Κινηματογραφος

Ο Γιώργος Κιμούλης στις «Μαριονέτες»

Επιστρέφοντας στο σινεμά με ένα ρόλο στην ταινία του Παντελή Καλατζή «Μαριονέτες» (που βγαίνει στις αίθουσες στις 29 Οκτωβρίου), ο σπουδαίος ηθοποιός μιλάει στην Athens Voice

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 253
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
kimoulis-543-7.jpg

Ο Γιώργος Κιμούλης μιλάει στην ATHENS VOICE για τη συμμετοχή του στην ταινία «Μαριονέτες» του Παντελή Καλατζή.

Δεν σας βλέπουμε πολύ συχνά στο σινεμά. Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για αυτή την «αποχή»;
Όταν διαβάζω ένα σενάριο που νιώθω ότι έχει ενδιαφέρον και νομίζω πως μπορώ να προσθέσω κάτι στην ταινία, το κάνω χωρίς δισταγμό. Αυτό έκανα και με την ταινία του Παντελή Καλαντζή στην οποία αναγνώρισα, ανάμεσα σε άλλα, κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα ερεθιστικό, την αφοβία του να δοκιμάσει κάτι που θα μπορούσα να περιγράψω ως μια αμερικανική κινηματογραφική γραφή. Το άλλο στοιχείο το οποίο κίνησε το ενδιαφέρον μου είναι ότι η ταινία δεν είναι συμπλεγματική ως προς τους διαλόγους. Με κάποιο τρόπο ο Έλληνας θεατής έχει πρόβλημα να ακούσει το «σ’ αγαπώ» στο σινεμά. Είναι κάτι που προξενεί γέλιο, υπάρχει μια ενδόμυχη συμπλεγματική αντίδραση. Το «I love you» όμως το ακούει εύκολα, ακόμα και αν έχει παιχτεί άσχημα από τον ηθοποιό. Το ίδιο συμβαίνει και με φράσεις οι οποίες κουβαλούν βία ή έντονο πάθος. Μπορούμε να ακούσουμε τον Μπρους Γουίλις να εκφέρει φράσεις βιαιότητας και ο θεατής να τις δεχτεί και να τις εισπράξει με πολύ μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι θα εισέπραττε ανάλογες φράσεις από έναν Έλληνα ηθοποιό. Κι αυτή η αντίδραση με κάποιο τρόπο περνά υποσυνείδητα και στον ηθοποιό και στο σκηνοθέτη. Όμως στις «Μαριονέτες», ο Παντελής αλλά και ο Αλέξης Γεωργούλης μαζί με τον Λάζαρο Μπαλαούρα που έγραψαν το σενάριο, δεν το φοβήθηκαν καθόλου. Και το αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ καλό. Ο τρόπος που στήνεται ο διάλογος είναι πολύ σημαντικός, και ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία που με έκανε να πω ναι για να συμμετάσχω στην ταινία.

Στις «Μαριονέτες», η φόρμα μπορεί να είναι αυτή ενός θρίλερ αλλά υπάρχει μια πολιτική ματιά. Πόσο αυτή επηρέασε την απόφασή σας να παίξετε στην ταινία;
Ασφαλώς παίζει τεράστιο ρόλο η κοινωνικοπολιτική ματιά του σκηνοθέτη και το γεγονός ότι προσπαθεί να κοιτάξει πίσω από αυτό που βλέπουμε στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, στις πολιτικές συζητήσεις. Το φιλμ μιλάει για ένα χώρο μέσα στον οποίο κινείται μια περίεργη σκοτεινή διαπλοκή, κάτι που δεν μοιάζει πολύ μακριά από την πραγματικότητα κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν αυτό προσπαθεί ένας καλλιτέχνης να το φέρει στο φως.

Μιλώντας για αυτή την πολιτική χροιά της τέχνης δεν μπορούμε παρά να αναφέρουμε τις «Δάφνες και Πικροδάφνες», στις οποίες πρωταγωνιστείτε φέτος στο θέατρο. Ένα έργο που παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο...
Παρόλο που ποτέ δεν μου αρέσει να αντιμετωπίζω την τέχνη ως φορέα επικαιρότητας –αυτό είναι δουλειά των δημοσιογράφων–, το πρώτο που «διαβάζει» κάποιος στις «Δάφνες και Πικροδάφνες» είναι η σαθρότητα πάνω στην οποία έχει χτιστεί όλο το πολιτικό μας σύστημα. Αυτό το οποίο ονομάζουμε πελατειακές σχέσεις. Μια σχέση για την οποία ψέγουμε με μεγάλη ευκολία τους πολίτες, ενώ στην πραγματικότητα η μεγάλη ευθύνη βαρύνει τους προύχοντες, τους έχοντες και κατέχοντες, αλλά και τα παπαγαλάκια τους τα οποία πολλές φορές βρίσκονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτό για το οποίο μπορείς να κατηγορείς τους πολίτες είναι για το βαθμό αλλοτρίωσής τους, όχι για αυτή καθεαυτή την πελατειακή σχέση, για τη δημιουργία και τη συντήρησή της. Και οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» αυτό ακριβώς ουσιαστικά προσπαθούν να αποκαλύψουν, το βαθμό αλλοτρίωσης των πολιτών μέσα από αυτή την πελατειακή σχέση. Αν η καινούργια πολιτική κατάσταση σε αυτή τη χώρα φέρνει ένα διαφορετικό αέρα σε σχέση με το παρελθόν, τότε αυτός δεν είναι άλλος από την ελπίδα –για άλλους μικρότερη, για άλλους μεγαλύτερη– αλλαγής αυτής της νοοτροπίας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ