Life

Αυτό που μας χωρίζει

Ελπίζω να ξαναβρώ αυτό το σαλονάκι, τη φωνή, και τα τρουφάκια

konstantinos-doxiadis
Κωνσταντίνος Δοξιάδης
ΤΕΥΧΟΣ ok zoomer
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αυτό που μας χωρίζει
© Φίλιππος Αβραμίδης

Αυτό που μας χωρίζει: Ένα κείμενο για τη γιαγιά του για το περιοδικό Ok Zoomer

Μεταξύ μας, ο χρόνος έβρισκε πάντα μια ισορροπία. Για εμένα – τότε μόλις οκτώ ετών, το μέλλον ήταν ένα πέπλο πελώριο που κάλυπτε τα πάντα. Εκείνη το δικό της πέπλο το είχε ήδη διανύσει – και τώρα, βαρύ και σκονισμένο, κάλυπτε το παρελθόν. Έριχνε, κατά καιρούς, το βλέμμα της το βάθος, να αντικρίσει κάποια σπιθαμή φωτός. Μα έχανε έτσι την επαφή με το κοντινό. Όσο πιο φρέσκα και ζωντανά γινόντουσαν τα παιδικά της χρόνια, τόσο σκοτείνιαζε το χθες. Βάδιζε, άθελά της, ολοένα και πιο βαθιά σε αυτόν τον βούρκο τον αναμνήσεων.

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο σκοτάδια –τον θάνατο, δηλαδή, και τη γέννα– η γιαγιά μου και εγώ επικοινωνούσαμε με μία δική μας γλώσσα, μία γλώσσα μυστική. Η γλώσσα αυτή –όπως όλες οι γλώσσες– βασιζόταν σε μία κοινή κατανόηση. Αντίθετα όμως με οποιαδήποτε άλλη, οι κατανόηση δεν ακολουθούσε τους κανόνες της λογικής. Εξάλλου, όταν τη δημιουργήσαμε, η γιαγιά μου με είχε ήδη ξεχάσει, και δεν θα με αναγνώριζε ποτέ ξανά.

Πίστευε –όπως πίστευε για τους περισσότερους ανθρώπους – πως ήμουν ο γιος της. Έλα παιδί μου –έλεγε, τονίζοντας πάντα το ‘παιδί’–, έλα να κάτσεις μαζί μου. Είχε υποχωρήσει η μνήμη της ήδη στα πρώτα χρόνια της μητρότητας. Από ό,τι κατάλαβα σταδιακά, ο πατέρας –όπως τα περισσότερα μικρά παιδιά– φοβόταν θανάσιμα το σκοτάδι. Για να τον καθησυχάσει, λοιπόν, η γιαγιά περνούσε όλο το βράδυ μαζί του, νανουρίζοντάς τον στα γόνατά της με ατελείωτες ιστορίες μέχρι να ξεπροβάλλει το φως.

Είχε όμως άλλες αντοχές τότε η γιαγιά, και ούτε τα μισά της χρόνια. Πού να κάτσω εγώ –στο μυαλό μου ήδη ανεξάρτητος άντρας τον οχτώ– στα γόνατα της;

Η λύση που βρήκα –για να μην την πληγώνω– ήταν να προσποιούμαι πως κάθομαι πάνω της, μα στην πραγματικότητα να κρατάω όλο το βάρος στα δικά μου γόνατα, αφήνοντας μεταξύ μας μερικά εκατοστά κενό. Σε αυτά τα εκατοστά –στο μοιρασμένο βάρος, σωματικό και ψυχικό– ζούσε η δική μας γλώσσα. Καταλάβαινε αμέσως τη έκανα –και γιατί– μα δεν έλεγε τίποτα. Ήταν περήφανη γυναίκα.

Κράτησε λίγους μήνες μονάχα αυτή η γλώσσα – με τις βραδιές να λή- γουν πάντα όταν ερχόταν ο πατέρας να με πάρει. Εκείνον, είχε χρόνια να τον αναγνωρίσει. Το παιδί της, εξάλλου, ήταν οκτώ, όχι πενήντα. Όταν πια σηκωνόμουν να φύγω, τα γόνατα πάντα πιασμένα από τη στάση, η γιαγιά με επιβράβευε με ένα μικρό σοκολατένιο τρουφάκι. Ήταν πάντα μπαγιάτικο και πικρό, μα για μένα, ήταν η πιο απτή απόδειξη ότι συνεννοούμασταν.

Δεν ήξερα γιατί με ενδιέφερε τόσο αυτή η σύνδεση, ούτε γιατί ένιωθα τόση περηφάνια και εγώ με αυτά τα πικρά τρουφάκια. Ακόμα και σήμερα, το βρίσκω δύσκολο να το εκφράσω σε λέξεις – μα το σχήμα της απάντησης είναι πλέον ξεκάθαρο στο μυαλό μου.

Όταν νοσηλεύτηκε, δεν πήγα να την δω. Στον πατέρα είπα πως με τρόμαζαν τα νοσοκομεία, και ενώ στην αρχή έφερε μερικές αντιρρήσεις, το δέχτηκε. Δεν μπορούσα να του πω την αλήθεια – πως δεν άντεχα να την δω τώρα που ήταν ξαπλωμένη. Που δεν θα μπορούσαμε να μοιραστούμε την περιορισμένη γλώσσα μας, με τις ιστορίες της, και το κενό ανάμεσα στα γόνατά μας.

Πέθανε χωρίς να μιλήσουμε ξανά, και τα επόμενα χρόνια πέρασαν γρήγορα, με γέλια, φωνές, όνειρα και ανησυχίες. Διαπιστώνω τώρα, προχωρώντας ολοένα και πιο βαθιά στο δικό μου πέπλο, πως έχω χάσει και εγώ πλέον την ισορροπία. Μονάχα μια εικόνα μου μένει από το χρόνια αυτά – το σαλονάκι της, πάντοτε υποφωτισμένο, και το μπολ με τα τρουφάκια, πικρά και μπαγιάτικα. Εκείνην δεν την θυμάμαι, ούτε το πρόσωπο, ούτε τη φωνή. Θυμάμαι μόνο έναν ψίθυρο αχνό, υποθέτω δικό της, ο οποίος δεν έχει δύναμη να εκφράσει καμία λέξη.

Πού να πήγαν, άραγε, αυτά τα λίγα εκατοστά που μας διαχώριζαν; Πού να πήγε το βάρος –αν υπήρχε και ποτέ– που μοιραζόμασταν; Δεν ξέρω. Μια μέρα όταν φτάσω πια στην άλλη άκρη του δικού μου πέπλου, θα κοιτάξω και εγώ πίσω, στο μακρινό σκοτάδι, και όχι στο κοντινό. Ελπίζω τότε να ξαναβρώ αυτό το σαλονάκι, τη φωνή, και τα τρουφάκια. Και το σχήμα αυτό, κάποτε τόσο ξεκάθαρο – του κενού ανάμεσα στον χρόνο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ