Πολιτικη & Οικονομια

Η διακυβέρνηση στην εποχή των θεοχαρόπουλων

Αντί να περιμένουμε τον επόμενο Θεοχαρόπουλο ας επιχειρήσουμε να καλύψουμε το έδαφος που αφορά τις υποχρεώσεις εκείνων που ασκούν τη διακυβέρνηση

89182-200292.jpg
Παναγιώτης Καρκατσούλης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θανάσης Θεοχαρόπουλος
Θανάσης Θεοχαρόπουλος

Επιπλέον της ηθικής αποδοκιμασίας πρέπει να υπάρξουν συγκεκριμένες ρυθμιστικές ενέργειες που θα οδηγούν στην ενδυνάμωση θεσμικών αναχωμάτων

Πολλοί επιτιμούν τον κ. Θεοχαρόπουλο γιατί, ακολουθώντας την πεπατημένη της πολιτικής συναλλαγής, έγινε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια ότι η ορθολογική επιλογή του κ. Θεοχαρόπουλου να φροντίσει για τη μεγιστοποίηση των προσωπικών του ωφελημάτων, δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ηθική. Στην εποχή της διακυβέρνησης Τσίπρα, αυτή είναι, ωστόσο, ιδιαιτέρως ενδοτική. Μπορεί να πει κανείς ότι είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ικανότητά του να ευτελίζει ανθρώπους που προσφέρονται, όμως, προς τούτο. Σε λίγες ημέρες θα έχει ξεχαστεί ο χρονομισθωμένος υπουργός Θεοχαρόπουλος περιπίπτοντας στην λήθη η οποία, ήδη, περιβάλλει τους προτελευταίους της κατηγορίας Μωραΐτη - Τόλκα, ενώ οι αντίστοιχες παλαιότερες περιπτώσεις δεν μνημονεύονται ούτε καν με το όνομά τους.

Δεν επρόκειτο να ασχοληθώ με την περίπτωση κανενός εξ αυτών, διότι η ηθική αποδοκιμασία της πράξης τους δεν χρειάζεται άρθρο και κόπο. Το κάνω, ωστόσο, γιατί θεωρώ ότι επιπλέον της ηθικής αποδοκιμασίας πρέπει να υπάρξουν συγκεκριμένες ρυθμιστικές και οργανωτικές ενέργειες που θα οδηγούν στη δημιουργία ή την ενδυνάμωση θεσμικών αναχωμάτων που δεν θα επιτρέπουν την εκδήλωση ανάλογων στάσεων και συμπεριφορών.

Αντί, λοιπόν, να περιμένουμε τον επόμενο Θεοχαρόπουλο ας επιχειρήσουμε να καλύψουμε, έστω, λίγο από το έδαφος που παραμένει παρθένο και αφορά τις υποχρεώσεις εκείνων που ασκούν τη διακυβέρνηση. Τι συμβαίνει εάν είναι ανύπαρκτοι, εάν είναι μέτριοι η εξαιρετικοί; Στη χώρα μας δεν συμβαίνει τίποτα. Οι πολιτικοί αξιολογούνται μόνον μέσω της ψήφου των πολιτών, αφού, βεβαίως, έχουν περάσει από τα καυδιανά δίκρανα των κομματικών επιτελείων. Το «υπουργιλίκι» είναι κάτι που στην Ελλάδα του 2019 δίνεται ως δώρο σε φιλαράκια, επήλυδες, και άλλα φρικιά του πολιτικού προσκηνίου και παρασκηνίου και η κακή ή καλή διαχείριση της θέσης δεν συνεπάγεται καμία απολύτως συνέπεια για τον κάτοχό της. Ο υπουργός δεν αξιολογείται ως προς το έργο του με βάση γενικούς κανόνες και αρχές και οι δεκάδες χιλιάδες ευρώ που ενθυλακώνει αντιστοιχούν περισσότερο στα αργύρια μιας πολιτικά ενδιαφέρουσας συμπεριφοράς παρά στη χρηστή διακυβέρνηση του τόπου.

Έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια που η διεθνής κοινότητα αποδέχτηκε τον ορισμό της «χρηστής διακυβέρνησης». Επρόκειτο για μια οργανική μείξη στοιχείων του κράτους δικαίου και του μάνταζμεντ. Αρχές όπως η νομιμότητα συμβαδίζουν με την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα, ακυρώνοντας τις παλιές διαιρετικές τομές μεταξύ των επιστημών του δέοντος και του όντος. Κάτι που είναι νόμιμο μπορεί να είναι και αποδοτικό και η αποτελεσματικότητα μπορεί να αποτελεί μια αρχή συνταγματικά κατοχυρωμένη.

Η διαφοροποίηση της διακυβέρνησης από την κυβέρνηση αποτελεί μια διοικητική και πολιτική κατάκτηση. Η μία αναφέρεται στο περιεχόμενο του έργου της κυβέρνησης και η άλλη στη δομή που χρειάζεται προκειμένου το έργο να έρθει εις πέρας.

Τα κριτήρια με τα οποία αξιολογείται το επίπεδο της χρηστής διακυβέρνησης είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής:

• Η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων. Οι νόμοι και οι κανονιστικές πράξεις που συντάσσονται, εφαρμόζονται και αξιολογούνται με ευθύνη των υπουργών αξιολογούνται ως  καλοί ή κακοί. Σήμερα, μια ολόκληρη επιστημονική πειθαρχία, η Νομοθέτηση, θέτει κριτήρια αξιολόγησης και με βάση αυτά έχουν αναπτυχθεί καλές (και κακές) πρακτικές σε σχέση με την εφαρμογή τους. Στην Ελλάδα έχουμε, όμως, υπουργούς που έχουν μηδενικό ή κακής ποιότητας νομοθετικό έργο αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρούνται αποτυχημένοι.

• Η εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών. Οι υπουργοί κρίνονται σήμερα με αυτοτελή κριτήρια αποτελεσματικότητας σε σχέση με τους στόχους που έχουν θέσει. Δεν μπορεί να παρέρχονται μήνες ή και χρόνια και να μην γνωρίζουμε ποιοί στόχοι είχαν τεθεί και πόσο κοντά η πόσο μακριά απ’ αυτούς έπεσε ο υπουργός. Άμεσα συνδεδεμένο με το κριτήριο της αποτελεσματικότητας είναι το κριτήριο της οικονομικότητας, αφού η καλή εφαρμογή μιας πολιτικής δεν μπορεί να συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού η της αγοράς.

• Η αποδοτικότητα των αποφάσεων και των μέτρων που εφρμόζει ο υπουργός κρίνονται, επίσης, με μια πλειάδα εργαλείων από τα οποία κανένα δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Ούτε,βεβαίως, αξιολογείται η ικανότητά του να πετύχει κοινωνική συναίνεση. Χειραγώγηση και διχασμός απαντώνται συχνότερα απότι  αποδότικότητα και συνεννόηση.

Εν τέλει, τα προηγούμενα δεν είναι παρά τα συστατικά του επαγγελματισμού, μιας ιδιότητας η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει και τον υπουργό. Σε μια άλλη Ελλάδα θα έπρεπε κανείς να τα θεσμοθετήσει σ’ ενα νέο νόμο για την οργάνωση και λειτουργία της κυβέρνησης, αντικαθιστώντας τον ισχύοντα ο οποίος έχει ξεπεράσει τα 30 χρόνια ζωής.

Μέχρι τότε, όμως, μπορεί να λαθροβιώνουν οι θεοχαρόπουλοι και πλείστοι άλλοι ασπάλακες δυσφημίζοντας τόσο το υπουργιλίκι όσο και την πολιτική, συνολικά. Οι συνέπειες αυτού του εκφυλισμού αποτυπώνονται και στην άνοδο της ακροδεξιάς. Μονο που εκείνος που την επωάζει δεν είμαστε ημείς οι «φιλελέδες» αλλά οι πολάκηδες, οι προσήλυτοι και ο εσμός με τον οποίο ασκεί τη διακυβέρνηση ο κ. Τσίπρας.   

*Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι υποψήφιος βουλευτής στην Α’ Αθήνας με το Κίνημα Αλλαγής

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ