκτώ που επέζησαν, όμως, έκαναν πραγματικά την τύχη τους. Στα Νησιά των Μπαχαρικών, φόρτωσαν 27 τόνους γαρίφαλου, το οποίο πούλησαν στην Ευρώπη για κέρδος 2.500 προς ένα, και αποτέλεσαν σχεδόν κατά τύχη τους πρώτους ανθρώπους που πραγματοποίησαν τον περίπλου της Γης. Η πραγματική σημασία της αποστολής του Μαγγελάνου δεν ήταν ότι εκείνος ολοκλήρωσε τον πρώτο περίπλου του πλανήτη, αλλά πως ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε πόσο πραγματικά μεγάλος ήταν αυτός.

Αν και ο Κολόμβος δεν πολυγνώριζε τι ακριβώς έκανε, τα ταξίδια του ήταν εκείνα που αποδείχτηκαν τελικά τα πιο σημαντικά, και μπορούμε να προσδιορίσουμε ακριβώς τη στιγμή που αυτό συνέβη. Στις 5 Νοεμβρίου 1492, στην Κούβα, δύο μέλη του πληρώματός του επέστρεψαν στο καράβι κουβαλώντας κάτι που κανείς στον κόσμο τους δεν είχε ξαναδεί: «ένα είδος σπόρου [το οποίοι οι ντόπιοι] αποκαλούν maiz, με ωραία γεύση, ψημένο, στεγνωμένο και τριμμένο ώστε να γίνει αλεύρι». Την ίδια εβδομάδα, είδαν μερικούς Ινδιάνους Ταϊνό να χώνουν κυλίνδρους γεμάτους με ένα χόρτο που αργοκάπνιζε στο στόμα τους, να ρουφούν τον καπνό στα πνευμόνια τους και να βγάζουν ήχους ικανοποίησης. Ο Κολόμβος πήρε ένα δείγμα κι απ’ αυτό το περίεργο προϊόν για την πατρίδα του.

Κι έτσι ξεκίνησε η διαδικασία την οποία οι ανθρωπολόγοι αποκάλεσαν Κολομβιανή Ανταλλαγή – την ανταλλαγή τροφίμων και άλλων πραγμάτων ανάμεσα στον Νέο Κόσμο και τον παλιό. Την εποχή που κατέφθαναν στον Νέο Κόσμο οι πρώτοι Ευρωπαίοι, οι εκεί αγρότες καλλιεργούσαν πάνω από εκατό είδη φαγώσιμων φυτών: πατάτες, ντομάτες, ηλιοτρόπια, κολοκύθια [marrows], μελιτζάνες, αβοκάντο, αμέτρητες ποικιλίες φασολιών και κολοκυθιών [squashes], γλυκοπατάτες, φιστίκια, κάσιους, ανανά, παπάγια, γκουάβα, μανιόκα (ή κασάβα), κολοκύθες [pumpkins], βανίλια, τέσσερα είδη πιπεριάς τσίλικαι σοκολάτα, ανάμεσα σε πολλά άλλα – όχι κι άσχημα.
 

* * *
 

Η ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ

Μιας και το προσδόκιμο ζωής ήταν τόσο χαμηλό, οι γάμοι στον προβιομηχανικό κόσμο έτειναν να μη διαρκούν πολύ. Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, ο μέσος γάμος διαρκούσε μόλις δέκα χρόνια, μέχρι να καταλήξει ο ένας από τους συζύγους. Υποθέτουμε συχνά ότι, επειδή οι άνθρωποι πέθαιναν νωρίς, συνήθιζαν και να παντρεύονται νωρίς, ώστε να απολαύσουν πλήρως τη σύντομη ζωή που είχαν να ζήσουν. Αυτό δεν μοιάζει να είναι αλήθεια. Κατ’ αρχάς, ακόμα και τότε οι άνθρωποι εκλάμβαναν ως κανονική διάρκεια της ζωής –ως θεωρητική αξίωση του καθενός– τα εβδομήντα χρόνια που ανέφερε η Βίβλος. Το πρόβλημα ήταν πως λίγοι έφταναν τόσο μακριά. Το παράδειγμα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας χρησιμοποιείται συχνά για να επιβεβαιώσει την υπόθεση πως οι άνθρωποι παντρεύονταν μικροί, επειδή οι βασικοί χαρακτήρες του έργου του Σαίξπηρ βρίσκονταν ακόμη σε τρυφερή ηλικία – η Ιουλιέτα μόλις δεκατριών, ο Ρωμαίος λίγο μεγαλύτερος. Ακόμα και αν παραβλέψουμε ότι οι χαρακτήρες αυτοί ήταν επινοημένοι και η περίπτωσή τους δεν αποδεικνύει τίποτα, αυτό που πάντα αγνοείται είναι πως στο ποίημα του Άρθουρ Μπρουκ, στο οποίο βασίστηκε ο Σαίξπηρ, οι χαρακτήρες ήταν δεκαέξι ετών. Είναι αδύνατον να μαντέψουμε γιατί ο Σαίξπηρ επέλεξε να χαμηλώσει τις ηλικίες τους, όπως και γιατί έκανε καθετί άλλο. Σε κάθε περίπτωση, το νεαρό της ηλικίας γάμου που εμφανίζεται στο έργο του Σαίξπηρ δεν μοιάζει να επιβεβαιώ­νεται από τα αρχεία του πραγματικού κόσμου.

Τη δεκαετία του 1960, ο ιστορικός Πίτερ Λάσλετ του Στάνφορντ προέβη σε μια προσεκτική μελέτη των βρετανικών αρχείων για τους γάμους και βρήκε ότι σε καμία περίοδο δεν παντρεύονταν εξαιρετικά νωρίς οι άνθρωποι. Ανάμεσα στο 1619 και το 1660, για παράδειγμα, το 85% των γυναικών που παντρεύτηκαν ήταν δεκαεννιά ετών και πάνω· μόλις μία στις χίλιες ήταν δεκατριών ετών ή μικρότερη. Η μέση ηλικία γάμου για τις γυναίκες ήταν τα είκοσι τρία χρόνια και επτά μήνες, και για τους άντρες σχεδόν τα είκοσι οκτώ – όχι πολύ διαφορετικά από τα σημερινά δεδομένα. Ο ίδιος ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ αποτελούσε εξαίρεση, έχοντας παντρευτεί στα δεκαοκτώ του, ενώ η σύζυγός του Αν ήταν ασυνήθιστα μεγάλη, έχοντας φτάσει τα είκοσι έξι. Οι περισσότεροι γάμοι σε πραγματικά μικρές ηλικίες ήταν συμφωνίες γνωστές ως espousals de futuro, οι οποίες αντιπροσώπευαν περισσότερο προσύμφωνα για το μέλλον παρά την άδεια για να σπεύσουν στο κρεβάτι οι εμπλεκόμενοι.

Αυτό που είναι σίγουρα αλήθεια είναι πως υπήρχαν πολύ περισσότεροι χήροι και χήρες, και πως ξαναπαντρεύονταν συχνότερα και γρηγορότερα μετά τη χηρεία τους. Για τις γυναίκες, επρόκειτο για λόγους οικονομικής αναγκαιότητας. Για τους άντρες, ήταν η επιθυμία να έχουν κάποια να τους φροντίζει. Με λίγα λόγια, είχε να κάνει τόσο με πρακτικούς όσο και με συναισθηματικούς λόγους. Ένα χωριό που ερεύνησε ο Λάσλετ το 1688 διέθετε εβδομήντα δύο παντρεμένους άντρες, από τους οποίους οι δεκατρείς είχαν παντρευτεί δύο φορές, τρεις είχαν παντρευτεί τρεις φορές, και ένας είχε παντρευτεί πέντε φορές, όλοι ως αποτέλεσμα χηρείας. Συνολικά, το ένα τέταρτο των γάμων ήταν δεύτεροι γάμοι που είχαν ακολουθήσει τη χηρεία, και οι αναλογίες αυτές διατηρήθηκαν απαράλλαχτες μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα.

Με τόσους θανάτους, το πένθος αναδείχτηκε κεντρικός πυλώνας της ζωής των ανθρώπων. Και οι πραγματικοί μετρ του πένθους ήταν οι βικτοριανοί. Ποτέ δεν έχει υπάρξει άλλος λαός τόσο παθολογικά σαγηνευμένος από τον θάνατο, ή με πιο περίπλοκους τρόπους για να τον επισημαίνει. Πρώτη και καλύτερη ήταν η ίδια η βασίλισσα Βικτορία. Όταν ο πολυαγαπημένος της πρίγκιπας Αλβέρτος πέθανε τον Δεκέμβρη του 1861, τα ρολόγια της κρεβατοκάμαράς του πάγωσαν στο λεπτό του θανάτου του, στις 10:50 το βράδυ, αλλά στα δωμάτιά του συνέχισαν να παρέχονται υπηρεσίες, σύμφωνα με την επιθυμία της βασίλισσας, λες και αυτός θα έλειπε μόνο για λίγο, ενώ βρισκόταν μόνιμα ενταφια­σμένος σε ένα μαυσωλείο στην απέναντι πλευρά των κήπων. Ένας βαλές ετοίμαζε κάθε μέρα τα ρούχα του, και σαπούνι, πετσέτες και ζεστό νερό μεταφέρονταν κάθε μέρα στο δωμάτιό του τη συνήθη ώρα, κι έπειτα απομακρύνονταν ξανά.

Σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, οι κανόνες για το πένθος ήταν αυστηροί και ενδελεχείς. Κάθε πιθανή σχέση είχε μελετηθεί και προσχεδιαστεί. Αν, για παράδειγμα, ο εκλιπών ήταν θείος σου από γάμο, θα θρηνούνταν για δύο μήνες εφόσον η σύζυγός του ζούσε ακόμη, αλλά μόνο για έναν αν ήταν χήρος ή ανύπαντρος. Και ούτω καθεξής για κάθε βαθμίδα συγγένειας. Δεν χρειαζόταν καν να γνωρίζεις προσωπικά τα άτομα για τα οποία πενθούσες. Αν ο σύζυγός σου είχε υπάρξει παντρεμένος στο παρελθόν και είχε χηρεύσει –κατάσταση πολύ συνηθισμένη–, και πέθαινε ένας στενός συγγενής της πρώτης του συζύγου, η δεύτερη σύζυγος όφειλε να πέσει σε «συμπληρωματικό πένθος» – ένα είδος πένθους δι’ αντιπροσώπου στη θέση της εκλιπούσης πρώτης συζύγου.

Το για πόσο καιρό και με ποιο τρόπο φοριούνταν τα ρούχα του πένθους εξαρτιόταν με εξίσου προμελετημένη ακρίβεια από τον βαθμό της απώλειας. Οι χήρες, που βρίσκονταν ήδη καταπλακωμένες από ατελείωτες στρώσεις πνιγηρής ποπλίνας, έπρεπε επιπλέον να περιτυλιχτούν με μαύρο κρεπ, ένα είδος αυλακωτού μεταξιού. Το κρεπ έφερνε φαγούρα, θρόιζε συνεχώς και ήταν εξαιρετικά δύσκολο στη φροντίδα. Οι σταγόνες βροχής άφηναν λευκές κηλίδες όπου το έβρισκαν, και το μαύρο του χρώμα ξεπλενόταν στα ρούχα ή το δέρμα από κάτω του. Οι λεκέδες του κρεπ κατέστρεφαν κάθε ύφασμα που άγγιζαν και έμεναν σχεδόν ανεξίτηλοι στο δέρμα. Η ποσότητα του κρεπ που φορούσες εξαρτιόταν αυστηρά από τον χρόνο που είχε παρέλθει από την απώλειά σου. Έφτανε ένα βλέμμα για να μάθεις πριν από πόσο καιρό είχε χηρεύσει κάποια, κρίνοντας από το πόσο κρεπ φορούσε στα μανίκια της. Ύστερα από δύο χρόνια, οι χήρες περνούσαν σε μια φάση «ημιπένθους», κατά την οποία επιτρεπόταν να φορούν γκρι ή ξέθωρο λιλά, φτάνει αυτό να μη γινόταν πολύ ξαφνικά.

Οι υπηρέτες όφειλαν να πενθούν κι εκείνοι τον θάνατο των αφεντικών τους, και κηρυσσόταν μια επίσημη περίοδος εθνικού πένθους κάθε φορά που πέθαινε ένας μονάρχης. Ο θάνατος της βασίλισσας Βικτορίας το 1901 προκάλεσε μεγάλη σύγχυση, καθώς είχαν περάσει πάνω από εξήντα χρόνια από τον προηγούμενο βασιλικό θάνατο και κανείς δεν ήταν σίγουρος ποιος βαθμός πένθους ήταν ο καταλληλότερος για να τιμηθεί ένας τόσο μακροζώητος μονάρχης σε μια τόσο σύγχρονη εποχή.
 

* * *
 

Από τι αποτελείται πραγματικά η Ιστορία; Από ανθρώπους που επί αιώνες αθόρυβα καταπιάνονται με τις καθημερινές τους ασχολίες – κοιμούνται, τρώνε, κάνουν σεξ, προσπαθούν να βολευτούν. Και πού συμβαίνουν όλες αυτές οι συνηθισμένες δραστηριότητες; Στο σπίτι. Αφιερώνουμε πολύ περισσότερο χρόνο στη μελέτη των μαχών και των πολέμων απ’ ό,τι στο πραγματικό υλικό της Ιστορίας: τους ανθρώπους και την καθημερινότητά τους. Οι περισσότερες από τις βασικές ανακαλύψεις της ανθρωπότητας εντοπίζονται στα ίδια τα σπίτια όπου ζούμε. Αυτή η συνειδητοποίηση ενέπνευσε τον Bill Bryson, τον μεγαλύτερο σύγχρονο εκλαϊκευτή συγγραφέα της εποχής μας, να ξεκινήσει ένα ταξίδι στο σπίτι του, ένα παλιό πρεσβυτέριο στο Νόρφολκ, περιπλανώμενος από το ένα δωμάτιο στο άλλο και αναλογιζόμενος πώς προέκυψαν πράγματα συνηθισμένα. Στην πορεία, έκανε τεράστια έρευνα για την ιστορία των πάντων σχεδόν, από την αρχιτεκτονική μέχρι τον ηλεκτρισμό, από τη συντήρηση των τροφίμων μέχρι τις επιδημίες, από το εμπόριο των μπαχαρικών μέχρι τον Πύργο του Άιφελ, από τα κρινολίνα μέχρι τις τουαλέτες· αλλά και για τα λαμπρά, δημιουργικά και συχνά εκκεντρικά μυαλά πίσω από όλα αυτά. Και ανακάλυψε ότι, αν και εκ πρώτης όψεως οι οικιακές ζωές μας φαίνονται απίστευτα αδιάφορες, κοινές, στις γωνιές κάθε σπιτιού παραμονεύουν η Ιστορία, το ενδιαφέρον, ο ενθουσιασμός – μέχρι και κίνδυνοι. Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο ψυχαγωγικά και διαφωτιστικά βιβλία που έχουν ποτέ γραφτεί για τον τρόπο ζωής μας.

 

Bill Bryson, «Στο σπίτι: Μια περιδιάβαση στην Ιστορία από δωμάτιο σε δωμάτιο» (μετάφραση Κωστής Πανσέληνος, 608 σελίδες 15 x23 εκατ., Εκδόσεις Μεταίχμιο).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ