- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Λήθη: 3 γυναίκες μάς θυμίζουν ότι το σώμα δεν ξεχνά
Η Λένα Μποζάκη, η Μαγδαληνή Σπίνου και η Νίκη Σερέτη πρωταγωνιστούν σε μια παράσταση με έντονη σωματικότητα στο Bios
Η Εύα Σταυρογιάννη σκηνοθετεί στο Bios τη Λένα Μποζάκη, τη Μαγδαληνή Σπίνου και τη Νίκη Σερέτη, σε μια δική της διασκευή και απόδοση της «Λήθης» του Δημήτρη Δημητριάδη
Τρεις γυναικείες μορφές εμφανίζονται στη σκηνή του BIOS για να μας μιλήσουν για τη «Λήθη», σε ένα έργο που βασίζεται στο ομώνυμο κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη. Η Εύα Σταυρογιάννη σκηνοθετεί τις Λένα Μποζάκη, Μαγδαληνή Σπίνου και Νίκη Σερέτη σε μια παράσταση όπου το σώμα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια χορογράφος δούλεψε με τρεις μη χορεύτριες και τις ώθησε να ανακαλύψουν το σώμα τους ώστε να εκφραστούν μέσω αυτού. Μιλήσαμε στις τρεις πρωταγωνίστριες για τον τρόπο που δούλεψαν με τη σκηνοθέτρια, για τις δυσκολίες και τις προκλήσεις του εγχειρήματος, για τη μαγεία του κειμένου του Δημητριάδη αλλά και τον ρόλο της μνήμης και της λήθης στις ζωές μας. Το ιδιαίτερο στοιχείο της παράστασης είναι ότι οι γυναίκες αυτές δεν ενσαρκώνουν τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες, αλλά τρεις πτυχές του ίδιου σώματος.
Λένα Μποζάκη, Μαγδαληνή Σπίνου και Νίκη Σερέτη μιλούν για τη «Λήθη» στο Bios
Στο έργο υπάρχει έντονη σωματικότητα. Πώς έχετε δουλέψει με την σκηνοθέτρια Εύα Σταυρογιάννη που είναι και χορογράφος; Πρώτα μπήκε η κίνηση και στη συνέχεια ο λόγος;
Λ. Μπ. Η σωματικότητα στο έργο δεν είναι ένα πρόσθετο στοιχείο· είναι ο κύριος τρόπος με τον οποίο το κείμενο αναπνέει. Με την Εύα Σταυρογιάννη –που λειτουργεί ταυτόχρονα ως σκηνοθέτρια και χορογράφος– δουλέψαμε με την αντίληψη ότι η λέξη πρέπει να έχει ήδη υπάρξει στο σώμα πριν ειπωθεί. Έτσι, η διαδικασία ξεκίνησε πράγματι από την κίνηση. Πριν πούμε έναν ολόκληρο μονόλογο, είχαμε ήδη εξερευνήσει τον ρυθμό του, το βάρος του, τη θερμοκρασία του… πώς κινείται μέσα μας. Η Εύα μας οδήγησε σε ασκήσεις που ελευθερώνουν το σώμα από την «λογοκρισία» του θεατρικού λόγου: το κείμενο δεν παίζεται, προκύπτει. Η κίνηση γέννησε τον λόγο, και ο λόγος στη συνέχεια επανατροφοδότησε την κίνηση, σαν ένας κύκλος αναπνοής.
Μ. Σπ. Με την Εύα ξεκινήσαμε δουλεύοντας πάνω στο κείμενο, αλλά όχι με τον συνηθισμένο τρόπο. Δεν μπήκαμε κατευθείαν στον λόγο, μπήκαμε στην αίσθηση. Στο πώς «κάθεται» μια φράση στο σώμα, πώς σε επηρεάζει πριν καν την πεις. Κι εκεί άρχισε να εμφανίζεται και η κίνηση, και ο λόγος, σαν να γεννούσε το ένα το άλλο. Σ’ αυτή την παράσταση τίποτα δεν λειτουργεί μόνο του. Η μουσική, το σώμα, ο λόγος είναι όλα αλληλένδετα. Αν αφαιρέσεις ένα, τα άλλα δεν έχουν τον ίδιο παλμό. Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον στη διαδικασία: ότι δουλεύεις μέσα σε ένα σύνολο ερεθισμάτων. Ακούς, βλέπεις, νιώθεις, και αυτά σε οδηγούν. Και νομίζω αυτό είναι που κάνει τη δουλειά μας ιδιαίτερη: δεν χτίσαμε κάτι “με τη σειρά”, χτίσαμε κάτι ζωντανό, όπου κάθε στοιχείο ενεργοποιεί το επόμενο. Η σωματικότητα στη συγκεκριμένη παράσταση δεν είναι «τεχνική», είναι μνήμη. Το σώμα σου σε προδίδει πριν καν ανοίξεις το στόμα σου και η Εύα ξέρει να το ακούει αυτό, μάς οδήγησε με έναν τρόπο που σε κάνει να νιώθεις ότι δεν παίζεις ρόλο, αλλά ότι συναντάς μια πλευρά του εαυτού σου που δεν είχες κοιτάξει. Και αυτό, για μένα, είναι η πιο βαθιά μορφή σωματικότητας.
Ν.Σ. Ο τρόπος που με καθοδήγησε η Εύα να κινούμαι και να εκφράζομαι μέσα από το σώμα μου είναι απελευθερωτικός , αφυπνιστικός και αλληλοσυμπληρωματικός! Μαζί της ξαναβρήκα ένα εσωτερικό κλειδί. Με αυτό βούτηξα στον εσωτερικό μου κόσμο βαθύτερα από ποτέ. Η Εύα με μάτι έμπειρο, γεμάτο αγάπη και κυρίως άκριτο με άφησε ελεύθερη να καταδυθώ στις δικές μου πολιτείες και να ανασύρω ό,τι καρπούς βρω. Μετά συνέλεξε, ξεχώρισε, φώτισε όλα αυτά που θα ήταν χρήσιμα για το Σύμπαν που ήθελε να πλάσουμε. Και φυσικά χρειάστηκε πολλή σιωπή ώστε να κινητοποιηθούν οι αισθήσεις. Εκεί κάπου ήρθε και η ιδανική στιγμή! Όλα ανοιχτά και στο μεταίχμιο ώστε να αγκαλιάσουν τον κραδασμικό προαιώνιο λόγο του Δ. Δημητριάδη.
Θα λέγαμε ότι υπάρχει μεγαλύτερο ποσοστό σωματικότητας παρά λόγου στην παράσταση; Από τη στιγμή που δεν είστε χορεύτριες, αντιμετωπίσατε δυσκολίες κατά τις πρόβες στο κομμάτι της κίνησης;
Λ.Μπ. Ναι, θα λέγαμε ότι η σωματικότητα υπερβαίνει τον λόγο ως δραματουργικό εργαλείο. Ο Δημητριάδης γράφει έναν λόγο που είναι σχεδόν ξένος, σχεδόν άνωθεν – κι αυτό απαιτεί ένα σώμα που να τολμά να γίνει δοχείο. Δεν είμαστε χορεύτριες, και αυτό αρχικά αποτέλεσε πρόκληση. Το σώμα στην πρόβα έχει συνηθίσει να «εκτελεί» – όχι να παραδίδεται. Στην αρχή, το να αποδομήσουμε την κίνηση, να αφήσουμε την αδεξιότητα, την κόπωση, την άνεση και την ένταση να φανούν, ήταν δύσκολο. Αλλά η Εύα δουλεύει με σεβασμό στον καμβά κάθε ηθοποιού. Δεν μας ζήτησε να γίνουμε χορεύτριες. Μας ζήτησε να γίνουμε πιο διαθέσιμες. Έτσι, η δυσκολία μετατράπηκε σε εργαλείο. Η αδυναμία του σώματος έγινε υλικό της παράστασης.
Μ. Σπ. Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει «περισσότερη» σωματικότητα από λόγο. Στη «Λήθη» ο λόγος περνάει μέσα από το σώμα δεν προηγείται. Η δυσκολία δεν ήταν να κάνουμε την κίνηση σωστά ή να «χορέψουμε», αλλά να αφήσουμε το σώμα να μιλήσει μόνο του, χωρίς άμυνες, χωρίς στολίδια, χωρίς ρόλο. Να βγει η κίνηση από ανάγκη και όχι από τεχνική. Αυτό ήταν που με δυσκόλεψε: όχι η κίνηση, αλλά το να σταθώ αληθινή μέσα στο σώμα μου. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν είμαστε χορεύτριες ή όχι. Ο τρόπος που δουλέψαμε με την Εύα από την αρχή ήταν πάνω στο πώς “κάθεται” το κείμενο μέσα μας, πού μας πιέζει, πού μας εκθέτει, πού μας αφήνει χωρίς αέρα. Από εκεί άρχισε να εμφανίζεται η κίνηση, όχι σαν χορογραφία αλλά σαν κάτι που βγαίνει φυσικά, από ανάγκη. Το σώμα μας αντιδρούσε πριν προλάβουμε να μιλήσουμε. Η Εύα δεν μας ζήτησε να «χορέψουμε», μας ζήτησε να είμαστε αληθινές μέσα στο σώμα μας. Η Εύα για μένα δεν είναι απλώς σκηνοθέτρια· είναι δημιουργός με την κίνηση στο DNA της. Δεν ήρθε να φτιάξει όμορφες εικόνες, αλλά να φέρει την αλήθεια του σώματος. Την έχω δει να δουλεύει με πειθαρχία: δεν είναι “χορός για να φαίνεσαι”, αλλά χορός για να υπάρξεις. Στις πρόβες δεν κάναμε βήματα· κάναμε κατάδυση. Κάθε κίνηση ήταν κομμάτι από αυτό που φοβόμαστε ή που έχουμε θάψει. Η προσέγγισή της μου έδωσε την άδεια όχι απλώς να μιλήσω, αλλά να αφήσω το σώμα μου να θυμηθεί. Και αυτό είναι βαθιά πολιτικό: το σώμα που αντιστέκεται, που θυμάται, που δεν συγχωρεί όσο η μνήμη υπάρχει. Στη «Λήθη» η κίνηση μοιάζει με παλιό ρεύμα που υπήρχε ήδη εκεί και το σώμα μας έπρεπε απλώς να το συναντήσει. Έτσι χτίστηκε η παράσταση. Η Εύα έχει αυτό το σπάνιο: σε βλέπει πριν δεις εσύ τον εαυτό σου και σου δίνει χώρο να βρεις κάτι πιο παλιό από εσένα. Μας έμαθε να μη φτιάχνουμε εικόνες, αλλά να γινόμαστε οι εικόνες. Μας έμαθε ότι το σώμα θυμάται ό,τι δεν ειπώθηκε. Οπότε ναι, υπήρχε πρόκληση, αλλά όχι εκεί που περίμενα. Όχι στο αν μπορώ να κάνω την κίνηση, αλλά στο αν μπορώ να την αντέξω. Η δυσκολία δεν ήταν στο πώς θα κινηθούμε, αλλά στο πώς θα αφήσουμε το σώμα να μιλήσει χωρίς προστασία. Και αυτό το καταφέραμε επειδή δουλέψαμε σαν ομάδα με τη Νίκη Σερέτη, τη Λένα Μποζάκη και την καθοδήγηση της Εύας χτίζοντας ένα κοινό σώμα, μια κοινή αναπνοή. Κάπως έγινε σαν να έχουμε ένα σώμα που θυμάται για όλες μας.
Ν.Σ. Λόγος, Κίνηση, Μουσική συνυπάρχουν με την ίδια βαρύτητα και το ένα δίνει το φιλί της ζωής στο άλλο. Μπορώ να είμαι και Αστροναύτης και αλογάκι της θάλασσας και γλάρος. Οι ηθοποιοί υποτάσσουμε την ψυχή μας στην φαντασία! Στην συγκεκριμένη συνθήκη αφέθηκα πολύ στο Σώμα και … θυμήθηκα!
Όταν ξεκινά το έργο εμφανίζονται αρχικά μόνο η Μαγδαληνή Σπίνου και η Λένα Μποζάκη ενώ η Νίκη Σερέτη μπαίνει λίγο αργότερα στη σκηνή. Πώς διαφοροποιείται ο συγκεκριμένος ρόλος; Μιλήστε μου η καθεμία για τον ρόλο της.
Λ.Μπ. Δεν είμαστε τρεις χαρακτήρες· είμαστε τρεις πτυχές του ίδιου ανθρώπου. Το σώμα, η ψυχή και η μνήμη. Η παράσταση αφηγείται την πορεία προς την ένωση και άρα τον βίο. Και δεν λέω την ζωή γιατί για εμένα έχει διαφορά ο βίος από την ζωή. Η ζωή συμβαίνει παρεμπιπτόντως ο βίος έχει επιλογές βιώματα και δράση. Ουσιαστική ύπαρξη. Εγώ σε αυτό το τρίπτυχο αντιπροσωπεύω την ψυχή. Γυμνή ευάλωτη και με τεράστια ανάγκη να κατοικήσει, να συνδεθεί και να θυμηθεί. Όπως όλοι όταν γεννηθήκαμε, το πρώτο πυρηνικό συναίσθημα που βιώσαμε είναι ο φόβος να μην χαθουμε, μετά η ανακούφιση της ένωσης με ένα δικό μας κομμάτι-την μαμά-, μετά ο θυμός και τέλος ο πόθος που κορυφώνει το αίσθημα ότι ζούμε! Όλα μετά κάνουν κύκλους. Έτσι και η διαδρομή που στην παράσταση. Μόνο που εκεί φτάνουμε στην επιφάνεια, στην λύτρωση, στην ένωση. Αυτό στην ζωή δεν ξέρω πότε έρχεται. Ίσως ποτέ, ίσως όταν γίνεσαι γονιός. Δεν ξέρω.
Μ. Σπ. Στο έργο, οι τρεις μας δεν είμαστε ρόλοι με την παραδοσιακή έννοια. Είμαστε τρεις διαφορετικές καταστάσεις της μνήμης και του σώματος. Τρεις όψεις του ίδιου ανθρώπου ή του ίδιου τραύματος. Γι’ αυτό και η είσοδος της Νίκης γίνεται αργότερα. Δεν «καθυστερεί». Εμφανίζεται τη στιγμή που η μνήμη έχει πια ωριμάσει αρκετά για να αντέξει το βάρος της. Η Νίκη Σερέτη ως ρόλος κουβαλάει την παλαιότητα, τη σοφία, την εμπειρία του σώματος που έχει ήδη καεί και ξαναχτιστεί. Η Λένα κι εγώ ξεκινάμε πρώτες γιατί εκπροσωπούμε κάτι πιο ωμό, πιο άμεσο: τη μνήμη που παλεύει να ειπωθεί και να κατανοηθεί. Εκείνη τη μνήμη που ακόμη τρέμει, που δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να θυμηθεί ή να ξεχάσει. Ο δικός μου ρόλος, το Κορίτσι Β, είναι για μένα η στιγμή που η μνήμη γίνεται κάψιμο. Όχι αφήγηση, αλλά ανάγκη. Για μένα, το Κορίτσι Β είναι η ανάγκη να ειπωθεί κάτι που δεν έχει βρει ακόμη τις λέξεις του. Και ίσως δεν θα τις βρει ποτέ. Είναι μια έκθεση χωρίς προστασία, ένα σώμα που θυμάται ενώ εύχεται να ξεχάσει,
μια φωνή που τρέμει ανάμεσα στο «κρατάω» και στο «αφήνω». Αυτό προσπάθησα να υπηρετήσω: τη στιγμή πριν την άφεση. Η σκηνοθέτριά μας Εύα Σταυρογιάννη με βοήθησε να το προσεγγίσω όχι με σκέψη, αλλά με σώμα. Να μην ψάχνω τι σημαίνει, αλλά πώς το νιώθει το σώμα μου τώρα. Κι έτσι το Κορίτσι Β έγινε κάτι πολύ προσωπικό: η πάλη ανάμεσα στη μνήμη που επιμένει και στη λήθη που έρχεται. Αν έπρεπε να το περιγράψω, θα έλεγα ότι είναι η στιγμή πριν καταρρεύσεις και πριν λυτρωθείς — εκεί στη μεσαία ζώνη. Εκεί στέκομαι εγώ. Οι τρεις μας, κάτω από την καθοδήγηση της Εύας Σταυρογιάννη, δεν χτίσαμε χαρακτήρες. Χτίσαμε ενέργειες. Και αυτές οι ενέργειες μπλέκονται, διαλύονται, αντικαθιστούν η μία την άλλη, σαν κύματα που επιστρέφουν στο ίδιο σώμα. Κάθε μία μας κρατάει έναν παλμό, και μαζί φτιάχνουμε μια καρδιά που χτυπάει τρεις φορές για κάθε λέξη.
Ν.Σ. Έρχομαι από πουθενά. Είμαι Σώμα. Μια οντότητα/σώμα η οποία περιφέρεται κατακερματισμένη, κουβαλώντας το βάρος της μνήμης ανά τους αιώνες και επαναπροσδιορίζει την σχέση της με τον κόσμο. Παλεύω να συμφιλιωθώ με τα κομμάτια μου που δρουν εξ αποστάσεως, να αγκαλιάσω την θνητότητα και την ατελή μου ύπαρξη. Αναζητάω την αλήθεια, το καθαρό. Θα βγω άραγε στο ξέφωτο, στο απροσμέτρητο; Μέσα από τον επαναστατικό ποιητικό λόγο του Δημητριάδη αφηγούμαστε μια μαγική ιστορία μεταμόρφωσης και ελευθερίας. Έπος της ύπαρξης!
Ανάσες, σιωπές και κραυγές: πώς τις βιώνετε στην παράσταση;
Λ. Μπ. Στον Δημητριάδη, η ανάσα είναι λόγος. Η σιωπή είναι κραυγή. Η κραυγή είναι σκέψη. Δεν υπάρχουν διαχωρισμοί. Στην παράσταση, οι αναπνοές μας λειτουργούν σαν μουσική παρτιτούρα: ανεβοκατεβαίνουν με τον ρυθμό των λέξεων, πολλές φορές προηγούνται ή καθυστερούν τον λόγο για να δημιουργήσουν ένταση. Οι σιωπές δεν είναι κενά· είναι τόποι όπου ο θεατής αναμετριέται με ό,τι είπε το σώμα. Οι κραυγές δεν είναι εξωστρέφεια· είναι οι στιγμές που το σώμα λέει αυτό που ο νους δεν αντέχει.
Μ. Σπ. Στην παράσταση οι ανάσες, οι σιωπές και οι κραυγές είναι εργαλεία αλλά είναι και η διαδρομή που κάνει το σώμα για να αντέξει αυτό που κουβαλάει. Δεν είναι απλώς μέσα έκφρασης. Είναι το έργο. Είναι το σώμα που μιλάει πριν προλάβεις να σκεφτείς. Αυτές οι τρεις καταστάσεις ανάσες, σιωπές, κραυγές είναι σαν τρεις κύκλοι που συνεχώς ανοίγουν και κλείνουν μέσα στην παράσταση. «Για μένα είναι τρία στάδια της ίδιας έντασης. Η ανάσα είναι για να μαζεύω τον εαυτό μου. Η σιωπή είναι για να τον κρατάω στη θέση του. Η κραυγή είναι για να τον αφήνω να φύγει. Μπαίνεις μέσα τους, αφήνεσαι, βυθίζεσαι και επιστρέφεις. Και κάθε φορά, κάτι μέσα σου έχει αλλάξει. Δεν τα σκέφτομαι τεχνικά. Έρχονται μόνα τους μέσα στην πρόβα, γιατί η Εύα δεν μας άφηνε να το «παίξουμε». Μας έσπρωξε να το νιώθουμε. Και αυτό ήταν το δύσκολο. Η Εύα δεν μας άφησε ποτέ να τα κάνουμε μηχανικά. Μας γύριζε πίσω στον εαυτό μας, εκεί που πραγματικά πονάει ή φοβάσαι ή θυμώνεις. Κι αυτό φαινόταν και στις πρόβες: δεν μας ζητούσε ένταση, μας ζητούσε αλήθεια. Και η αλήθεια έχει ανάσες, σιωπές και κραυγές, όχι γιατί το λέει το έργο, αλλά γιατί έτσι βγαίνει από το σώμα. Οπότε ναι… τα βιώνω σαν κάτι δικό μου. Δεν είναι «εργαλείο». Είναι η διαδρομή μου μέσα στην παράσταση.
Ν.Σ. Χωρίς κραυγή. Με ησυχία που έχει διάρκεια. Και με πολλή συγκέντρωση για να αναδυθεί ο κόσμος της Λήθης και της αλήθειας. Σαν μέγα μυστήριο που συνομιλεί με τον αιθέρα.
Έχετε ξανα-αναμετρηθεί με κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη; Πόσο δύσκολο -αλλά και προκλητικό και ενδιαφέρον- είναι να το αποδώσετε επί σκηνής;
Λ. Μπ. Είναι η πρώτη φορά που κάνω παράσταση σε κείμενο του Δημητριάδη αλλά πιστεύω πως Κάθε συνάντηση με τα κείμενα του είναι εξίσου σκληρή και αναγκαία. Ακόμη κι αν τον έχεις ξαναπαίξει, δεν συνηθίζεται. Κάθε έργο του είναι μια νέα χαράδρα που πρέπει να κατέβεις χωρίς να γνωρίζεις αν υπάρχει έδαφος από κάτω. Είναι δύσκολο, όχι γιατί είναι «λογοτεχνικά απαιτητικός», αλλά γιατί απαιτεί την ειλικρίνεια εκείνη που πολλές φορές αποφεύγουμε στην καθημερινή ζωή. Είναι όμως και βαθιά προκλητικός: σου επιτρέπει να πας σε μέρη του εαυτού σου που συνήθως δεν τολμάς.
Μ. Σπ. Δεν είχα ξαναδουλέψει έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Τον είχα ακουμπήσει μόνο σαν αναγνώστρια, και πάντα με δυσκόλευε. Όχι γιατί είναι «δύσκολος», αλλά γιατί σε φέρνει αντιμέτωπο με πράγματα που δεν θες να δεις. Στις πρόβες κατάλαβα ότι δεν μπορείς να το προσεγγίσεις «από μακριά». Πρέπει να μπεις μέσα του μέχρι εκεί που πονάει και αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ο λόγος του Δημητριάδη δεν είναι για να τον πεις απλώς, είναι για να σε βρει. Σου ζητάει να μην υποκριθείς τίποτα, να σταθείς μπροστά στο σώμα σου χωρίς προστασία. Και αυτό είναι που τον κάνει τόσο ενδιαφέρον αλλά και τρομακτικό. Απαιτεί σεβασμό: στο κείμενο και στον εαυτό σου. Δεν μπορείς να μπεις σε αυτό το έργο αν δεν είσαι πρόθυμος να καείς λίγο και γι’ αυτό αξίζει. Γιατί δεν έχει ανάγκη να εντυπωσιάσει, έχει ανάγκη να ειπωθεί. Με καθαρότητα, αφοσίωση, με σεβασμό. Νιώθω ευγνωμοσύνη που τον συνάντησα έτσι: όχι με το μυαλό, αλλά με το σώμα. Τελικά, ναι, είναι προκλητικό. Προκλητικό γιατί σε φέρνει αντιμέτωπο με τη ματαιότητα, αλλά και με τη μικρή σπίθα που συνεχίζει να ελπίζει. Και εκεί, νομίζω, βρίσκεται η ομορφιά του: ότι αν του αφήσεις χώρο να περάσει μέσα σου, σε αλλάζει. Σε μετακινεί. Ίσως γι’ αυτό κάνω και θέατρο.
Ν.Σ. Είχα παίξει στην παράσταση «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δ. Δημητριάδη που είχε σκηνοθετήσει η Ρούλα Πατεράκη. Άλλο ένα εκρηκτικό λογοτεχνικό κείμενο που δυστυχώς επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά! Ο Δημητριάδης ανήκει στους πολύ αγαπημένους μου συγγραφείς. Με συμφιλιώνει με τα αντιμαχόμενα κομμάτια της ψυχής μου. Έχει πει σε συνέντευξη του: «ο κόσμος δεν τελειώνει, αενάως ανακυκλώνεται, η καταστροφή του είναι περιστασιακή και όχι οριστική, ούτε επιστροφή σε κατάσταση πρωτόγονη, μία συνεχής ανακύκλωση, μία συνεχής αναγέννηση, συνεχής επαναφορά μετά την καταστροφή, με κυρίαρχη πάντα μία διάσταση: εκείνη τού τραγικού, όπως αυτό έχει καταγραφεί στην αρχαία τραγωδία». Έχω τεράστια χαρά που αναπνέω τον ποιητικό του λόγο. Απλώνει την ανάσα μου. Είναι χορηγός οξυγόνου και θα έπρεπε να συνταγογραφείται.
Πού βρίσκονται οι τρεις γυναίκες; Πώς είναι το σκηνικό της παράστασης; Τι ρόλο παίζει ο ήχος και η μουσική στο έργο;
Λ.Μπ. Οι τρεις γυναίκες βρίσκονται σε έναν χώρο χωρίς χρόνο. Έναν χώρο παύσης. Σαν ένα εσωτερικό δωμάτιο που έχει αδειάσει από γεγονότα αλλά είναι γεμάτο από τις μνήμες τους. Το σκηνικό είναι ποιητικό. Ένας τοίχος συντρίμμια, χώμα, νερό και υγρασία ύπαρξης. Ο ήχος και η μουσική δεν συνοδεύουν τη δράση· τη δημιουργούν και συμπλέουν μαζί της.
Μ. Σπ. Το εικαστικό σύμπαν για μένα δεν είναι απλώς ένα σκηνικό· είναι ένας χώρος να αναπνέουμε, να χαθούμε, να νιώσουμε. Η Εύα το έφερε στη ζωή, με τη βοήθεια του Δημήτρη Φίλλιου που φτιάχνει ειδικές κατασκευές και της Ελένας Τριανταφυλλοπούλου, που μέσα από τη δραματουργική δουλειά της έφερε το κείμενο στο τώρα, στο σήμερα που είναι σκληρό, αμείλικτο και αληθινό που μας βοήθησε να νιώσουμε ότι κάθε λέξη του Δ. Δημητριάδη δεν ανήκει μόνο στο έργο, αλλά στο τι ζούμε γύρω μας, σε ό,τι φοβόμαστε, σε ό,τι κρατά η μνήμη μας. Οι τρεις (μας) γυναίκες δεν βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Είμαστε κομμάτια του ίδιου χώρου, του ίδιου σώματος, της ίδιας έντασης. Στην αρχή μένουμε διαχωρισμένες, αλλά σιγά-σιγά η σκηνή γίνεται ένας τόπος όπου οι γραμμές ανάμεσά μας σβήνουν, και το κοινό βλέπει τη σύνδεση και την ένταση που φέρνει η κάθε παρουσία. Μέσα σε αυτόν τον χώρο, η Εύα έχει βάλει στοιχεία που ενεργοποιούν τις αισθήσεις μας: Η βλένα είναι το πρώτο υλικό με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή. Παχύρρευστη και κολλώδης, μας κάνει να νιώσουμε αντίσταση, βαρύτητα, την ένταση του σώματός μας από την πρώτη στιγμή. Το νερό στους κρατήρες αντικατοπτρίζει τη βύθιση στη Λήθη. Όταν μπαίνουμε μέσα, νιώθουμε να χάνουμε τον έλεγχο, να βουλιάζουμε, να κυλά γύρω μας και πάνω μας, και μας αναγκάζει να νιώσουμε την αναπνοή μας, την ένταση, τη μνήμη. Το χώμα, σαν στάχτη, ακούγεται όταν πατάμε πάνω του, αφήνει ίχνη στα χέρια και τα πόδια και θυμίζει καμένα χώματα και πληγές του τόπου. Όλα αυτά τα υλικά είναι μέρος του σώματος, της αναπνοής, της αίσθησης της βαρύτητας και της υφής. Ο Αντώνης Παπακωνσταντινού και η Μελίνα Μασχα φέρνουν την ατμόσφαιρα, μας δίνουν τον χρόνο, τον χώρο και την ένταση για να υπάρχουμε μέσα σε αυτό. Η μουσική χτυπάει μαζί μας, ανοίγει τις σιωπές, οδηγεί την αναπνοή μας και τα φώτα την ακολουθούν και την τονίζουν. Το σκηνικό είναι ένα τοπίο που πονάει, που κρατά θραύσματα μιας πραγματικότητας που συνεχίζει να μας ακουμπά. Είναι μνήμη, φόβος, αντίλαλος της εποχής μας, μπορεί να είναι βομβαρδισμένο πεδίο μετά από πόλεμο ή απλά μια σιωπή μέσα στον κόσμο. Όλα μαζί δημιουργούν ένα τοπίο που δεν περιγράφεται, μόνο βιώνεται. Είναι ωμό, αληθινό και σπαρακτικό, όπως η ίδια η ζωή. Και έτσι γεννιέται η «Λήθη».
Ν.Σ. Άχρονα σώματα στο « πουθενά». Κάπου μεταξύ και ανάμεσα. Στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία. Γλυπτά μνήμης. Κρατήρες Σύμβολα. Χώμα και νερό. Φως και σκοτάδι. Ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου έχει γράψει μια συγκλονιστική μουσική η οποία λειτουργεί σαν υπόγειος παλμός που συνδέει την μνήμη των σωμάτων. Οι ήχοι έρχονται σαν ψίθυροι από κάτι που έχει χαθεί αλλά επιμένει να ζητά χώρο. Είναι ο εσωτερικός μας ρυθμός που ανασαίνει με τον παλμικό λόγο του Δημητριάδη.
Πώς βιώνετε σωματικά το δίπολο μνήμη-λήθη;
Λ.Μπ. Ως την απόλυτη παρουσία και σύνδεση.
Μ. Σπ. Το δίπολο μνήμη–λήθη το νιώθω πρώτα στο σώμα μου. Ως Κορίτσι Β, η μνήμη εμφανίζεται σαν ένταση στους ώμους, στο στήθος, στην αναπνοή. Σαν ένα βάρος που δεν φεύγει. Η λήθη δεν είναι ξεκούραση, είναι μια απουσία. Ένα μούδιασμα που σε αποσυνδέει από τον εαυτό σου και σε κάνει να χάνεις το σχήμα σου. Πιστεύω πολύ στη μνήμη. Αν δεν θυμάσαι και δεν πονάς, δεν μαθαίνεις. Η λήθη για μένα είναι κάτι που πρέπει να προσέχουμε, γιατί μπορεί να μας αδειάσει από μέσα. Αυτό το δίπολο το συνδέω και με το σήμερα. Ζούμε σε μια κοινωνία που θυμάται επιλεκτικά και ξεχνάει εύκολα, ειδικά όταν αφορά τη βία. Ξεχνάμε ανθρώπους, ιστορίες, γεγονότα που θα έπρεπε να μας έχουν ταράξει, ενώ η βία είναι παντού: στο σπίτι, στον δρόμο, ακόμη και στα συστήματα που υποτίθεται ότι μας προστατεύουν. Έτσι βιώνω το δίπολο μνήμη–λήθη: σαν μια προσπάθεια να κρατήσω το σώμα μου αληθινό μέσα σε έναν κόσμο που διαρκώς μας ζητά να ξεχάσουμε. Και κάπου εκεί, στο σημείο που τα δύο συναντιούνται, βρίσκω την αλήθεια μου.
Ν.Σ. Η μνήμη στενεύει και βαραίνει το σώμα μου. Η λήθη το ψηλώνει και το ελαφραίνει.
Μνήμη ή λήθη; Ποιο είναι προτιμότερο; Είναι καλό να ξεχνάμε εύκολα ειδικά ό,τι πονάει;
Λ. Μπ. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να επιλέξουμε. Ζούμε ανάμεσα στα δύο. Ίσως μόνο η ισορροπία τους να επιτρέπει την επιβίωση. Η παράσταση δεν προτείνει λύση· προτείνει συνύπαρξη.
Μ.Σπ. Η μνήμη για μένα δεν είναι βάρος. Είναι καύσιμο. Ό,τι με πόνεσε, το κρατάω. Δεν το φοβάμαι, το χρησιμοποιώ. Δεν με σταματάει η μνήμη με σπρώχνει. Η λήθη είναι επιλογή, όχι σωτηρία. Τη χρειάζομαι μόνο για να μην κολλήσω. Όχι για να σωθώ. Δεν θέλω να «ξεχάσω» για να νιώσω καλύτερα. Θέλω να θυμάμαι για να πηγαίνω πιο μπροστά. Με νοιάζει να μην ζήσω παθητικά. Να μη ζήσω μισή.. Ο κόσμος όπως είναι δεν μου φτάνει. Θέλω να τον αλλάξω, και η μνήμη είναι μέρος της φωτιάς που με κινεί. Δεν πιστεύω ότι το να ξεχνάς είναι “καλό”. Πιστεύω ότι το να ζεις χωρίς φόβο είναι καλό. Και ο φόβος δεν είναι στη μνήμη. Είναι στην άρνηση να τη δεις. Οπότε όχι δεν θέλω να ξεχνάω. Είναι καλό να αντέχεις.
Ν.Σ. Προσωπικά προτιμώ την Λήθη ως ελευθερία. Με τοποθετεί στο παρόν. Άδειος χώρος, άδειος χρόνος, καθαρός! Η μνήμη έχει βάρος, δίκη, προδοσία και βόλεμα.
Είναι αλήθεια ότι το παρελθόν δεν μένει ποτέ θαμμένο και αργά ή γρήγορα επιστρέφει στη μνήμη μας ακόμα και αν θέλουμε να το ξεχάσουμε ή να το διαγράψουμε;
Λ.Μπ. Ναι. Ακόμη κι αν «ξεχαστεί» νοητικά, επιστρέφει στο σώμα. Στις κινήσεις μας, στην αναπνοή μας, στην ένταση που κουβαλάμε χωρίς λόγο. Το έργο το δείχνει καθαρά: η μνήμη δεν είναι ιστορία· είναι ο τρόπος που στεκόμαστε.
Μ. Σπ. Το παρελθόν δεν μπορεί να θαφτεί. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να το σπρώξουμε μακριά, αλλά η μνήμη δεν είναι μόνο εικόνες είναι οι ανάσες μας, είναι το σφίξιμο στο στήθος. Δε πιστεύω ότι επιστρέφει για να μας τιμωρήσει, αλλά γιατί δεν έχει ειπωθεί ακόμη, δεν έχει βρει τον χώρο του. Κι όσο κι αν θέλουμε να ξεχάσουμε, βρίσκει πάντα τρόπο να εμφανιστεί. Το θέμα είναι πώς στεκόμαστε απέναντί της: αν την αφήνουμε να μας αλλάξει, να μας καθοδηγήσει, να μας θυμίσει ποιοι είμαστε.
Ν.Σ. Το σώμα είναι η μνήμη μας. Εμείς ας γίνουμε η λήθη. Η μνήμη έχει τον δικό της χρόνο και τον δικό της τρόπο να εμφανίζεται. Το θέμα δεν είναι να ξεφύγουμε, αλλά να μάθουμε πώς να συναντάμε ξανά όσα ζήσαμε, ως παρατηρητές, ώστε να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Η μνήμη χρειάζεται περισσότερο μυαλό παρά συναίσθημα. Η προσκόλληση στην μνήμη είναι άρνηση ενηλικίωσης.
Σε μια χώρα που ξεχνάει γρήγορα, πόσο σημαντικό είναι να παρουσιάζεται ένα έργο που θέτει το ζήτημα της μνήμης και της λήθης ως σωματικό βίωμα;
Λ.Μπ. Η συλλογική αποσύνδεση από την ύπαρξη είναι ίσως το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας. Όμως η «Λήθη» του Δημητριάδη δεν έχει σχέση με την πολιτική λήθη. Είναι μια λήθη υπαρξιακή· σωματική. Και ακριβώς εκεί βρίσκεται η αξία της παράστασης: αναγκάζει τον θεατή να βιώσει τη μνήμη όχι ως αφήγηση, αλλά ως αίσθηση. Σε μια εποχή όπου ό,τι δεν μας βολεύει «σβήνεται» γρήγορα, ένα έργο που επιμένει στην ανάμνηση του σώματος λειτουργεί σχεδόν πολιτικά. Μας θυμίζει ότι όσο κι αν θέλουμε να ξεχάσουμε, το σώμα δεν ξεχνά.
Μ. Σπ. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο ανθρώπινο από το να θυμάσαι, ακόμα κι όταν σε βαραίνει. Η λήθη δεν μου μοιάζει λύση, μου μοιάζει σαν ένα μικρό κλείσιμο, σαν να σβήνει κάτι μέσα σου και δεν νομίζω ότι αυτό είναι θέμα χώρας μόνο. Είναι θέμα εποχής. Ο άνθρωπος σήμερα ξεχνάει γιατί τον βολεύει, γιατί είναι πιο εύκολο. Εγώ δεν μπορώ. Το σώμα και η ψυχή μου θυμούνται πριν καν το σκεφτώ. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές έχω ζητήσει από μέσα μου «να μην θυμάμαι», να σταματήσει αυτό το βάρος. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα το επέλεγα ποτέ στ’ αλήθεια. Και το βλέπω γύρω μου: ζούμε σε έναν κόσμο που ξεχνάει πριν καν νιώσει. Τρέχουμε όλοι για να μη μας αγγίξει τίποτα. Αλλά το σώμα δεν ξεχνάει. Το κουβαλάει. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ένα έργο σαν τη Λήθη είναι σημαντικό. Γιατί δεν σου αφήνει χώρο να κρυφτείς. Δεν χρειάζεται λόγια για να μιλήσει, το κάνει το σώμα. Ένα τέτοιο έργο σε σταματά. Σε αναγκάζει να νιώσεις αυτά που αποφεύγεις κάθε μέρα. Και ίσως εκεί, μέσα σε αυτή τη σιωπή, να θυμηθείς ότι είσαι ζωντανός. Όχι επειδή υπάρχει ελπίδα. Αλλά επειδή ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν μάταια, το σώμα συνεχίζει να μιλάει. Κι αυτό είναι αρκετό για να συνεχίσεις.
Ν.Σ. Είναι σπουδαίο και επαναστατικό και ξεκινάει από τον λόγο του Δημητριάδη. Συνήθως μιλάμε για την Μνήμη. Οι λαοί δεν έχουν μνήμη κτλ. Ο Δημητριάδης αντιστρέφει και επαναπροσδιορίζει αυτές τις δύο έννοιες μνήμη /λήθη. Όπως και δίνει θετικό πρόσημο σε λέξεις όπως ήττα, θάνατος. Αρνητική χροιά έχουν οι λέξεις ελπίδα, προσδοκία, χάρις. Όταν δε όλο αυτό καταγράφεται ως σωματική εμπειρία έρχονται τα τα μέσα έξω. Το προσωπικό σώμα και ο ασώματος χαμός του γίνονται ο τρόπος να νιώσεις, να θυμηθείς και να αφήσεις.
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εύα Σταυρογιάννη
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Νίκη Σερέτη, Λένα Μποζάκη, Μαγδαληνή Σπίνου
- ΘΕΑΤΡΟ: Bios
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η Λένα Μποζάκη, η Μαγδαληνή Σπίνου και η Νίκη Σερέτη πρωταγωνιστούν σε μια παράσταση με έντονη σωματικότητα στο Bios
Η αγαπημένη ηθοποιός σκηνοθετεί ένα ελληνικό μιούζικαλ και εξερευνά την πολυπλοκότητα του έρωτα.
Μιλήσαμε με την πρωταγωνίστρια της παράστασης «Είσαι μουσική» στο Nous-Creative Space
Με την παράσταση αυτή ολοκληρώνεται η τριλογία «Μια Σπουδή Πάνω στην Γυναικότητα» της Χριστίνας Κυριαζίδη
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος πραγματεύεται τα θέματα της εξουσίας και του ανταγωνισμού, σε ένα κείμενο που συνομιλεί ανοιχτά με τον Μπέκετ, τόσο σε επίπεδο γραφής όσο και περιεχομένου
Η πρωταγωνίστρια της παράστασης «Όλος ο χρόνος του κόσμου» στο Θέατρο Τέχνης μιλάει για τον ρόλο της
Υπερτιτλισμός, διερμηνεία στη νοηματική, απτική ξενάγηση και ακουστική περιγραφή για ίση πρόσβαση στον πολιτισμό
Μιλήσαμε με τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τα παιδιά του Οιδίποδα, στην ομώνυμη παράσταση του Ρόμπερτ Άικ
Η καλλιτέχνιδα μιλά για τα έργα «Καρυοθραύστης» και το «Ο Μίκυ και η παρέα του σώζουν τα Χριστούγεννα» στο Θεάτρο Αυλαία στον Πειραιά
Αποκαλύψεις και μυστικά σε μια πολυκατοικία
Μιλήσαμε με τους δύο πρωταγωνιστές της παιδικής παράστασης «In motion» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Μια συζήτηση για το έργο «Ολική Άμεση Συλλογική Επικείμενη Επίγεια Σωτηρία», τις υπαρξιακές και κοινωνικές αφετηρίες που τροφοδοτούν το καλλιτεχνικό του όραμα, το θέατρο και την κοινωνία
Μιλήσαμε με τον στοχαστή της σύγχρονης σκηνής, με αφορμή την παράσταση «Ολική Άμεση Συλλογική Επικείμενη Επίγεια Σωτηρία» στο Θέατρο ΦΙΑΤ
Στιγμές από την πορεία της μεγάλης ντίβας που έμειναν ανεξίτηλες στον χρόνο
Είδαμε την παράσταση στο Hood Art Space και μιλήσαμε με τους συντελεστές για την επαφή μας με το χαμένο συναίσθημα
Εκατό χιλιάδες ευρώ τώρα ή ένα εκατομμύριο σε δέκα χρόνια; Εσύ τι θα επέλεγες; Πόσο κοστίζουν οι αρχές μας; Μπορεί μια απλή ερώτηση να διαλύσει μια σχέση;
Είδαμε την πρεμιέρα της παράστασης «Τα άνθη του κακού» στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και μιλήσαμε στον συγγραφέα και σκηνοθέτη του έργου
Ζωντανός διάλογος στις 7 Δεκεμβρίου με τίτλο «Θέατρο Σήμερα» - Οι ώρες και οι ημέρες της παράστασης «Μνήμη | Λήθη»
Ένα έργο λόγου και εσωτερικής έντασης, μια υπαρξιακή μονομαχία για το τι αξίζει να κρατήσει έναν άνθρωπο στη ζωή
Η μεγάλη παραγωγή κάνει πρεμιέρα στις 18 Δεκεμβρίου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.