Θεατρο - Οπερα

Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα: Μας έπεισε η παράσταση του Μπινιάρη στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής;

Η δύναμη του φασισμού είναι η καθημερινότητά του, όχι η υπερβολή.

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 906
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα: Μας έπεισε η παράσταση του Μπινιάρη στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής;
© Γιώργος Καλκανίδης

«Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα»: Εντυπώσεις από την παράσταση του Άρη Μπινιάρη στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Πρωτοείδα Άρη Μπινιάρη στο «Ύψωμα 731» το 2019 και ήταν η πιο καθηλωτική παράσταση που είχα μέχρι τότε στο ελληνικό θέατρο: μία ιδιοφυώς λιτή ροκ performance όπου η ωμότητα της ομώνυμης ελληνοϊταλικής μάχης αποδίδονταν με black light, φωσφορίζουσες μπογιές, φωνές, προστάγματα κι εντολές και ντραμς που ακολουθούν τον παλμό της μάχης, σε μια βιωματική θεατρική εμπειρία που με είχε ταρακουνήσει.

Μετά είδα τον «Χορό της Φωτιάς», την «Άνοδο του Αρτούρο Ούι» – αρκετά ώστε να αναζητώ την αθλητικότητα της σκηνοθεσίας του, το υποβλητικό της ατμόσφαιρας, την ενέργεια, τη συνεχή κίνηση, τα έξυπνα επαναληπτικά μοτίβα της γλώσσας που λειτουργούν ως συναισθηματικοί μοχλοί και πάνε την πλοκή παραπέρα ανεβάζοντας την ένταση, την εμμονή του με τη βία, τον (ιταλικό, κυρίως) φασισμό, το σάπιο των ανθρώπων, τον σαδισμό και το παράλογο του άγριου καπιταλισμού.

Ήξερα λοιπόν τι περίπου να περιμένω στη θεατρική μεταφορά του «Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα»: την μπινιαρική εκδοχή του Παζολίνι – την οποία, κατά κάποιον τρόπο, έλαβα πλουσιοπάροχα: από το φουλ shock value μιας εξαιρετικά άβολης για τους θεατές παράστασης –παρεμπιπτόντως, χαίρομαι ιδιαιτέρως που ανεβαίνουν τόσο άβολες παραστάσεις ακόμα στην Ελλάδα και δεν τις έχει φάει η μαρμάγκα της λογοκρισίας–, μέχρι τα αψόγως αλληγορικά σκηνικά και κουστούμια, τους ηθοποιούς-ήρωες, την αθλητικότατη χορογραφία τους επί σκηνής, τη σκηνοθεσία που συμπύκνωνε το νόημα της ταινίας σε ένα σφιχτοδεμένο μονόπρακτο τεσσάρων μερών, αλλά και τις διάφορες υπαινικτικές αναφορές σε άλλα παράξενα κινηματογραφικά έργα που μιλούν για καθηλωτικά τελετουργικά και κακά μαντάτα: «Eyes White Shut» του Κιούμπρικ και «Donnie Darko» του Ρίτσαρντ Κέλλι.

Όμως, dear reader που λένε, δεν πείστηκα. Ή μάλλον δεν πείστηκα αν ο σκοπός του έργου είναι κάτι πέραν από την τέχνη για την τέχνη.

«Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
«Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ © Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο ίδιος ο Παζολίνι έβλεπε το «Σαλό» αλληγορικά: «…όλο το σεξ στο “Σαλό” (και υπάρχει σε τεράστια ποσότητα) είναι επίσης αλληγορία για τη σχέση της εξουσίας με εκείνους που υπόκεινται σε αυτήν. Με άλλα λόγια, είναι η αναπαράσταση (ενδεχομένως ονειρική) αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί μετατροπή του ανθρώπου σε εμπόρευμα, δηλαδή η αναγωγή του ανθρώπινου σώματος σε πράγμα (μέσω της εκμετάλλευσης)». Κατ’ επέκταση ο Μπινιάρης –που ελάχιστα έχει αλλάξει το έργο– θέλει κι αυτός να δούμε την παράσταση της ΕΛΣ ως μεταφορά για την απόλυτη εξουσία πάνω στο ανθρώπινο σώμα, είτε αυτή είναι καπιταλιστική είτε φασιστική είτε και τα δύο.

Διότι οι εξουσιαστές της Δημοκρατίας του «Σαλό» (όπου εξελίσσεται αυτή η απάνθρωπη σειρά εξευτελιστικών βασανιστηρίων σε νεαρούς και νεαρές που, στην εκδοχή Μπινιάρη, είναι ντυμένοι ως παιδιά του δημοτικού, ίσως για να τονιστεί η πλήρης αθωότητά τους – αλλά ίσως και ως σχόλιο στις αποτρόπαιες ειδήσεις που φτάνουν στις οθόνες μας σχεδόν καθημερινά) είναι καπιταλιστές-εκμεταλλευτές της αθωότητας, αλλά πάνω απ’ όλα είναι και φασίστες: είτε τα βιάζουν, είτε τα ταΐζουν κόπρανα, δεν ξεχνούν να δίνουν τον ρυθμό στις πράξεις τους με επαναλαμβανόμενα συνθήματα (πολύ μπινιαρικό όλο αυτό) υπέρ της Πατρίδας και της Τιμής της.

Και κάπου εδώ είναι που δεν επείσθην. Γιατί ο φασισμός μπορεί να είναι όντως γκροτέσκος (σύμβολα, ιδέες κ.λπ.), όπως δηλαδή παρουσιάζεται και στη σκηνή της ΕΛΣ, η επίδρασή του όμως είναι υποδόρια, ήσυχη, απλώνεται σαν ομίχλη στην κοινωνία και προκαλεί τρόμο όχι επειδή τα μέσα του είναι τόσο ακραία (μερικά όντως είναι – σκεφτείτε τα στρατόπεδα εξόντωσης), αλλά επειδή είναι πρωτίστως σιωπηρά και ύπουλα και καταφέρνουν να δημιουργήσουν συμμάχους στους ανθρώπους γύρω μας. Η δύναμή του είναι η καθημερινότητά του, όχι η υπερβολή.

«Ο φασισμός είναι υπερβολικά σοβαρός και ύπουλος κίνδυνος για να τον αντιμετωπίσει κανείς με μια απλή αναλογία», έγραφε ο Ρολάν Μπαρτ σε συνέντευξή του στη Λε Μοντ, στις 16/6/76 για το «Σαλό». Στη σκηνή της Λυρικής εγώ είδα μόνο μια δράκα ανθρώπων που γουστάρουν το μη συναινετικό BDSM σε βαθμό φονικού και, επιπλέον και ανεξαρτήτως αυτού, γουστάρουν να ουρλιάζουν συνθήματα υπέρ της Πατρίδας. «Αναλαμβάνει κανείς μιαν ευθύνη όταν παρουσιάζει αυτόν τον φασισμό ως διαστροφή» συνεχίζει ο Μπαρτ: την ευθύνη του να μην πείσει τον θεατή.

Salò The Concert: Ραπ συναυλία με αφορμή την παράσταση «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα» | Trailer

Μήπως ωστόσο αυτό ακριβώς είναι εν τέλει το τέχνασμα της παράστασης; Ότι αν πείσει τον θεατή, τότε ο σκοπός της έχει επιτευχθεί· αν όμως δεν τον πείσει –κι ο θεατής δεν νιώσει καμία συνενοχή με το φασιστικό/καπιταλιστικό μόρφωμα της απόλυτης εξουσίας πάνω στο Αθώο– τότε έχει αποδείξει ακριβώς τη σιωπηρή συνενοχή του; Μου θυμίζει όλο αυτό την προσπάθεια να αποδείξει κανείς ότι δεν είναι ελέφαντας: γιατί αν παραδεχθεί ότι είναι ένοχος, καταδικάζεται· κι αν αρνηθεί ότι είναι ένοχος, του καταλογίζουν ότι η άρνησή του και μόνο αποδεικνύει την ενοχή του. Δηλαδή ναι, το γεγονός ότι δεν πείστηκα από τη σύνδεση που επιχειρεί ο Μπινιάρης σε αυτή τη χρονική συγκυρία μπορεί όντως να σημαίνει ότι έχω τέτοια σκοτάδια μέσα μου που δεν παίρνω χαμπάρι πόσο συνένοχη είμαι στον κρατικό, ολοκληρωτικό βιασμό, τον εξευτελισμό και τη δολοφονία των σημερινών νέων.

Μπορεί όμως και να σημαίνει ότι ο αλληγορικός σκοπός της παράστασης απέτυχε, ασχέτως του σκοταδιού του εκάστοτε θεατή. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση –με εξαίρεση ίσως τη στιγμή του τέλους, όταν δεν ήθελα καθόλου να χειροκροτήσω, όχι επειδή η παράσταση δεν ήταν εξαιρετική, αλλά γιατί πώς να χειροκροτήσεις μια τέτοια απανθρωποποίηση, μια τέτοια θηριωδία;– αν δεν πιστεύεις ήδη ότι ο καπιταλισμός εξευτελίζει το άτομο, κι αν δεν πιστεύεις ήδη ότι ζούμε σε κάποιου είδους φασιστικό μόρφωμα, το «Σαλό» της ΕΛΣ δεν θα σε πείσει.

Και στο κάτω κάτω της γραφής, υπάρχουν και μέτρα σύγκρισης: αν είναι να μιλήσουμε για το κατά πόσο ξεμπροστιάζεται η συνενοχή του μέσου θεατή με τον φασισμό, υπάρχει και η κινηματογραφική «Ζώνη ενδιαφέροντος», του Jonathan Glazer. (Παίζεται ακόμα στα σινεμά, να πάτε να τη δείτε). Μεταξύ του «Σαλό» και αυτής, σημειώσατε ένα τρανταχτό 2.

Να και μία άλλη σκέψη: αν ο σκοπός του «Σαλό» της ΕΛΣ είναι να μας κάνει ν’ αναμετρηθούμε με τα σκοτάδια μας όχι απαραιτήτως για να μας καταλογίσει ενοχή, αλλά για να μας κρατήσει σε εγρήγορση, τότε είναι καθόλα επιτυχημένος. Υπό αυτήν την έννοια, χαίρομαι ιδιαιτέρως που ανεβαίνουν τέτοιες παραστάσεις. Και ως προς το καλλιτεχνικό του πράγματος, εγώ πάντως έγινα ακόμα μεγαλύτερη φαν του Άρη Μπινιάρη: για το ταλέντο του, το κουράγιο του, το πολυεπίπεδο του κόσμου του. Και γι’ αυτό που στα Γίντις λέγεται χούτσπα (chutzpa) και είναι κάτι ανάμεσα στην υπερβολική αυτοπεποίθηση και το θράσος – μόνο που εκφέρεται πάντα με πραγματικό θαυμασμό.

NFO
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, 18, 25 Φεβρουαρίου & 3 Μαρτίου στις 22.00

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ