Βιβλιο

Προδημοσίευση: Το «Μοιρολόι» της Karen Kohler

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 22 Οκτωβρίου

62222-137653.jpg
A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Προδημοσίευση: Το «Μοιρολόι» της Karen Kohler από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Διαβάστε ένα απόσπαμα από το «Μοιρολόι», το νέο βιβλίο της Karen Kohler που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 22 Οκτωβρίου

Το νεο βιβλίο της Karen Kohler με τίτλο «Μοιρολόι» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 22 Οκτωβρίου. Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα στα ίχνη της «Ιστορίας της Θεραπαινίδας» της Μάργκαρετ Άτγουντ, ένας ύμνος στην αγάπη, στην ελευθερία, στη φύση και στις ανθρώπινες αξίες.

Διαβάστε απόσπαμα από το βιβλίο «Μοιρολόι» της Karen Kohler (εκδ. Ψυχογιός)

Ήταν αγόρι. Το παιδί που γεννήθηκε πεθαμένο ήταν αγόρι. Θα μνημονευτεί σήμερα στην Πουγιατσάτ. Η κανονική νεκρώσιμη τελετή θα γίνει σε μία εβδομάδα, με κάψιμο και απ’ όλα. Ο ξυλουργός έφτιαξε ένα μικρό νεκροσάνιδο. Αυτή τη στιγμή, ο ιεροπατέρας μυρώνει το μωρό και του δίνει το όνομά του. Αποθέτει τα νομίσματα στα μάτια του ως πληρωμή για τις τρεις βαρκάρισσες. Σφραγίζει τον πρωκτό, δένει τα χέρια και τα πόδια και τυλίγει τον μικρό στο νεκροσέντονο. Κατόπιν αρχίζει η Ζάτβα, όπου ο μικρός θα φυλαχτεί για τρεις μέρες στο σπίτι του, για αποχαιρετισμό. Ύστερα θα τον έχουν εδώ πάνω στο δροσερό Ζατβαστάν έως τη νεκρώσιμη τελετή. Τότε οι μαυροφορεμένες γυναίκες θα του τραγουδήσουν το νεκρώσιμο τραγούδι του, το μοιρολόι, θα τραγουδήσουν για τη σύντομη, τοσοδούλικη βρεφική ζωή του. Μάλλον θα πουν και για μένα σ’ αυτό το τραγούδι, για μένα τη μάγισσα και για το πώς στεκόμουν κάτω από το παράθυρο.

Ετοιμάζομαι, φοράω τον χιτώνα μου, πλέκω τα μαλλιά μου, σημαδεύω το μέτωπό μου με το ιερό χρώμα, δένω τρεις κόκκινες κορδέλες στο μέτωπό μου πάνω από το καρούμπαλο, μια για κάθε θεό. Το άγγιγμα των δαχτύλων μου πονάει, το πρόσωπό μου είναι ακόμα πρησμένο, και οι πληγές μόλις τώρα αρχίζουν να σχηματίζουν κακάδι.

Παίρνω τα έτοιμα βάζα από την κουζίνα, πηγαίνω απέναντι στο ιερό και δίνω το σινιάλο μία ώρα πριν από την Πουγιατσάτ. Γυρνάω την κλεψύδρα, πλένω τα πόδια μου, βάζω τα παπούτσια μου στο ράφι και μπαίνω στο ιερό για τις προετοιμασίες. Ανοιχτή η πόρτα, ανοιχτά τα παντζούρια, να μπει μέσα το φως. Καθάρισα τα δοχεία, τροφοδότησα την ιερή φωτιά, έβαλα τα λουλούδια στη θέση τους. Ρίχνω μια κοφτή ματιά στην Κοραβέλ, να ανακαλύψω ένα νησί μέσα στον κυκεώνα: αναγνωρίζω ένα γράμμα. Διώχνω τη χαρά μου για την ανακάλυψη, δεν είναι η κατάλληλη ώρα ούτε το κατάλληλο μέρος. Παίρνω μαζί μου στην κουζίνα το αγγείο για το θυμιατό, βάζω μέσα ένα κομμάτι πυρωμένου κάρβουνου και πηγαίνω το μικρό δοχείο ξανά στο ιερό. Βάζω ξεραμένο φασκόμηλο επάνω στα κάρβουνα, το φασκόμηλο καψαλίζεται, καπνός υψώνεται και σιγά σιγά απλώνεται παντού. Με το αγγείο στα χέρια, βαδίζω απ’ άκρη σ’ άκρη του χώρου. Το ταλαντεύω προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, και τα οχτώ, προς τα πάνω και προς τα κάτω. Ύστερα το αποθέτω στο ιερό, συνεχίζω να στέλνω τον καπνό σε όλο τον χώρο με μια βεντάλια. Ακουμπάω στο πάτωμα τα μαξιλάρια αντί για καθίσματα, ξεσκεπάζω το ταμπούρλο και κοιτάζω στην είσοδο να δω αν υπάρχει αρκετό αλάτι για όλους.

Τώρα είναι όλα καινούργια. Τώρα μπορούν να έρθουν.

Ο ιεροπατέρας δίνει το σινιάλο που προσκαλεί τους χωριανούς. Πώς καταφέρνει, αλήθεια, να κάνει κάτι τόσο όμορφο; Τραβάει τα σκοινιά και τραγουδάει με βαθιά φωνή που ακούγεται ως κάτω στο χωριό: Ελάτε, ελάτε, συγκεντρωθείτε, ελάτε, ελάτε, ελάτε για το ανάθημα, ελάτε, ελάτε, ελάτε, βρείτε τον εαυτό σας, ελάτε, ελάτε, ελάτε, ανανεωθείτε… Στέκω πλάι του με το κορμί μου να πάλλεται και με τα μάτια μου κλειστά, έχω ανατριχιάσει, κύματα με διαπερνούν. Όταν ο ιεροπατέρας τελειώνει, κοιταζόμαστε. Χωρίς φόβο, χωρίς οτιδήποτε, χωρίς τον κόσμο κοιταζόμαστε.

«Σήμερα δε χρειάζεται να με βοηθήσεις με την Πουγιατσάτ. Σήμερα θα κλείσω και θ’ ανοίξω μόνος μου τα παράθυρα. Οι γυναίκες είναι ακόμη ανάστατες, καλό είναι να μείνεις στο περιθώριο».

Γνέφω καταφατικά. Υπακούω. Θα υπακούσω. Θα έχω υπακούσει.

Ύστερα φέρνω τα αναθήματα και πλένω τα πόδια του ιεροπατέρα. Εκείνος ζωγραφίζει τις τρεις λωρίδες στο μέτωπό του, μετά κάνουμε το Κανά μας, ύστερα προσφέρουμε μαζί στους θεούς αυτό που μας αναλογεί: λάδι στο λάδι. Νερό στο νερό. Χώμα στο χώμα.

Πηγαίνω και κάθομαι στην πλευρά των γυναικών, πίσω στη γωνία, επάνω σ’ ένα μαξιλάρι, και αρχίζω με τη σιωπή μέσα μου. Ο ιεροπατέρας στέκεται στην είσοδο, χαιρετάει τις οικογένειες και σχηματίζει το σημάδι στο μέτωπό τους.

Σιγά σιγά το ιερό γεμίζει. Οι γυναίκες του χωριού προσπαθούν να μην κάθονται κοντά μου, ώσπου τελικά δε γίνεται αλλιώς, μιας κι όλες οι άλλες θέσεις είναι πιασμένες. Η Μαράγια δε με έχει δει. Η Κάγια και η οικογένειά της, βέβαια, δεν είναι ανάμεσα στους άλλους. Οι γυναίκες της στροφής κάθονται πολύ μπροστά με τις κόρες τους, όσο πιο μακριά μου γίνεται. Αν υποθέσουμε ότι καθόμαστε ο ένας επάνω στον άλλο, χωράει το μισό χωριό εδώ μέσα. Σήμερα το ιερό είναι σχεδόν έτοιμο να εκραγεί. Κάθε που νομίζεις ότι δε χωράει κανένας άλλος, τελικά ανοίγει μια χαραμάδα, κι όλο και κάποιος καταφέρνει να χωθεί μέσα της.

Ο ιεροπατέρας κλείνει τα παντζούρια, και σιγά σιγά πιάνει να σκοτεινιάζει, ενώ εμείς τραγουδάμε. Στρεφόμαστε στο μέσα μας, όλα ησυχάζουν στο ιερό. Καθόμαστε έτσι. Με την ανάσα όλη κρατημένη. Κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Παρόντες με όλη μας την ψυχή. Η στιγμή αποσύρεται στον εαυτό της. Χτύποι ταμπούρλων μας ξυπνούν-ξυπνούν-ξυπνούν γι’ αυτόν και για κείνον και για τον άλλο ήχο, ύστερα ο ιεροπατέρας ανοίγει πάλι τα παντζούρια, τραγουδάμε δυνατά πως είδαμε την αλήθεια και πως διαλέγουμε τον δρόμο της ειρήνης, ανοίγοντας συνάμα τα μάτια. Τώρα είναι και πάλι φωτεινά στον χώρο, ο ιεροπατέρας πηγαίνει και κάθεται μπροστά. Η θέση του είναι λίγο υπερυψωμένη, πίσω από τα δοχεία για τα αναθήματα και μπροστά από το ιερό. Διπλώνει προσεκτικά τον χιτώνα του γύρω από τα γόνατά του, χαϊδεύει τα γένια του, κατόπιν κλείνει ξανά τα μάτια. Ξέρουμε όλοι για ποιο πράγμα θα μιλήσει σήμερα, κι εκείνος ξέρει ότι το ξέρουμε, γι’ αυτό και παραμένει ακόμα βουβός και αφήνει τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Και ακριβώς τη στιγμή που σκέφτεσαι ότι δε θα πει τίποτα, ότι σήμερα θα μείνει σιωπηλός και θα κάθεται έτσι εκεί, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, παίρνει βαθιά ανάσα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ