Life

Διασχίζοντας τον Αύγουστο

Ένα βράδυ αρχίσαμε να ψάχνουμε τα ντουλάπια. «Δεν μπορεί, κάπου θα έχει μείνει φυλαγμένη λίγη αγάπη».

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 403
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
25433-56313.jpg

Τον Αύγουστο αναλύσαμε όλη την ποπ κουλτούρα της Μεγάλης Βρετανίας μόνο και μόνο επειδή είδαμε Έναρξη και Λήξη Ολυμπιακών Λονδίνου. Βέβαια αυτό ήταν καλή αφορμή για να θυμηθούμε τα #outofmyculticloset του καθένα μας, τις κρυφές αμαρτίες που κρύβει από τα βρεφικά του χρόνια στο ντουλάπι με τις πολιτιστικές μπούρδες. Καταλήξαμε να θυμηθούμε παλιές φωτογραφίες και φίλους που φορούσαν μπλούζες Σταρ-Τρεκ.

Τις άλλες μέρες, παρατηρούσαμε σημειολογικές λεπτομέρειες στα αγωνίσματα, όπως τα φωτάκια στις στολές της ξιφασκίας, ή αν φοράνε βρακί από μέσα - στην ποδηλασία, ή τα μανταλάκια στις μύτες της συγχρονισμένης κολύμβησης, και παίζαμε το παιχνίδι της μαγικής εικόνας: ψάχναμε να βρούμε τους Έλληνες (αθλητές).

Άλλες μέρες, πάλι, ψάχναμε να βρούμε την αγάπη σε μεγάλες βόλτες στην πόλη. Δεν υπήρχε πουθενά. Εκτός αν έκλεινες τα μάτια πολύ σφιχτά και συγκεντρωνόσουν σε μία σκέψη – ε, τότε μπορεί να κουνούσες καμιά αλατιέρα, μερικά εκατοστά επάνω στο τραπέζι.

Έτσι, ένα μεσημέρι μπήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε στην Τρύπα του Καραμανλή και μετά βρεθήκαμε στην Ανάβυσσο. Οι μόνοι που μας αγαπούσαν ήταν οι κράχτες, έξω από τις πασπαρτού ταβέρνες–ντελιβεράδικα. Με ωραίες κινήσεις ταυρομάχου μάς έδειχναν να μπούμε να παρκάρουμε μέσα στο μαγαζί τους, με ελαφριά υπόκλιση αλλά λίγο να γέρνουν κιόλας, κουτσαβάκικα, προς τη μία πλευρά. Αρφ!

Εκεί, στους μικρούς όρμους παρόλα αυτά, καβατζωμένες στα χωσίματα παρέες των τριών, αντάλλασσαν όρκους αγάπης πασαλείβοντας κρέμες ο ένας τις άλλες, σε όλους τους συνδυασμούς. Για λίγο νομίσαμε ότι δεν ήταν «συνθήκη Αθήνα» αυτό που ζούσαμε. «Να σου βάλω;»

Τα απογεύματα, στη γειτονιά, πάνω στο πάρκινγκ του Λυκαβηττού σέρνονταν άπνοες κουβέντες από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο, από τα ανοιχτά παράθυρα. Ούτε καν μουσική δεν έβαζαν, ούτε ένα παγωτό δεν έλιωνε στο χέρι τους. Μόνο κοίταζαν την πόλη κάτω τέζα, ψητή, ταψί, ψόφια κι έλεγαν «κατάλαβες, φίλε μου;»

n

Κι έτσι, αυτόν τον Αύγουστο έφυγε για πάντα ένας φίλος. Πήγε στον πλανήτη του. «Ένας ένας επιστρέφουμε» λέγαμε.

«Εσύ πόσα μίλια έχεις μαζέψει;»

Τον Αύγουστο όμως ήρθε και ένα καινούργιο μωρό στον Λυκαβηττό. Κατέβηκε με ένα ροζ καλάθι σκορπίζοντας κακάκια στην πόλη, και προσγειώθηκε στις Αφίξεις.

Εμείς ήμασταν πιο δίπλα. Στις Αναχωρήσεις. Οι πτήσεις για τις Μικρές Κυκλάδες έχουν αυτό το απολαυστικό όριο των 30 λεπτών. Μέχρι να απογειωθείς και να σε πιάσει κατάθλιψη βλέποντας από ψηλά την ξερή, χοντροκέφαλη, μουτρωμένη Αττική, έχεις δει και τα πρώτα νησάκια, τις γυαλάδες πάνω στην επιφάνεια του Αιγαίου, ενώ οι αγχωμένες συνοδοί τρέχουν να προλάβουν «καφέ για όλους» πριν την προσγείωση. Τη; Κόφη; Τη; Κόφη; Τη; Κόφη; Τη; Φτάσαμε.

Αποφασίσαμε να ξεπεράσουμε με συνοπτικές διαδικασίες τις δύσκολες πίστες (τη μαφία των ταξιτζήδων, τους άχαρα δουλικούς σερβιτόρους, τα πετρωμένα αγγλικά στούρνου, τα χωρίς-απόδειξη-όλα) και να μείνουμε στις απολαυστικές λεπτομέρειες.

Στατιστικά ανακαλύψαμε ότι οι περισσότεροι Έλληνες, τρυφερά χοντρά ζευγάρια με χαβαγιάνας, έμεναν για ώρα να κοιτάζουν τα μαγνητάκια στα τουριστικά μαγαζιά σαν υπνωτισμένοι. Τους μάγευαν, ταξίδευε το βλέμμα τους στο απόλυτο λευκό της πόρτας του ψυγείου, έκανε σχέδια για το μέλλον, ποιος ξέρει.

image

Είχαν δίκιο οι παλιές διαφημίσεις: τα λευκά σεντόνια είναι πάντα λευκότερα στις Κυκλάδες.

Τα παίρνει όλα ο δυνατός αέρας, με ένα φραπ τα καθαρίζει, φεύγουν όλα μαζί, λεκέδες, σκέψεις, λευκά ψέματα, λευκά είδη, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, ασημένια μαλλιά, σελίδες, χαρτιά, αποδείξεις, τα βγάζει πέρα στην Αφρική. Κι ακόμα παραπέρα.

Τα βράδια βυθίζαμε μέσα στο ποτήρι με τη ρακή έναν ιβίσκο μέχρι να πάρει ένα ροζ-πανθηρί χρώμα. «Και τώρα το πίνουμε», επέμενε η Π., «κάνει καλό». Η ίδια το έτρωγε κιόλας, ίσως και να την ακούσαμε μερικές φορές να δίνει χρησμούς, αλλά ποιος ξέρει.

Στο μαγαζί του Κόντου, στην Οία, βρήκαμε παλιά «Ρομάντσο» και «Ντομινό» του ’64. Παρατήσαμε τον Σεντάρις και αρχίσαμε να διαβάζουμε τα ευθυμογραφήματα του Τσιφόρου και του Βασιλειάδη, τα Έπεα Πτερόεντα, τα μυθιστορήματα αγωνίας του Μαρή. Να λαχταράμε τις ωραίες καμπύλες και τις γωνίες από το πενάκι στο σκίτσο του αξεπέραστου Χριστοδούλου. Παλιές διαφημίσεις, στήλες με αισθηματικές συμβουλές με χοντρές σταγόνες αξιοπρέπειας ποτισμένες επάνω τους από τότε, σαν δάκρυα μουστακαλούς κοπελάρας από την επαρχία. Συμβουλές ομορφιάς: Λύση στην τριχοφυΐα; Ξανθύνετε τις τρίχες σας, πόδια, χέρια, πρόσωπο.

Όταν βγαίναμε από τη σπηλιά μας, ανακαλύπταμε να περνάνε από μπροστά μας λεφούσια οι φυλές της Γης, μόλις τις είχαν ξεβράσει τα κρουαζιερόπλοια. Ιταλοί με σηκωμένους γιακάδες, οικογένειες Τούρκων με μια αίσθηση οικειότητας στο βλέμμα, Γιαπωνέζες τυλιγμένες σιφόνια γιατί δεν ήθελαν να τις δει καθόλου ο ήλιος, πιο λευκές και από ψυγείο Έλκο-Βαγιωνής. Ρωσίδες κόκκινες ξεροψημένες μονόπαντα, μιλιτέρ κορμοστασιές, γεροκόκαλες, αμίλητες, μουτρωμένες – αλλά όλος ο Πούτιν μέσα τους κατέρρεε μόλις πόζαραν πάνω στην καλντέρα. Έλιωναν με χαμόγελο και τσαχπινιά Χάιντι, κοκαλωμένες για ένα καρέ και μόνο. Μετά, αμέσως πάλι πίσω στο κνούτο. Χσιακ!

Όμως κανένας ποτέ δεν θα φτάσει τις δικές μας στις σόλο πόζες τους μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, έναν ιερό αυτοσχεδιασμό γεμάτο με ατίθασες χαίτες που σκίζουν τον αέρα, και μεσάτα οχτάρια αιλουροειδούς τηλεοπτικής ανατροφής, κανένα έλεος, καμία λύπηση, κανένα χαμόγελο. «Πάρε άλλη μία να είμαστε σίγουροι».

Τις μέρες που είχε δεξιώσεις γάμου κρυβόμασταν. Ακούγαμε τα κρακ-κρακ-κρακ του φωτογράφου, ακούγαμε τα ποτήρια, χάχανα Αμερικάνων πεθερικών, τα καπάκια από το κέτερινγκ, τις πλέιλιστ του DJ, πολύ Kid Rock όμως, πολύ.

«Εμείς, ευτυχώς που δεν παντρευτήκαμε» λέγαμε και αφήναμε τον ήχο από το infinity με τα νερά που τρέχουν να μας κλείσει την κουβέντα. «Ευτυχώς που είμαστε μαζί».

Και ένα βράδυ, στο τέλος του Αυγούστου, σαν να μας κατέβασε ένα καλάθι, βρεθήκαμε πίσω σπίτι. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τα ντουλάπια. «Δεν μπορεί, κάπου θα έχει μείνει φυλαγμένη λίγη αγάπη».


Φωτό άνω: Public Toilets Οία, Σαντορίνη,γκράντε

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ