TV & Media

Το τέλος μιας εφημερίδας

«Όποιος ζει με το σπαθί, πεθαίνει από το σπαθί»

10129-624076.jpg
Βαγγέλης Κορωνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 355
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Ρεμπέκα Μπρουκς με τους Μέρντοχ
Η Ρεμπέκα Μπρουκς με τους Μέρντοχ

«Όποιος ζει με το σπαθί, πεθαίνει από το σπαθί» και η μεγαλύτερη σκανδαλοθηρική εφημερίδα της Βρετανίας έκλεισε εξαιτίας ενός τεράστιου σκανδάλου τηλεφωνικών υποκλοπών που συγκλονίζει τη μιντιακή αυτοκρατορία του πανίσχυρου Μέρντοχ, αλλά και τη χώρα ολόκληρη. Ενός σκανδάλου γνωστού εδώ και χρόνια, του οποίου όμως όλες οι αποκρουστικές πτυχές ξεδιπλώθηκαν τις τελευταίες μέρες.

Η βρετανική αγορά ΜΜΕ είναι ίσως η πιο αμείλικτη και έχει να επιδείξει την καλύτερη αλλά και τη χειρότερη μορφή δημοσιογραφίας του πλανήτη. Τα λεγόμενα ταμπλόιντς ή red tops μπορούν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να εξασφαλίσουν αποκλειστικότητες που συνήθως περιστρέφονται γύρω από το sex, την ιδιωτική ζωή διασημοτήτων, αλλά και μια υποκριτική και λαϊκίστικη υπεράσπιση της δημόσιας ηθικής. Μεταμφιέσεις, κρυφές διεισδύσεις σε σπίτια και εργασιακούς χώρους –ακόμα και στο παλάτι–, τηλεφωνικές υποκλοπές και «λαδώματα» σε αξιωματικούς της αστυνομίας είναι κάποια μόνο από τα «εργαλεία» που οι δημοσιογράφοι τους χρησιμοποιούν στο κυνήγι της αποκλειστικότητας.

Η News of the World έως την προηγούμενη εβδομάδα κρατούσε ψηλά τη σημαία αυτού του είδους της δημοσιογραφίας, μέχρι που οι παρατεταμένες αποκαλύψεις των ανταγωνιστών της –με πρωτοπόρο τον Guardian– για τις χιλιάδες υποκλοπές τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει δημοσιογράφοι της οδήγησαν στο ακαριαίο κλείσιμό της από τον Μέρντοχ.

Κεντρικό πρόσωπο στο σκάνδαλο είναι η πρώην διευθύντρια της εφημερίδας και νυν διευθύνουσα σύμβουλος και δεξί χέρι του Μέρντοχ, Ρεμπέκα Μπρουκς. Η πανέξυπνη κοκκινομάλλα ήταν ο τύπος του διευθυντή που όταν η εφημερίδα της δεν κέρδιζε κανένα ετήσιο δημοσιογραφικό βραβείο, πλήρωνε για να κλείσει τραπέζια στην τελετή απονομής και απαγόρευε στο προσωπικό της να παραστεί. Ο μόνος που καθόταν στα τραπέζια της εφημερίδας ήταν ένας φουκαράς εκπαιδευόμενος, προκειμένου η Μπρουκς να στείλει το μήνυμα διαμαρτυρίας αλλά και περιφρόνησης με το δικό της προσωπικό στιλ που της εξασφάλισε αμέτρητους εχθρούς. Ακόμα και τώρα, όμως, που οι πάντες θεωρούν ότι όλα άρχισαν επί των ημερών της και απαιτούν το κεφάλι της, ο Μέρντοχ την προστατεύει λυσσαλέα, χωρίς πάντως κανείς να στοιχηματίζει για το πόσο ακόμα.

Όλα άρχισαν όταν το 2006 η εφημερίδα δημοσίευσε μια σχετικά ασήμαντη ιστορία για το πώς ο πρίγκιπας Γουίλιαμ επισκέφτηκε ορθοπεδικό μετά από ένα μικρό τραυματισμό παίζοντας ποδόσφαιρο. Η βασιλική οικογένεια άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά, αφού κανείς δεν ήξερε για τη συγκεκριμένη επίσκεψη του πρίγκιπα στο γιατρό. Η αστυνομία ανακάλυψε ότι ο βασιλικός ανταποκριτής της News of the World πλήρωνε έναν ιδιωτικό ερευνητή για να υποκλέπτει τα μηνύματα των τηλεφωνητών διασημοτήτων. Και οι δύο οδηγήθηκαν στη φυλακή, η εφημερίδα αποκήρυξε το περιστατικό σαν θλιβερό αλλά μεμονωμένο και η ιστορία πέρασε στα ψιλά.

Το 2009 ο Guardian επανήλθε αποκαλύπτοντας ότι οι υποκλοπές ήταν χιλιάδες και άγγιζαν διάσημους, πολιτικούς, αλλά και απλούς πολίτες. Και ότι η News of the World είχε πληρώσει πάνω από ένα εκατομμύριο στερλίνες για να αποζημιώσει θύματά της, αναγκάζοντάς τα να υπογράψουν ότι δεν θα αποκάλυπταν τίποτα. Στην υπόθεση, έγραφε τότε ο Guardian, εμπλεκόταν και η αστυνομία η οποία δεν είχε ενημερώσει πολλά θύματα, αφού πολλοί αξιωματικοί της είχαν δωροδοκηθεί από την εφημερίδα.

Ακόμα και τότε όμως η υπόθεση παρέμεινε σχετικά περιορισμένη, αφού καμία εφημερίδα δεν «κυνήγησε» το θέμα. Αυτό οφειλόταν σύμφωνα με όσα έγραψαν αργότερα οι New York Times στο ότι οι υποκλοπές ήταν  συνηθισμένη πρακτική στα βρετανικά ΜΜΕ και όχι αποκλειστική συνήθεια της News of the World.

Η κορυφαία αμερικανική εφημερίδα αποφάσισε να ερευνήσει η ίδια την υπόθεση στέλνοντας στο Λονδίνο μια ομάδα δημοσιογράφων, η οποία μετά από 6μηνη έρευνα αποκάλυψε ότι οι υποκλοπές ήταν καθημερινή πρακτική για τους περισσότερους δημοσιογράφους της News of the World. Μετά από αυτό η κάλυψη και από τα βρετανικά μέσα ήταν καταιγιστική και εξανάγκασε τον Μέρντοχ να πάψει να κάνει τον ανήξερο. Μετά από προσωπική του παρέμβαση η εφημερίδα έδωσε στην αστυνομία επιβαρυντικά στοιχεία με τα οποία η υπόθεση βγήκε από το αρχείο και ο πρώην διευθυντής της εφημερίδας και διάδοχος της Μπρουκς, Άντυ Κόουλσον, που στο μεταξύ είχε αναλάβει τη θέση του διευθυντή επικοινωνίας του νέου πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, παραιτήθηκε εσπευσμένα.

Είχαν ήδη προηγηθεί συλλήψεις δημοσιογράφων, μέχρι που φτάσαμε στην κορύφωση της προηγούμενης εβδομάδας όταν νέες αποκαλύψεις έδειχναν ότι θύματα υποκλοπών είχαν πέσει οικογένειες στρατιωτών στο Αφγανιστάν, οι γονείς ενός 13χρονου κοριτσιού που είχε απαχθεί και άλλες περιπτώσεις πολύ βαριές ακόμα και για το πεινασμένο για σκάνδαλα βρετανικό κοινό.

Ο Κόουλσον συνελήφθη, ο Κάμερον έκανε τις γνωστές απολογητικές δηλώσεις και ο πανούργος Μέρντοχ, σε μια επίδειξη κυνισμού και αποφασιστικότητας, δήλωσε μέσω του γιου και κληρονόμου της αυτοκρατορίας του ότι η εφημερίδα «απέτυχε να κάνει για τον εαυτό της αυτό που με επιτυχία έκανε για τους άλλους: να τους ελέγχει και να τους θέτει προ των ευθυνών τους». Και την έκλεισε. Κάποιοι είπαν ότι το έκανε για να προστατεύσει την αξιοπιστία του ομίλου και για να μη διακινδυνεύσει την εξαγορά του υπολοίπου του χρυσοφόρου συνδρομητικού καναλιού  BSkyB, που ζαχαρώνει εδώ και καιρό. Κάποιοι άλλοι ότι το κλείσιμο ήταν έτσι κι αλλιώς στα σχέδιά του, αφού η έκδοση ενός κυριακάτικου φύλλου της ομόσταυλης, εξίσου άθλιας καθημερινής Sun θα εξοικονομήσει τεράστια ποσά για τον όμιλο χωρίς να χάσει τους κυριακάτικους αναγνώστες του, έχοντας κάνει ταυτόχρονα και μια επίδειξη «υψηλού επιχειρηματικού ήθους». Σε κάθε περίπτωση ο Μέρντοχ απέδειξε ότι δεν είναι τυχαία ο «αυτοκράτορας» των αγγλόφωνων ΜΜΕ. Μένει να φανεί αν θα διατηρήσει τη δυνατότητα να ανεβοκατεβάζει τις βρετανικές κυβερνήσεις.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ