Πολιτικη & Οικονομια

Η μεγάλη μας ήττα και η νίκη της ζωής

Τρίτη βράδυ στη Νέα Σμύρνη

img_2485.jpg
Περικλής Δημητρολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Επεισόδια στη Νέα Σμύρνη
© EUROKINISSI/ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Περικλής Δημητρολόπουλος περιγράφει την εικόνα που αντίκρισε χθες το βράδυ στη Νέα Σμύρνη μετά τα επεισόδια

Όταν το βράδυ της Τρίτης, επιστρέφοντας στο σπίτι από το κέντρο, πέρασα από τη Νέα Σμύρνη με τη μηχανή μου, οι κάδοι κάπνιζαν ακόμη. Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Η Νέα Σμύρνη είναι η ευρύτερη γειτονιά μου. Ψωνίζω στα μαγαζιά της, έχω φίλους που ζουν εκεί, έχω δει τους ανθρώπους της στην πλατεία της να ξεγελούν τα περιοριστικά μέτρα, άλλοι με ένα πλαστικό κύπελλο καφέ στο χέρι, κάποιοι με τη μάσκα κατεβασμένη κάτω από τη μύτη ή ακόμη και κάτω από τα χείλη, πολλοί να περπατούν, να κάθονται ή, αν θέλει να μιλήσει κανείς με τους όρους αυτής της δυστοπικής περιόδου που ζούμε, να «συνωστίζονται».

Ναι, η πλατεία είναι μεγάλη, χωράει πολλούς, αλλά οι Νεοσμυρνιώτες είναι μάλλον περισσότεροι και την κάνουν πολλές φορές να φαίνεται μικρή. Δεν τους αδικώ. Η πλατεία δεν είναι μόνο ένα δώρο άπλας σε έναν πυκνοδομημένο αστικό ιστό, μια όαση ελεύθερης γης και ανοικτού ουρανού ανάμεσα σε παλιά δίπατα σπίτια, ψηλές και ψηλότερες πολυκατοικίες. Είναι η ίδια τους η ζωή.

Εκείνο όμως που έβλεπα το βράδυ της Τρίτης δεν ήταν ζωή. Δεν ήταν αργά, ήταν λίγο πριν τις εννέα, ελάχιστα λεπτά πριν ισχύσει η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Η πλατεία όμως ήταν ακόμη γεμάτη – μόνο που αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Η αποφορά του καμένου σού τρύπαγε τα ρουθούνια και έπνιγε τον λαιμό σου, αισθανόσουν πως μια τοξική ύλη αόρατων σωματιδίων από απανθρακωμένα σκουπίδια, πλαστικούς κάδους και άσφαλτο περνούσε από τις αναπνευστικές σου οδούς και καθόταν κατευθείαν στους πνεύμονές σου.

Ανέβαινα τον δρόμο κάνοντας ζικ ζακ ανάμεσα σε πέτρες και σπασμένα μάρμαρα και τζάμια που είχαν γίνει θρύψαλα, ίχνη ενός πολέμου που είχε μόλις τελειώσει, αλλά εγώ δεν ήμουν πολεμικός ανταποκριτής, όπως δεν ήταν κανένας από τους δημοσιογράφους της τηλεόρασης που έδιναν το ρεπορτάζ τους, όχι από κάποια χαρακώματα αλλά από τις γραμμές του τραμ.

Τι ήμασταν; Μάρτυρες μάλλον μιας πληγής που ήταν ακόμη ανοικτή. Μάρτυρες ήταν και όλοι εκείνοι που ήταν μαζεμένοι στην πλατεία και γύρω από την πλατεία, ομάδες νέων ανθρώπων, παιδιά χωρίς κουκούλες και πέτρες στο χέρι, αλλά αψίκορα, ένα αγόρι που βρίζει τους «μπάτσους», κάποιο κορίτσι που εκτοξεύει ένα μισοάδειο κουτάκι μπίρας, οι «μπάτσοι» που αντιγυρίζουν με άγρια βλέμματα κι εγώ τώρα περνώ ανάμεσά τους, ανάμεσα σε αυτά τα νέα παιδιά της άλλης πλευράς, τσιτωμένα και εξουθενωμένα, ένα μάτσο από τεντωμένα νεύρα και εξαντλημένα πρόσωπα και σκέπτομαι πως έτσι πρέπει να είναι στο τέλος κάθε μάχης, αυτό είναι το κυρίαρχο συναίσθημα, η εξάντληση από την αναμέτρηση με τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου ενώ το αίμα συνεχίζει να βράζει.

Βράζει αλλά το βλέπεις στα πρόσωπά τους – το ξέρουν και οι ίδιοι πως αυτό δεν είναι ζωή. Είναι καθαρό μίσος και είναι μίσος είτε είσαι «μπάτσος» στα είκοσί σου χρόνια, είτε «μπαχαλάκιας». Καμία σλανγκ της πόλης, όσους νεολογισμούς και αν σκαρφιστεί, δεν μπορεί να κρύψει αυτήν την πραγματικότητα. Στα χαρακώματα, ακόμη και αν τα χαρακώματα είναι γραμμές του τραμ, θα είναι πάντα οι νέοι που θα πολεμούν. Οι νέοι θα χύνουν το αίμα τους, θα αποδεκατίζονται, θα μένουν ανάπηροι, θα αρρωσταίνουν ψυχικά. Αλλά θα είναι πάντα οι μεγαλύτεροι που θα στήνουν τους πολέμους, πάντα οι μεγαλύτεροι θα χωρίζουν τους μικρότερους σε στρατόπεδα.

Ακόμη και στη Νέα Σμύρνη; Αυτή νομίζω πως είναι η μεγάλη μας ήττα. Αν ο πόλεμος που στήνεται από κόμματα, στα σόσιαλ μίντια και τα παραδοσιακά μέσα μπορεί να μετατρέψει ακόμη και μια ζωηρή, πολύχρωμη γειτονιά με μεγάλη πλατεία και αναρίθμητα καφέ, μια γειτονιά που είχε μάθει να ζει στους ανέμελους ρυθμούς μιας ράθυμης επαρχίας, σε πεδίο μάχης, τότε το παιχνίδι της ζωής έχει χαθεί. Δεν είναι ανάγκη να συμψηφίσει κανείς τη βία για να το δει – το κλομπ του «μπάτσου» που προσγειώθηκε ξανά και ξανά στο σώμα ενός πολίτη με το αίμα ενός άλλου «μπάτσου» που έχυναν επί δυόμιση ολόκληρα λεπτά οι «μπαχαλάκηδες». Το παιχνίδι μοιάζει χαμένο ακόμη και στον ευρύτερο κόσμο μου που τελικά δεν είναι και τόσο μεγάλος, δυο γειτονιές είναι κοντά στη θάλασσα, δυο - τρία σινεμά, το Φιλίπ και το Σπόρτινγκ και ο Φλοίσβος.

Έξω από το Σπόρτινγκ πέρασα το βράδυ της Τρίτης με την αποφορά του καμένου να τρυπάει τα ρουθούνια μου και τις ρόδες της μηχανής μου να μην αποφεύγουν πάντα τα σπασμένα μάρμαρα στον δρόμο. Και είδα το περίπτερο ανοικτό και άλλα νέα παιδιά, τους ντελιβεράδες με τα φωσφοριζέ γιλέκα, να είναι εκεί, πάνω στα μηχανάκια τους, για τη δουλειά τους. Και την άλλη μέρα το πρωί που πέρασα ξανά, οι άνθρωποι της λαϊκής αγοράς είχαν στήσει τους πάγκους τους και η πλατεία, η μεγάλη πλατεία, λουζόταν στο φως. Αλλά έτσι δεν γίνεται πάντα; Ακόμη και σε μια μεγάλη ήττα, η ζωή είναι αυτή που κερδίζει στο τέλος.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ