Εικαστικα

Ο πατέρας μου, ο Πικιώνης

Η Αγνή, το πέμπτο παιδί της οικογένειας Πικιώνη, είναι αυτή που από το 1970 μέχρι σήμερα δουλεύει συστηματικά πάνω στο αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό έργο του πατέρα της.

4168-35217.jpg
Λένα Χουρμούζη
ΤΕΥΧΟΣ 355
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αγνή Πικιώνη
Αγνή Πικιώνη

Η Αγνή, το πέμπτο παιδί της οικογένειας Πικιώνη, είναι αυτή που από το 1970 μέχρι σήμερα δουλεύει συστηματικά πάνω στο αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό έργο του πατέρα της. Για να το προστατεύσει, το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη. «Μου έχει κολλήσει στο μυαλό η ιδέα να εκδώσω σε βιβλίο την αλληλογραφία του πατέρα μου. Δεν το είχα προγραμματισμένο να ασχοληθώ με το έργο του. Βρήκα στην αυλή ένα τόσο όμορφο λουλούδι και δεν θα το πότιζα; Είχα την ατυχία να είναι 54 ετών, όταν γεννήθηκα. Να είμαι 27 ετών, όταν πέθανε. Τα γόνιμα χρόνια ήμουν μικρή, αν και αυτό δεν σημαίνει πολλά. Ακόμα και ως παιδί ρουφάς γνώσεις από τον άλλον. Μακάρι να μπορούσε να δει όσα κάναμε μετά γι’ αυτόν».

Όταν άνοιξε το μπαούλο-ντιβάνι

«Αποκαλύφθηκε όλο το ζωγραφικό έργο του πατέρα. Τρελάθηκα, μπορώ να πω. Μου φαινόντουσαν τα έργα του ακόμα πιο πρωτοποριακά από ό,τι τα βλέπω τώρα. Τώρα πια, επειδή τα έχω δουλέψει πολύ, τα έχω συνηθίσει. Δεν πρόλαβα να κάνω ερωτήσεις. Η όλη αποκάλυψη με βρήκε κάπως απροετοίμαστη. Απλά αμέσως τον έβαλα να υπογράψει μερικά. Το έκανε, αλλά όχι με μεγάλη όρεξη. Τότε ήταν που μου είπε “είναι λίγο βαρετό όλο αυτό με τις υπογραφές των έργων” και πρόσθεσε “άσ’ τα τώρα αυτά, κάποια στιγμή θα τα διορθώσουμε”».

Η αλληλογραφία με τους φίλους

«Δεν ξέρω αν υπάρχουν κάποιοι που έχουν κρατήσει τα γράμματά του. Στο αρχείο μου, όμως, έχω επιστολές με παραλήπτη τον Πικιώνη. Βγαίνει μια εποχή ολόκληρη. Από αστείες μέχρι υπερβολικά δύσκολες καταστάσεις. Όπως ότι δεν είχαν χρήματα, το πόσο παιδεύονταν, ότι δανείζονταν. Δεν είναι απλά προσωπικές σκέψεις. Μέσα στα γράμματα η γενιά του ’30, ο Κόντογλου, ο Διαμαντόπουλος, ο Γκίκας, μιλούν για τους καθημερινούς αγώνες που έδιναν για την επιβίωσή τους. Έκαναν, όμως, τα πάντα με πίστη. Γι’ αυτό μου έχει κολλήσει στο μυαλό η ιδέα να εκδώσω όλα αυτά τα γράμματα σ’ ένα βιβλίο».

Η ζωή στο σπίτι

«Ως πατρικό σπίτι εγώ τουλάχιστον θεωρώ αυτό στη συνοικία Κυπριάδου. Μια περιοχή με χαρακτήρα – ένα όμορφο κομμάτι της Αθήνας: σπίτια με κήπους, διώροφα, κάποια νεοκλασικά ή μετακλασικά. Εννοείται πως τα περισσότερα έχουν γκρεμιστεί και φυσικά έγιναν πολυκατοικίες. Πάνω από το σπίτι μας, οδός Μαρκορά και Βιζυηνού, είχε βράχια με σπερδούκλια και πρόβατα. Εκεί κοντά ήταν στρατοπεδευμένοι οι Γερμανοί. Λίγο πιο κάτω έμενε ο Κόντογλου. Στην ίδια περιοχή ζούσε ο Γερμανός διερμηνέας και φιλέλληνας Φριτς Λάντερ. Αγαπούσε τον πατέρα μου, έκανε παρέα με τον Κόντογλου, τον Τσαρούχη, τον Δούκα, τον Παπαλουκά. Ήταν όλοι στη γειτονιά. Το σπίτι αυτό είχε μια ξύλινη σκάλα, ένα κεντρικό χολ με πλακάκια, μια πήλινη σόμπα, μπουφέ. Το τραπέζι στη μέση αυτού του χώρου, τα έξι εργάκια του μπαμπά δεξιά και αριστερά από τον μπουφέ. Δεξιά ένας καναπές με μερικά από τα πρώτα έργα του Τσαρούχη. Όλοι αυτοί τότε οι ζωγράφοι μπαινόβγαιναν καθημερινά στο σπίτι. Ένα μικρό σαλόνι, και ακόμα πιο αριστερά το γραφείο. Είχε μία τάβλα στη μέση και δεξιά μικρές βιβλιοθήκες με πέτρες, αρχαία γενικώς μαζέματα του μπαμπά. Εκεί είχε ένα ξύλινο μπαούλο-ντιβάνι. Εκεί μέσα φύλαγε τα ζωγραφικά του έργα».

Αλεξάνδρα Αναστασίου, η σύζυγος

«Είχαν περίπου 15 χρόνια διαφορά. Νιόπαντροι έμεναν σε ένα δωματιάκι του γλύπτη Σώχου, μετά στο Γαλάτσι και αργότερα στο σπίτι στη Μαρκορά. Εδώ πια είμαστε μια ολόκληρη οικογένεια με πέντε παιδιά. Το σπίτι μιας δυναμικής μητέρας και νοικοκυράς, η οποία τα έφερνε βόλτα με πέντε παιδιά μέσα στην Κατοχή. Ο πατέρας μου ήταν στον κόσμο του και η μητέρα μου πρακτική. Είχε κατανοήσει την αξία του συζύγου της. Γι’ αυτό είχε αναλάβει τα πάντα στο σπίτι. Αυτό έδινε στον πατέρα μου την ισορροπία και την ηρεμία που χρειαζόταν. Άφηνε τη μητέρα μου να ζωγραφίζει και δεν πετούσε ποτέ τα έργα της. Κάποτε είχε ζωγραφίσει μία αγελάδα. Τύφλα να έχει ο Πικάσο! Βάλανε αυτό το σχέδιο κι ένα ακόμα της συζύγου του Κόντογλου στο περιοδικό τους “Τρίτο Μάτι”. Ήθελαν να δείξουν πώς ο απλός, ο μη ειδικός άνθρωπος μπορεί να φτιάξει κάτι σημαντικό. Θυμάμαι σα χτες τη μαμά να φωνάζει: “Μίμη, δεν σου έχω φαΐ, το έκαψα, γιατί ζωγράφιζα”».  

Στην Ακαδημία Αθηνών

«Φυσικά, δεν έκανε αυτός την αίτηση για να γίνει ακαδημαϊκός. Πίσω από όλο αυτό βρίσκεται η αδελφή μου, Ινώ. Ένας πρακτικός άνθρωπος. Μόλις προκηρύχτηκε ο διαγωνισμός έσπευσε να κάνει την αίτηση. Εγώ ήμουν προς το τέλος των σπουδών μου στο Πολυτεχνείο. Αρχίσαμε να μαζεύουμε χαρτιά να κολλάμε σε χαρτόνια τα έργα και σχέδιά του, φωτογραφίες».

Εγώ, η μικρότερη

«Από τεσσάρων είχα μάθει να ξεχωρίζω τον Σεζάν από τον Βαν Γκογκ. Άκουγα πολλά εκεί μέσα. Το γραφείο μού φαινόταν τεράστιο. Θυμάμαι ότι είχε μια τάβλα πάνω σε δύο ξύλινα τρίποδα. Δεν ήταν αυτό που λέμε επαγγελματικό γραφείο. Δούλευε στο σπίτι μαζί με τους μαθητές του. Τους υποστήριζε, γιατί πίστευε στην αξία τους. Σε εμένα δεν μου επέβαλε ποτέ να γίνω αρχιτέκτονας. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος ο Πικιώνης. Μεγάλωνα βλέποντας το σχεδιαστήριο, τους μαθητές. Όλοι είχαμε μια κλίση στη ζωγραφική. Ο πατέρας είχε ένα φάκελο, όπου φύλαγε όλα μας τα παιδικά σχέδια. Η αδελφή μου ζωγράφιζε πατίνια και πάνω σ’ αυτά ζώα. Ο αδελφός μου μουλάρια. Ο άλλος μάχες. Τα φύλαγε όλα αυτά. Όλο το κλίμα δεν ήταν για να γίνουμε γιατροί ή δικηγόροι. Πήγαινα από παιδί στο Πολυτεχνείο και έκανα το μοντέλο στο μάθημα της γλυπτικής και μετά οι φοιτητές μού έδιναν καραμέλες. Το σπίτι, το Πολυτεχνείο, μια φυσική κατάσταση. Ήταν όλα οικεία. Ήταν όλα το ίδιο το σπίτι».


Φωτό: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΒΟΡΩΝΟΥ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ