Life

Μικρό θαύμα η ζωή, όλα σου τα φανερώνει

 ...μνήμες χριστουγέννων

114876-718220.jpg
Μάκης Μάκκας
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
116871-261595.jpg

Ο χρόνος αρχίζει να μικραίνει νιώθω να βγαίνω σιγά-σιγά από την πρώτη γραμμή της ζωής, που είναι η νεότητα, «εδώ στου δρόμου τα μισά που έγραψε και ο ποιητής» και γι’ αυτό το λόγο τελευταία όλο και γλιστράω με τα μούτρα διαρκώς στο χθες.

Στον άνθρωπο, τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι τα πολύ σημαντικά γιατί εκεί ανατρέχεις συχνά για να βρεις απεγνωσμένα κουράγιο. Στην παιδική ηλικία και στα πρώτα εκείνα βιώματα βρίσκονται και τα κλειδιά για να διαβάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας. Τα χρόνια αυτά σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν τον τρόπο που αντιμετώπισες τις σχέσεις, τον κόσμο, τις δυσκολίες αλλά και τα συμπτώματα που ανέπτυξες στην πορεία της ζωής σου.

Είναι καιρός τώρα, που πιάνω τον εαυτό μου να κάνει αυτό το πισωγύρισμα, να στρέφω το βλέμμα μου σε όλα αυτές τις ασπρόμαυρες στιγμές (ακαταστάλαχτες και ανοργάνωτες εντυπώσεις και εμπειρίες), που κρατώ καλά φυλαγμένες στα συρτάρια της μνήμης μου και να εξιδανικεύω αυτά που έχω ζήσει – πρόσωπα, καταστάσεις, μια άμυνα που χρησιμοποιώ συχνά από παιδί γιατί πολλές φορές στο παρελθόν που τα πράγματα δεν ήταν ιδανικά, εγώ τα μετουσίωνα και τα παρουσίαζα ως ιδανικά.

Γυρνώντας στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, όμως, βρίσκουμε και τις πρώτες πληγές... 

Μεσάνυχτα Σαββάτου, σκάβω νοσταλγικά βαθιά μέσα μου, στο υπέδαφος του χρόνου, στο ιντερνέτ έπεσα τυχαία σε ένα βίντεο στο youtube, που ήταν χαραγμένο μέσα μου τόσο έντονα λες και ήταν χθες... Ο Σαββόπουλος υποδέχονταν στο εορταστικό της ΕΡΤ το 1984 με το ας «Κρατήσουν οι χοροί». Μέσα μου ξυπνά ένα περιστατικό το οποίο ξαναβιώνω με ένα συγχρονισμό και σωματικό και συγκινησιακό.

Οι χρονιάρες μέρες της παιδικής μου ηλικίας δεν ήταν πάντα πολύ γιορτινές, αλλά φωτίζουν καημούς και συναισθήματα που σιγοκαίνε στις καρδιά μου ολοχρονίς και ασπρομαύρες εμπειρίες - αντανακλάσεις ανθεκτικές στα χρόνια.

Ένα ακόμη παροδικό βασανάκι των παιδικών χρόνων: παραμονή Πρωτοχρονιάς 1984, εννιά χρονών ήμουν, είχα πατήσει τα λαμπάκια του Χριστουγεννιάτικου δένδρου μπαίνοντας στη μέση να χωρίσω έναν ακόμη εορταστικό καβγά των γονιών μου. Ένα πράγμα, που λες και το είχαμε παράδοση στην οικογένεια, πάντα «χρονιάρες μέρες» από το πουθενά ψάχναμε αφορμή για να ανάψει το «γλέντι»...

(Οι γονείς μου άνθρωποι αγαθότατοι, καλόψυχοι, που όμως λόγω εσωτερικών αδυναμιών που δεν μπορούσαν να τις θεραπεύσουν, είχαν δυσκολίες να συγκροτηθούν σαν ενότητα , με αποτέλεσμα στην υποψία κρίσης ή δυσκολίας να καταλήγουν σε εμφύλια διαμάχη με θύματα άμαχους... εμάς)

Δεν παραγνωρίζω, όμως, ότι ο τρόπος που σκέφτονταν για τον κόσμο ήταν πολύ ήσυχος, ήταν ταπεινοί άνθρωποι, ατόφιοι, καθαροί. Δεν τους άκουσα ποτέ να φθονούν, να ζηλεύουν, να υποβιβάζουν άνθρωπο, ζούσαν με μια σχεδόν αθωότητα δίχως υστεροβουλία. Εμείς σαν παιδιά όμως έπρεπε να πολεμήσουμε σχεδόν μόνα μας. Δεν νιώσαμε ότι είχαμε υποστήριξη, κι όταν δεν το 'χεις αυτό, μια ζωή θα σου χρωστιέται. Αυτό έφερε ανασφάλεια και διαρκή αγωνία, που δεν μας εγκατέλειψε σχεδόν ποτέ, αυτή η τρομάρα να σε πιάνει από το πατζάκι και να σε ακολουθεί μια ζωή.

Αισθανόσουν ορισμένες φορές την πίεση να κυλάει μέσα σου, να εισπράττεις την επιβαρυντική στάση ότι και οι μεγάλοι δεν έχουν σταθερή βάση ύπαρξης φυσική και ψυχολογική ώστε να σου παράσχουν στα προστασία, αποδοχή και καθοδήγηση, ενώ ζούσες σε έναν κόσμο μεγάλων που δεν ήταν προστατευτικός αλλά απειλητικός. Εκείνη την πρωτοχρονιά περισσότερο ο φόβος και η αγωνία με κυρίευαν μήπως ξεσπάσει καμία φασαρία στο σπίτι και πολύ λιγότερο υπήρχε μέσα μου η χαρά, η ανεμελιά και το παιχνίδι των εορτών που με τόση λαχτάρα ανέμενα. Ζούσα συχνά τη συμπαιγνία φαντασίας και πραγματικότητας, να βλέπεις και να ζεις τους χειρότερους φόβους να γίνονται πραγματικότητα, χωρίς μάλιστα να σου εγγυάται κάνεις ότι δεν θα επαναληφθεί. Να γίνονται βιωμένες εμπειρίες, οι χειρότερες φαντασιώσεις, να αισθάνεσαι να σε κατακλύζουν δυο ακραία βιώματα για το παιδικό μυαλό.

Η απειλή και αγωνία για την απώλεια και εγκατάλειψη ενός προσώπου που για την παιδική ψυχή και το μυαλό ήταν ο εκπρόσωπος του κόσμου στη ζωή. Για έμενα το πρόσωπο αυτό ήταν της μάνας, από τη δική της αγάπη και φροντίδα εξαρτιόμουν απολύτως σε εκείνη την ηλικία. Στα μάτια της κοιτούσα απεγνωσμένα το ζωοδότη μήνυμα ότι ο «κόσμος των μεγάλων» ήθελε να έρθω στην ζωή, είναι μαζί μου και έφτιαξε μια θέση για μένα

Έτσι με κάθε ευκαιρία (καβγάδες, εντάσεις) έτρεχα να αναλάβω ρόλο προστάτη, υποστηρικτή, να δώσω και να πάρω κουράγιο και παρηγοριά. Το ίδιο έκανα και σε εκείνο τον πρωτοχρονιάτικο καυγά. Μπήκα στη μέση, ύψωσα το παιδικό κορμί για να προλάβω και να σταματήσω τα χειρότερα.

Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που όταν υπήρχε πολεμική ένταση μεταξύ των γονιών, κάποιο από εμάς τα παιδιά σε πλήρη αντιστροφή ρόλων θα αναλάμβανε να τους αγκαλιάσει, να τους χαϊδέψει, να τους μιλήσει για κάτι ευχάριστο, την ίδια στιγμή που κάποιο άλλο παιδί κάνει φασαρία και αταξίες, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Ίσως τώρα και εγώ ασυνείδητα ήθελα να αποσπάσω την προσοχή των γονιών και επομένως με τη δική μου «θυσία» να ηρεμήσει προσωρινά, έστω, η κατάσταση.

Τη χρόνια εκείνη το πρωτοχρονιάτικο δώρο μου κάτω από το δένδρο: βαθύ σκίσιμο στην πατούσα και το αίμα να αναβλύζει σαν σιντριβάνι. Τα κλάματα και οι φωνές «τοκίζαν» τον πανικό μου. Στη θέα του σχισμένου και ματωμένου ποδιού, σημάνω συναγερμό, ενστικτωδώς εγκαταλείπει την οικογενειακή σύρραξη ο πατέρας, με παίρνει στον ώμο του και σε ελάχιστα λεπτά βρισκόμαστε στο δρόμο ψάχνοντας εναγωνίως ταξί στις 11 την νύχτα.

Ήταν τέλη Δεκέμβρη έκανε κρύο, στα χαμηλά σπίτια καίγανε τζάκια και ξυλόσομπες ενώ στις λίγες τότε πολυκατοικίες, καλοριφέρ. Η νύχτα είχε καλυφθεί από ένα σχεδόν ασημένιο σύννεφο. Κατεβαίνουμε τον δρόμο μπροστά από το Αστυνομικό τμήμα, ο αρχιφύλακας υπηρεσίας κοιτά αμήχανα τον υπό σύγχυση πατέρα που τον είχαν καβαλήσει τα νεύρα και το άγχος και τον κρεμασμένο από τους ώμους ξυπόλητο γιο του να κλαψουρίζει ηχηρά.

*(Φέτος το καλοκαίρι μια από τις αξημέρωτες νύχτες, βρέθηκα να κάνω βόλτες στο ίδιο σημείο ανασκαλίζοντας τις στάχτες... Αυτή την φορά ο νεαρός αστυνόμος βγήκε και με ακολούθησε ζητώντας εξηγήσεις για την έντονη διερευνητική μου ματιά στο περιβάλλον... «Να ξέρεις, σ’ αυτούς τους δρόμους εγώ έχυσα το αίμα μου...», ψέλλισα σχεδόν από μέσα μου).

Παρότι ο φόβος και ο πόνος με κυριεύουν και η θέα του σχισμένου ποδιού μου κινητοποιεί ένα μικρό πανικό, όλο αυτά δεν εμποδίζει να εκδηλωθεί η συναισθηματική παρατηρικότητα που με γνώριζε από μικρό παιδί.

(Είχα μια παιδική περιέργεια που δεν με εγκατέλειψε ποτέ, ένα παιδί που δεν το χωρούσε ο τόπος, που του άρεσε όλα να τα βλέπει, να τα μυρίζει, να τα σκαλίζει, που το έδερνε η περιέργεια).

Και μόνο ο κρύος αέρας που ακουμπάει το πρόσωπο μου δίνει χαρά. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά στη συνοικία, όλοι στα σπίτια γύρω από τα δέντρο, ψυχή στους δρόμους, στην θέση του μόνο ο μπαρμπα-Γιάννης, ο μπακάλης της γειτονιάς, αυτός δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ, εποπτεύει τις κινήσεις των πάντων... Ίσως και να τον έβρισκε ο νέος χρόνος χωμένο ανάμεσα στα σακιά με τις φακές και τη ζάχαρη και τις μπουκάλες υγραερίου. Αντίθετα, ο κυρ-Θανάσης ο γαλατάς που έφερνε όλη μέρα γύρω τις γειτονιές της Νέας Ιωνίας με το τρίκυκλο πουλώντας την πραμάτειά του, είχε αποσυρθεί εδώ και ώρα στο πλίθινο προσφυγικό οίκημα που ζούσε με την υπερήλικη μάνα του.

Διακρίνεις παντού φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες, στις προσόψεις των σπιτιών αναβόσβηναν γιρλάντες που εικόνιζαν άστρα και κεριά ανάμμενα, στα παράθυρα χάρτινοι Αϊ-Βασίληδες, άγγελοι με τρομπέτες, φωτεινά καράβια και αλλά παρόμοια εορταστικά ντεκόρ.

Μισοζαλισμένος στο μικρό μου θρόνο, και ανάμεσα στην αρχική τρομάρα και στην τρεχάλα τώρα χαζεύω μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα των μπαλκονιών τα χαρούμενα και εορταστικά πρόσωπα των γειτόνων, ακούω τις εορταστικές συνομιλίες, τις ευχές που αντάλλαζαν και όσο απομακρυνόμουν από τις συνοικίες, τόσο πιο γλυκά έφθαναν οι ήχοι στα αυτιά μου.

Έλεγα μέσα μου ότι η ομορφιά της ζωής είναι εδώ δεν με αφήνει, βρίσκει τρόπους να με συναντά ακόμη και όταν εγώ την διώχνω. Βρόνταγαν σαν μικρές καμπάνες οι παραγεμισμένες τσέπες μου με κέρματα, συγχρονισμένες στον ταχύ νευρικό βηματισμό του πατέρα. Είχαμε πει τα κάλαντα τις παραμονές από τις 6 το πρωί, όλοι μαζί φίλοι και συγγενείς.

Τέρμα Περισσού η αφετηρία και φτάσαμε μέχρι την πλατεία της Νέας Ιωνίας. Για μας τότε πολύ μακριά... τώρα, ένα τσιγάρο δρόμος. Ο Περισσός και μέσα στη νύχτα μια γλύκα, ένα εκχύλισμα ζωής: γειτονιές, σπιτάκια με κήπους, με μουριές, με κληματαριές, συκιές. Υπάρχουν παντού μυρωδιές, τα περισσότερα σπίτια μονά ή διπλά με μικρούς κήπους, όμορφες μονοκατοικίες και παρά δίπλα χωράφια και αλάνες γύρω μας ζούσαν προσφυγικές οικογένειες, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν πάντα ανοιχτά.

Ήταν ένα κανονικότατο «χωριό» η γειτονιά μου λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Άνθρωποι που δουλεύουν πρωί και βράδυ στα εργοστάσια, γυναίκες καθαρίζουν σκάλες, φτώχεια... Φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα κέφι, αγάπη και αρκετή συντροφικότητα, οι σχέσεις πιο ουσιαστικές, με γενναιοδωρία, όχι περιέργειας και επιδερμικές. Δεν σήκωνε πολύ μπλοφάρισμα στις ανθρώπινες σχέσεις η εποχή εκείνη. Τότε που ο κοινοτικός τρόπος ζωής επέτρεπε την υπέρβαση της ατομικής φτώχειας.

Παρόλα αυτά δεν ήταν τόσο δύσκολη η παιδική ηλικία, κι ας είχα λίγες φορές ως παιδί αγοραστό παιχνίδι ή παιδικό βιβλίο, κι ας φορούσαμε, ρούχα δεύτερο χέρι. Έτσι ζούσανε πάνω-κάτω σε πολλά σπίτια την εποχή εκείνη στον Περισσό. Ζούσες κάπως πιο εύκολα. Την έβγαζες με τα ψέματα. Υπήρχε φτώχεια, αφραγκίες, και στέρηση, αλλά εκείνη την εποχή τα πράγματα αυτά τα περνάγες ελαφρά, δεν σε έπιαναν από το μπράτσο.

Όμως ακόμη και στις ακραίες συνθήκες κατορθώνουμε να αντέχουμε και να επιβιώνουμε ψυχολογικά και συναισθηματικά. Για να τα καταφέρουμε χρειάζονταν να πιαστούμε από κάτι, και για αυτό κρατιόμαστε από μικροπεριβάλλοντα, μικρές νησίδες ζωής, παρουσίας, αποδοχής και καθοδήγησης...

Όσο για μένα αυτές οι νησίδες ζωής ήταν οι φίλοι, το σχολείο και γείτονες στις προσφυγικές συνοικίες του Περισσού. Λειτουργούσαν σαν υπαρξιακό σωσίβιο απέναντι σε όλη τη δύσκολη πραγματικότητα φτιάχνοντας έναν κόσμο ζωοδότη για την παιδική ψυχή. Οι φίλοι και συνομήλικοι, η παρέα και το παιχνίδι σε αλάνες και χωματόδρομους ήταν πηγή ζωής μέσα σε αυτή την ακραία κατάσταση που πολλές φορές βίωνα και δεν τις χωρούσε ο νους μου. Κατασκευάζαμε μόνοι μας παιχνίδια από ξύλα και σύρμα, τους δίναμε σχήμα αυτοκινήτου με στεφάνια ποδηλάτου για ρόδες, αεροπλάνου και πραγματικά πετούσαμε από χαρά.

Παίζαμε ασταμάτητα ομαδικά παιχνίδια στους χωματόδρομους και στις αλάνες, σε σχεδόν άδειους δρόμους... ξένοιαστοι και μες την τρελή χαρά. Υπήρχε έντονη η υπόσχεση της «γλυκιάς ζωής». Λίγα βήματα παρακάτω η αντίθεση, από την οικογενειακή θαλπωρή στις μοναξιές του πλήθους, καταδύομαι στα συννεφιασμένα πρόσωπα των συνδρομητικών θαμώνων του συνοικιακού καφενείο,υ που κυνηγούσαν με μοναδική προσήλωση τις προσωπογραφίες του Κολοκοτρώνη σε χαρτονόμισμα (πεντοχίλιαρο) πάνω στην πράσινη τσόχα περιφρονώντας επιδεικτικά την αλλαγή του χρόνου.

Το φεγγάρι κόντευε να γεμίσει και σκόρπιζε θαμπό χρυσάφι πάνω από τα προσφυγικά σπίτια. Γυαλίζω με το βλέμμα μου τις ασβεστωμένες αυλές στα προσφυγικά σπίτια, στο εσωτερικό του σπιτιού διακρίνω μια υπερήλικη κυρία να βρίσκεται μπροστά από το στρωμένο βαρύ ξύλινο τραπέζι, με τέσσερα σερβίτσια, τα ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια και το βλέμμα της σταθερά έξω από το παράθυρο να κοιτάζει το δρόμο.

Η γιαγιά ήταν επιβλητική, με φουσκωτό τεράστιο κατάμαυρο κότσο και μαύρο κασμιρένιο φόρεμα, κάπνιζε μεγάλα τσιγάρα και περίμενε μια ακόμη πρωτοχρονιά μακριά από το τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε... τη Σμύρνη... Στις προσφυγικές γειτονιές, είχαν σχολάσει τα υφαντομάγαζα και τα κλωστήρια, πίσω από τα παράθυρα, τα χωρίς παντζούρια, μ’ ένα κουρτινάκι μόνο, που ο ρόλος του ήταν περισσότερο να στολίσει παρά να κρύψει τη ζωή του σπιτιού, έβλεπες καθαρά τους ανθρώπους, κουβεντούλα, διηγήσεις, και τραγούδι γύρω από το εορταστικό τραπέζι ενώ γέμιζαν οι γύρω δρόμοι από τις μυρωδιές από τα εδέσματα της πολιτικής κουζίνας και την ρετσίνα. Από αυτούς τους βιοπαλαιστές ανθρώπους που βίωναν και ακτινοβολούσαν την πιο καίρια ανθρωπινή αρετή, που είναι η χωρίς όρους και προϋποθέσεις αποδοχή του άλλου.

Μετά από μισή ώρα αναζήτησης βρίσκουμε ένα ταξί... Αυτό το ταξί και η διαδρομή που ακολούθησε κατά μήκος της λεωφόρου Ιωνίας είχε μείνει χαραγμένη στην μνήμη μου καθώς περνούσε μπροστά από το σπίτι μου και βλέπω τα παράθυρα κλειστά και τα φώτα σβηστά... Τα ματιά μου γεμίζουν δάκρυα... Έμοιαζε το σπίτι μου σαν σβησμένο φωτάκι ανάμεσα σε δεκάδες που αστραφοκοπούσαν, σαν μια μικρή σκοτεινή νησίδα σε ένα φωτισμένο και στολισμένο ωκεανό.

Όταν χώριζαν προσωρινά και έφευγε ο πατέρας μου, θυμάμαι έντονα ότι σκεπτόμουν ότι αν χάσω και τους υπόλοιπους πώς θα επιβιώσω... προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα τα καταφέρω και έλεγα μέσα μου: «θα τα καταφέρω».

(Ήμουν ένα παιδί μόλις 10 ετών τρομερά άγραφο και νωπό, για μια ακόμη εμπειρία τραυματική, σφουγγάρι και όλα αυτά τα βιώματα με περιέχουν και η επαναβίωση τους είναι κάποιες φορές φοβογόνος και άλλες ευχάριστη).

Έπειτα από λίγα λεπτά βρισκόμαστε στην Κηφισίας να κάνουμε τη νυχτερινή πρωτοχρονιάτικη μας βόλτα, ψάχνοντας για εφημερεύον νοσοκομείο. Μέσα από το ταξί βλέπω με ένα μικρο δέος, τους μεγάλους άδειους δρόμους, τους ξεχασμένος τελευταίους εκδρομείς της γιορτής, τις υπέρλαμπρες βιτρίνες και τις φωτεινές επιγραφές να σβήνουν η μία μετά την άλλη σαν πέφτουν σιγά σιγά για ύπνο, τους ιδιοκτήτες που βιαστικά κατεβάζουν τα σιδερένια ρόλος και να σπεύδουν να φύγουν για τα σπίτια τους.

Καταλήγουμε στο παιδιατρικό νοσοκομείο... Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, ο θάλαμος είχε γεμίσει φίσκα πιτσιρίκια, δεν έφταναν τα κρεβάτια. Ήταν πολλά τα παιδιά που περίμεναν να τα δει ο ιατρός. Βρήκαμε μια γωνία στο ακρινό παράθυρο, διπλά μου σχεδόν αγκαλιαστά, ένα κοριτσάκι ξανθό και γαλανομάτικο, με μια όψη αγγελική, κρυφογελούσε κοιτάζοντας το φοβισμένο βλέμμα μου μπροστά στην θέα των ιατρών και νοσοκόμων. Σε λίγο είχα αποκτήσει ένα χειροποίητο κεντητό (10 ράμματα) δώρο μιας νεαρής χειρουργού, που το καμάρωνα χαμογελαστός επιδεικνύοντας σε ασθενείς και επισκέπτες αποσπώντας ευχές και πειράγματα.

Με όλες αυτές τις συγκινήσεις και τις εναλλαγές συναισθημάτων που βίωσα κατά τη διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο, είχα ξεχάσει ή καλύτερα με είχαν εγκαταλείψει ο φόβος και ο πόνος που με διπλάρωσαν για τα καλά τις πρώτες ώρες. Τώρα το μόνο αίσθημα που με κυριεύει είναι η αγωνία για το χρόνο που θα χρειάζονταν για να βγάλω τα ράμματα και να ξαναπάρω τις δρόμους και τις αλάνες. 

Την αγωνία τη μοιράστηκα με την ιατρό – με καθησύχασε... «Σύντομα», μου απάντησε, "αρκεί να είσαι φρόνιμο και υπάκουο παιδί και φυσικά να αγαπάς τους γονείς σου". (Είμαι βέβαιος ότι άκουσε τα παράπονα μου προς τον πατέρα την ώρα που αυτή μου κέντουσε τα ράμματα στην πατούσα).

Στο σαλονάκι του νοσοκομείου βρίσκω παρέα το κοριτσάκι που είχα συνάντηση νωρίτερα στο δωμάτιο, τώρα είχε στο γύψο το δεξί της χέρι, «Δαφνούλα», μου είπε το όνομα της, κεράσαμε ο ένας τον άλλο γλυκά και λιχουδιές που μας είχαν δώσει συνοδοί και νοσοκόμες και μείναμε να βλέπουμε μαζί τον Σαββόπουλο να υποδέχεται στην ΕΡΤ με πρόζα και τραγούδι το νέο έτος.

Οι τηλεοπτικές ευχές ηθοποιών και μουσικών και η συγκίνηση της έλευσης του νέου έτους οδηγούν ασυνείδητα τη σκέψη μου πίσω στη μάνα και τα αδέρφια μου. Ο πατέρας μου δίπλα τώρα εμφανώς ήρεμος, με μια ανακούφιση στο βλέμμα του, με είχε φορτώσει παιχνίδια (σε εμένα έδειχνε μια μεγαλύτερη προσοχή τέτοιες στιγμές, γιατί ακόμη έπαιρνα τοις μετρητοίς τις συχνές φασαρίες).

Δεν ήμουν η περίπτωση του χαϊδεμένου παιδιού, αντίθετα ήμουν αυτό που έπρεπε σε ένα βαθμό να φροντίσει μόνο του να επιβιώσει και αναζητούσε επιτακτικά την βεβαίωση «σε θέλουμε να υπάρχεις έτσι όπως είσαι. Έχεις μια θέση μεταξύ μας»... Κάποια στιγμή αργά το πρωί παίρνουμε ιατρικές και φαρμακευτικές οδηγίες και επιστρέφουμε για το σπίτι στις 6 το πρωί.

Έξω χαράζει, βρίσκουμε την μάνα μου στην είσοδο της πολυκατοικίας εμφανώς άγρυπνη και ταλαιπωρημένη, να έχει γύρει το κεφάλι στο τοίχο και να με περιμένει όλη την νύχτα, δέχθηκε ήρεμα τις εξηγήσεις του πατέρα για φάρμακα και τις αλλαγές που θα χρειαζόμουν, γέλασε άκεφα με ένα πείραγμα - αγκαλιά που της έκανα και φύγαμε να πάμε στο σπίτι των συγγενών που μας φιλοξενούσαν ως «άστεγους», μετά από κάθε οικογενειακό σεισμό.

Η μητέρα ήταν αυστηρή και μετά τα συνεχή προβλήματα έγινε περισσότερο. Γιατί ένιωθε ότι έχει το βάρος της ευθύνης να μας μεγαλώσει τρία παιδιά.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο βλέπω τον αδερφό μου να κοιμάται, κρατώντας στο χέρι του ένα μεγάλο μπλέ μπαλόνι στον καναπέ του σαλονιού, έσκυψα από επάνω του ακουμπώντας το πρόσωπο μου στο μάγουλο του (όπως όταν ήμασταν πολύ μικροί) και αφήνοντας δίπλα στο μαξιλάρι τον Ιππότη Της Ασφάλτου, την πίστα και τον ΚΙΤΤ που είχα αποκτήσει από τον νυχτερινό μποναμά κατά την διάρκεια της παραμονής μου στο Νοσοκομείο, ξάπλωσα δίπλα του κρατώντας του σφιχτά το χέρι.

Ήταν συνειδητή η απόφαση μέσα μου ότι θέλουμε και πρέπει να είμαστε μαζί, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που μπορεί να έχει η συνύπαρξη μας, απόφαση που μπορεί να υπερβαίνει τις όποιες ανεπάρκειες και αστοχίες υπήρχαν. Σε δυο λεπτά, είχα ηρεμήσει και κοιμήθηκα σαν πουλάκι... Ήταν ένα ακόμη παιδικό παροδικό βασανάκι..

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ