Πολιτικη & Οικονομια

H ανάγκη αναδιατύπωσης της έννοιας της ασφάλειας

Με αφορμή τον «απρόβλεπτο» χιονιά που χτύπησε την Αθήνα

christos-fragkonikolopoukos.jpg
Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κακοκαιρία «Ελπίδα» - Στιγμιότυπο από την Καισαριανή
© ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/ EUROKINISSI

Σχόλιο για τις σημερινές προκλήσεις στην Ελλάδα, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και το καθήκον των θεσμών, κυβερνητικών και αντιπροσωπευτικών στην Ελλάδα.

Σήμερα, όλο και περισσότερο, λίγοι είναι οι πολίτες της χώρας μας που αισθάνονται ασφαλείς από την προστασία που προσφέρουν οι κρατικές δομές. Αντιλαμβάνονται, επίσης, ότι η διασφάλιση της ασφάλειας δεν έχει να κάνει μόνο με μια πιθανή εισβολή εχθρικών στρατών στο έδαφός μας. Οι «επιθέσεις» και οι «μάχες» με τις οποίες είναι αντιμέτωποι (φωτιές, κακοκαιρία-χιόνια και πανδημία) δεν είναι αποτέλεσμα μιας χώρας που επιθυμεί να εισβάλλει στην Ελλάδα.

Ζούμε, σύμφωνα με τον Ulrich Beck, σε κοινωνίες ρίσκου ή διακινδύνευσης, όπου η κοινωνία δημιουργεί η ίδια τους κινδύνους που την απειλούν (ατομικά όπλα, πυρηνικά εργοστάσια, μόλυνση του περιβάλλοντος, κοινωνικές ανισότητες, χρηματιστικές κρίσεις), με αποτέλεσμα στους επιμέρους τομείς της κοινωνίας, της οικονομίας, της εργασίας, της τεχνολογίας και του κοινωνικού βιόκοσμου να πολλαπλασιάζονται οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι, και όλα όσα δεν μπορούν να προβλεφθούν.

Παρ’ όλα αυτά, όπως είδαμε πρόσφατα με την απόκτηση των Rafale, η χώρα μας παραμένει αγκιστρωμένη στη λογική διατήρησης και ενίσχυσης των εθνικών μας πολεμικών, δυνάμεων ασφαλείας και εξοπλισμών, καθώς και στην κυρίαρχη λογική των γεωπολιτικών κρατικών συμφερόντων. Η διασπορά νέων μορφών προβλημάτων και απειλών, όμως, οφείλουν να μας προσανατολίσουν στη ριζική αναδιατύπωση και αναθεώρηση της παραδοσιακής έννοιας της ασφάλειας συνοριακών προβλημάτων. Οι απειλές για την ασφάλεια ενός κράτους δεν είναι μόνο στρατιωτικής φύσης. Η ασφάλεια είναι πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη με πολλές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές, περιβαλλοντικές και στρατιωτικές προεκτάσεις. Οφείλουμε λοιπόν να μην εστιάζουμε μόνο στις σχέσεις μεταξύ των κρατών (που συνδέονται με την ισορροπία ισχύος και τη στρατιωτική ασφάλεια), αλλά και στους ανθρώπους και στην παροχή ορισμένων δημόσιων αγαθών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς την κατεύθυνση αυτή αποτελεί η υιοθέτηση της έννοιας της ανθρώπινης ασφάλειας από τα Ηνωμένα Έθνη, που λαμβάνει υπόψη της όχι μόνο τις συνέπειες των στρατιωτικών συγκρούσεων, αλλά και την αποδιοργάνωση και τις ανισότητες που προκαλεί η οικονομική παγκοσμιοποίηση αλλά και άλλες μη στρατιωτικές πηγές ανασφάλειας. Απηχεί την πεποίθηση ότι η ασφάλεια πρέπει να περιλαμβάνει ένα ευρύτερο φάσμα ενδιαφερόντων και προκλήσεων από την άμυνα του κράτους και από την εξωτερική στρατιωτική απειλή, όπως την: οικονομική ασφάλεια (ένα διασφαλισμένο βασικό εισόδημα), ασφάλεια τροφής (πρόσβαση σε βασικά τρόφιμα), ασφάλεια υγείας (προστασία από ασθένειες), ασφάλεια περιβάλλοντος (προστασία από την ανθρωπογενή υποβάθμιση του περιβάλλοντος), προσωπική ασφάλεια (προστασία από όλες τις μορφές σωματικής βίας), πολιτική ασφάλεια (διατήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών).

Η Ελλάδα έχει να διαχειριστεί έναν κόσμο που αλλάζει ριζικά. Εδώ και αρκετά χρόνια ακούμε τους πολιτικούς να λένε ότι η χώρα μας είναι «άμαθη» στα χιόνια, με αποτέλεσμα να μην διαθέτουμε τις απαραίτητες υποδομές, τη γνώση και την παιδεία να αντιμετωπίσουμε μια «απρόβλεπτη χιονοκαταιγίδα». Για πόσο καιρό θα μπορέσουν, όμως, να χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα; 

O κόσμος μετά την Covid-19 της παρέχει μια ευκαιρία για διόρθωση της πορείας και τη δημιουργία πιο ανθεκτικών και καλύτερων εκδοχών της οικονομίας και της κοινωνίας. Χωρίς προθυμία να επιδείξει ικανότητα προβληματισμού και ανανέωσης, η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει απρόβλεπτη και ευάλωτη. Το υπάρχον σύστημα πρέπει να μπορέσει να απομονώσει ό,τι είναι σημαντικό και να αποφασίσει τι λειτουργεί καλά, τι πρέπει να μεταρρυθμιστεί και τι πρέπει να απορριφθεί. Το να απαντήσει σε ορισμένα από αυτά τα ερωτήματα η Ελλάδα (θεσμοί, πολίτες) είναι ένα απαραίτητο βήμα για να διαπιστώσει όχι μόνο τι έχει αλλάξει, αλλά και τι δεν έχει αλλά πρέπει. Και οι απαντήσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ ενοχλητικές για τα κόμματα, τους κυβερνητικούς θεσμούς λήψης αποφάσεων, τα αντιπροσωπευτικά συστήματα. Ίσως το συμπέρασμα να είναι ότι απαιτείται μια συνολική και ριζική μεταρρύθμιση. Ή να προχωρήσουμε με λίγες αλλά ουσιαστικές τροποποιήσεις στο τρέχον σύστημα. Το ζητούμενο, όμως, πρέπει να παραμείνει το ίδιο, δηλαδή να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν τα ελαττώματα και οι περιορισμοί του τρέχοντος μοντέλου λήψης αποφάσεων σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.

Προς αυτή την κατεύθυνση, το χτίσιμο σχέσης εμπιστοσύνης και περιβάλλοντος ανοιχτής επικοινωνίας μεταξύ θεσμών, κυβερνήσεων και πολιτών είναι απόλυτη προϋπόθεση για την επιτυχία. Οι θεσμοί θα πρέπει να λειτουργήσουν ως κόμβοι συνδεσιμότητας για τις κοινότητες και τους πολίτες, που εργάζονται από κοινού για τον εντοπισμό και την επίλυση προβλημάτων, τη διαμόρφωση αποφάσεων και την παραγωγή αλλαγής. Προς αυτή την κατεύθυνση, η καλύτερη πηγή πληροφοριών, ή ακόμα και ο πιθανότερος καταλύτης πολιτικής αλλαγής και σταθερότητας σε σειρά σημαντικών ζητημάτων, δεν προέρχεται μόνο από το κράτος. Τα πανεπιστήμια, οι ΜΚΟ και οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανάπτυξη. Ανοίγοντας δίαυλους επικοινωνίας με πολίτες και την κοινωνία πολιτών στα αίτια και στις αντίστοιχες λύσεις, η Ελληνική δημοκρατία όχι μόνο θα εμπλουτίσει τον δημόσιο διάλογο, αλλά θα προσφέρει και περισσότερες επιλογές προς εξέταση και σκέψη που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε βέλτιστες πρακτικές και αποτελέσματα.

Η ιδιαιτερότητα της σημερινής πρόκλησης στην Ελλάδα είναι ότι οι μη-στρατιωτικοί κραδασμοί και οι πιέσεις στο σύστημα –όπως η μετανάστευση, η τρομοκρατία, ο ή η κλιματική αλλαγή– πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα με την πρόκληση που τίθεται στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων από μια ολοένα και πιο ισχυρή αμφισβήτησή τους. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας της Pew Research σε 17 ανεπτυγμένες χώρες (ανάμεσα τους και η Ελλάδα), σύμφωνα με την οποία οι πολίτες των αναπτυγμένων χωρών θέλουν σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Κατά μέσο όρο το 56% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας του πρέπει να υποστεί μεγάλες αλλαγές ή να μεταρρυθμιστεί πλήρως. Αυτή τη γνώμη εξέφρασαν, μάλιστα, τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων σε Ιταλία, Ισπανία, ΗΠΑ, Νότιο Κορέα, Γαλλία, Βέλγιο, Ιαπωνία, Ελλάδα. Σε αρκετές από τις 17 χώρες καταγράφηκε έντονη επιθυμία μεταρρύθμισης και του οικονομικού συστήματος. Σε τρεις από αυτές –Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα– οι οκτώ στους δέκα είπαν ότι το οικονομικό σύστημα της χώρας τους χρειάζεται μεγάλες αλλαγές σε όλη τη γραμμή του. Κατά συνέπεια, το καθήκον των θεσμών, κυβερνητικών και αντιπροσωπευτικών στην Ελλάδα, δεν είναι μόνο να υπερασπιστούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία έναντι ισχυρών αναδυόμενων απειλών, αλλά και να την αποτρέψουν από το να πεθάνει εκ των έσω. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ