Πολιτικη & Οικονομια

Το μαύρο κιτς της Κιτσοπούλου

Μια ψύχραιμη ματιά για την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
25339-59012.jpg

Το κυριάτικο, ακραιφνώς κίτρινο πρωτοσέλιδο του «Πρώτου Θέματος», («αισχρή παράσταση με χρήματα του δημοσίου»… «έβγαλαν τον Αθανάσιο Διάκο ρατσιστή και κερατά-σουβλατζή»... «κάθε κόρη Έλληνα θα είναι καλό να πάει με έναν μαύρο, δηλώνει η σκηνοθέτις») προφανώς το είδανε κάμποσοι, και όπως προκύπτει από τα σχόλια στα social media, άφθονοι το έκαναν κέφι. Αφήνοντας ασχολίαστη τόσο την ορολογία της εφημερίδας, όσο και τη ρητορική εκείνων που αναπαράγουν το άρθρο, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο της συγγραφέως Λένας Διβάνη από το τεύχος του καλοκαιρινού The Books’ Journal, το οποίο προσφέρει μια νηφάλια όψη των πραγμάτων, και ενδεχομένως να βοηθήσει όσους θέλουν να αποκρυπτογραφήσουν το μήνυμα που θέλει να περάσει τόσο με το έργο, όσο και με τη ζωή της, η Λένα Κιτσοπούλου.

n

Το μαύρο κιτς της Κιτσοπούλου

Από τη Λένα Διβάνη

Πρωτογνώρισα τη Λένα Κιτσοπούλου στη Σαντορίνη το εμβληματικό καλοκαίρι του 2002, τότε που μια βόμβα έσκασε στα χέρια κάποιου Σάββα Ξηρού πληροφορώντας μας ότι οι σκοτεινοί τύποι της 17ης Νοέμβρη είναι κάτι αδέρφια από την Ικαρία, ελαφρώς ψιλογειά σου. Τρώγαμε σε μια ταβέρνα στην Περίσσα και κλαίγαμε απ’ τα γέλια, ή μάλλον κλαίγαμε γελώντας: το δράμα της Ελλάδας συμπυκνωμένο σε μια φάτσα. Όλα στον τόπο αυτό καταλήγουν σε μια άγρια φάρσα. Η Λένα ήταν η πιο σιωπηλή. Τόσο που δεν της έδωσα την πρέπουσα σημασία. Παρέβλεψα τα χιλιάδες δαχτυλίδια με τις κοτρώνες που έκαναν δυνητικά φονικά εργαλεία τα λεπτά της χέρια, τους τεράστιους κοθόρνους στα πόδια και την παράξενη μπάσα φωνή που αν έκλεινες τα μάτια θα πίστευες ότι ανήκε σε κάποια άλλη. Τότε η Λένα ήταν μια «συμπαθής ανερχόμενη ηθοποιός του ποιοτικού» και η Ελλάδα μια ανερχόμενη χώρα της Ευρώπης που ετοίμαζε Ολυμπιακούς. Αμφότερες θνησιγενείς μαγικές εικόνες, όπως έμελλε να αποδειχτεί.

Η καθησυχαστική πρόσοψη της Λένας Κιτσοπούλου διερράγη πριν την πρόσοψη της Ελλάδας. Το 2006 κυκλοφόρησε (εναντίον μας) τις Νυχτερίδες της, 160 σελίδες τόσο μαύρες, τόσο θυμωμένες, τόσο εκρηκτικά απελπισμένες που αν τις άφηνες στο μαξιλάρι θα σ’ το έβαφαν. Το μόνο που δρόσιζε κάπως τους βιασμούς, τις αιμομιξίες, την έρπουσα διαφθορά, την οσμερή σήψη και την πυκνή απελπισία ήταν ένα μαύρο γέλιο που ξεκαρδιζόταν κάπου στο βάθος. Γνωστός εκδοτικός οίκος (το αφεντικό του, δηλαδή) μου είπε τότε πως δεν τόλμησε να το βγάλει. «Είναι εκφοβιστικό σαν αρρώστια», πρόσθεσε. Η κριτική διχάστηκε μαζί με το κοινό. Άλλοι το χαρακτήρισαν «φορτισμένο πρωτόλειο», άλλοι της έδωσαν με δύο χέρια το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως, άλλοι τη συμβούλευαν συνετά να συνεχίσει να δουλεύει γιατί το «εν δυνάμει» της έδειξε και όχι το «εν ενεργεία» της. Εγώ, αφού πρώτα συνήλθα από τον βαθύ τρόμο τόσης σωρευμένης απαξίωσης της ανθρώπινης συνθήκης, επιχειρούσα επειγόντως την ανασύνθεση της εικόνας της Λένας Κιτσοπούλου: ώστε η λεπτεπίλεπτη ξανθούλα με τα παντελόνια καμπάνα που τάιζε τρυφερά τον καλό της στο στόμα εγκυμονούσε μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα; Όταν είδα και την πρώτη φωτογράφηση της νεοφώτιστης συγγραφέως μετά τη βράβευσή της (η Λένα Κιτσοπούλου γυμνή σε μια μισογεμάτη μπανιέρα, σε αντίθεση με τις σοβαροφανείς φωτό που όλοι στο σινάφι βγάλαμε όταν θέλαμε να εντυπωσιάσουμε το κύκλωμα του βιβλίου), η έκπληξη έγινε συμπέρασμα: η Κιτσοπούλου έχει σκοπό να τραβήξει κάθε χαλάκι που πάμε να στρώσουμε από κάτω της. Δεν το παίζει. Παίζει. Τεράστια η διαφορά. Και μάλιστα παίζει με την απελπισία του παιδιού που έχει την ειδική όραση του Χόλντεν Κόλφηλντ, αυτή που ξεβρακώνει τους κάλπηδες. Ακόμα χειρότερα: που ξεβρακώνει τους κάλπηδες που κατοικούν μέσα μας, αυτούς τους καργιόληδες που είναι ανθεκτικοί σαν κατσαρίδες.

Από τότε την παρακολουθώ, όπως λένε. Την παρακολουθώ να χτυπιέται, να βρίζει σαν καραγωγέας και να φτύνει θυμωμένη όχι το κοινό της αλλά τον εαυτό της. «Δεν ξέρω αν η κατάστασή μου επιδέχεται βελτίωση και πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει ούτε καν πορεία, ούτε καν την κατιούσα, έστω τον πάτο, αυτόν τον άγιο πάτο που πριν από χρόνια εγώ η αφελής τον μίσησα και τον σιχάθηκα. Τώρα που οδεύω προς την ανιαρή σοφία, τώρα που είναι πια αργά, μπορώ να εκτιμήσω την αξία του, ω πάτε πολυαγαπημένε που τουλάχιστον με εξωθούσες στα άκρα, που μ’ έκανες να ερωτεύομαι τυφλά, να ουρλιάζω στη Σκουφά, να ξεφτιλίζομαι μπροστά σε αγνώστους, να σέρνομαι λιωμίδι τις πρωτοχρονιές για κάποιον ανεκπλήρωτο έρωτα και να σπάω μπουκάλια στο διάβα μου». Την παρακολουθώ να γράφει θέατρο με αποτυχία (Το πράσινο φουστανάκι μου), με επιτυχία (Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α), να σκηνοθετεί με αποτυχία (Η γυναίκα της Πάτρας που δεν ήθελε καν σκηνοθεσία), με επιτυχία (Ξενόπουλο!). Την παρακολουθώ να μη νοιάζεται: «ΟΚ, ας αποτύχω, και τι έγινε;» Την παρακολουθώ να δρα με την καταιγιστική δημιουργικότητα του παιδιού σε όλα τα πεδία (γιατί τα παιδιά δεν έχουν πεδία φυσικά). Ανοίγει την ντουλάπα με τα βρωμερά εσώρουχα του σπιτιού της και τα εκθέτει στα σοκαρισμένα μάτια μας. Πάρε μαλακισμένη, την ακούω να λέει. Κι εσύ ρε ηλίθιε , τι κοιτάς; Κι εσύ βρωμύλος είσαι!

Αυτό είπε και προχτές στον Αθανάσιο Διάκο της. Ρε ζώα που παριστάνετε τους πατριώτες, τους οικογενειάρχες, τους αγανακτισμένους, δεν είστε παρά καραγκιοζάκια της συμφοράς. Αφήστε τις επικλήσεις στο ένδοξο παρελθόν, πρώτα απ’ όλα γιατί αν το παρελθόν το έβλεπες στο παρόν του δεν θα ήταν καθόλου ένδοξο αλλά κυρίως γιατί δεν σας αφορά. Αυτό που σας αφορά, το γεγονός ότι έχετε σαπίσει και βρωμάτε, δεν το βλέπετε.

Τα εργαλεία της Κιτσοπούλου (οι φωνές, η υπερβολή, το σπλάτερ, η ειρωνεία, το μαύρο κιτς, το ατελείωτο βρισίδι) είναι τα εργαλεία ενός παιδιού που όταν αρχίζει να ζητάει την προσοχή σου μπορεί ακόμα και να βάλει φωτιά στο σπίτι του για να σου δείξει πώς παίρνει φωτιά το σπίτι σου. Τα δίνει όλα χωρίς σκέψη, χωρίς αξιολόγηση, χωρίς χαμόγελα στην υστεροφημία. Ποια υστεροφημία στο κάτω κάτω; Η απελπισία της Κιτσοπούλου είναι τόσο απελπιστική που δε σηκώνει ούτε μια τόση δα παραμυθία: μούφα η ζωή, μούφα κι ο θάνατος. Μούφα και η δόξα του αυτόχειρα. Δεν αυτοκτονεί γιατί μπορεί να την πάθει σαν τον Καρυωτάκη που καταδικάστηκε να παριστάνει τον Τσιτσάνη στην κόλαση.

Οπότε τι μένει; Να αυτοκτονείς κάθε μέρα πάνω στη σκηνή. Να βγάζεις τα συκώτια σου μπροστά τους. Κι άμα δε γουστάρουν να φύγουν – που γουστάρουν δηλαδή, γιατί ξεβαριούνται λιγάκι. Να ζωγραφίζεις κάθε μέρα βόμβες πάνω σε τοίχους. Και ν’ αφήνεις τους μαλάκες να πιστεύουν πως δεν είναι επικίνδυνες…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ