- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Όταν η λογοτεχνία πάει σινεμά και το σινεμά γίνεται ιστορία
Από τη σελίδα στο πανί: τι προστέθηκε, τι χάθηκε και τι έγινε αθάνατο
Οι φορές που ο κινηματογράφος συνάντησε τη λογοτεχνία και την ξεπέρασε, της έδωσε άλλη διάσταση ή, κατά κάποιους συγγραφείς, την πρόδωσε, γράφοντας όμως σε κάθε περίπτωση ιστορία
Είναι κάτι ταινίες που δεν τις βλέπεις απλά. Περνούν από το μάτι και πάνε πιο μέσα, στην καρδιά. Σε διαμορφώνουν, μερικές σε καθοδηγούν και, γιατί όχι, γίνονται μέρος του ίδιου σου του εαυτού. Και μετά μαθαίνεις –συνήθως με καθυστέρηση– πως αυτό που γνώρισες από το σινεμά κάποτε ήταν βιβλίο.
Από τον αυτιστικό ρομαντισμό του «Φόρεστ Γκαμπ» μέχρι τη φουτουριστική μελαγχολία του «Blade Runner», από την αιματοβαμμένη παράνοια της «Λάμψης» μέχρι τον θεσπέσια ψυχοπαθή Χάνιμπαλ Λέκτερ στη «Σιωπή των αμνών», αυτά τα φιλμ δεν βασίστηκαν απλώς σε βιβλία – γεννήθηκαν απ’ αυτά. Αλλά η μετάβαση δεν ήταν ποτέ ομαλή ούτε απλή. Οι συγγραφείς συγκρούστηκαν με σκηνοθέτες, τα στούντιο πείραζαν διαλόγους κι έκοβαν χαρακτήρες. Ο Στίβεν Κινγκ π.χ. απεχθάνεται την ταινία του Κιούμπρικ. Ο Πόλανικ ένιωσε ότι το «Fight Club» στο σινεμά αναβαθμίστηκε.
Μερικές από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές εμμονές των τελευταίων δεκαετιών, από τον «Νονό» μέχρι τα «Κακά κορίτσια», ξεκίνησαν από σελίδες. Μυθιστορήματα, δοκίμια, θρίλερ, παραμύθια τρόμου, ψυχαναλυτικές ακτινογραφίες… Και όταν μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη σε ταινίες έγραψαν ιστορία. Πολλές φορές, τόσο δυνατές, που επισκίασαν το ίδιο το βιβλίο.
Blade Runner (1982)
Βασισμένη στο μυθιστόρημα «Ονειρεύονται τα ανδροειδή το ηλεκτρικό πρόβατο;» (“Do Androids Dream of Electric Sheep?”) του Φίλιπ Κ. Ντικ (1968).
Το μυθιστόρημα Ντικ είναι μια υπαρξιακή, φουτουριστική αλληγορία γραμμένη το 1968, λίγο μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και μεσούντος του Πολέμου του Βιετνάμ. Το βιβλίο εξερευνά την ηθική της τεχνητής ζωής, τη θρησκευτικότητα ως προσομοίωση, τη μοναξιά και το ερώτημα: τι μας κάνει ανθρώπινους; Στο σύμπαν του Ντικ, το πιο πολύτιμο αγαθό είναι η ενσυναίσθηση και όχι η νοημοσύνη.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ πήρε την κεντρική ιδέα, αλλά εστίασε στον νουάρ εικαστικό κόσμο: σκοτεινά σοκάκια, βροχή, φώτα νέον και μια μελαγχολία που δεν υπήρχε στο βιβλίο. Το Blade Runner κόβει εντελώς το μεταφυσικό στοιχείο, παραλείπει τον ρόλο των ζώων ως απόδειξης ηθικής και δίνει άλλη βαρύτητα στα ανδροειδή (replicants), μετατρέποντάς τα σχεδόν σε ρομαντικούς ήρωες.
Η εμβληματική φράση «All those moments will be lost in time, like tears in rain» (Όλες αυτές οι στιγμές θα χαθούν στον χρόνο, σαν δάκρυα μες στη βροχή) δεν υπάρχει στο βιβλίο – γράφτηκε από τον ηθοποιό Ρούντγκερ Χάουερ τη νύχτα πριν γυριστεί η σκηνή. Η Ρέιτσελ είναι στο βιβλίο ένα ψυχρό ανδροειδές· στην ταινία γίνεται femme fatale με ανθρώπινο πόνο. Το τέλος της ταινίας, επίσης, άλλαξε πολλές φορές – από το στουντιακό happy end στo director’s cut με την αμφισημία του Ντέκαρντ.
Το κους κους
Ο Φίλιπ Κ. Ντικ πέθανε το 1982, λίγους μήνες πριν βγει η ταινία. Δεν πρόλαβε να τη δει στο σινεμά, αλλά είχε παρακολουθήσει ένα κομμάτι της παραγωγής και είχε εκφράσει ενθουσιασμό για τον Χάρισον Φορντ και την αισθητική της. Όμως, είχε πει ότι «η ιστορία δεν είναι η ίδια, το βιβλίο μου είναι πιο ηθικό και σκοτεινό σε άλλο επίπεδο».
Οι παραγωγοί συγκρούστηκαν με τον Ρίντλεϊ Σκοτ για το voice-over του Ντέκαρντ, που τελικά αφαιρέθηκε στο τελικό μοντάζ. Οι σεναριογράφοι άλλαζαν – ο Χάμτον Φάντσερ απομακρύνθηκε και επανήλθε. Το αποτέλεσμα: μια ταινία που άλλαξε το σινεμά του μέλλοντος, αλλά δεν είναι πια η ιστορία του Ντικ – είναι κάτι άλλο.
Ο Νονός (1972)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα (“The Godfather”) του Μάριο Πούζο (1969).
Ο «Νονός» είναι κάτι παραπάνω από ένα γκανγκστερικό μυθιστόρημα. Είναι μια οικογενειακή σάγκα, ένα επικό χρονικό τιμής, βίας και αμερικανικού ονείρου.
Το βιβλίο εμβαθύνει σε χαρακτήρες αλλά έχει αφήσει εκτός ένα δυο πράγματα όπως την τραγική ιστορία του σωματοφύλακα Λούκα Μπράσι, την εκκεντρική σχέση της κόρης του Βίτο, Κόνι, με έναν βίαιο σύζυγο, την ιστορία του τραγουδιστή Τζόνι Φοντέιν – βασισμένη εμφανώς στον Φρανκ Σινάτρα. Είναι pulp και κλασικό μαζί, γεμάτο σισιλιάνικες αναμνήσεις, εσωτερικές συγκρούσεις και σκιές του πολέμου.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ανέλαβε τη μεταφορά με δυσπιστία και η ταινία τον ενδιέφερε κυρίως για οικονομικούς λόγους. Όμως η συνεργασία του με τον Μάριο Πούζο στο σενάριο μεταμόρφωσε το υλικό σε κινηματογραφική μυθολογία. Η ταινία πετσόκοψε πολλά δευτερεύοντα επεισόδια του βιβλίου κι έδωσε έμφαση στην αισθητική, στη σιωπή, στα βλέμματα και στην ένταση των σκηνών.
Ο Μάικλ Κορλεόνε του Αλ Πατσίνο είναι πιο εσωστρεφής και σκοτεινός από τον Μάικλ του βιβλίου. Ο Μπράντο, που κανείς στο στούντιο δεν ήθελε, γίνεται μια μνημειώδης φιγούρα και προσθέτει δικά του στοιχεία (η περίφημη βραχνή φωνή, το μαντίλι στο στόμα…).
To κους κους
Η παραγωγή ήταν γεμάτη ένταση. Το στούντιο δεν ήθελε τον Κόπολα, δεν ήθελε τον Πατσίνο, δεν ήθελε τον Μπράντο. Γενικά δεν ήθελε τίποτα! Ο Φρανκ Σινάτρα θύμωσε με τον χαρακτήρα του Τζόνι Φοντέιν και πίεσε να κοπούν σκηνές. Οι Ιταλοαμερικανικές οργανώσεις απείλησαν με μποϊκοτάζ. Ο Κόπολα απείλησε να αποχωρήσει.
Ο Πούζο είχε γράψει το μυθιστόρημα γρήγορα, πιεσμένος οικονομικά, και το είχε θεωρήσει λίγο υπερβολικό σε κάποια σημεία. Όταν είδε την ταινία, τη λάτρεψε. Έλεγε πως ο Κόπολα «πήρε το βιβλίο και το έκανε τέχνη». Σήμερα ο «Νονός» θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά.
Fight Club (1999)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τσακ Πόλανικ (1996).
Ο αφηγητής του Πόλανικ – ανώνυμος, βουτηγμένος στην κατάθλιψη και την αϋπνία, γνωρίζει τον Τάιλερ Ντέρντεν, έναν χαοτικό φιλοσοφούντα προβοκάτορα, και μαζί ιδρύουν μια υπόγεια λέσχη πάλης που εξελίσσεται σε αναρχική επανάσταση κατά του καταναλωτισμού. Στο βιβλίο, η οργή δεν είναι αισθητική επιλογή, αλλά υπαρξιακή αναγκαιότητα.
Ο Πόλανικ γράφει σαν να γρονθοκοπά και να τσακώνεται με τη γλώσσα. Κοφτές φράσεις, ειρωνεία, αποσπασματικότητα, μια γκροτέσκα απόγνωση. Όλα βράζουν στην ιδέα ότι «μόνο όταν χάσεις τα πάντα είσαι ελεύθερος να κάνεις τα πάντα».
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ πήρε το μυθιστόρημα και το μετέτρεψε σε φαινόμενο της ποπ κουλτούρας. Διατήρησε τη δομή, τη ριζική αποδόμηση της ταυτότητας του χαρακτήρα, τα plot twists, αλλά πρόσθεσε εικαστική μαγεία, σκοτεινό χιούμορ και μια πιο απενοχοποιημένη αισθητική. Οι Μπραντ Πιτ και Έντουαρντ Νόρτον έγιναν το όχημα μιας γενιάς που ήθελε να πονέσει για να νιώσει.
Η ταινία εξανθρωπίζει τον Τάιλερ και φωτίζει περισσότερο την ερωτική δυναμική με τη Μάρλα, κάτι που στο βιβλίο παραμένει υπόκωφο και αλλόκοτο. Το φινάλε είναι πιο «επαναστατικό» κινηματογραφικά, ενώ, αντίθετα, στο βιβλίο, ο αφηγητής καταλήγει σε ψυχιατρείο και η αφήγηση θολώνει, όπως και το μυαλό του.
Το κους κους
Ο Πόλανικ θεώρησε ότι η ταινία ήταν καλύτερη από το βιβλίο του. Είπε ότι κατάλαβε για πρώτη φορά τι είχε γράψει όταν το είδε στη μεγάλη οθόνη. Αντίθετα, το στούντιο φοβόταν πως η ταινία θα μπορούσε να ξεσηκώσει βία. Η Fox είχε ενοχληθεί από τις σκηνές, τους διαλόγους, ακόμη και από την προώθηση – η ταινία δεν προωθήθηκε σωστά και πήγε άσχημα στο box office.
Μόνο όταν βγήκε σε DVD έγινε χαμός: την είδαν εκατομμύρια, την αναπαρήγαγαν πανεπιστημιακές συζητήσεις, άρθρα και memes που παίζουν μέχρι σήμερα. Και οι φράσεις του Τάιλερ «The things you own end up owning you» (Καταλήγεις να ανήκεις στα πράγματα που σου ανήκουν) μπήκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Φόρεστ Γκαμπ (1994)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα Γουίνστον Γκρουμ (1986).
Ο Φόρεστ Γκαμπ στο μυθιστόρημα του Γκρουμ είναι ένας ήρωας απρόβλεπτος. Με δείκτη νοημοσύνης 75, αλλά με μια σχεδόν μεταφυσική ικανότητα να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της Ιστορίας, διασχίζει τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ως αμερικανικό στερεότυπο αλλά στην πιο αγνή μορφή του: παίζει φούτμπολ, πηγαίνει στο Βιετνάμ, γίνεται πρωταθλητής του πινγκ πονγκ, αστροναύτης (!) και CEO εταιρείας γαρίδας.
Το ύφος είναι σατιρικό, με πιο καυστική διάθεση απέναντι στην αμερικανική μυθολογία. Ο Φόρεστ στο βιβλίο είναι πιο τραχύς, λιγότερο «αγαθός», με στιγμές ωμής ειλικρίνειας που θα ξένιζαν το κινηματογραφικό κοινό.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Ρόμπερτ Ζεμέκις και ο Έρικ Ροθ πήραν το μυθιστόρημα και το μεταμόρφωσαν σε έναν συναισθηματικό καμβά εθνικής συμφιλίωσης και ρομαντισμού. Ο Τομ Χανκς έκανε τον Φόρεστ σύμβολο αγνότητας, σχεδόν αγιοσύνης, σε πλήρη αντίθεση με την ειρωνική βάση του πρωτότυπου.
Η ταινία έκοψε εντελώς την ιστορία με το διάστημα και τους κανίβαλους (!), άμβλυνε τις σκληρές γωνίες, και τόνισε τη σχέση του Φόρεστ με την Τζένη την καρδιά της αφήγησης. Εκεί που το βιβλίο γελά με την Ιστορία, η ταινία τη λυτρώνει μέσα από την αγάπη.
Το κους κους
Ο Γουίνστον Γκρουμ δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα και ακόμη λιγότερο με το γεγονός ότι δεν πήρε ποσοστά από τα κέρδη. Η Paramount ισχυρίστηκε ότι η ταινία δεν είχε κέρδη (άκου τώρα!) κι έτσι δεν του κατέβαλε όσα είχε συμφωνήσει. Ο Γκρουμ έγραψε ένα σίκουελ με τίτλο «Gump & Co.», στο οποίο ο Φόρεστ δηλώνει: «Μην αφήσετε κανέναν να κάνει ποτέ ταινία τη ζωή σας».
Παρότι το βιβλίο είχε κάποια επιτυχία, μετά την ταινία επισκιάστηκε εντελώς. Ο Χανκς πήρε Όσκαρ, η ταινία σάρωσε, αλλά το λογοτεχνικό υπόβαθρο σχεδόν εξαφανίστηκε.
Η λάμψη (1980)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα (“The Shining”) του Στίβεν Κινγκ (1977).
Στο βιβλίο, ο Τζακ Τόρανς είναι ένας συγγραφέας που παλεύει με τον αλκοολισμό, το οικογενειακό παρελθόν και τις αποτυχημένες επιλογές του. Όταν αναλαμβάνει ως χειμερινός επιστάτης στο απομονωμένο ξενοδοχείο Overlook, πηγαίνει με τη γυναίκα του Γουέντι και τον γιο τους, Ντάνι, ο οποίος διαθέτει μια μεταφυσική ικανότητα: τη «λάμψη», ένα είδος τηλεπαθητικής διαίσθησης που τον καθιστά δέκτη όλων των τρομακτικών ενεργειών του ξενοδοχείου.
Η «Λάμψη» είναι ένα μυθιστόρημα για την κακοποιητική πατριαρχία, την επίδραση του αλκοόλ, την κληρονομική βία. Ο τρόμος γεννιέται μέσα από το ψυχικό βάρος των χαρακτήρων, όχι από φαντασμαγορικά τρικ.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ πήρε το βιβλίο και το έκανε ένα μνημείο ψυχολογικού τρόμου. Όμως η «Λάμψη» του κινηματογράφου είναι σχεδόν άλλο έργο. Ο Τζακ Νίκολσον υποδύεται τον Τζακ Τόρανς, που μάλλον δεν είναι με τα καλά του κι αυτό φαίνεται από την πρώτη σκηνή. Ο ρυθμός είναι αργός, σχεδόν σε υπνωτίζει, και το ξενοδοχείο –στο οποίο δεν θα ήθελα προσωπικά να πάω– γίνεται ένας λαβύρινθος χωρίς έξοδο.
Ο Κιούμπρικ ελάττωσε τη σημασία της «λάμψης» και της πνευματικής διασύνδεσης του Ντάνι. Η Γουέντι είναι πιο φοβισμένη και παθητική απ’ ό,τι στο βιβλίο, ενώ το ξενοδοχείο δεν ανατινάζεται ποτέ (όπως στο φινάλε του μυθιστορήματος). Ο τρόμος γίνεται αισθητικός, συμμετρικός, φρικιαστικά όμορφος.
Το κους κους
Ο Στίβεν Κινγκ μισούσε την ταινία. Είπε πως ήταν μια «ψυχρή, τεχνοκρατική άσκηση ελέγχου», χωρίς καρδιά. Κριτίκαρε την απεικόνιση του Τζακ ως ήδη παρανοϊκού, καταστρέφοντας την πορεία της ψυχικής του κατάρρευσης. Θεωρούσε ότι η Σέλεϊ Ντιβάλ παρουσίασε ως καρικατούρα τη Γουέντι.
Ο Κιούμπρικ αγνόησε σχεδόν πλήρως τον Κινγκ κι επέμεινε στο δικό του όραμα – μέχρι του σημείου να ξαναγράφει τις σκηνές την ίδια μέρα των γυρισμάτων. Η Ντιβάλ κατέρρευσε ψυχολογικά κατά τα γυρίσματα. Η ταινία στην εποχή της δεν έλαβε καλές κριτικές· σήμερα θεωρείται αριστούργημα.
Ο Κινγκ, για να εκδικηθεί, επέτρεψε τη δημιουργία μιας τηλεοπτικής μεταφοράς πιο πιστής στο βιβλίο, την οποία έγραψε ο ίδιος, η οποία όμως απέτυχε παταγωδώς.
Η σιωπή των αμνών (1991)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα (“The Silence of the Lambs”) του Τόμας Χάρις (1988).
Η νεαρή εκπαιδευόμενη πράκτορας του FBI, Κλαρίς Στάρλινγκ, αναλαμβάνει να πάρει συνέντευξη από τον διαβόητο και φυλακισμένο ψυχίατρο-κανίβαλο δρα Χάνιμπαλ Λέκτερ, προκειμένου να αποκτήσει πληροφορίες για τη σύλληψη ενός άλλου σίριαλ κίλερ, γνωστού ως Μπάφαλο Μπιλ, που σκοτώνει γυναίκες και αφαιρεί το δέρμα τους.
Το μυθιστόρημα είναι μια βαθιά τομή στην ψυχολογία της εξουσίας, της κακοποίησης, του τραύματος και της γοητείας του κακού. Ο Λέκτερ είναι και διαβολικός και ευγενής, ένα τέρας με ευφυΐα και αισθητική. Η Κλαρίς, είναι μια γυναίκα μέσα σε ανδροκρατούμενους θεσμούς, που προσπαθεί να επιβιώσει με οξυδέρκεια και ψυχραιμία.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Τζόναθαν Ντέμι γύρισε μια ταινία που θεωρείται από τις κορυφαίες όλων των εποχών. Με απόλυτο σεβασμό στην πλοκή και στους χαρακτήρες του Χάρις, η κινηματογραφική Κλαρίς (Τζόντι Φόστερ) απέκτησε περισσότερο συναισθηματικό βάθος, και ο Λέκτερ του Άντονι Χόπκινς έγινε παγκόσμιο φαινόμενο με μόνο 16 λεπτά παρουσίας στην οθόνη!
Η ταινία εστιάζει περισσότερο στη σχέση Κλαρίς - Λέκτερ ως είδος ιδιόμορφης συνεξάρτησης: ένας κώδικας μεταξύ δύο πνευμάτων που αναγνωρίζονται, ενώ όλα γύρω είναι χοντροκομμένα, τρομακτικά ή αμήχανα.
Το βιβλίο έχει πιο αναλυτικές σκηνές, πιο σκληρές περιγραφές του Μπάφαλο Μπιλ, και μια μεγαλύτερη εσωτερική εστίαση στην ψυχοσύνθεση της Κλαρίς. Όμως η ταινία έκανε τις σιωπές, τα βλέμματα και τα κάδρα να λένε περισσότερα από τις λέξεις.
Το κους κους
Ο Τόμας Χάρις διατήρησε αποστάσεις από την παραγωγή δεν έγραψε το σενάριο και δεν έκανε δηλώσεις σχεδόν ποτέ. Η Τζόντι Φόστερ λέγεται ότι αντιμετώπισε δυσκολίες με τον ρόλο, αφού ο Ντέμι αρχικά ήθελε τη Μισέλ Φάιφερ.
Ο Χόπκινς βασίστηκε σε εγκληματολόγους και στην ψυχρή γοητεία του HAL 9000 από το 2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος για να διαμορφώσει τον Λέκτερ. Ο χαρακτήρας έγινε τόσο εμβληματικός, που το βιβλίο (αν και ήδη επιτυχημένο) απογειώθηκε ξανά σε πωλήσεις. Έγινε η σπάνια περίπτωση όπου η ερμηνεία επισκίασε τη λογοτεχνία.
Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών (2001-2003)
Βασισμένη στην ομώνυμη τριλογία (“The Lord of the Rings”) του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν (1954-1955).
Το έπος του Τόλκιν είναι κάτι παραπάνω από μια ιστορία φαντασίας. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, μια μυθολογία από την αρχή, γραμμένη με γλωσσολογική ακρίβεια, ιστορική συνείδηση και λογοτεχνική ποίηση. Το δαχτυλίδι, σύμβολο της απόλυτης εξουσίας, πρέπει να καταστραφεί από εκείνον που δεν θέλει να το φορέσει: τον ταπεινό Φρόντο, ένα χόμπιτ που αναλαμβάνει μια αποστολή δυσανάλογη του μεγέθους και της δύναμής του.
Οι χαρακτήρες δεν είναι απλώς ήρωες· είναι αρχέτυπα. Ο Άραγκορν ως νόμιμος βασιλιάς που αρνείται το στέμμα, το Γκόλουμ ως το καθρέφτισμα της διαφθοράς, ο Γκάνταλφ ως ψυχεγέρτης. Και πάνω απ’ όλα, η φιλία, η θυσία, η μελαγχολία για έναν κόσμο που χάνεται.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Πίτερ Τζάκσον γύρισε τρεις ταινίες στη Νέα Ζηλανδία, σε μια παραγωγή που έμοιαζε ακατόρθωτη: ένας σκηνοθέτης χωρίς μπλοκμπάστερ, με τεράστια πίστη στο πρωτότυπο υλικό. Κατάφερε το αδιανόητο: να κρατήσει την καρδιά του Τόλκιν, μειώνοντας τον όγκο αλλά διατηρώντας την ψυχή.
Πολλά κομμάτια κόπηκαν: ο Τομ Μπόμπαντιλ, τα χρονικά του Σάιρ, οι εσωτερικοί μονόλογοι. Άλλες σκηνές προστέθηκαν: ο ρομαντισμός μεταξύ της Άργουεν και του Άραγκορν γίνεται πιο κεντρικός. Η μορφή του Σάρουμαν έχει μεγαλύτερη διάρκεια στην τριλογία του βιβλίου. Κι όμως, η συναισθηματική πληρότητα του φινάλε παραμένει ίδια: δεν είναι η νίκη, αλλά η απώλεια της εποχής των θαυμάτων που συγκινεί.
Το κους κους
Η οικογένεια του Τόλκιν δεν ενέκρινε ποτέ τις ταινίες. Θεωρούσαν πως η κινηματογραφική γλώσσα ήταν ακατάλληλη για τη λογοτεχνική ιερότητα του έργου. Ο Κρίστοφερ Τόλκιν (γιος του συγγραφέα) δήλωσε: «Μετέτρεψαν την ιστορία του πατέρα μου σε ταινία δράσης για εφήβους 15 ετών» – να μην τα δεις, Κρίστοφερ, που θα σε ρωτήσουμε κιόλας!
Από την άλλη, η κοινότητα των αναγνωστών –και ο κόσμος ολόκληρος– υποδέχτηκε τις ταινίες σαν πολιτισμικό γεγονός. Το τρίτο μέρος, «Η επιστροφή του βασιλιά», κέρδισε 11 Όσκαρ. Ο Ίαν ΜακΚέλεν (Γκάνταλφ) και ο Βίγκο Μόρτενσεν (Άραγκορν) έγιναν σύμβολα γενεών. Ο Τόλκιν πέρασε από τις βιβλιοθήκες των φιλολόγων στις αφίσες των εφήβων και οι ταινίες μπήκαν στις λίστες των πιο σπουδαίων όλων των εποχών.
Jurassic Park (1993)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάικλ Κράιτον (1990).
Το Jurassic Park του Μάικλ Κράιτον ακροβατεί ανάμεσα στην επιστήμη, τη φιλοσοφία και το θρίλερ. Μια ομάδα επιστημόνων, επιχειρηματιών και παιδιών καλούνται να επισκεφτούν ένα θεματικό πάρκο με ζωντανούς δεινόσαυρους, δημιουργημένους μέσω γενετικής μηχανικής. Όμως, όπως προειδοποιεί ο θεωρητικός του χάους Ίαν Μάλκομ, η φύση δεν ελέγχεται.
Το μυθιστόρημα είναι πιο σκοτεινό από την ταινία: περιέχει αιματηρούς θανάτους, φιλοσοφικούς μονολόγους και διαπνέεται από μια διαρκή αίσθηση ηθικής κατάρρευσης. Ο Κράιτον δεν αγαπούσε τα τέρατα – τον τρόμαζε η αλαζονεία των ανθρώπων που πίστευαν ότι μπορούσαν να τα φτιάξουν.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μετέτρεψε την ιστορία σε κινηματογραφικό θαύμα. Η ταινία ελάφρυνε τον τόνο, έδωσε μεγαλύτερη σημασία στη φαντασμαγορία, στο παιδικό βλέμμα και στη δράση. Με λίγα λόγια, έγινε πιο εμπορική. Ο χαρακτήρας του Τζον Χάμοντ, ψυχρός και αδίστακτος στο βιβλίο, έγινε ένας καλοκάγαθος παππούς τύπου Disney. Ο Μάλκομ, πιο σκοτεινός στη λογοτεχνία, έγινε το cool, ειρωνικό πρόσωπο του Τζεφ Γκόλντμπλουμ.
Σκηνές βίας απαλύνθηκαν, αρκετοί θάνατοι μεταφέρθηκαν σε επόμενα μέρη ή αποσιωπήθηκαν, και το φινάλε έγινε πιο καθαρτικό. Όμως η αίσθηση του δέους –εκείνο το πρώτο πλάνο με τους Βραχιόσαυρους– ήταν ατόφια.
Το κους κους
Ο Κράιτον συμμετείχε στο σενάριο, αλλά το είδε να αλλάζει ριζικά. Η ιδέα του ήταν πιο κυνική, πιο αποδομητική. Στο βιβλίο ο άνθρωπος διαπράττει ύβρη. Ο Σπίλμπεργκ ήθελε κάτι πιο κοντά στο «παιδί που κοιτάζει τα δεινοσαυράκια». Το στούντιο απέρριψε τις σκοτεινότερες πτυχές του βιβλίου, αλλά δημιούργησε ένα μπλοκμπάστερ-ορόσημο που άνοιξε την πόρτα στο CGI όπως το ξέρουμε σήμερα.
Παρότι ο Κράιτον δεν παραπονέθηκε δημόσια, πολλοί αναγνώστες θεώρησαν ότι η ταινία «πρόδωσε» το βιβλί, αν και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την επιρροή της.
Τα κακά κορίτσια (2004)
Βασισμένη στο βιβλίο “Queen Bees and Wannabes” της Ρόζαλιντ Γουάισμαν (2002).
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα παραδείγματα, το “Queen Bees and Wannabes” δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά ένας κοινωνιολογικός οδηγός για γονείς, δασκάλους και εφήβους. Η Ρόζαλιντ Γουάισμαν ανέλυσε τις άτυπες ιεραρχίες του λυκείου, τις τακτικές εξουσίας των κοριτσιών, την ανάγκη για αποδοχή και τις αμυντικές επιθετικότητες της εφηβείας. Το βιβλίο χαρτογραφεί τον μικρόκοσμο του γυναικείου bullying, της χειραγώγησης και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Δεν υπάρχει πλοκή· υπάρχουν μοτίβα. Δεν υπάρχουν χαρακτήρες· υπάρχουν στερεότυπα: η Κουίν Μπι, η Σάιντκικ, η Γουόναμπι, η Τάργκετ. Κι όμως, μέσα από αυτά, αποκαλύπτεται ένα ολόκληρο πολιτισμικό σύστημα.
Πώς έγινε ταινία (και τι άλλαξε)
Η Τίνα Φέι πήρε το υλικό και το μετέτρεψε σε σενάριο: μια έξυπνη, σαρδόνια κωμωδία για την αμερικανική εφηβεία με πρωταγωνίστρια την Κέιντι (Λίντσεϊ Λόχαν), που από το κατ’ οίκον σχολείο της Αφρικής προσγειώνεται στο αμερικάνικο λύκειο των προαστίων. Εκεί γνωρίζει τις «Πλάστικς», με αρχηγό τη θρυλική πλέον Ρετζίνα Τζορτζ, και παγιδεύεται σε ένα παιχνίδι κοινωνικής χειραγώγησης.
Η ταινία απέκτησε δική της φωνή: ατάκες όπως «You can't sit with us», «So fetch!», «On Wednesdays we wear pink» έγιναν memes και πολιτισμικά συνθήματα. Η Φέι δεν μετέφερε το βιβλίο, αλλά το ανέτρεψε, το διακωμώδησε, και το επιβεβαίωσε ταυτόχρονα. Τα «Κακά κορίτσια» έγιναν το meme της νέας χιλιετίας.
Το κους κους
Η Ρόζαλιντ Γουάισμαν δήλωσε πως ένιωσε αόρατη μετά την επιτυχία της ταινίας. Ενώ είχε αρχικά συνεργαστεί με τη Φέι, αργότερα διαφώνησε με το στούντιο για την αναγνώριση και τα οικονομικά δικαιώματα. Δήλωσε δημόσια: «Δεν νιώθω ότι με σεβάστηκαν ως πηγή». Το θέμα επανήλθε πρόσφατα με το reboot/μιούζικαλ της ταινίας το 2024, χωρίς καμία εμπλοκή της Γουάισμαν.
Από την άλλη, η Τίνα Φέι κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο που, χωρίς να προδίδει την πηγή, έγινε πολιτισμική αναφορά. Η ταινία αγαπήθηκε από τα LGBTQ+ κοινότητες, από φεμινιστές, από δασκάλους και ψυχολόγους – ακόμη και από τις ίδιες τις teen queens. Y2K at its best!
Πηγές: IMDb, Criterion Collection Essays, The Guardian, Rolling Stone, IndieWire, Collider, BFI, The Ringer, Film School Rejects, Screenrant
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το έργο του Μάικ Φλάναγκαν επαναφέρει στο νου συγκινητικές στιγμές του σινεμά
Οι δηλώσεις του προκάλεσαν αμέσως αντιδράσεις στα social media
Την προσεχή Παρασκευή θα παραστεί στην προβολή της διεθνούς παραγωγής «Μαρία Κάλλας – Μόνικα Μπελούτσι: Μια Συνάντηση» στο Παλλάς
Πρεμιέρα τον Απρίλιο του 2026
Ένα μινιμαλιστικό αλλά και άρτιο στις λεπτομέρειές του οικογενειακό δράμα
Oι πρωταγωνιστές Μάικλ Κέιν και Γκλέντα Τζάκσον αποτελούν ένα απολαυστικό δίδυμο
Το φιλμ κέρδισε το Βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα Generation του Φεστιβάλ Βερολίνου 2025.
Θρίλερ που καθηλώνει με τον δυναμισμό του και συγκινεί με την αδυσώπητα σκληρή αλήθεια του.
Όταν ο Κρίστοφερ Νόλαν μεταφέρει στο σινεμά το πιο επιδραστικό κείμενο της δυτικής λογοτεχνίας
Από πού εμπνεύστηκαν οι αδερφοί Ντάφερ για να δημιουργήσουν την επιτυχημένη σειρά
Ο διάσημος σκηνοθέτης ανοίγει τον δρόμο για νέο κεφάλαιο στο κινηματογραφικό σύμπαν του Kill Bill
Η 90χρονη σταρ της υποκριτικής μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην καριέρα και την καθημερινότητά της
«Μου αρέσει να δουλεύω με ηθοποιούς, δεν θέλω να τους αντικαταστήσω», ανέφερε ο σκηνοθέτης
Ο Βρετανός ηθοποιός προσπέρασε τους Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον και Χένρι Κάβιλ
Ουρές και μεγάλη αγάπη για τη νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη στα σινεμά της Αθήνας και της επαρχίας
Θα προβληθούν συνολικά 64 ταινίες από 46 χώρες, μέσα από τις οποίες ξεδιπλώνονται ιστορίες τόλμης, αναζήτησης και μετάβασης
Δείτε το βίντεο-αφιέρωμα της εταιρείας παραγωγής
Η ετήσια διοργάνωση της Ταινιοθήκης της Ελλάδος επιστρέφει από 3 έως 18 Δεκεμβρίου - Μπείτε στην κλήρωση για να κερδίσετε εισιτήριο για όλο το φεστιβάλ
Μια κατασκότεινη αλληγορία για τη μητρότητα, τον γάμο και την εύθραυστη ψυχική υγεία που μόνο κατά διαστήματα γίνεται ουσιώδες ή αποτελεσματικό ως προς τους στόχους που θέτει.
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.